Φεύγοντας μακριά απ’ τη φωτιά
Γραμμένο απόv.psychogiosεπί 05/08/2023
Και η φωτιά μοιάζει πια με ιό. Με κάτι που απλώνεται ανεξέλεγκτα όχι σε εκτάσεις πια, αλλά στις μοίρες και στις ζωές των ανθρώπων
Φτάσαμε βράδυ Σαββάτου στο μικρό παραθαλάσσιο χωριό της Αχαΐας, χωρίς προθέσεις διαμονής διαρκείας. Ετσι για λίγο, στο άδειο σπίτι ενός μακρινού συγγενή για λίγα εικοσιτετράωρα δίπλα στη θάλασσα. Οχι διακοπές. Οι πραγματικές διακοπές αρχίζουν μόλις η εργασία σιωπά. Ολα τα άλλα είναι απλώς πρόχειρες παύσεις. Εχουμε ανάγκη από αυτές. Κάποιες φορές περισσότερο από οτιδήποτε. Από τη ρουτίνα μας, από την προοπτική της, από όλη αυτή την ασφυκτική ενημέρωση που μας κυκλώνει υπενθυμίζοντάς μας τους όρους με τους οποίους λειτουργεί ο κόσμος.
Την επόμενη μέρα και μόλις τα σώματα είχαν αρχίσει να προσαρμόζονται στον άλλο χρόνο -αυτόν που μένει φυλαγμένος για καταστάσεις σαν αυτή- αρχίζει να ανεβαίνει καπνός πίσω από το βουνό, στην πλάτη του μικρού οικισμού. Καθώς τον κοιτάμε δεν είμαστε σίγουροι ούτε για την έκταση ούτε για την απόσταση από το σημείο που βρισκόμαστε. Τον τόπο δεν τον γνωρίζουμε. Και οι πληροφορίες που έρχονται από τους ντόπιους δεν πολυβγάζουν νόημα. Χωρίς πολλή σκέψη τα μαζεύουμε και φεύγουμε. Απότομα, λίγο άτσαλα, με τον τρόπο που επιβάλλει μια ξαφνική και απόλυτη απόφαση. Λίγα λεπτά μετά βρισκόμαστε στην Εθνική ενώ κάθε τόσο κοιτάμε στα κινητά μας για νέα σχετικά με τη μεγάλη (πια) φωτιά έξω από το Αίγιο.
Προφανώς δεν γράφω για τη στιγμή αυτή θέλοντας να τοποθετήσω τον εαυτό μου εντός της τραγωδίας που απλώνεται σε κάθε άκρη της χώρας. Εμείς προς το παρόν δεν πάθαμε, εμείς προς το παρόν δεν χάσαμε κάτι. Πιο πολύ τα γράφω για να περιγράψω τα συναισθήματα ενός ανθρώπου που πέρασε κοντά από το σημείο όπου συντελείται η τραγωδία. Λίγο πιο έξω από τις σελίδες των εφημερίδων και τα ατελείωτα διαδικτυακά ποσταρίσματα.
Τα πρόσωπα των ανθρώπων που περιμένουν τη φωτιά, τα αυτοκίνητα να τρέχουν πανικόβλητα στην Εθνική, η διαρκής ενημέρωση για νέα μέτωπα. Οι ομάδες των ανθρώπων στα βενζινάδικα και τα ταχυφαγεία της Εθνικής. Τα ξαφνιασμένα σώματα που κρύβουν την ταραχή ή ακόμα δεν μπορούν να καταλάβουν τι έγινε. Αλλοι που απλώς απομακρύνθηκαν απότομα, άλλοι πραγματικά ξεριζωμένοι. Και η αίσθηση αυτή που διαρκώς σου επιβεβαιώνει πως όλα αυτά δεν είναι ατύχημα. Η αίσθηση αυτή που προσπαθεί να σου αποδείξει πως όλο αυτό είναι μια κοινή μοίρα βγαλμένη από το μέλλον μας. Η ζέστη στην άσφαλτο σ’ το επιβεβαιώνει. Τα νέα και οι προβλέψεις επίσης. Είναι τα μεγάλα αποτυπώματα της αλλαγής του καιρού μας πάνω στις καμένες εκτάσεις της πραγματικότητάς μας.
Είναι η κίνηση του πλήθους στην αρχή της ερημοποίησης του τόπου. Οι μονάδες αυτές που σαν να ξεμυτίζουν από το μέλλον για να μας προειδοποιήσουν ή, πιο σωστά, να μας ενημερώσουν για τις μέρες που έρχονται. Τα πρόσωπα μετά τη συνειδητοποίηση του ερχομού της καταστροφής. Αλλα πρόσωπα που απλώς τρόμαξαν, άλλα που τη γλίτωσαν στο τσακ και κάποιοι που έχασαν τα πάντα.
Και η φωτιά μοιάζει πια με ιό. Με κάτι που απλώνεται ανεξέλεγκτα όχι σε εκτάσεις πια, αλλά στις μοίρες και στις ζωές των ανθρώπων. Περνά από σώμα σε σώμα, από πρόσωπο σε πρόσωπο. Είναι ο πυρετός της εποχής μας, ο βήχας της πραγματικότητάς μας. Γίνεται βασική παράμετρος της τύχης στις μεταδημοκρατικές αυτές κοινωνίες όπου κάθε μέριμνα απουσιάζει, όπου το κράτος απλώς σε ενημερώνει πως καίγεσαι. Και ο βασανιστικός ήλιος δεν αφήνει ούτε μια στιγμή ελεύθερη από την υπενθύμιση της παρουσίας του. Το φως, βάρος ασήκωτο που λυγίζει τις πλάτες και τα γόνατα.
Πάνω απ’ όλα όμως αυτή η αίσθηση πως όλη η καταστροφή γύρω μας κουβαλά κάτι από το οριστικό των ανθρώπων, χωρίς περιθώρια διεκδίκησης ή αλλαγής.
Ο τόπος μας αδειάζει. Και κυρίως αδειάζει από εμάς.