Τα παιδιά των γκέι ανθρώπων
Γραμμένο απόv.psychogiosεπί 21/01/2024
(Αυτή η ιστορία είναι αληθινή. Συνέβη στην Νάξο πριν δέκα χρόνια, όταν ο ήλιος ακόμα έλαμπε κι οι Έλληνες τραγουδούσαν Παπαρίζου. Τότε περίπου γράφτηκε και το κείμενο που ακολουθεί. Το μεταφέρω αυτούσιο, παρά την εκνευριστική αφέλεια του αφηγητή.)
Τον πρωτοείδα –ή μάλλον με πρωτοείδε- στην παραλία γυμνιστών όπου συνήθιζα να περνάω τα απογεύματα μου. Ήμουν ξαπλωμένος ανάσκελα και διάβαζα όταν αντιλήφθηκα κάποιον να κάθεται κοντά μου -πιο κοντά απ’ ό,τι χρειαζόταν, αφού η παραλία ήταν άδεια.
Γύρισα και είδα τον Χένρι –τότε δεν ήξερα το όνομά του- να με κοιτάει προκλητικά. Προσπάθησα να τον αγνοήσω, αλλά ένιωθα τα μάτια του να τριγυρνούν στο επίμαχο γυμνό μέλος μου. Σκέφτηκα ότι μπορεί να ήταν η ιδέα μου μόνο και σήκωσα το κεφάλι. Όχι, δεν ήταν.
Δεν μου μίλησε, όμως κατάλαβα πώς νιώθουν οι γυναίκες όταν έχουν κάποιο ματάκια να παραβιάζει τη γαλήνη και τη μοναχικότητα τους. Ενοχλήθηκα τόσο πολύ που το πήρα απόφαση να φύγω λίγο νωρίτερα από την παραλία.
Το ίδιο βράδυ ο Χένρι βρέθηκε στο μπαράκι όπου δούλευα, στον Κήπο. Είχε μεγάλα γατίσια μάτια που κοιτούσαν πονηρά. Μου ζήτησε ένα ποτήρι κρασί και με ρώτησε αν ήμουν στην παραλία το απόγευμα. Το παραδέχτηκα ότι ήμουν και πήγα στην άλλη μεριά της μπάρας να μιλήσω με τον Γιώργο. Όμως δεν μπορούσα να τον αποφεύγω για πάντα. Άλλωστε ως επαγγελματίας έπρεπε να μιλάω με όλους τους πελάτες. Επέστρεψα, τον ρώτησα από πού είναι και το κουβάρι ξετυλίχτηκε.
Ο Χένρι ήταν πενήντα χρονών και –σε αντίθεση με τον Νόρμαν- καθόλου παροπλισμένος. Στις διακοπές του στα ελληνικά νησιά ψάρευε νεαρούς. Ήταν θηλυπρεπής κι από την αρχή της συζήτησης ξεκαθάρισε ότι ήταν ομοφυλόφιλος.
Είπε ακριβώς:
«Είμαι γκέι, φυσικά.»
«Ναι», του απάντησα, «το κατάλαβα.»
Δε θα έκανα το ίδιο λάθος να τον ρωτήσω αν οι γκέι ερωτεύονται [δες παλιότερο κείμενο «Γανυμήδης ή ο μπάρμαν που έκανε ηλίθιες ερωτήσεις»], έτσι προσέγγισα το θέμα από την κοινωνιολογική του πλευρά.
«Είναι εύκολο να είσαι γκέι στην Ολλανδία;» τον ρώτησα.
«Είναι σίγουρα πιο εύκολο από το να είσαι γκέι στην Ελλάδα. Γι’ αυτό ίσως στην Ολλανδία είμαστε τόσο πολλοί», είπε χαμογελώντας. «Ενώ εδώ… Κρύβεστε.»
«Νομίζω ότι είναι μόνο ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού.»
«Νομίζεις. Ξέρεις πόσοι Έλληνες παριστάνουν τους στρέιτ και με την πρώτη ευκαιρία εκδηλώνονται; Ειδικά όταν βρίσκονται διακοπές, που κανείς δεν τους ξέρει. Για να πω την αλήθεια η δική μου θεωρία λέει: Στρέιτ είναι μόνο αυτοί που δοκίμασαν την ομοφυλοφιλία και δεν τους άρεσε.»
«Μάλλον τα παραλές. Δεν μπορεί να είναι όλοι οι άντρες–»
«Γιατί; Φοβάσαι μην είσαι κι εσύ… μεταλλαγμένος;» έκανε ο Χένρι.
«Δεν είμαι ομοφοβικός», του είπα. «Γνωρίζω πολλούς που είναι ομοφυλόφιλοι.»
«Κι εγώ γνωρίζω πολλούς που είναι μαύροι. Δεν είμαι ρατσιστής», είπε ο Χένρι και κατάλαβα ότι είχα να κάνω μ’ έναν πολύ έξυπνο άνθρωπο.
«Τι δουλειά κάνεις;» τον ρώτησα.
«Είμαι δημοσιογράφος. Με τους δημοσιογράφους πως τα πας;»
«Τους αντιπαθώ.»
«Το ίδιο κι εγώ.»
Του έβαλα άλλο ένα κρασί και γέμισα το ποτήρι μου.
«Εντάξει», του είπα. «Δεν είμαι ο πιο απελευθερωμένος άνθρωπος του κόσμου, αλλά μ’ αρέσει να μαθαίνω.»
«Θα σε μάθω ό,τι θέλεις», είπε ο Χένρι και μου ‘κλεισε το μάτι.
«Όχι. Εννοούσα ότι μ’ αρέσει να μαθαίνω τις ιστορίες των άλλων.» Ακούμπησα πίσω και το έπαιξα άνετος. «Είναι ένα από τα πλεονεκτήματα της δουλειάς του μπάρμαν. Το άλλο είναι ότι πίνεις τζάμπα. Αλλά μ’ αρέσει να ακούω τους ανθρώπους να μου διηγούνται προσωπικές ιστορίες.»
«Κάτι σαν δημοσιογράφος, με άλλα λόγια», είπε ο Χένρι.
«Δεν έχεις άδικο. Κάτι τέτοιο είναι. Αλλά δεν βγάζω λεφτά.»
«Ερασιτέχνης δημοσιογράφος.»
«Τέλος πάντων. Να σε ρωτήσω κάτι που πάντα με έκανε να απορώ με τους γκέι;»
«Κι εσύ τι θα μου δώσεις;»
«Ένα ποτήρι κρασί.»
«Θα προτιμούσα κάτι πιο προσωπικό, αλλά δεν βιάζομαι.»
Ήπια μια γερή γουλιά και σκέφτηκα την ερώτηση μου. Ο Χένρι περίμενε πιθανότατα ότι θα τον ρωτούσα κάτι πικάντικο, γι’ αυτό και φάνηκε να απογοητεύεται όταν με άκουσε να τον ρωτάω:
«Δεν σκέφτεσαι το γεγονός, δεν σε ενοχλεί, που ως ομοφυλόφιλος δε θα μπορέσεις να κάνεις παιδιά;»
Αντί για απάντηση άνοιξε το πορτοφόλι του και μου έδειξε τις φωτογραφίες δυο παιδιών.
«Τα παιδιά μου», είπε.
«Τα υιοθέτησες;»
«Όχι, είμαι ο φυσικός τους πατέρας.»
«Ε, τότε δεν είσαι ομοφυλόφιλος, είσαι αμφιφυλόφιλος.»
«Είμαι γκέι εκατό τοις εκατό. Αυτά τα παιδιά τα έκανα με την καλύτερη μου φίλη, η οποία είναι εξίσου γκέι με εμένα. Με τη σύντροφο της ήθελαν παιδιά. Έτσι τα μεγαλώνουμε όλοι μαζί.»
Ήπιε λίγο κρασί και έβγαλε άλλη μια φωτογραφία.
«Κι αυτοί», είπε, «είναι η κόρη μου με τον εγγονό μου. Την υιοθέτησα όταν ήταν δεκάξι χρονών. Εγώ τότε ήμουν τριάντα. Η Σέλμα ήταν εθισμένη.»
«Σε τι;»
«Στην ηρωίνη. Μεγάλωσε μαζί μου, έμεινε καθαρή και πριν λίγο καιρό μου έκανε και εγγονάκι.»
Έμεινα να κοιτάω τη φωτογραφία.
«Αυτά που λες είναι πολύ καινούρια για μένα», του είπα μετά από λίγο. «Εδώ στην Ελλάδα είμαστε κάπως… οπισθοδρομικοί; Φυσικά δεν ξέρω τι γίνεται στις πόλεις και στις ανώτερες τάξεις. Εγώ είμαι από την επαρχία κι από μικροαστική οικογένεια. Στο σχολείο θυμάμαι ότι είχαμε μόνο ένα παιδί που έδειχνε γκέι. Έδειχνε, ξέρεις. Περπατούσε λίγο γυναικεία, ήταν λεπτεπίλεπτος και αδύνατος, προτιμούσε να παίζει με τα κορίτσια αντί να παίζει ποδόσφαιρο. Δεν ξέρω αν ήταν γκέι, γιατί άλλαξα σχολείο. Αλλά δεν περνούσε και πολύ καλά. Από την άλλη υπήρχαν οι μάγκες με τα μηχανάκια και τις σούζες, που καυχιόντουσαν ότι γαμούσαν πουστόγερους για να τους παίρνουν λεφτά. Μου έχει εντυπωθεί ένας που έδειχνε μια χρυσή αλυσίδα κι έλεγε ότι είχε γαμήσει έναν. Ο γέρος δεν του έδωσε αρκετά λεφτά, γι’ αυτό ο μάγκας τον πλάκωσε στις μπουνιές και του πήρε την αλυσίδα. Είχα αηδιάσει τότε.»
«Έπρεπε να του πεις ότι ήταν κι εκείνος πούστης, αφού γαμούσε πούστηδες», είπε ο Χένρι.
«Ήμουν δέκα χρονών και εκείνος δεκαοχτώ. Αν του έλεγα κάτι τέτοιο θα με σκότωνε στο ξύλο. Αλλά δεν έχεις κι άδικο. Νόμιζε ότι ήταν αντριλίκι να πηδάει άντρες, ενώ ουσιαστικά ήταν ομοφυλόφιλος. Πολύ θα ήθελα να μπορούσα να γυρίσω πίσω και να του το πω.»
«Θα σ’ έδερνε», είπε ο Χένρι. «Αυτοί οι άνθρωποι, που δεν αποδέχονται την ομοφυλοφιλία τους, είναι οι χειρότεροι. Το ξέρω. Το έχω περάσει πολλές φορές. Ακόμα κι εδώ, στην Ελλάδα.»
«Τι έγινε;»
«Μου την έπεσαν σε ένα νησί κάτι πιτσιρικάδες, μεθυσμένοι. Ήταν καμιά δεκαριά. Στην αρχή μ’ έβριζαν και δε μ’ άφηναν να περάσω. Εγώ έκανα τον αδιάφορο, ώσπου με έσπρωξε κάποιος από πίσω. Έπεσα κάτω… Αυτό ήταν. Ορμήσανε πάνω μου και άρχισαν να με κλωτσάνε. Σαν λυσσασμένα σκυλιά έκαναν. Δεν ξέρω γιατί.» Ο Χένρι κοίταξε το αμπέλι πάνω από τον Κήπο. «Βαρούσαν όπου βρουν. Αλλά πιο πολύ με κλωτσάγανε στον κώλο. Λες κι ήθελαν να με γαμήσουν με τα πόδια τους… Έμεινα λίγο καιρό στο νοσοκομείο.»
Με κοίταξε και χαμογέλασε σαν να ήθελε να αλλάξει θέμα –ή να αποσυμφορήσει την κατάσταση.
«Δεν πέθανα πάντως», είπε κι άδειασε το ποτήρι του.
Του πρόσφερα τσιγάρο, αλλά αρνήθηκε. Ζήτησε ένα ακόμα κρασί.
«Εμείς οι Έλληνες είμαστε βάρβαροι ακόμα», του είπα. «Οι πρόγονοι μας επινόησαν τον όρο βάρβαροι, μάλλον για να περιγράψουν τους απογόνους τους.»
«Ανελεύθεροι είστε, εγκλωβισμένοι στις παραδοσιακές σας αρχές. Ίσως τα παιδιά σας να καταφέρουν να δείξουν ποιοι πραγματικά είναι. Εσείς προσπαθείτε να είστε ό,τι σας ζητάνε. Πολλή οικογένεια.»
«Δεν είναι κακό πράγμα η οικογένεια.»
«Εξαρτάται την οικογένεια. Αν αφήνει τα παιδιά να κάνουν επιλογές πέρα από αυτά που οι γονείς θέλουν.»
«Εμένα, πάντως, ο πατέρας μου μού έλεγε ότι μπορώ να γίνω ό,τι θέλω. Αρκεί να μη γίνω πούστης, κομμουνιστής και ναρκομανής», είπα και γελάσαμε.
«Οι πατεράδες είναι δύσκολοι», είπε ο Χένρι. Ήπιε λίγο κρασί και με κοίταξε. Μετά ήπιε λίγο ακόμα –σαν να προσπαθούσε να το πάρει απόφαση να μιλήσει.
«Με ρώτησες πριν αν είναι δύσκολο στην Ολλανδία. Δεν μπορείς να καταλάβεις πόσο δύσκολο είναι. Ξέρεις τι είναι να μη σε δέχεται ο πατέρας σου; Να σου λέει, εγώ δε θέλω τέτοιο γιο, και να σε διώχνει από το σπίτι στα δεκάξι, αδιαφορώντας αν θα γίνεις τζάνκι ή πόρνη. Έκανα πολύ περισσότερα απ’ τον αδελφό μου. Σπούδασα, έκανα καριέρα, έβγαλα λεφτά, είμαι όσο καλύτερος πατέρας μπορώ. Όμως ποτέ δεν δέχτηκε να με ξαναδεί. Δεν υπήρχα γι’ αυτόν, δεν τον ένοιαζε. Μέχρι να πεθάνει δε μου ξαναμίλησε.» Έβγαλε ένα σκουπιδάκι απ’ το γατίσιο μάτι του και προσπάθησε να χαμογελάσει. «Δε με πειράζει. Αφού έτσι ήθελε.»
Για μια στιγμή σκέφτηκα μήπως είχα ξαναφανεί αδιάκριτος, όπως με τον Νόρμαν. Όμως κατάλαβα ότι ο Χένρι ήθελε να μου μιλήσει, ήθελε να πει ό,τι είπε. Δεν ήταν η πειθώ μου που τους έκανε να μιλάνε. Όλοι οι άνθρωποι ήθελαν να μιλήσουν σε κάποιον και ο αλλοδαπός μπάρμαν –σε ένα μικρό μπαρ, σε ένα μικρό νησί, στις διακοπές τους- ήταν η πιο ανώδυνη επιλογή. Ήμουν κάτι σαν δεξαμενή αποβλήτων γι’ αυτούς; Γιατί μου ανοίγονταν οι πελάτες; Είναι τόσο δύσκολο να βρεις κάποιον να σε ακούσει;
Το διήγημα είναι κομμάτι από ένα μυθιστόρημα που δεν υπάρχει πια. Λεγόταν “Ο Κηπουρός” και είχε ιστορίες που άκουσα στον Κήπο του Jam Bar.