Ο θάνατος της Σοφίας Βέμπο / 11.03.1978
Γραμμένο απόv.psychogiosεπί 11/03/2023
Από το kathimerini.gr / ΛΑΜΠΡΟΣ ΛΙΑΒΑΣ / 04.04.2022
Η μεγάλη ερμηνεύτρια εξέφρασε το πνεύμα του αγώνα του 1940 και υπήρξε εμβληματική φυσιογνωμία του ελληνικού τραγουδιού
Η Σοφία Βέμπο προπολεμικά αναδείχτηκε σε μία από τις κορυφαίες ερμηνεύτριες τόσο στο θέατρο όσο και στη δισκογραφία. Ερμήνευσε τραγούδια των σπουδαιότερων συνθετών του Μεσοπολέμου, ενώ πριν και μετά τον πόλεμο έκανε πολλές περιοδείες ανά τον κόσμο όπου υπήρχαν ελληνικές κοινότητες.
Η Σοφία Βέµπο γεννήθηκε το 1910 στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης κι έζησε στην Κωνσταντινούπολη έως το 1921, όταν η οικογένειά της υποχρεώθηκε να καταφύγει στον Βόλο. Εκδήλωσε το ταλέντο της στο τραγούδι από μικρή ηλικία, αν και δεν έκανε συστηματικές μουσικές σπουδές.
Εμφανίστηκε για πρώτη φορά ως τραγουδίστρια το 1933 στο κέντρο Αστόρια της Θεσσαλονίκης, με το όνομα Εφη Βέμπο (το όνομα της οικογενείας της ήταν Μπέμπο). Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς πέρασε με επιτυχία στο θεατρικό σανίδι, στην αθηναϊκή επιθεώρηση «Παπαγάλος». Η βαθιά φωνή της με τα θερμά ηχοχρώματα, η καθαρή άρθρωση και η έντονη θεατρική παρουσία την έκαναν αμέσως να ξεχωρίσει, σε σύγκριση με τις λεπτές φωνές και τον επιτηδευμένο τρόπο ερμηνείας που χαρακτήριζαν πολλές τραγουδίστριες της περιόδου.
Τα τραγούδια έπαιζαν κεντρικό ρόλο στις επιθεωρήσεις, που ήταν ο κυριότερος χώρος για την ανάδειξη των νέων «σουξέ», καθώς τα γραμμόφωνα στα σπίτια δεν είχαν μεγάλη διάδοση και δεν είχε εγκαινιαστεί ακόμη το ελληνικό ραδιόφωνο. Συνηθιζόταν μάλιστα στο θέατρο να προβάλλονται πίσω από τον τραγουδιστή οι στίχοι, ώστε να τους μαθαίνει το κοινό και να τραγουδά μαζί του. Ετσι, ήδη με τη λήξη της παράστασης, οι νέες επιτυχίες διαδίδονταν από στόμα σε στόμα!
Ανάδειξη στο θέατρο και στη δισκογραφία
Ξεκινώντας από την επιθεώρηση «Παπαγάλος», ως… «Τσιγγάνα μαυρομάτα», η Βέμπο με παρότρυνση του ευθυμογράφου και στιχουργού Πωλ Νορ κατάργησε το όνομα Εφη κι επανέφερε το Σοφία. Αναδείχτηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα σε μία από τις κορυφαίες ερμηνεύτριες όχι μόνο στο θέατρο αλλά και στη δισκογραφία, από το 1935 στην Κολούμπια. Ερμήνευσε τραγούδια των σπουδαιότερων συνθετών του Μεσοπολέμου καθώς και της μεταπολεμικής περιόδου: Κώστα Γιαννίδη, Μιχάλη Σουγιούλ, Γρηγόρη Κωνσταντινίδη, Χρήστου Χαιρόπουλου, Θεόφραστου Σακελλαρίδη, Ιωσήφ Ριτσιάδη, Μίμη Κατριβάνου, Λεό Ραπίτη, Γιάννη Βέλλα, Μενέλαου Θεοφανίδη, Ακη Σμυρναίου κ.ά.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι η Βέμπο, χάρη στη δημοτικότητά της, κατόρθωσε να επιβάλει τους δικούς της όρους στο συμβόλαιο με την Κολούμπια, διεκδικώντας να επιλέγει η ίδια το ρεπερτόριό της και ποσοστό 10% επί των πωλήσεων, σε μιαν εποχή που οι άλλοι τραγουδιστές πληρώνονταν εφάπαξ και μόνο για την ηχογράφηση!
Το 1938 ήταν για τη Βέμπο η χρονιά της απόλυτης επιτυχίας, καθώς εγκαινίασε στο θέατρο και στη δισκογραφία τη μόδα με τα δημοτικοφανή τραγούδια, με ανάλογη αμφίεση (τσεμπέρι και κλαρωτή φούστα) και μίμηση της χωριάτικης ντοπιολαλιάς. Τα δημοφιλή αυτά τραγούδια πρόσφεραν στο πρόσφατα αστικοποιημένο κοινό, είτε χιουμοριστικά είτε νοσταλγικά, μια ψευδαίσθηση επικοινωνίας με το πνεύμα της εγκαταλελειμμένης πλέον επαρχίας. Την ίδια χρονιά, πραγματοποίησε περιοδεία στην ομογένεια της Πόλης, του Καΐρου και της Αλεξάνδρειας. Ενώ παράλληλα έκανε και το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο, με την «Προσφυγοπούλα», που γυρίστηκε στα κινηματογραφικά στούντιο της Αιγύπτου, δίπλα στον δημοφιλή ηθοποιό της εποχής Μάνο Φιλιππίδη. Η ηθοποιία της σε συνδυασμό με τα τραγούδια του Γιαννίδη οδήγησαν την ταινία στον αριθμό-ρεκόρ των 25.000 εισιτηρίων, ενώ συνέχισε να προβάλλεται έως και τη δεκαετία του 1950.
Εθνικό σύμβολο τη δεκαετία του 1940
Η κήρυξη του πολέμου βρήκε τη Βέμπο στην πρώτη γραμμή της δημοσιότητας τόσο στο μουσικό θέατρο όσο και στη δισκογραφία, που, όπως ήταν φυσικό, επιστρατεύτηκαν αμέσως στο πνεύμα των ημερών. Η τεράστια απήχηση που είχαν τα τραγούδια της στις «πολεμικές επιθεωρήσεις» οδήγησαν τον Αύγουστο του 1941 τους κατακτητές να της απαγορεύσουν την άσκηση θεατρικής δράσης σε όλα τα θέατρα της Ελλάδας και να της αφαιρέσουν την άδεια επαγγέλματος.
Ετσι, τον Οκτώβριο του 1942 αναγκάστηκε να αποδράσει στην Αίγυπτο, όπου έως τον Μάρτιο του 1946 ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα εμψυχώνοντας τα ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα σε στρατόπεδα, πολεμικά πλοία, νοσοκομεία και προσφυγικούς καταυλισμούς σε όλη τη Μέση Ανατολή. Παράλληλα, ανέβασε επιθεωρήσεις κι έδωσε πολλά ρεσιτάλ, προσφέροντας από τις εισπράξεις στους πρόσφυγες, στους τραυματίες και στις οικογένειες των στρατιωτών.
Με τη θριαμβευτική επιστροφή της στην απελευθερωμένη Ελλάδα, το 1946, σε μια σφυγμομέτρηση της «Καθημερινής» για τον δημοφιλέστερο Ελληνα, η Βέμπο αναδείχτηκε πρώτη με μεγάλη διαφορά από τον δεύτερο, τον γνωστό δημοσιογράφο Γεώργιο Βλάχο, και τον τρίτο, τον μαραθωνοδρόμο Στέλιο Κυριακίδη. Τότε ο Αχιλλέας Μαμάκης της απέδωσε τον χαρακτηρισμό «τραγουδίστρια της νίκης» με τον οποίο ταυτίστηκε στο πανελλήνιο!
Την εποχή αυτή έγινε η φωνή των προδομένων Ελλήνων τραγουδώντας στην ομώνυμη επιθεώρηση το «Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου», μια καταγγελία για τα ψεύτικα τα λόγια και τις υποσχέσεις των συμμάχων. Ενώ, στη δίνη του Εμφυλίου, και πάλι ένα τραγούδι της Βέμπο (σε στίχους του Μίμη Τραϊφόρου και μουσική του Θεόφραστου Σακελλαρίδη) ήρθε ως δραματική έκκληση για την εθνική συμφιλίωση:
«Τώρα που αίμα αδερφικό το χώμα ιδρώνει / κι Ελλάδα πνίγει την Ελλάδα στα βουνά /έβγα απ’ τον τάφο Θοδωρή Κολοκοτρώνη / κι αδέρφια κάνε όλους τους Ελληνες ξανά!».
Στο ζενίθ της καριέρας της, έπειτα από δύο ρεσιτάλ στη Μασσαλία και στο Παρίσι, η Βέμπο επιβιβάστηκε στο υπερωκεάνιο για τις ΗΠΑ όπου έμεινε για δύο χρόνια, από τον Απρίλιο του 1947 έως τον Ιούνιο του 1949. Το θριαμβευτικό ρεσιτάλ της στο Κάρνεγκι Χολ, τον Μάιο του 1947, ακολούθησε μια μεγάλη περιοδεία σε όλες τις πολιτείες της ομογένειας, ενώ τότε στην Αμερική πραγματοποίησε και την ηχογράφηση 20 τραγουδιών για την εταιρεία Liberty.
Ομως η σωματική και ψυχική κόπωση απ’ αυτή την ξέφρενη πορεία τής (15χρονης, έως τότε) καριέρας της οδήγησε τη Βέμπο στην πρώτη μεγάλη κρίση στην υγεία της, ως αποτέλεσμα της σταδιακής εξάρτησης από ηρεμιστικά χάπια και αλκοόλ. Παρ’ όλ’ αυτά, με την επιστροφή της στην Ελλάδα το 1949, δεν αναπαύτηκε αλλά ξεκίνησε νέα περιοδεία, αυτήν τη φορά στις μονάδες του Εθνικού Στρατού στις εμφύλιες συγκρούσεις στον Γράμμο και στο Βίτσι. Αμέσως μετά, ακολούθησε μια εξάμηνη περιοδεία σε όλη την Αφρική, με μόνη συνοδεία τον ακορντεονίστα Μένιο Μανωλιτσάκη και τον αδελφό της Ανδρέα, διασχίζοντας με αυτοκίνητο τεράστιες αποστάσεις από την Αίγυπτο και το Σουδάν μέχρι τη Ροδεσία, τη Μοζαμβίκη και τη Νότια Αφρική!
Είχε πλούσια καριέρα στη θεατρική σκηνή και στο τραγούδι μετά τον πόλεμο, κάνοντας τη δεύτερη εμφάνισή της στη μεγάλη οθόνη στη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη.
Με τη Βούλα Ζουμπουλάκη και τη Μελίνα Μερκούρη σε μια σκηνή της ταινίας.
Η παρουσία στα χρόνια της μεγάλης αναγνώρισης
Το καλοκαίρι του 1950 κατόρθωσε επιτέλους να κάνει πραγματικότητα το όνειρο να αποκτήσει τη δική της θεατρική στέγη. Το θέατρο Βέμπο στην οδό Καρόλου εγκαινιάστηκε με την επιθεώρηση «Βίρα τις άγκυρες» των Μίμη Τραϊφόρου – Γιώργου Γιαννακόπουλου, σε μουσική Ιωσήφ Ριτσιάδη. Στην παράσταση αυτή τραγούδησε για πρώτη φορά και το γνωστό «αρχοντορεμπέτικο» «Η ταμπακέρα».
Τα επόμενα χρόνια η δραστηριότητα της Βέμπο επικεντρώθηκε στο ανέβασμα πολυδάπανων φαντασμαγορικών επιθεωρήσεων στο καλοκαιρινό θέατρο και σε χειμερινές-ανοιξιάτικες περιοδείες στην ομογένεια, που κατέβαλαν σταδιακά την υγεία της και κλόνισαν τη φωνή της, οδηγώντας ακόμη και σε απόπειρα αυτοκτονίας το 1954…
Το 1956 πήρε μέρος στην ταινία «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη, τραγουδώντας με τον δικό της μοναδικό τρόπο, δίπλα στη Μελίνα Μερκούρη, τα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι. Ενα χρόνο αργότερα, ο Ντίνος Δημόπουλος μετέφερε στον κινηματογράφο τη θεατρική της επιτυχία «Στουρνάρα 288», όπου πρωταγωνίστησε μαζί με τον Ορέστη Μακρή, τον Ντίνο Ηλιόπουλο, τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο και τη Σμαρούλα Γιούλη, τραγουδώντας νοσταλγικά το «Να ξαναγύριζαν τα χρόνια τα παλιά». Αυτή ήταν η τρίτη και τελευταία κινηματογραφική ταινία όπου έπαιξε.
Τη χρονιά εκείνη (1957), με τον θάνατο της μητέρας της, παντρεύτηκε τον Μίμη Τραϊφόρο ύστερα από θυελλώδη δεσμό που ξεκίνησε το 1940 στα παρασκήνια της επιθεώρησης «Πολεμική Αθήνα». Η δυναμική σχέση που είχε μαζί του στάθηκε αφετηρία έμπνευσης για πολλά τραγούδια και θεατρικά κομμάτια, αλλά και μόνιμη πηγή έντασης για την έντονη ιδιοσυγκρασία της.
Αριστερά: Με τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο και τον Ορέστη Μακρή στην ταινία του Ντίνου Δημόπουλου «Στουρνάρα 288».
Το 1968 η Βέμπο γιόρτασε τα 35 χρόνια στο τραγούδι με μια μεγάλη αποχαιρετιστήρια συναυλία στο Αλεξάνδρειο Μέλαθρο της Θεσσαλονίκης. Λίγο αργότερα, στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, έδωσε άσυλο σε πολλούς φοιτητές στο διαμέρισμά της στην οδό Στουρνάρα, αποτρέποντας τη σύλληψή τους. Για τη δράση της αυτή τιμήθηκε το 1974 στην πανηγυρική εκδήλωση για την επάνοδο της Δημοκρατίας στο Καλλιμάρμαρο, όπου τραγούδησε: «Παιδιά της Ελλάδας παιδιά / και τα τανκς γονατίσαν κείνη τη βραδιά»… Η εμφάνισή της ήρθε να απαλύνει τις θλιβερές εντυπώσεις από την παρουσία της, λίγα χρόνια πριν, στον ίδιο χώρο, πάνω στις φιέστες των συνταγματαρχών…
Ο θάνατος της Σοφίας Βέμπο, στις 11 Μαρτίου 1978, έκλεισε την αυλαία σε μια ζωή γεμάτη και πολυτάραχη, σε μια καριέρα εκθαμβωτική που άγγιξε τα όρια του μύθου και που την καθιέρωσε στη συνείδηση των Ελλήνων ως την «εθνική τραγουδίστρια της νίκης»!
12.3.1978, η είδηση του θανάτου της από εγκεφαλικό στην πρώτη σελίδα της «Κ».
* Ο κ. Λάμπρος Λιάβας είναι καθηγητής Μουσικών Σπουδών στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου