Μια Φέτα Καρπούζι
Γραμμένο απόv.psychogiosεπί 21/08/2023
Από το Περιοδικό Δρόμου Σχεδία / Τεύχος Ιούλιος Αύγουστος #213/ Tου Χρήστου Αλεφάντη
Ν’ αγαπάς την ευθύνη
να λες εγώ, εγώ μονάχος μου
θα σώσω τον κόσμο.
Αν χαθεί, εγώ θα φταίω.
Δεν ρίχνω το φταίξιμο στον Νίκο Καζαντζάκη, που, συχνά, νιώθω κάπως έτσι. Όχι. Είναι ανάκατα τα βιβλία του, βλέπετε, συντροφιά με τον Βασίλη Αλεξάκη, τον Τιμ Φλάνερι, τον Τάσο Λειβαδίτη, τον Χάρι Πότερ, τον Θανάση Νιάρχο, που επιμελήθηκε το «Αθηναϊκό Μειδίαμα», και άλλους υπέροχους συγγραφείς, ποιητές, ιστορικούς, αξιοζήλευτους ανθρώπους, βροντερώς αθόρυβα πάνω στο φθηνό, μικρό τραπεζάκι, βαμμένο λάκα λευκή από το ΙΚΕΑ, μια χεριά μακριά από το μαξιλάρι. Συχνά θα προσθέσω στη στοίβα. Όταν δημιουργείται το αδιαχώρητο (να ‘ναι 60 εκατοστά επί 60 εκατοστά οι διαστάσεις του τραπεζιού, μια σταλιά), αναγκάζομαι να αφαιρέσω κάποια για να τα μεταφέρω στα ράφια της βιβλιοθήκης, λευκή λάκα κι αυτή, στο χολ, αριστερά από την πόρτα εισόδου. Εκεί να δεις βάσανα. Μου είναι ανυπόφορα δύσκολο να διαλέξω ποιο θα πάρει το δρόμο για το χολ, και ας είναι μόλις δυο δωμάτια μακριά, και ας έχει περάσει ένας χρόνος να το ξεφυλλίσω έστω.
Όχι. Το έχω χιλιοσκεφτεί, χρόνια τώρα. Στη μανούλα μου ρίχνω το φταίξιμο για τις ενοχές που με κατατρύχουν, απ’ άκρο σ’ άκρο της ύπαρξής μου. Από εκείνο το αξεπέραστο «φάε, τα παιδάκια στην Αφρική πεινάνε», μέχρι τη φαρμακερή λοξή ματιά, με τα αριστερό μάτι μισόκλειστο (από εκείνο που δεν έβλεπε, έτσι κι αλλιώς), όταν έβρισκα το κλειδί της σαλονοτραπεζαρίας και τρύπωνα, κρυφά, να ξαφρίσω κάνα σοκολατάκι τζοκόντα από το σκρίνιο. Τα ξανασκεφτόμουν όλα αυτά, πρωινό βροχερής Κυριακής, Ιούνη μήνα, διαβάζοντας το εξαιρετικό ρεπορτάζ της Μαρίας Παπαδοδημητράκη («Οι ενοχές δεν πάνε διακοπές», σελ. 44-48). Ήταν σαν να βλέπω τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Θα μπορούσε να είχε πάρει και από μένα συνέντευξη, αν ήθελε.
Ανήκω στην πλειοψηφία (ευτυχώς ή δυστυχώς;) των ανθρώπων που αισθάνονται ενοχές, πολλές ενοχές, όταν είναι να πάρουν τις καλοκαιρινές τους διακοπές. Ακριβώς όπως και οι Αμερικάνοι. Σχεδόν ένας στους δύο, λένε οι έρευνες, νιώθει τύψεις, όταν (και αν) πάρει τις διακοπές του. Νιώθω τύψεις, στα αλήθεια, σκεπτόμενος τους φίλους, τους συγγενείς μου, όλους εκείνους τους γνωστούς και άγνωστους που δεν μπορούν να πάνε διακοπές, έστω για λίγες μέρες. Με τον έρωτά τους, το παιδάκι τους, μόνοι τους, σε ένα δωμάτιο, ένα κάμπινγκ, μια παραλία με σκηνή. Αυτονόητα, οι τύψεις φούντωσαν, έγιναν πύρινος ιδρώτας, τα χρόνια της κρίσης. Και εκεί που θυμώνω ακόμη περισσότερο, αυτές τις μέρες, είναι με τις τιμές για ένα δωμάτιο, ένα πιάτο φαΐ, στους καλοκαιρινούς προορισμούς.
«Πιστεύω ακράδαντα ότι το βασικό πρόβλημα είναι το χρήμα. Έχουμε εισχωρήσει σε μια νέα θρησκεία, τη θρησκεία του χρήματος. Όλοι σκέφτονται πώς θα πετύχουν και πώς θα βγάλουν πολλά λεφτά. Δεν σκεφτόμαστε αυτό που συμβαίνει δίπλα μας, τους άλλους, τους φτωχούς… Πρόκειται για ένα μεγάλο πρόβλημα που μας σπρώχνει να γίνουμε ατομιστές – η μάστιγα της κοινωνίας», είχε πει ο Κώστας Γαβράς στην «Εφημερίδα των Συντακτών».
Στο μεταξύ, αυτή η συνθήκη δημιουργεί ένα ντόμινο θλιβερών παρενεργειών. Βλέπω, συχνά, σοβαρούς και καλούς ανθρώπους, για παράδειγμα, γεμάτους πίκρα, να επιχαίρουν στο άκουσμα μιας είδησης που κάνει λόγο για λιγότερο από τον αναμενόμενο τουρισμό, για ακυρώσεις κρατήσεων, για άδεια δωμάτια στο ένα ή στο άλλο νησί. «Καλά να πάθουν», μουρμουρίζουν ως άλλος Ιζνογκούντ. Εκεί που το καλοκαιράκι πάντα μας έφερνε πιο κοντά, τώρα μοιάζει να μας απομακρύνει.
Να βρούμε τρόπους να αντιδράσουμε, θεσμικά, συλλογικά και ατομικά, στριφογυρίζουν αδιάκοπα οι σκέψεις στο μυαλό μου. Να γυρίσουμε την πλάτη στην αισχροκέρδεια, να ανοίξουμε τα σπίτια μας στον κόσμο που αδυνατεί, που δεν έχει πρόσβαση στην πιο απλή χαρά της ζωής, μια φέτα καρπούζι, μια ξένοιαστη βουτιά. Να σηκώσουμε κεφάλι.
«Το ότι, πλέον, σταδιακά, αυτή η εμπειρία γίνεται ολοένα και πιο απλησίαστη για όλο και περισσότερους Έλληνες και Ελληνίδες είναι κάτι που θα έχει σημαντικές συνέπειες. Είναι ένα συλλογικό τραύμα», έγραφε ο Θοδωρής Γεωργακόπουλος, στην «Καθημερινή», πριν από λίγες μέρες («Το τελευταίο ελληνικό καλοκαίρι»).
«Μια Ελλάδα χωρίς καλοκαίρι;» έθετε το ερώτημα η ίδια εφημερίδα, πέρσι τον Αύγουστο. Η απάντηση δεν μπορεί να είναι άλλη από «ένα καλοκαίρι για όλους».