Τάνια Τσανακλίδου: «Βγαίνω και τραγουδάω με την ψυχή μου»
Written by v.psychogios on 11/07/2024
Από το elculture.gr / Κείμενο: Πέπη Νικολοπούλου / Φωτογραφίες: © Εβίτα Σκουρλέτη / 05.2023
«Το κλάμα στη σκηνή δεν είναι τίποτα φοβερό. Είναι πολύ εύκολο να αρχίσεις να κλαις. Το θέμα είναι αν αυτό που βιώνεις εσύ, καταφέρνεις να το βιώσει και ο άλλος»
«Σε ένα χαρτάκι από τσιγάρα» έχω γράψει και εγώ ένα βράδυ. Κι εκείνη. Έχω μείνει δίχως λέξεις. Και μετά μια βουτιά στον γκρεμό. Από αγάπη. Κι εκείνη. Έχω κλάψει ακούγοντας ή τραγουδώντας κάπου μονάχη το τραγούδι «Μαμά γερνάω», μαζί με χιλιάδες ακόμα αγνώστους. Κι εκείνη.
Έτσι όταν εμφανίστηκε μπροστά μου, η Τάνια Τσανακλίδου πριν ακόμα αρθρώσω οποιαδήποτε λέξη, της ζήτησα να την αγκαλιάσω. Για την αλήθειά της όλα αυτά τα χρόνια. Για τις νότες, και τη ζεστή φωνή που έντυσε τους στίχους όλα αυτά χρόνια. Είναι από τις σπάνιες φορές που δεν ήξερα πώς να ξεκινήσω την κουβέντα μας. Όμως ένας ξεχωριστός και ταπεινός άνθρωπος όπως εκείνη πάντα βρίσκει το μονοπάτι για να σε αγγίξει και να σε φροντίσει. Τάνια να με λες μου είπε…
Η αυλαία ανοίγει – Αρχή της καριέρας στο θέατρο και το τραγούδι
Από μικρή ονειρεύεται το θέατρο αλλά ταυτόχρονα ζωγράφιζε, χόρευε, τραγουδούσε. Σε ηλικία 21 χρονών κατέβηκε στην Αθήνα ως ηθοποιός, έχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές της στο Κ.Θ.Β.Ε.
Παίζει στην παράσταση Μορμόλης με την Ξένια Καλογεροπούλου. Ταυτόχρονα, τραγουδάει στη μπουάτ Λήδρα μαζί με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, ενώ συμμετείχε και στον δίσκο του «Θητεία».
Το 1975 θα βρεθεί στο Θέατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν» με τον Κάρολο Κουν στις Τρεις αδελφές του Τσέχωφ, ενώ το 1981 θα μεταμορφωθεί σε Εντίθ Πιαφ στο Αθηναϊκό Κηποθέατρο, και θα αποσπάσει υμνητικές κριτικές. Θεωρεί την Πιαφ ως ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της καριέρας της, και της έχει αφιερώσει δίσκο, όπου διασκεύασε τραγούδια της, ήταν ο δίσκος Piaf (1981).
«Κατέβηκα στην Αθήνα να κάνω θέατρο. Αυτό ήθελα τότε. Το τραγούδι δεν ήταν τότε στο μυαλό μου. Μετά τον Μορμόλη θα χτυπήσω την πόρτα του Κουν και θα με πάρει στον θίασο. Τα βράδια όμως μετά την παράσταση, πηγαίνω στις μπουάτ. Και όταν άκουγα τους τραγουδιστές ζήλευα και έτσι ξαναγύρισα στο τραγούδι», μου αναφέρει στην κουβέντα μας ρωτώντας τη για τα πρώτα εκείνα βήματα. «Απλά πράγματα. Άλλωστε ποτέ δεν ονειρεύτηκα να κάνω καριέρα. Δεν θέλησα να χτίσω καριέρα».
Το θέατρο το αγαπάει και θα επιστρέψει τον Μάρτιο του 2008 με το έργο Ο ήχος του όπλου. Το 1976 τραγούδησε μαζί με τον Νίκο Ξυλούρη στον δίσκο Ερωτόκριτος και μέχρι το 1979 είχε συμμετάσχει σε 9 δίσκους, είτε δικούς της, είτε ερμηνεύοντας τραγούδια του δίσκου. Με την έλευση της νέας δεκαετίας και για τα επόμενα 20 χρόνια οι συνεργασίες της με μουσικούς, συνθέτες και στιχουργούς αξιοζήλευτες και αξιομνημόνευτες. Γιάννης Σπανός, Σταμάτης Κραουνάκης, Λίνα Νικολακοπούλου, Γιώργος Ανδρέου, Μιχάλης Δέλτα.
Ένας άνθρωπος που συνεχώς αναζητάει κάτι νέο, κάτι διαφορετικό. Ένα «κριάρι» όπως η ίδια θα αναφερθεί για τον εαυτό της που δεν συμβιβάζεται εύκολα, δε βάζει ταμπέλες, δεν αράζει, δεν επαναπαύεται. Από το θέατρο, στο τραγούδι, ή και παράλληλα, μετά στις τηλεοπτικές σειρές και ξανά μέσα σε ένα συνεχή δημιουργικό, καλλιτεχνικό κύκλο που δεν σταματάει:
«Βαριέμαι εύκολα και όταν καταπιάνομαι με κάτι μετά θέλω να πάω στο επόμενο. Όλα έχουν τις χαρές τους και πάνω από όλα δεν με αφήνουν να σκουριάσω, να σκουριάσει η ψυχή μου που μπορεί να γίνει και αυτό. Το σώμα μου πάντως έχει σκουριάσει πλέον, τρίζει. Και συχνά και η ψυχή σκουριάζει», μου αναφέρει αυτοσαρκαζόμενη λίγο πριν ανάψει ένα τσιγάρο.
Ότι και να θέλησε στη ζωή της, βούτηξε και το άρπαξε. «Έκανα πάντα αυτό που ήθελα. Ήθελα να είμαι καλλιτέχνις με αυτό τον έρωτα για ό,τι κάνω και για όσο σου κρατάει ο έρωτας. Δεν παντρεύτηκα ποτέ τίποτα», τονίζει κοιτώντας με στα μάτια με την ειλικρίνεια που την χαρακτηρίζει.
Ο έρωτας πάντα στη ζωή της το κίνητρο, το φως που ακολουθεί σε κάθε της βήμα. Στο παρελθόν την έχω ακούσει να λέει ότι ο έρωτας αφήνει πάντα μια προίκα. Μια προίκα καλή και συνάμα θλιβερή. «Όλα μας τα βιώματα είναι η προίκα μας. Και οι έρωτες και τα αδιέξοδα», μου λέει. Ένας άνθρωπος των ηδονών, των απολαύσεων ακόμα και εκείνων που μπορεί να σα χαρακώσουν, να σε στιγματίσουν, να σε πονέσουν. Αλλά και ηδονές στα απλά καθημερινά: «Μου αρέσει το καλό φαγητό, μου αρέσει η φύση, μου αρέσουν οι μυρωδιές της φύσης, όχι τα αρώματα».
Η συνεργασία με τον Μιχάλη Δέλτα και η Eurovision
Διαρκώς σε κίνηση και σε αναζήτηση νέων προκλήσεων, το 2001 συνεργάζεται με τον Μιχάλη Δέλτα στον δίσκο Το χρώμα της μέρας. Ένας δίσκος που θα παρουσιάσει ένα νέο της πρόσωπο ερμηνεύοντας δικά της κομμάτια με έντονη ηλεκτρονική μουσική. Δύο διαφορετικοί και ταυτόχρονα δύο όμοιοι κόσμοι, δύο ανθρώπων και δύο δημιουργών που έχουν ως αφετηρία την αλήθεια:
«Ο Μιχάλης Δέλτα είναι λατρεμένος. Ειδικά για εμένα που ερχόμουν από έναν άλλο κόσμο». Η συνεργασία αυτή θα τη συνταράξει, ήταν μια περιπέτεια τυχαία. Οι Στέρεο Νόβα (τότε) της τηλεφώνησαν, βρισκόμενοι στη φάση που ετοίμαζαν τον δίσκο τους Βιταμίνη Τεκ μια διασκευή για το Να με θυμάσαι και να με αγαπάς του Σταύρου Ξαρχάκου. Τότε έγινε και η πρώτη τους γνωριμία.
«Κάναμε κάποια live τότε και μου άρεσε πολύ αυτή η ατμόσφαιρα. Αγάπησα πάρα πολύ τον Μιχάλη. Μετά από λίγο καιρό ήρθε με το τραγούδι Μια αγάπη μικρή που είχε γράψει για μια θεατρική παράσταση και θα βρεθώ σε ένα στούντιο να το τραγουδάω». Ένιωσαν να υπάρχει κάτι όμορφο σε αυτή τη συνάντηση και στη συνέχεια προέκυψαν τα τραγούδια που έγραψε. «Δεν υπήρχε καμία κατασκευή. Η συνεργασία προέκυψε από τη βαθιά μας ανάγκη να εκφράσουμε κάτι από την ψυχή μας που ως τότε δεν το είχαμε ακουμπήσει».
Το 1978 θα εκπροσωπήσει την Ελλάδα στον διαγωνισμό τραγουδιού της Eurovision που έγινε στο Παρίσι. Μια συμμετοχή που προέκυψε εντελώς τυχαία. Δούλευε τότε με τον Γιώργο Μαρίνο του οποίου τα κείμενα έγραφε ο Γιάννης Ξανθούλης. Ο Ξανθούλης συνεργαζόμενος με τον Σάκη Τσιλίκη είχαν δημιουργήσει ένα τραγούδι με τίτλο Τσάρλι Τσάπλιν και θα της προτείνουν να κάνει ένα demo. Κάνει το demo και σύντομα θα της ανακοινωθεί ότι θα πάει στη Eurovision:
«Εγώ τότε δεν είχα καμία διάθεση να πάω στη Eurovision. Εκείνο το βράδυ όμως που το έμαθα, θα τρώγαμε με τη Μελίνα Μερκούρη δούλευε τότε μαζί με τον Γιάννη Φέρτη – ήμουν τότε με τον Γιάννη στον Λόφο του Στρέφη. Πηγαίνω προβληματισμένη και όταν τους ανακοινώνω το νέο αλλά και την πρόθεσή μου να μην πάω, η Μελίνα θα μου ζητήσει να το ακούσει. Είχα μαζί μου την κασέτα και βγήκαμε έξω στο αυτοκίνητό της να την ακούσουμε. Μόλις το άκουσε μου είπε: θα το πεις και θα πεις και ένα τραγούδι».
Το Πήλιο, τα σκυλιά της και εκείνα για τα οποία μετάνιωσε
Αγαπάει πολύ τα ταξίδια που μοιάζουν πλέον με ένα γλυκό απωθημένο στη ζωή της. Το 1975 θα επισκεφθεί για πρώτη φορά το Πήλιο, θα το αγαπήσει πολύ και έτσι το 1982 θα αγοράσει ένα μικρό σπίτι. Αυτό θα γίνει το καταφύγιό της για τα επόμενα χρόνια, μέχρι και σήμερα. Εκεί θα περάσει και την περίοδο της καραντίνας:
«Περάσαμε καταπληκτικά. Ήμασταν μια παρέα, 10 άνθρωποι, που κάναμε τις βόλτες μας, παίζαμε χαρτιά και ήμασταν προστατευμένοι. Περνούσαμε τέλεια. Αν αγαπάς να έχεις λίγους φίλους, να διαβάζεις και να ακούς τη μουσική σου, περνάς υπέροχα».
Ωστόσο το Πήλιο και η σταθερότητα αυτή που της προσφέρει, έχει σταθεί εμπόδιο σε άλλες επιθυμίες και όνειρά της:
«Με το να πηγαίνω συνέχεια στο Πήλιο, σταμάτησα να ταξιδεύω. Και αν με ρωτήσεις για ποια πράγματα έχω μετανιώσει, θα σου πω ότι είναι δύο: που δεν έμαθα ποτέ ένα μουσικό όργανο, κάτι που με στενοχωρεί πολύ αλλά δυστυχώς δεν είχα καθόλου υπομονή και το άλλο που δεν ταξίδεψα όσο θα ήθελα».
Τώρα το σπίτι της εδώ στην Αθήνα μοιράζεται με τρία σκυλιά για την «ανεπιτήδευτη και ανυπόκριτη αγάπη τους», όπως χαρακτηριστικά θα μου πει. «Νιώθω σαν να έχω συνέχεια ένα μωρό που έχω την ευθύνη του. Είναι και αυτός ένας από τους λόγους που πλέον δεν μπορώ να ταξιδέψω». Και η αλήθεια είναι πως τα έχει συνέχεια στο μυαλό της. Απουσιάζει ώρα από το σπίτι και αυτό τη βασανίζει, έχει το μυαλό της σε αυτά. «Παρότι περνάω μια χαρά μόνη μου και δεν αποζητώ ανθρώπινη συντροφιά, ούτε τα σκυλιά μου υποκαθιστούν τις ανθρώπινες σχέσεις φυσικά, αλλά νιώθω ότι μαζί τους μοιράζομαι μια αγάπη».
Η μοναξιά, ο θάνατος και οι φόβοι
Αγαπάει πολύ την ησυχία της. Τόσα χρόνια πάνω στη σκηνή, ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους, τόσες κουβέντες, τόσες εικόνες, έχει εκτιμήσει τη σιωπή. Δεν αντέχει την πολλή φασαρία και την ένταση. Και τις προσωπικές της επαφές της διατηρεί με πολλή αγάπη αλλά πάντα μακριά από το τηλέφωνο. Μισεί το τηλέφωνο. Συχνά το αφήνει αφόρτιστο αλλά επιλέγει να φορτίσει τις σχέσεις της μέσα σε μικρά σχήματα των 4 ατόμων το πολύ.
Καθημερινά θέλει να μαθαίνει καινούργια πράγματα. Διαβάζει, κυρίως ιατρικά θέματα, αστρονομία, κβαντική φυσική. «Οι μεγαλύτερες παρέες, είναι κουτσομπολιό, δεν μιλάς αληθινά. Τις αποφεύγω. Αυτό μάλλον είναι συνακόλουθο της ηλικίας και της κούρασης». Μόνη εξαίρεση στη συνεύρεση με μεγάλες παρέες είναι για να παίξει χαρτιά και ειδικότερα κανάστα γιατί όπως δηλώνει «με τη κανάστα, δουλεύει το μυαλό». Απολαμβάνει να βλέπει ταινίες εποχής από το 1890-1930 εποχής Bell Εpoque, γιατί λατρεύει τα όμορφα ρούχα, και τα ωραία σπίτια της εποχής.
Από πολύ νωρίς ο θάνατος θα την απασχολήσει. Σε πολύ νεαρή ηλικία η σκέψη του, η ιδέα και μόνο της πιθανότητάς του, θα της προκαλέσει μεγάλη κρίση. «Με τα χρόνια συμφιλιώθηκα με αυτή την ιδέα. Ποτέ όμως δεν συμφιλιώθηκα με την απώλεια αγαπημένων προσώπων παρότι φυσικό. Και τώρα που μεγάλωσα και χάνονται οι φίλοι μου ένας ένας, φεύγουν από τη ζωή, νιώθω ότι δεν χάνονται αλλά κάπου θα ξαναβρεθούμε. Δεν με τρομάζει τελικά ο θάνατος. Η ανημπόρια με τρομάζει».
Η τεχνητή νοημοσύνη και οι τελευταίες εξελίξεις στο πεδίο της AI είναι ζητήματα που την απασχολούν και τη φοβίζουν:
«Ίσως έρχεται κάτι που δεν μπορούμε να το φανταστούμε. Και μπορεί στις επιστήμες να είναι υπερβολικά υποστηρικτικό όπως στην ιατρική, την αστρονομία, τη φυσική αλλά όσον αφορά στη βαθύτερη μας υπόσταση, θα λειτουργήσει σαν ακρωτηριασμός. Δηλαδή θα μιλάμε για άτομα ψυχικά ακρωτηριασμένα, ενώ λίγοι θα έχουν μεγάλη δύναμη και ίσως μπορούν να ελέγχουν τη ζωή μας με έναν τρόπο που θα μοιάζει με δικτατορία. Μια δικτατορία που δεν θα μοιάζει με καμία άλλη που έχει βιώσει μέχρι σήμερα η ανθρωπότητα. Θα είναι κάτι πιο σκληρό και πιο σαρωτικό».
50 χρόνια στη σκηνή – Η παρηγοριά της μουσικής και η σημερινή γενιά τραγουδοποιών
Είχε σχεδόν τρία χρόνια να τραγουδήσει και να ανέβει στη σκηνή και φέτος κλείνει σχεδόν 50 χρόνια.
«Για εμένα είναι γιορτή να τραγουδάω. Για αυτό και δεν μπορώ να το κάνω κάθε μέρα. Θεωρώ ότι είμαι πολύ τυχερή που μετά από 50 χρόνια, γιατί τόσα είμαι στη σκηνή, μπορώ και το χαίρομαι».
Οι εμφανίσεις της τα τελευταία χρόνια δημοσίως και για συνεντεύξεις είναι περιορισμένες. Έκανε κάποιες εμφανίσεις σε δύο εκπομπές όπου και πέρασε πολύ όμορφα αλλά την τηλεόραση δεν την αγαπάει: «Δυστυχώς στη σημερινή εποχή αν δεν εμφανίζεσαι στην τηλεόραση, χάνεσαι. Θυμάμαι την περίοδο που εμφανιζόμουν στο Μετρό, στα μέσα της δεκαετίας του ’90 περίπου αλλά και αργότερα με εξαιρετικά προγράμματα και sold out παραστάσεις, ο κόσμος με ρωτούσε πού χάθηκα, γιατί απλώς δεν με έβλεπε στην τηλεόραση».
Μέσα στον πολύχρωμο χώρο της Κιμωλίας που πίνουμε τον καφέ μας αλλά και στον δρόμο μέχρι να φθάσουμε, όλοι την πλησιάζουν να της μιλήσουν, να την αγκαλιάσουν. Την ρωτάω πώς νιώθει για αυτή την τεράστια ένδειξη αγάπης του κόσμου. «Δεν επενδύω στην αγάπη του κόσμου αλλά στον σεβασμό. Και νομίζω ότι τον έχω κερδίσει αυτό τον σεβασμό σε ένα βαθμό, γιατί ποτέ δεν τους κορόιδεψα. Ποτέ δεν τραγούδησα για το μεροκάματο. Βγαίνω και τραγουδάω με την ψυχή μου και αυτό ο κόσμος το εκτιμάει. Γιατί ο κόσμος θέλει την αλήθεια σου. Βλέπω τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου που και εκείνος φέτος κλείνει 50 χρόνια και βγαίνει στη σκηνή και είναι όπως ήταν έφηβος».
Την είδα πάνω στη σκηνή για τελευταία φορά πριν από 15 περίπου χρόνια, αφοπλιστική παρουσία, φορτισμένη, γεμάτη συγκίνηση αλλά και φροντίδα για το κοινό της. Η ερμηνεία της στο «Μαμά γερνάω» ειλικρινής μας ηλεκτρίζει όλους. Σκέφτομαι τη μητέρα μου, αλλά και τη μαμά που πρόκειται να γίνω καθώς διανύω τον 8ο μήνα της εγκυμοσύνης του πρώτου μου παιδιού. Κλαίω μαζί της. Μια στιγμή που δεν ξεχνώ και κρατώ σαν φυλακτό. Το μοιράζομαι μαζί της:
«Το κλάμα στη σκηνή δεν είναι τίποτα φοβερό. Είναι πολύ εύκολο να αρχίσεις να κλαις. Το θέμα είναι αν αυτό που βιώνεις εσύ, καταφέρνεις να το βιώσει και ο άλλος. Για αυτό και συνήθως κλαίγαμε όλοι μαζί. Δεν έκλαιγα μόνη μου. Άμα κλαις μόνος σου είσαι μάλλον λίγο γραφικός. Ενώ αν κλαίμε όλοι μαζί όμως, είναι λυτρωτικό. Όπως άλλωστε ισχύει για όλα στην Τέχνη. Αν μόνο εσύ το ζεις, είσαι απλά ένα ψώνιο. Αυτό που κάνεις, αφορά τον άλλον; Του μιλάς για εκείνον; Αγγίζει τη ψυχή του; Μόνο το βιωματικό τραγούδι μπορεί να μείνει. Ό,τι είναι κατασκευή και περνάει η μόδα του, χάνεται για πάντα».
Δεν έκανε ποτέ χρυσό δίσκο και εμπορικά θεωρεί ότι δεν ήταν ευπώλητη: «Δεν είχα το λαϊκό έρεισμα που είχαν άλλοι συνάδελφοί μου και ούτε το επιδίωξα. Ακόμα και όταν έκανα στο Μετρό με τον Καραντίνη, τον Παπαζαχαριάκη και τον Τσεβά ένα λαϊκό πρόγραμμα που έγινε χαμός, για εμένα ήταν ένα πάρα πολύ ωραίο παιχνίδι, άγγιξα ένα υλικό που δεν το ήξερα, αλλά είχε τόση καρδιά που το καταευχαριστήθηκα. Αυτή η παράσταση έσκισε αλλά δεν ήθελα να την επαναλάβω. Μετά έκανα κάτι κόντρα σε αυτό».
Συχνά ο κόσμος περίμενε συγκεκριμένο υλικό στα live της και μάλιστα υπήρχαν φορές που θα της το εκφράσουν με έντονο τρόπο:
«Μου αρέσει να ξεβολεύω το κοινό μου. Υπάρχουν τραγούδια που επιλέγω να μην τα πω. Δεν θέλω να γίνω ένα τζουκ-μποξ. Όταν φτιάχνω τα προγράμματά μου, έχουν συγκεκριμένη ροή, έχουν μια ιστορία. Και το μεγαλύτερο μέρος του κοινού μου το γνωρίζει αυτό. Φυσικά αναγνωρίζω την ανάγκη για διασκέδαση αλλά πρέπει να κάνεις και πράγματα που σε μετακινούν. Να ακούς δηλαδή και τραγούδια όχι για να ξεχάσεις αλλά εκείνα που σε αναγκάζουν να θυμηθείς… ποιος είσαι», αναφέρει εύστοχα και θα συνεχίσει με το εύστοχο σχόλιο του Ουμπέρτο Έκο για τη σημασία του να «ασκείς υγιώς τη φυσιολογικότητά σου».
Η μουσική έχει καθοριστικό ρόλο στη ζωή της. Είναι παρηγοριά αι για την ίδια. «Από παιδί δεν μπορούσα λεπτό χωρίς να ακούω μουσική. Ακόμα και όταν διάβαζα». Σήμερα, ακούει αποκλειστικά στις μοναχικές στιγμές της, κλασική μουσική και ροκ. Οι Pink Floyd είναι το αγαπημένο της συγκρότημα και τη συνοδεύουν καθημερινά στις δουλειές τους σπιτιού.
Νιώθει τυχερή που έζησε μια εποχή που «γέννησε» μεγάλους μουσικούς. Αλλά τι γίνεται αλήθεια με τη νέα γενιά μουσικών; Έχει ξεχωρίσει κάποιους;
«Δραστηριοποιήθηκα σε μια εποχή που μουσική έγραφαν ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Λεοντής, ο Σπανός, ο Μαρκόπουλος, ο Σαββόπουλος, η Αρλέτα. Και για στίχους είχαμε ποιητές σπουδαίους. Ο Ελύτης, ο Γκάτσος και ακόμα η Λίνα (Νικολακοπούλου). Σήμερα υπάρχουν πολλά παιδιά που το βλέπεις ότι είναι πιο καταρτισμένα από τη δική μου γενιά, αλλά δεν υπάρχουν αυτοί οι σπουδαίοι δημιουργοί όπως τότε για να έχεις συνεχή ερεθίσματα και να ταυτίζεσαι με τραγούδια. Αυτό βέβαια μπορεί να οφείλετε στο γεγονός ότι έχω μεγαλώσει. Αν ήμουν είκοσι χρονών, φαντάζομαι θα έβρισκα πράγματα που ίσως θα μου μιλούσαν περισσότερο. Εμένα δεν μου μιλάνε. Θέλω κάτι πιο βαθύ. Αν κάτι δεν είναι βαθύ δεν μπορεί να με θεραπεύσει». Ωστόσο θα ξεχωρίσει στην κουβέντα μας τον Γιάννη Αγγελάκα, τον Παύλο Παυλίδη και τη Μαρία Παπαγεωργίου.
Είναι κρίμα άραγε για τον πολιτισμό μας η απώλεια αυτών των σπουδαίων ονομάτων;
«Ήταν ένας κύκλος του οποίου το κλείσιμο, ζήσαμε και ζούμε. Όμως αυτή τη στιγμή που μιλάμε, υπάρχουν πολύ αξιόλογα πλάσματα που ακόμα δεν έχουν βρει τον βηματισμό τους. Θα τον βρούνε και θα μας βάλουν τα γυαλιά».
Επόμενοι σταθμοί – Καλοκαιρινά σχέδια
Μετά τη χειμερινή παράσταση «Πουλάκια είναι και λαλούν» με τον Φώτη Σιώτα, την οποία απόλαυσε τόσο η ίδια η Τάνια Τσανακλίδου όσο και ο κόσμος που την παρακολούθησε θα γίνει αυτό το καλοκαίρι μια μικρή περιοδεία στην Ελλάδα, καθώς ο Φώτης Σιώτας θα εμφανιστεί στην Επίδαυρο και αυτό δεν του δίνει περισσότερο ελεύθερο χρόνο:
«Ήταν μία από τις πιο πολιτικές παραστάσεις που έχω ετοιμάσει και ο μόνος στόχος είναι ο κόσμος να φεύγει γελώντας. Μια παράσταση που δεν δίδασκε αλλά όλα περνούσαν υποδόρια μέσα από πλήθος τραγουδιών όπως τραγούδια του Πουλικάκου και τη «Γελαστή ανηφόρα» του Αγγελάκα με το οποίο και ξεκινάει η παράσταση. Ήταν σαν να τρολάραμε την εποχή. Και μπορεί όλα τα βράδια να μην είχαν την ίδια ένταση, το ίδιο πάθος αλλά η μαγική χρυσόσκονη υπήρχε. Οι βραδιές που είναι πετυχημένες, είναι εκστατικές. Δεν είναι όλες πετυχημένες. Κάποιες βραδιές η θερμοκρασία, είτε η δική μας είτε του κόσμου, είναι χαμηλή. Αλλά όταν καταφέρνουμε να συνδεθούμε, όλα είναι μαγικά. Αυτό που αισθάνομαι είναι υπέροχο».
Ταυτόχρονα, ετοιμάζει ένα νέο σχήμα με τους μουσικούς από το Μαγικό Κουτί και τον Παναγιώτη Τσεβά για μια παράσταση στην Αλεξανδρούπολη σε ένα αρχαιολογικό χώρο την 1η Αυγούστου. Ένα σχήμα ευέλικτο που σίγουρα θα προγραμματιστεί και για πρόσθετες εμφανίσεις που αναμένουμε να ανακοινωθούν. Ένα πρόγραμμα με πολλά τραγούδια από το Μαγικό Κουτί, στο οποίο θα προστεθούν κομμάτια από το προσωπικό της ρεπερτόριο. «Έχω καιρό να τραγουδήσω, σχεδόν τρία χρόνια με πολύ στρες και εντατικά μαθήματα φωνητικής που συνεχίζω να κάνω».
Αυτή την κουβέντα μας θα την κρατήσω για πάντα στη μνήμη τη δική μου και του κινητού μου. Σε ευχαριστώ(ούμε) Τάνια για την αυθεντικότητα, την άρνησή σου να μπεις σε καλούπια, την τόλμη σου και τη φωτεινή σου παρουσία που κάνουν αυτό τον τόπο και τη μουσική σκηνή του να λάμπουν περισσότερο.