Οι καθρέφτες μετά το καλοκαίρι*
Γραμμένο απόv.psychogiosεπί 21/09/2024
Ηεπιστροφή από τις διακοπές μπορεί να είναι δύσκολο πράγμα. Το σώμα ξεσυνηθίζει, το μυαλό ξεσυνηθίζει. Οι παλιές ρουτίνες που οικοδομούν αντανακλαστικά την καθημερινότητά σου δεν μπαίνουν εύκολα σε λειτουργία. Το ξύπνημα κυρίως. Αυτό μοιάζει το πιο δύσκολο. Η ώρα που ξυπνάς, η ταχύτητα με την οποία παίρνεις μπρος, οι κινήσεις αυτές που δεν χρειάζεται να είσαι τελείως ξύπνιος για να τις εκτελέσεις. Το πώς σηκώνεσαι και το πώς σπρώχνεις τον εαυτό σου μέχρι το μπάνιο. Το σώμα σου επιμένει να επιστρέφει στο κρεβάτι ενώ εσύ διαρκώς προσπαθείς να το σπρώξεις μέχρι τον νιπτήρα. Και ενώ εσύ και το σώμα παλεύετε νοερά, ο εαυτός σου κάπως παίρνει μπρος. Μα είναι βραδύκαυστος. Ετσι πολλές φορές δεν καταλαβαίνει ακριβώς τι κάνει, δεν καταλαβαίνει ακριβώς τι βλέπει.
Μου πήρε ώρα να το καταλάβω, μα ενώ καθόμουν μπροστά στον καθρέφτη της τουαλέτας ένιωθα πως κάτι είναι περίεργο, πως κάτι δεν πάει καλά. Το μυστήριο λύθηκε μόλις προσπάθησα να χτενιστώ. Δεν υπήρχε εκεί κάτι για να χτενίσω. Μαλλιά, κεφάλι, σώμα. Εννοώ δεν υπήρχε τίποτα. Ο εαυτός, ένα κενό. Και ο καθρέφτης συνέχιζε να καθρεφτίζει όλα τα υπόλοιπα χωρίς να μου δίνει σημασία. Σαν να με περιφρονούσε, σαν να με απέφευγε. Αλλά σκέφτομαι είναι ο καθρέφτης αυτός που μου φέρεται τόσο υποτιμητικά ή μήπως είναι ο εαυτός μου; Ή ίσως και οι δυο τους σε μια συμφωνία που στρεφόταν εναντίον μου με άγνωστο το γιατί.
Τίποτα δεν έβγαζε νόημα. Το μόνο καλό με γεγονότα σαν αυτά είναι πως σε ξυπνούν απότομα. Την ώρα τουλάχιστον που τα συνειδητοποιείς. Δεν έχεις ανάγκη καν για καφέ. Το πρόβλημα όμως είναι πως δεν μπορείς να κάνεις τίποτα άλλο παρά να ασχολείσαι μαζί τους. «Ο καθρέφτης αυτός είναι χαλασμένος» σκέφτηκα. Ετρεξα στο χολ να βρω έναν άλλο καθρέφτη. Ισως το είδωλό μου να είχε μείνει εκεί από εχθές το βράδυ και να με περίμενε. Ψηλός, ολόσωμος, αυτός σίγουρα θα έχει χώρο για το είδωλό μου. Στάθηκα μπροστά του επιδεικτικά. Τίποτα.
Το ίδιο στη συνέχεια στον καθρέφτη της κρεβατοκάμαρας, σε έναν μικρό καθρέφτη του σαλονιού, στα κλειστά παράθυρα, στην κάμερα του κινητού, ακόμα και στις επιφάνειες των κουταλιών. Το είδωλό μου. Αφαντο.
Κάτι δεν πήγαινε καλά και ήθελα να μάθω τι. Σιγά σιγά μάλιστα άρχισα να νιώθω έναν ήσυχο πανικό. Σαν αυτό που νιώθεις όταν βρίσκεσαι στο αεροδρόμιο, έχεις παραδώσει τις βαλίτσες και δεν ξέρεις -ούτε όμως μπορείς να ελέγξεις- αν πήρες αυτό που ήθελες μαζί σου. Μήπως με είχα ξεχάσει κάπου;
Το σπίτι είχε αρχίσει να μικραίνει. Σαν εγώ, ο εαυτός μου, ή τέλος πάντων αυτό που δεν ήθελε να αποτυπώσει ο καθρέφτης, είχε αρχίσει να μεγαλώνει. Επρεπε να βγω έξω για να χωρέσω. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, πήρα τα κλειδιά και βγήκα από το σπίτι. Και όπως κάθε φορά που νιώθουμε αυθόρμητοι (ειδικά άμα δεν το συνηθίζουμε) κάτι απροσδόκητο συμβαίνει, έτσι ξαφνικά άρχισε να βρέχει. Χωρίς να θέλω να γυρίσω, αλλά ταυτόχρονα και χωρίς να θέλω να βραχώ, κάθισα κάτω από ένα μπαλκόνι. Μετά από λίγα λεπτά η βροχή σταμάτησε. Τότε άρχισα να γυρνώ στους βρεγμένους δρόμους σαν να κάνω το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο.
Είχε έρθει το φθινόπωρο φέρνοντας μαζί του και τις πρώτες βροχές. Μέσα σε κάποια λακκούβα αντίκρισα και το είδωλό μου ανεστραμμένο. Και έτσι ευτυχής και ανεστραμμένος αποφάσισα να γυρίσω σπίτι. Τα καλοκαίρια περνούν, οι καθρέφτες μάς προειδοποιούν και ο χρόνος μάς περιγράφει κάθε φορά από την αρχή.
Κάποιες μέρες τα πρωινά μας κρατούν χίλια χρόνια.
*Το άρθρο αυτό γράφτηκε βασισμένο σε μια ιδέα του γιου μου Κωστή Τσαλαπάτη (γράφω το όνομα εδώ για να κατοχυρωθούν τα πνευματικά δικαιώματα, όπως του υποσχέθηκα). Σήμερα επίσης είναι τα γενέθλιά του. Χρόνια πολλά, Κωστή μου!