Κουραμπιέδες και μελομακάρονα
Γραμμένο απόv.psychogiosεπί 26/11/2022
Από το efsyn.gr / Νησίδες / Παύλος Μεθενίτης / 30.12.21
Είναι τα σήματα κατατεθέντα των εορτών, είναι τα αρχετυπικά τερψιλαρύγγια κεράσματα, είναι μια ακόμα αφορμή για να διαφωνήσουμε,για να αντιπαρατεθούμε.
Ολοι μας οφείλουμε να είμαστε προετοιμασμένοι για το χειρότερο, μ’ όλα αυτά που μας έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια, αλλά επειδή η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, όπως λέγεται, ευχόμαστε για το καλύτερο. Στην Ελλάδα, αυτές οι ευχές για τον χρόνο που τώρα αρχίζει, θα μπορούσαν να αναπαρασταθούν με δυο λαχταριστούς δίσκους εορταστικά γλυκά, που τα βλέπουμε παντού: ας είναι γλυκό, ευχόμαστε, το 2022 σαν κουραμπιές ή σαν μελομακάρονο.
Πράγματι, είναι παντού. Σε σπίτια, χώρους δουλειάς, καταστήματα, ακόμα και σε δημόσιες υπηρεσίες, σε βιτρίνες μαγαζιών, σε εικόνες αναρτημένες στο Διαδίκτυο. Είναι τα σήματα κατατεθέντα των εορτών, είναι τα αρχετυπικά τερψιλαρύγγια κεράσματα, είναι μια ακόμα αφορμή για να διαφωνήσουμε,για να αντιπαρατεθούμε. Κουραμπιέδες ή μελομακάρονα; Λιγότεροι οι φανατικοί υπέρ του ενός ή του άλλου, μάλλον περισσότεροι οι ενωτικοί, που τα καταβροχθίζουν αδιακρίτως εδώ και κάνα μήνα, και θα συνεχίσουν και τον Γενάρη του 2022 μέχρις εξαντλήσεως των αποθεμάτων, που λένε.
Κάθε ένα με την προσωπικότητα, την ιδιαιτερότητα και την ιστορία του, χρυσοκαφέ και μελιτώδες το ένα, λευκό και άσπιλο το άλλο, και με μεγάλες γευστικές διαφορές, τα μελομακάρονα και οι κουραμπιέδες ευφραίνουν τον ουρανίσκο, φέρνουν ένα χαμόγελο στο στόμα και προσθέτουν εκατοστά στη μέση: κάτι προσχηματικές, πολιτικώς ορθές απόπειρες παρασκευής των γλυκισμάτων με μη παχυντικά και απολύτως άνοστα υποκατάστατα των αυθεντικών συστατικών, είναι δικαίως παραδομένες στη χλεύη και καταδικασμένες στην αποτυχία. Ή τα τρως πλήρη, ατόφια και ανόθευτα ή δεν τα τρως καθόλου.
Ομως, ας δούμε από πού προέρχεται το καθένα. Ζουμερό και μελωμένο το μελομακάρονο, καθώς είναι φτιαγμένο από αλεύρι, συμιγδάλι, λάδι, χυμό πορτοκαλιού και μέλι, έλκει την ετυμολογική του προέλευση από το μέλι και το μακαρόνι. Για το μέλι δεν χρειάζεται να πούμε κάτι, πιστεύω, αλλά η προέλευση της λέξης «μακαρόνι» είναι ενδιαφέρουσα. Υπάρχουν δύο εκδοχές για την προέλευσή της. Σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, είτε από το βενετικό «macaroni», από το λατινικό ρήμα «maccare», που σημαίνει «κόβω», είτε από την ιταλική λέξη «macarone», η οποία προκύπτει από την αρχαιοελληνική λέξη «μακαρία»! Οντως πρόκειται για τη γνωστή «μακαριά», όπως είναι ακόμα γνωστό το νεκρόδειπνο, το γεύμα που παραθέτουν οι οικείοι του μακαρίτη στους συγγενείς και φίλους…
Σύμφωνα με άλλες πηγές, αυτό το «μακαρόνι» παράγεται από τη μεσαιωνική ελληνική λέξη «μακαρωνία», που ήταν το νεκρώσιμο δείπνο με βάση τα ζυμαρικά. Αυτή η μακαρωνία προέρχεται από τη μακαρία, που ήταν ένα ειδικό ψωμί, ένα πρόσφορο στο οβάλ, μακρουλό σχήμα του σημερινού μελομακάρονου, που προσφερόταν μετά από την κηδεία από τους συγγενείς του μακαρίτη. Αυτό το αρτοσκεύασμα αργότερα περιχύθηκε με μέλι, αποκτώντας τη σημερινή του ιδιότητα, του ενός από τα δυο επίσημα γλυκά των εορτών.
Κοινή ρίζα με τα μακαρόνια και το μελομακάρονο έχει και το αμυγδαλωτό μπισκότο «macaroon», το γνωστό μακαρόν, που άρχισε να παρασκευάζεται από τα μεσαιωνικά χρόνια στη Γαλλία και την Αγγλία. Να πούμε πως οι πρώτοι που έφτιαξαν τα σημερινά μελομακάρονα ήταν οι Ρωμιοί Μικρασιάτες που τα ονόμασαν «φοινίκια». Τα φοινίκια προκύπτουν βέβαια από τον φοίνικα, και είναι οι χουρμάδες, οι καρποί του φοινικόδεντρου.
Πιθανόν τα μελομακάρονα να ονομάστηκαν έτσι λόγω του χρώματος, του σχήματός και της γλύκας τους που παραπέμπουν στους χουρμάδες. Οσο για την ετυμολογία του φοίνικα, του δέντρου, γιατί έχουμε και το μυθικό πουλί φοίνικας, να πούμε πως είναι μια πανάρχαιη λέξη: στη μυκηναϊκή γλώσσα αναφέρεται ως «po-ni-ke». Πιθανώς, λέει το Λεξικό, να έχει σημιτική η αιγυπτιακή προέλευση, από τη λέξη «bnu».
Οι κουραμπιέδες έχουν μια εξίσου μεγάλη και ενδιαφέρουσα ιστορία. Το 1924 Μικρασιάτες πρόσφυγες από την Καρβάλη της Καππαδοκίας ίδρυσαν στον νομό Καβάλας τη Νέα Καρβάλη. Από αυτούς τους ανθρώπους, που έφτιαξαν πρώτοι κουραμπιέδες, διαδόθηκε στην υπόλοιπη Ελλάδα αυτό το γλύκισμα από σιμιγδάλι και βούτυρο, που πασπαλίζεται με ζάχαρη άχνη.
Η λέξη προέρχεται από το τούρκικο «kurabiye», δηλαδή «ξερό μπισκότο», που κι αυτό με τη σειρά του παράγεται από το αραβικό «gurab». «Κουρού» στα τούρκικα είναι το ξηρό και «μπίγιε» το μπισκότο. Μιλάμε για το μικρό, ξερό, εύθρυπτο γλύκισμα από αλεύρι, βούτυρο, αβγά, και άλλα υλικά. Η λέξη παράγεται από το μεσαιωνικό «μπισκότιν» από το λατινικό «biscotto».
Αυτό αποτελείται από το «bis», που σημαίνει «δυο φορές» και το «cotto», δηλαδή «ψημένος», από το λατινικό «coctus», τη μετοχή του ρήματος «coquo», που σημαίνει «ψήνω». Με δυο λόγια, τα μπισκότα είναι αρτοσκευάσματα δυο φορές ψημένα, για να διατηρούνται για πολύ καιρό προς χρήση κυρίως των στρατιωτών και των ναυτικών – μιλάμε για το αρχαιοελληνικό «δίπυρον». Κάποιοι θέλουν τον κουραμπιέ να είναι μια μεσαιωνική περσική εφεύρεση, του 7ου αιώνα, όταν η ζάχαρη διαδόθηκε στην περιοχή. Αλλοι αναφέρουν τον Λίβανο ως την πατρίδα του κουραμπιέ.
Ο ανταγωνιστής του μελομακάρονου, ή ο συναγωνιστής του αν προτιμάτε, ο κουραμπιές, έχει και μια ακόμα μεταφορική σημασία, που δεν είναι και τόσο διαδεδομένη στις μέρες μας, αυτή του άκαπνου στρατιώτη ή του δειλού. Αυτή επικράτησε στις αρχές του εικοστού αιώνα, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κουραμπιέδες λέγονταν μειωτικά και σκωπτικά οι στρατιώτες των μετόπισθεν, που δεν έπαιρναν μέρος στις μάχες. Συνώνυμη έκφραση ήταν και οι «σοκολατένιοι στρατιώτες», καθώς και τα γνωστά μας «βουτυρόπαιδα».
Τώρα θα μου πείτε, τι σημασία έχουν όλα αυτά τα ετυμολογικά, όταν βρίσκεστε ενώπιος ενωπίω με μια πιατέλα γεμάτη με προκλητικά μελομακάρονα και αφράτους κουραμπιέδες. Τι σημασία έχει αν τα πρώτα παραπέμπουν στις τελετές αποχαιρετισμού των προσφιλών νεκρών και τα δεύτερα στους στρατιώτες που δεν ήταν πρόθυμοι να σκοτωθούν και να σκοτώσουν για τη μαμά πατρίδα.
Μεταξύ μας, ίσως καμία, ειδικά τώρα που αρχίζει ένας καινούργιος χρόνος, τώρα που η Γη ξεκινάει μια ακόμα στροφή γύρω από τον Ηλιο κι εμείς όλως αυθαιρέτως ευχόμαστε να είναι καλύτερη από την προηγούμενη. Μπορεί να κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας, αλλά οι ευχές μας είναι τώρα και πάντα γλυκές σαν μελομακάρονα και κουραμπιέδες.