Dylan Thomas – Μετά το πανηγύρι
Γραμμένο απόv.psychogiosεπί 16/01/2024
Από το o-klooun.com /
Επιμελείται η Καλλιόπη Παπαμιχαήλ / 12.2023Τo πανηγύρι είχε τελειώσει γι απόψε. Τά φώτα πάνω άπ’ τούς πάγκους μέ τις ψάθινες στέγες είχαν σβήσει καί τά ξύλινα άλογα έστεκαν ασάλευτα μές στό σκοτάδι περιμένοντας τή μουσική και τόν βόμβο τών μηχανών γιά νά ξαναρχίσουν τόν καλπασμό τους.
Στις σκηνές, οί λάμπες τής άσετυλίνης είχαν σβήσει ή μία μετά τήν άλλη και οί μουσαμάδες σκέπαζαν τώρα τά μικρά τραπέζια τοΰ παιχνιδιού. Τό πλήθος είχε επιστρέψει σπίτι και στά παράθυρα τών τροχόσπιτων άναβαν φώτα. Κανένας δέν είχε προσέξει τό κορίτσι. Μέσα στά μαΰρα ροΰχα της, στεκόταν απέναντι άπό τό λούνα-πάρκ, ακούγοντας τό τελευταίο βήμα νά τρίζει πάνω στό πριονίδι καί τίς τελευταίες φωνές νά πεθαίνουν στήν απόσταση. Τότε, ολομόναχη στήν ερημιά, περικυκλωμένη άπό τά σχήματα τών ξύλινων άλογων και τίς ψεύτικες βαρκοΰλες, αναζήτησε μιά γωνιά γιά νά κοιμηθεί.
Ψάχνοντας εδώ κι εκεί, ανασήκωσε τόν μουσαμά πού σκέπαζε τά παραπήγματα καί τρύπωσε στό ζεστό σκοτάδι. Φοβήθηκε νά προχωρήσει παραμέσα, καί καθώς ένα ποντίκι δρασκέλισε αστραπιαία τό βρώμικο ροκανίδι στό δάπεδο κι ο μουσαμάς έτριζε χορεύοντας στό φύσημα τοΰ αέρα, εκείνη έτρεξε μακριά καί κρύφτηκε πάλι κοντά στήν πίστα τού λούνα-πάρκ. Κάποια στιγμή περπάτησε πάνω στήν εξέδρα. Κουδουνάκια αντήχησαν γύρω άπ’ τό λαιμό ενός άλογου καί μετά σώπασαν. Δέν τολμούσε ούτε ν’ ανασάνει μέχρις ότου όλα ησύχασαν καί τό σκοτάδι ξέχασε τόν ήχο τών κουδουνιών. Τότε άρχισε πάλι νά κρυφοκοιτάζει εδώ κι εκεί γιά ένα κρεβάτι, ψάχνοντας σέ κάθε γόνδολα, κάτω άπό κάθε σκηνή. Άλλ ά δέν μποροΰσε νά βρει τίποτα μέσα σ’ ολόκληρο τό τσίρκο γιά νά κοιμηθεί. Έ μιά γωνιά ήταν πολύ σιωπηλή καί στήν άλλη κάποιο ποντίκι ακουγόταν.
Υπήρχε άχυρο σέ μιά άκρη στή σκηνή του Αστρολόγου, άλλά κουνήθηκε καθώς τό άγγιξε. Γονάτισε δίπλα του καί άπλωσε τό χέρι της. “Ενιωσε τό χέρι ενός μωροϋ πάνω στό δικό της. Τώρα δέν υπήρχε τίποτα. “Ετσι γύρισε άργά προς τά καραβάνια στις άκρες τοΰ λειβαδιοΰ καί βρήκε μόνον δύο μέ τά φώτα τους αναμμένα. Περίμενε, σφίγγοντας τήν άδεια τσάντα της, ένώ αναρωτιόταν σέ ποιό τροχόσπιτο θά χτυπούσε. Τελικά αποφάσισε νά χτυπήσει στό παράθυρο ενός μικροΰ φτωχικοΰ κοντά της κι ανασηκώθηκε στις μύτες τών ποδιών της γιά νά κοιτάξει μέσα. Ό πιό χοντρός άντρας πού είχε δει ποτέ, καθόταν μπροστά στή σόμπα, ψήνοντας ενα κομμάτι ψωμί. Χτύπησε τρεις φορές τό τζάμι καί μετά κρύφτηκε στή σκιά. Τόν άκουσε νά έρχεται στήν κορυφή τής σκαλίτσας καί νά φωνάζει:
«Ποιος; Ποιος;» , άλλά δέν τόλμησε ν’ απαντήσει.
«Ποιος ; Ποιος;», φώναξε εκείνος ξανά. Γέλασε ακούγοντας τή φωνή του πού ήταν τόσο λεπτή όσο χοντρός ήταν εκείνος. Άκουσε τό γέλιο της καί στράφηκε στό σκοτάδι πού τήν προστάτευε. «Πρώτα χτυπάς», είπε , «μετά κρύβεσαι, μετά γελάς» . Προχώρησε μέσα στό φωτεινό κύκλο ξέροντας πώς δέν υπήρχε πιά ανάγκη νά κρύβεται.
«Ένα κορίτσι», είπε αυτός. «”Ελα μέσα καί σκούπισε τά πόδια σου». Δέν περίμενε άλλά πισωγύρισε μέσα στό τροχόσπιτο κι εκείνη δέν μποροΰσε παρά νά τόν ακολουθήσει στά σκαλιά καί μέσα στό δωμάτιο πού ξεχείλιζε άπό πράγματα. Εκείνος κάθησε πάλι, ψήνοντας τό ίδιο κομμάτι ψωμί.
«Μπήκες μέσα;» , ρώτησε, γιατί είχε γυρισμένη τήν πλάτη του.
«Νά κλείσω τήν πόρτα;» καί τήν έκλεισε προτοΰ εκείνος απαντήσει. Κάθησε στό κρεβάτι καί τόν παρατηρούσε νά ψήνει τό ψωμί ώσπου τό έκαψε .
«Μπορώ νά τό ψήσω καλύτερα άπό σένα», τού είπε . «Δέν αμφιβάλλω», είπε ο Χοντρός Άντρας . Τόν κοίταζε καθώς τοποθέτησε τό καρβουνιασμένο ψωμί σέ μιά πιατέλα δίπλα του καί πήρε μία άλλη φέτα πού τήν κράτησε μπροστά στή σόμπα. Γρήγορα κάηκε κι αότή.
«”Αφησε με νά τό ψήσω έγώ» , τοΰ είπε . Μέ μιά άχαρη κίνηση τής έδωσε το πιρούνι καί τό καρβέλι.
«Κόψτο», τής είπε , «ψήστο καί φάτο». Εκείνη κάθισε στήν καρέκλα.
«Κοίταξε τή λακούβα πού έκανες στό κρεβάτι μου», είπε ο Χοντρός “Αντρας.
«Ποιά είσαι συ πού μπαίνεις καί βουλιάζεις τό κρεβάτι μου; »
«Μέ λένε ‘Άννυ» , τοΰ απάντησε. Σύντομα, έψησε όλο τό ψωμί, τό βουτύρωσε, τό ακούμπησε στό κέντρο τοΰ τραπεζίου καί τακτοποίησε δύο καρέκλες.
«Έγώ θά φάω τό δικό μου στό κρεβάτι» , είπε ο Χοντρός “Αντρας. «Έσύ, θά φας έδώ». “Όταν τέλειωσαν τό δείπνο τους, έσπρωξε πίσω τήν καρέκλα του καί τήν παρατήρησε άπό τήν απέναντι άκρη τού τραπεζιού.
«Είμαι ο Χοντρός Άντρας» , είπε . «Πατρίδα μου είναι τό Τρέορκυ. Ό Αστρολόγος δίπλα είναι άπό τό Άμπερνταιρ» .
«Δέν έχω καμιά σχέση μέ τό τσίρκο», τοΰ είπε εκείνη. «Είμαι άπό τό Κάρντιφ» .
«Είναι μιά πόλη», συμφώνησε ο Χοντρός “Αντρας. Καί τή ρώτησε γιατ ί είχε φύγει μακριά άπό κει.
«Χρήματα» , είπε ή Άννυ . Τότε τής διηγήθηκε γιά τό τσίρκο καί γιά τούς τόπους πού είχε δει καί τούς ανθρώπους πού είχε συναντήσει. Τής είπε τήν ηλικία του καί τό βάρος του καί τά ονόματα τών αδελφών του καί πώς θά ονόμαζε κάποτε τό γιό του. Τής έδειξε μιά φωτογραφία μέ τό λιμάνι τής Βοστώνης καί τή φωτογραφία τής μητέρας του πού σήκωνε βάρη. Τής είπε γιά τό καλοκαίρι στήν Ιρλανδία.
«Πάντα ήμουν ένας χοντρός άνθρωπος», είπε , «καί τώοα είμαι ο Χοντρός Άντοας . Δέν υπάρχει κανένας νά μέ ξεπερνάει στό πάχος». Τής μίλησε γιά τό θερμό ρεΰμα στή Σικελία καί γιά τή Μεσόγειο.
Τοΰ είπε γιά τό παιδί στή σκηνή τοΰ Αστρολόγου.
«Είναι γραμμένο στ* αστέρια», απάντησε.
«Τό μωρό θά πεθάνει», είπε ή “Αννυ. Εκείνος άνοιξε τήν πόρτα καί βγήκε έξω στό σκοτάδι. Κοίταξε γύρω της άλλά δέν κουνήθηκε, ένώ αναρωτιόταν άν είχε πάει νά φωνάξει τήν αστυνομία. Δέν έπρεπε, ποτέ πιά, νά τήν πιάσει ξανά ο αστυνόμος. Κοίταξε άπό τήν ανοιχτή πόρτα τήν αφιλόξενη νύχτα και τράβηξε τήν καρέκλα της πιο κοντά στή σόμπα.
«Καλύτερα νά μέ πιάσουν στά ζεστά», σκέφτηκε. Άλλ ‘ αμέσως άρχισε νά τρέμει, ακούγοντας τό Χοντρό “Αντρα πού πλησίαζε και μέ τά χέρια της έσφιξε τό αδύνατο στήθος της καθώς αυτός σκαρφάλωνε τά σκαλοπάτια σάν κινούμενο βουνό. Μπορούσε κα! τόν έβλεπε νά χαμογελάει μές στό σκοτάδι.
«Κοίτα τί σκάρωσαν τ’ άστρα», είπε και έφερε μέσα τό μωρό του Αστρολόγου στά χέρια του. Άφοΰ τό νανούρισε πάνω της κι αυτό έκλαψε στον κόρφο τού φουστανιού της, τοΰ είπε πόσο ειχε φοβηθεί πού έφυγε.
« Τί δουλειά είχες μέ τόν αστυνομικό;». Τού είπε πώς ή αστυνομία τή γύρευε.
«Τί έχεις κάνει γιά νά σέ κυνηγάει ή αστυνομία;». Δέν τοΰ απάντησε, άλλά κράτησε τό μωρό πιο σφικτά στό μαραμένο στήθος της. Εκείνο ς διέκρινε τήν αδυναμία της.
«Πρέπει νά φας, Κάρντιφ» , είπε . Τότε τό παιδ! άρχισε νά κλαίει. Άπό μικρό θρήνο ή φωνή του κορυφώθηκε σέ γοερή απελπισία. Τό κορίτσι τό χόρεψε πάνω στήν ποδιά της, άλλά τίποτα δέν τό ήσύναζε.
«Σταμάτα το! Σταμάτα το», είπε ο Χοντρός “Αντρας και πλημμύρισε δάκρυα. Η “Αννυ τό καλόπιασε μέ φιλιά, άλλ’ αυτό συνέχισε νά σπαράζει.
«Πρέπει κάτι νά κάνουμε», τοΰ είπε. «Τραγούδησε του κάποιο νανούρισμα». Τραγούδησε. Άλλά στό παιδ! δέν άρεσε τό τραγούδι της.
«Μόνον ένα πράγμα μένει» , είπε ή “Αννυ, «νά τό πάμε στό λούνα-πάρκ». Μέ τό χέρι τοΰ παιδιοΰ γύρω στό λαιμό της, κατέβηκε σκουντουφλώντας τά σκαλοπάτια κι έτρεξε προς τό έρημο λούνα-πάρκ, ένώ ο Χοντρός “Αντρας τήν ακολουθούσε λαχανιάζοντας. Βρήκε τό δρόμο της ανάμεσα άπό τις σκηνές κα! τούς πάγκους κι έφθασε στο κέντρο του χώρου, όπου τά ξύλινα άλογα έστεκαν περιμένοντας καί ανέβηκε σέ μία σέλλα.
«Βάλε μπρος», τοΰ φώναξε. Άπό μακριά ακουγόταν ο Χοντρός “Αντρας νά γυρίζει τό στρόφαλο τής απαρχαιωμένης μηχανής πού όλη μέρα οδηγοΰσε τά άλογα στόν ξύλινο καλπασμό τους. “Ακουγε τό σπασμωδικό βούισμα τών μηχανών. Ή εξέδρα κροτάλιζε κάτω άπό τά πόδια τών άλογων. Είδε τόν Χοντρό “Αντρα ν’ ανεβαίνει στήν ίδια πλευρά μ’ αυτήν, νά τραβάει τόν κεντρικό μοχλό καί νά σκαρφαλώνει στή σέλλα τοΰ πιό μικροΰ άλογου. Καθώς ή περιστρεφόμενη εξέδρα άρχισε άργά στήν άρχή κερδίζοντας σιγά-σιγά ταχύτητα, τό παιδί στό στήθος τής κοπέλας σταμάτησε νά κλαίει καί κτύπησε παλαμάκια.
Ό άνεμος τής νύχτας έτρεχε μέσ’ άπό τά μαλλιά του, ή μουσική κουδούνιζε στ’ αυτιά του. Γύρω καί γύρω έτρεχαν τά ξύλινα άλογα, πνίγοντας τίς κραυγές τοΰ άνεμου μέ τό χτύπημα τών οπλών τους. Κι έτσι τούς βρήκαν οί άνθρωποι άπ’ τά τροχόσπιτα, τόν Χοντρό “Αντρα καί τό κορίτσι στά μαΰρα μ’ ένα μωρό στήν αγκαλιά της. Τρέχοντας γύρω γύρω πάνω στά μηχανικά τους άτια, ενώ ή μουσική τοΰ οργάνου δυνάμωνε ολοένα καί περισσότερο.
[1934 ]
Dylan Thomas – Προοπτική της θάλασσας . Μετάφραση Μυράντα Σταυρινού. Εκδότης Πλέθρον