Το φαινόμενο Καζαντζίδης
Written by v.psychogios on 19/12/2024
Από το efsyn.gr /
ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ / Γιώργος Πετρόπουλος / Σκίτσο του Πέτρου Ζερβού / 14-15.12.2024Η ταινία «Υπάρχω» είναι η μέγιστη απόδειξη ότι ο λαϊκός βάρδος δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει. Κι αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο ερώτημα που αξίζει να απαντηθεί. Τι ήταν αυτό που έκανε τον Στέλιο τόσο μεγάλο και τόσο ταυτισμένο με τη λαϊκή ψυχή; Και τι είναι εκείνο που τον κρατάει ακόμα ζωντανό;
Ο Στέλιος Καζαντζίδης γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1931 στη Νέα Ιωνία Αττικής και πέθανε στην Αθήνα στις 14 Σεπτεμβρίου 2001. Είκοσι τρία χρόνια μετά τον θάνατό του, και συγκεκριμένα από την ερχόμενη Πέμπτη (19.12.2024), η ζωή του ζωντανεύει στην κινηματογραφική οθόνη καθώς αρχίζει η προβολή της ταινίας «Υπάρχω».
Το γεγονός αυτό -η ταινία δηλαδή- είναι η μέγιστη απόδειξη -παραδοχή για την ακρίβεια- ότι ο Καζαντζίδης δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει. Κι αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο ερώτημα που αξίζει να απαντηθεί. Τι ήταν αυτό που έκανε τον Καζαντζίδη τόσο μεγάλο και τόσο ταυτισμένο με τη λαϊκή ψυχή; Και τι είναι εκείνο που τον κρατάει ακόμα ζωντανό;
Είναι η φωνή του; Αναμφίβολα είναι η μεγαλύτερη και η πιο ολοκληρωμένη φωνή του λαϊκού τραγουδιού. Αλλά αυτός κατάφερε να γίνει αυτό που έγινε σε συνθήκες μεγάλου ανταγωνισμού, συναγωνιζόμενος ή ανταγωνιζόμενος με εξίσου μεγάλες λαϊκές φωνές. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι οι δισκογραφικές εταιρείες -είτε από ανταγωνισμό, είτε για να καλύψουν τις δισκογραφικές απουσίες του Στέλιου- αλλά και τα μαγαζιά, που εκείνος είχε εγκαταλείψει το 1965, επιχείρησαν πολλές φορές να επιβάλουν έναν αντικαταστάτη του, έναν σωσία του Καζαντζίδη. Δεν τα κατάφεραν ποτέ. Αρκούσε μια εμφάνιση εκείνου και όλα τέλειωναν ή -καλύτερα- άρχιζαν από εκεί που τα είχε αφήσει.
Είναι τα τραγούδια που είπε; Σίγουρα χωρίς αυτά δεν θα γινόταν ποτέ όνομα. Πόσω μάλλον αυτό που έγινε. Αλλά δεν είναι όλα τα τραγούδια που είπε σπουδαία και μεγάλα και δεν είπαν λιγότερο καλά τραγούδια οι άλλοι μεγάλοι τραγουδιστές της εποχής του.
Τι είναι επομένως αυτό που τον έκανε να ξεχωρίσει απ’ όλους, να γίνει ο κορυφαίος και να συνεχίσει να υπάρχει ακόμα στη λαϊκή πολιτιστική συνείδηση;
Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα πρέπει να εξετάσουμε τον Στέλιο ως προσωπικότητα. Την προσωπικότητα δηλαδή που διαμόρφωσε και η οποία έδεσε με το ταλέντο και με το έργο του και μέσω αυτού ταυτίστηκε με τα λαϊκά στρώματα της μετεμφυλιακής και σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας.
Ο Στέλιος Καζαντζίδης ήταν παιδί μιας φτωχής προσφυγικής ποντιακής οικογένειας. Εζησε τη φτώχεια, το κυνήγι του ξεροκόμματου, τον αγώνα για τους στοιχειώδεις όρους επιβίωσης. Ανδρώθηκε στη δεκαετία του ’40. Βίωσε την κατοχή και την αντίσταση, καθώς ο πατέρας του ήταν στην Επιμελητεία του Αντάρτη (ΕΛΑΣ). Ενιωσε στο πετσί του τους διωγμούς των ΕΑΜιτών, των αριστερών, των κομμουνιστών στη μεταβαρκιζιανή περίοδο. Τον πατέρα του τον δολοφόνησαν παρακρατικοί, ενώ ο ίδιος ήταν χαρακτηρισμένος για πολλά χρόνια από τις Αρχές ως κομμουνιστής. Πολύ γρήγορα, άγουρο παιδί ακόμα, αναγκάστηκε να γίνει ο προστάτης της οικογένειάς του. Ο άνθρωπος δηλαδή που θα έφερνε το ψωμί στο σπίτι.
Στο προσφυγικό περιβάλλον, όπου μεγάλωσε, η μουσική και το τραγούδι ήταν αδιαχώριστα στοιχεία της ζωής εκείνων των ανθρώπων. Ηταν η χαρά και η λύπη τους, ο λυγμός και η γιορτή τους, η έκφραση των συναισθημάτων τους, η ψυχική τους ανάταση και η υπερηφάνειά τους.
Μέσα σε αυτό το κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό πλαίσιο διαμορφώθηκε και βγήκε στο τραγούδι ο Στέλιος Καζαντζίδης. Εχοντας σφραγίδα συνείδησης τη φτώχεια και τον κοινωνικό κατατρεγμό, την κοινωνική αδικία που καταδικάζει τον φτωχό να μη βλέπει άσπρη μέρα, τη διαρκή αναζήτηση του δίκιου, την τιμιότητα ως όπλο ζωής, τον ανελέητο αγώνα της επιβίωσης, την υπερηφάνεια για την κοινωνική του καταγωγή, τη μουσική και το τραγούδι ως έκφραση και ως εξομολόγηση όλων αυτών.
Ακριβώς σε αυτήν την προσωπικότητα έδεσαν αρμονικά η τεράστια φωνή που διέθετε και τα τραγούδια που είπε. Διότι αυτή η φωνή έκανε τα καλά τραγούδια του να μοιάζουν τεράστια και τα κακά να φαντάζουν καλά, καθώς σε κάθε τι που τραγουδούσε πρόσθετε αξία και δεν αφαιρούσε το παραμικρό.
Γι’ αυτούς που τον λατρεύουν, ο Στέλιος είναι κάτι σαν άγιος. Αλλά άγιος δεν ήταν. Ηταν ένα παιδί με λίγες γραμματικές γνώσεις, που πέρασε το πανεπιστήμιο της ζωής και που προσπάθησε να μάθει μόνος του όσα θα του έδιναν τα σχολεία αν δεν ήταν αναγκασμένος να τα εγκαταλείψει. «Ντροπαλό» τον έλεγαν στην τραγουδιστική – καλλιτεχνική πιάτσα της δεκαετίας του ’50. Με μια έννοια έτσι έμεινε ώς το τέλος. Αυτή η ντροπαλότητά του εξελίχθηκε σε αγοραφοβία την οποία δεν υπερνίκησε ποτέ. Ενδεχομένως δεν προσπάθησε να τη νικήσει. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο έκανε λάθη, έφτιαξε αντιπάλους που δεν χρειαζόταν να φτιάξει, είπε πράματα που δεν έπρεπε κι ενδεχομένως έκανε κιόλας.
Αλλά αν βγαίνει ένα συμπέρασμα απ’ όλα αυτά είναι πως ποτέ δεν νοιάστηκε για την εικόνα του. Γι’ αυτό που νοιαζόταν πάντα ήταν για τα τραγούδια του. Αν εξέφραζαν κι αν συνέχισαν να εκφράζουν τους απλούς ανθρώπους, τα βιώματα και τις ελπίδες τους.
Με δυο λόγια το φαινόμενο Καζαντζίδη δεν φτιάχτηκε τεχνητά. Γεννήθηκε σε συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες που ευνοούσαν το συγκεκριμένο είδος του λαϊκού τραγουδιού που τον ανέδειξε. Εκείνος με το ταλέντο του και τα βιώματά του κατάφερε να το εκφράσει, να το εδραιώσει και, γιατί όχι, να το επιβάλει όσο κανείς άλλος από τους μεγάλους συναδέλφους του.
Κι ίσως το μεγάλο μυστικό της επιτυχίας του -και ότι είναι ακόμη ζωντανός- να βρίσκεται στο γεγονός ότι ο Καζαντζίδης ό,τι έκανε το έκανε έντιμα. Είχε μια καθαρή, κρυστάλλινη, έντιμη σχέση με το κοινό του. Πάνω απ’ όλα όμως έκανε τους απλούς, τους φτωχούς ανθρώπους υπερήφανους για την κοινωνική θέση τους. Υμνησε τα αληθινά, άδολα, συναισθήματα, απενοχοποίησε την έκφρασή τους. Η φτώχεια στα τραγούδια του δεν είναι ούτε για ντροπή ούτε για λύπηση. Είναι η καθημερινή αναμέτρηση για ζωή και κοινωνική ανάταση. Κάτι δηλαδή που δίνει αξία στην υπόσταση των ανθρώπων.
Γιατί τoν επιλέξαμε
Δεν επιλέξαμε τώρα τον Στέλιο Καζαντζίδη. Πάντα ήταν επιλογή μας. Απλώς η προβολή της ταινίας για τη ζωή του μας δίνει μια ευκαιρία να μιλήσουμε γι’ αυτόν