Ο θάνατος του καλοκαιριού
Γραμμένο απόv.psychogiosεπί 21/10/2024
Το καλοκαίρι το μαθαίνουμε όχι ως ένα κομμάτι του χρόνου μας αλλά ως μια διακοπή του χρόνου.
Οχρόνος είναι κάτι που βιώνεται, όχι που μετριέται. Με τον τρόπο αυτό μαθαίνουμε να σηματοδοτούμε τις εποχές με γεγονότα και όχι με ημερολογιακούς αριθμούς. Κανένας αριθμός, καμία ημερομηνία δεν θα μας πείσει πως το καλοκαίρι πέρασε. Είναι η πρώτη εμφατική βροχή, η πρώτη γρίπη που κόλλησες επειδή δεν ντύθηκες καλά (σαν η δική σου επιμονή να μπορεί να αλλάξει τις αποφάσεις του καιρού), το συλλογικό αίσθημα της επιστροφής.
«Αυτή εδώ είναι η κανονική μας ζωή, όχι η άλλη» σου επιβεβαιώνουν τα σκυθρωπά πρόσωπα, τα μαγαζιά που αφαιρούν τις πινακίδες με τα «καλές διακοπές» γραμμένα πρόχειρα, τα κουδούνια του σχολείου, η αργοπορία των λεωφορείων, η απελπισία των οργανογραμμάτων.
Η κανονική μας ζωή νοηματοδοτείται από τον θάνατο του καλοκαιριού. Ενα θυσιασμένο σώμα προσφορά σε οτιδήποτε ονομάζουμε συνήθεια, ρουτίνα. Και η έμφαση αυτή έχει κάτι από την τελετουργία της θυσίας, ένα τίμημα στην ανταλλαγή του χρόνου. Αυτό που πρέπει να παραχωρήσεις με την ευλάβεια της δυσαρέσκειας ώστε να σου επιστραφεί το κανονικό σου πετσί, αυτό του υπαλλήλου, του εργάτη, του ανέργου. Γιατί το καλοκαίρι μοιάζει με τη μεγάλη μεταμφίεση, μια στολή χωρίς ρούχα που εξισώνει. Πού κρύβεται το καλοκαίρι όταν τα ημερολόγια μας επιβεβαιώνουν την πάροδό του;
Η κανονικότητά μας συντονίζεται με βάση τον θάνατο αυτό που κουβαλάει ο χειμώνας, όχι τη ζωή που επιβάλλει το καλοκαίρι. Οι συνήθειές μας είναι χειμωνιάτικες, ακόμα και εδώ, σε αυτόν τον στενό τόπο που χιονίζει μια φορά κάθε δύο χρόνια. Οι αποταμιεύσεις, η διαρκής κίνηση, η στριμωγμένη ζωή, η μοναξιά που δεν μπορεί να απολαύσει τον εαυτό της, η ορεινή μας διάθεση και η βουνίσια μας συμπεριφορά, το άγχος της επιβίωσης, η οικία ως μόνο καταφύγιο, η καχυποψία για τους γύρω, το χάσιμο του εαυτού ανάμεσα σε τόσους εαυτούς.
Το καλοκαίρι περιορίζεται. Το μαθαίνουμε όχι ως ένα κομμάτι του χρόνου μας αλλά ως μια διακοπή του χρόνου. Κάτι άλλο μέσα στο οποίο μπαίνουμε για να κρυφτούμε από όλα τα άλλα, με μόνο ρόλο να κάνει τον κόσμο έξω από αυτό ανεκτό, νόμιμο και τελικά αποδεκτό. Πώς θα ήταν άραγε άμα κουρδίζαμε τον χρόνο μας με βάση -όχι τον χειμώνα- αλλά το καλοκαίρι;
Ενα διαρκές καλοκαίρι. Ανεξάρτητο από θερμοκρασία. Οχι ως διακοπή αλλά ως ένα ζωντανό συνεχές. Δεν μιλώ εδώ για ομπρέλες και μακροβούτια, παγωτά και επιφάνειες, αλλά για εκείνο εκεί το σταθερό, το υπαρξιακό αγκωνάρι. Η σχέση με τη θάλασσα και η ζωή μαζί της. Η επαφή και η αποδοχή του σώματος, ο άλλος χρόνος, ο αργός, αυτός που κατοικεί μέσα μας συμπυκνωμένος. Η απόλαυση του εαυτού από τον εαυτό, η αποχή από την υπερσυσσώρευση αγαθών και ανθρώπων γύρω μας, μια αξιακή αναδιαμόρφωση, μια άλλη αρχιτεκτονική του χρόνου.
«Στη μέση του χειμώνα, ανακάλυψα τελικά ότι μέσα μου υπάρχει ένα ανίκητο καλοκαίρι» έγραφε ο Καμί. Μιλώντας εκ μέρους όλων μας. Οπως και να το κάνουμε είμαστε κληρονόμοι του καλοκαιριού και αυτή είναι ίσως η μόνη μας κληρονομιά. Το καλοκαίρι αυτό που επιβιώνει στα χέρια μας καχεκτικό, σαν το δέρμα μαδημένου κοτόπουλου, βιασμένου από ξενοδοχειακές μονάδες και βιαστικούς τουρίστες, από επιπόλαια πλασαρίσματα εύκολου πλουτισμού και εποχιακή εκμετάλλευση. Ακόμα και σε αυτό το τοπίο που τις τελευταίες επτά δεκαετίες άλλαξε όσο δεν είχε αλλάξει τις τελευταίες δύο χιλιετίες.
Ενώ ο καιρός ψυχραίνει, ενώ η ρουτίνα πυκνώνει. Ας συντηρήσουμε το καλοκαίρι στην πορεία μας προς τον μεγάλο χειμώνα. Ως ειλικρινή ανάγκη, ως απόλαυση και ως υπόσχεση για τη ζωή που απλώνεται μπροστά μας.