Φεγγάρια με ονόματα
Γραμμένο απόv.psychogiosεπί 21/07/2024
ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ, 1928, ΤΑΡΣΙΛΑ ΝΤΟ ΑΜΑΡΑΛ
Από το esfyn.gr / Τρίτη Ματιά / Αρχοντία Κάτσουρα / 06.24
Οι μέρες ήταν μεγάλες. Μόλις είχε περάσει το θερινό ηλιοστάσιο και μέσα στον πρώιμο –και μεγάλης διάρκειας– καύσωνα, ακόμη και στις εννέα το βράδυ, είχε φως και μπορούσε να διαβάζει στο μπαλκόνι, χωρίς να χρειαστεί να ανάψει τη λάμπα. Οταν πια δεν τα κατάφερνε, καταλάβαινε ότι η ώρα είχε περάσει. Δρόσιζε πια αρκετά, άφηνε το βιβλίο στην άκρη και έκλεινε τα μάτια. Ονειρευόταν μια σεζλόνγκ και ευχόταν να μπορούσε να αποκοιμηθεί εκεί, να μη χρειαστεί να μπει μέσα στο σπίτι. Δεν γινόταν αυτό φυσικά.
Δεν έφταιγε που δεν είχε τη σεζλόνγκ, παρά μια απλή πολυθρόνα σκηνοθέτη. Ηταν και το μπαλκόνι χαμηλά, περνούσαν και αυτοκίνητα και, όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, κάποια στιγμή που όλα θα ησύχαζαν, ίσως και να φοβόταν λίγο.
Εκείνο το βράδυ, όταν πια αποφάσισε να μπει μέσα, είχε σκοτεινιάσει για τα καλά. Πηγαίνοντας στην κουζίνα δεν άναψε κανένα φως – μια ζωή σ’ αυτό το σπίτι, το περπατούσε με κλειστά μάτια, άρα και με κλειστά φώτα. Ηταν μια άσκηση που έκανε συχνά: να μπορεί να κινείται στο σπίτι, από δωμάτιο σε δωμάτιο, με σβηστά τα φώτα τη νύχτα. Το είχε αποφασίσει σε μια χειμωνιάτικη διακοπή ρεύματος, όταν τρόμαξε να βρει να ανάψει ένα κερί για να μπορεί να κινηθεί μέσα στο σπίτι. Πλέον, το ήξερε καλά, όπως πολύ καλά ήξερε πού ήταν τα κεριά κι οι αναπτήρες και έβρισκε με την αφή όλα τα αναγκαία σε μια έκτακτη ανάγκη.
Ετσι κι εκείνο το βράδυ, για άσκηση, πήγε στην κουζίνα χωρίς να ανάψει φως. Το φως την περίμενε εκεί. Μια υπέρλαμπρη πανσέληνος έριχνε τις αχτίδες της μέσα στην κουζίνα, φωτίζοντας τον νεροχύτη και το παράθυρο. Από εκεί, οι γκρίζες γειτονικές πολυκατοικίες φαίνονταν κάπως πιο όμορφες, κάπως πιο φωτεινές. Ανοιξε το παράθυρο και άκουσε τις φωνές των ανθρώπων στα μπαλκόνια, που κουβέντιαζαν τρώγοντας δροσερό καρπούζι ή παγωτό – κάτι για να ανακουφίσει το σώμα από τη ζέστη της ημέρας.
Πανσέληνος. σκέφτηκε, κι ύστερα θυμήθηκε ότι κάπου είχε διαβάσει ότι αυτό το φεγγάρι είχε πάρει το όνομά του από τις φράουλες. Σελήνη της φράουλας το είχαν ονομάσει οι Ινδιάνοι της Βόρειας Αμερικής, που ζούσαν σε τέτοια αρμονία με τη φύση, ώστε κάθε λέξη, κάθε πράξη, κάθε δραστηριότητά τους συνδεόταν με τον κύκλο των εποχών. Τέτοια εποχή κορυφωνόταν η συγκομιδή αυτού του φρούτου, συνώνυμου της ανοιξιάτικης φρεσκάδας, πριν μπει για τα καλά το καλοκαίρι.
Ανοιξε το ψυγείο και κοίταξε τα δύο βάζα με μαρμελάδα φράουλα που είχε φτιάξει την προηγούμενη εβδομάδα. Ηταν οι τελευταίες φράουλες που είχε βρει και έκανε τρία βάζα γλυκό. Το ένα το είχαν φάει ήδη. Θα έφτανε μέχρι την επόμενη άνοιξη; Δεν το ήξερε. Αλλά θα είχε για λίγο καιρό.
Οταν τελείωσε κι εκεί τις δουλειές της, ξανάκλεισε το φως, αφήνοντας να φέγγει η Σελήνη, σκεπτόμενη τις φυλές των Ινδιάνων που ήξεραν να αφουγκράζονται τη γη, το νερό και τον αέρα. Ξαναβγήκε στο μπαλκόνι. Ανέτρεξε στις πληροφορίες για τα ονόματα του φεγγαριού και τα μέτρησε ένα-ένα. Πόσα πολλά φεγγάρια –όσα και οι φυλές των αυτοχθόνων της Αμερικής– και πόσα τα φαινόμενα που περιέγραφαν. Η πανσέληνος του κόκκινου ελαφιού, του κάστορα, της συγκομιδής, του κυνηγού, του λουλουδιού, του πάγου, της βροχής…
Αναρωτιόταν πώς οι άνθρωποι αποξενώθηκαν από τη φύση τόσο, γιατί αφέθηκαν να απομακρυνθούν από αυτήν. Εκείνο το πρωί είχε κάνει το πρώτο μπάνιο της στη θάλασσα και είχε αισθανθεί ξανά την ευεργεσία του νερού, του αλατιού και του ήλιου. Τόσο, που αναρωτιόταν γιατί είχε αργήσει τόσο. Την απάντηση την ήξερε: ο λίγος χρόνος, η πολλή δουλειά, οι υποχρεώσεις. Και σκέφτηκε πως θα ήταν πολύ ωραίο να υπάρχει ακόμη ένα φεγγάρι, εκείνο της τεμπελιάς, για να μπορεί να το γιορτάζει πότε πότε. Εκείνο το βράδυ, πάντως, το μόνο που της έμενε να κάνει ήταν να μετράει φεγγάρια με ονόματα.