Τρέχον κομμάτι

Τίτλος

Καλλιτέχνης

Τρέχουσα παράσταση

Τρέχουσα παράσταση


Αυτοί που ήρθανε εδώ

Γραμμένο απόεπί 06/08/2024

Από το efsyn.gr / ΝΗΣΙΔΕΣ / ΑΝΟΧΥΡΩΤΗ ΠΟΛΗ / Θωμάς Τσαλαπάτης / photo EUROKINISSI

Στην αρχή δεν τους δώσαμε σημασία. Η αλήθεια είναι πως αργήσαμε να τους παρατηρήσουμε. Ναι, έμοιαζαν περίεργοι αλλά μόνο άμα τους κοιτούσες για πολύ. Σε αντίθεση με εμάς κουβαλούσαν εκείνη την αδιαφορία ή μάλλον ένα τυχαίο ενδιαφέρον χωρίς πραγματική εμπλοκή με τα πράγματα γύρω τους. Περπατούσαν τους ίδιους δρόμους, κοιτούσαν τα ίδια τοπία, τους έβρισκες στα ίδια εστιατόρια που και εμείς συνηθίζαμε να πηγαίνουμε. Δεν ενοχλούσανε κανέναν τότε. Μερικοί ίσως να έμοιαζαν και συμπαθητικοί. Δεν ξέρω, εγώ ποτέ μου δεν τους συμπάθησα. Ποτέ δεν έρχονταν σε επαφή με τους ντόπιους και ύστερα από λίγο έφευγαν και τότε ξέραμε όλοι πως το πιθανότερο είναι να μην τους ξαναδούμε. Δεν είχε όμως σημασία. Νέες ομάδες από αυτούς έρχονταν να τους αντικαταστήσουν. Σιγά σιγά, όλο και περισσότεροι.
Δεν ξέρω. Εγώ δεν ήθελα πολλά πολλά. Ηταν και αυτή η σκόνη. Πιο πολύ στάχτη. Στάχτη, ναι. Ξέρετε για τι πράγμα μιλάω. Για αυτή τη γραμμή που αφήνουν πίσω τους. Στάχτη, ναι. Σαν το σάλιο του σαλιγκαριού. Μια στάχτη ανεπαίσθητη που μέχρι να τη δεις την είχε πάρει ο αέρας. Οι περισσότεροι αδιαφορούσαν. Εμένα πάλι κάτι με ενοχλούσε. Η φωτιά πάντα προηγείται της στάχτης σκεφτόμουν, ακόμη και αν δεν μπορείς να τη δεις. Ποια πυρκαγιά κρύβουν τα βήματά τους;
Οπως και να ’χει σιγά σιγά τα πράγματα άλλαξαν. Αρχιζαν να γίνονται περισσότεροι όλο και περισσότεροι. Η μικρή μας κοινότητα δεν τους χώραγε. Αυτοί περιφέρονταν ανάμεσα στα πόδια μας, μέσα στους δρόμους μας, έξω από τα μαγαζιά μας ενώ εμείς δουλεύαμε. Τους άρεσε να μας κοιτούν. Να μας κοιτούν ενώ δουλεύουμε. Σαν περίεργα ζώα σε φιλικά κλουβιά. Ετσι νιώθαμε. Κάποιες φορές, όταν γυρνάγαμε από τη δουλειά, τους βρίσκαμε στα σπίτια μας. Περιφέρονταν εκεί, χαζεύαν τα πράγματά μας, άνοιγαν τα συρτάρια μας. Γεμίζαν τον τόπο στάχτη. Τότε εμείς παίρναμε τη σκούπα τους κυνηγάγαμε λέγοντας τους «ξουτ, ξουτ» και εκείνοι απομακρύνονταν χαμογελώντας. Με το ίδιο αποστασιοποιημένο χαμόγελο που φορούσαν και όταν ήρθαν.
Η ζωή είχε ζορίσει. Αρχίσαμε να το συζητάμε, αρχίσαμε να συμφωνούμε με το γεγονός πως αυτοί δεν ήταν καλοδεχούμενοι και πως κάτι έπρεπε να κάνουμε. Μέτρα έπρεπε να παρθούν. Νιώθαμε έτοιμοι να επιβληθούμε, έτοιμοι να διεκδικήσουμε και πάλι αυτό που δικαιωματικά -πιστεύαμε- πως μας ανήκει. Τότε όμως το μάθαμε. Η στάχτη που άφηναν πίσω τους είχε αξία. Για την ακρίβεια ήταν πολύτιμη. Η στάχτη έκανε τους -μέχρι χθες ξεραμένους- κήπους μας να ανθίζουν, έδιωχνε τα ενοχλητικά ζουζούνια και έντομα, βοηθούσε στο πλύσιμο των πιάτων, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ώστε να φτιάχνουμε σαπούνια, ρουφούσε τις άσχημες μυρωδιές, έκανε τις ντομάτες μας πιο κόκκινες, απομάκρυνε τα μυρμήγκια και τον σκόρο και τόσα ακόμη. Το να τους διώξουμε, είπανε κάποιοι, μοιάζει σαν να βρίσκεις ένα πορτοφόλι στον δρόμο και να το πετάς μακριά πριν καν να το ανοίξεις. Ηταν πολλοί που πείστηκαν από το επιχείρημα αυτό. Και χωρίς να το καταλάβουμε αρχίσαν να μαζεύουνε στάχτη.
Η κατάσταση έχει αλλάξει. Κάποιοι έχουν παραχωρήσει τα δωμάτια των σπιτιών τους, κάποιοι ακόμα και ολόκληρα τα σπίτια τους. Προσπαθούν να τους πείσουν να μείνουν εκεί για όσο το δυνατόν περισσότερο. Οσο περισσότερο μείνουν τόσο περισσότερη στάχτη θα αφήσουνε πίσω τους, τόσο μεγαλύτερο θα είναι το κέρδος. Τα σπίτια μας δεν μας χωρούν, η κοινότητα δεν μας χωρά. Τα μαγαζιά μας έχουν αρχίσει να πεθαίνουν αφού το να δουλεύεις μοιάζει πια μια δραστηριότητα χωρίς νόημα. Ποιος θέλει να δουλεύει όταν η στάχτη σε ταΐζει ευκολότερα, γρηγορότερα και καλύτερα;
Η πόλη μας έχει αδειάσει από κατοίκους. Είναι πια μια πόλη περαστικών. Οι περισσότεροι από εμάς έφυγαν παραχωρώντας τον χώρο τους σε αυτούς που ήρθαν εδώ. Και κείνοι όλο και περισσότεροι μπαίνουν στα σπίτια, κουτουλούν μεταξύ τους στους δρόμους, συνεχώς χαμογελάνε, αφήνοντας πίσω τους το επικερδές τους ίχνος. Είμαστε λίγοι που έχουμε μείνει πια και η ζωή μοιάζει με μια αφόρητη δικαιολογία. Ακόμα ψάχνουμε να βρούμε πού έκαψε εκείνη η φωτιά που μας έφερε εδώ τόση στάχτη.
Η πόλη μας άδειασε και η χώρα μας έχει πλαντάξει στη στάχτη.


Συνέχισε να διαβάζεις