Current track

Title

Artist


Το μυστικό της επιτυχίας του Μετσόβου

Written by on 21/06/2025

Άποψη του Μετσόβου, με τη χαρακτηριστική τοπική αρχιτεκτονική, μέσα στην πυκνή βλάστηση
Από το kathimerini.gr/Όλγα Χαραμή Φωτογραφίες: Δημήτρης Τοσίδης

Κόντρα στην τάση ερημοποίησης των βουνών μας, είναι μία από τις ελάχιστες ορεινές κοινότητες που σφύζουν από ζωή. Πώς τα καταφέρνει;
Οι ντόπιοι δεν το δέχονται. Τους εξηγούμε πως υπάρχουν ελάχιστες ορεινές κοινότητες στην Ελλάδα με τόσο πληθυσμό, αλλά εκείνοι συνεχίζουν να βλέπουν οικογένειες να εγκαταλείπουν το χωριό, να μετριούνται και να βγαίνουν λιγότεροι, να παρατηρούν τις δημόσιες υπηρεσίες να κλείνουν. Κι όμως, κτισμένο σε υψόμετρο 1.150 μ., με 1.200 μόνιμους κατοίκους, το Μέτσοβο υπήρξε διαχρονικά πλούσιο, πολυπληθές και ίσως τυχερό, μια που διάφορες συγκυρίες φαίνεται να συνέβαλαν στην ακμή του, όλες προερχόμενες από τους Βλάχους οικιστές του. Κι αυτό καθόλου τυχαίο δεν είναι. Οι Βλάχοι είναι γνωστοί για την καπατσοσύνη και τη διπλωματία τους, αλλά και για την εργατικότητα και την αγάπη για τον τόπο τους. Φημισμένοι κτηνοτρόφοι, κυρατζήδες και έμποροι, έστησαν στην καρδιά της Πίνδου ένα σπουδαίο κέντρο, απαραίτητο ως σταθμό τις παλιές εποχές ανάμεσα σε Γιάννενα και Τρίκαλα. Αρκετά απομονωμένο ώστε να είναι ασφαλές, αλλά και με πολλά βοσκοτόπια, ήταν ιδανικός τόπος για εγκατάσταση αλλά και για στάση, γι’ αυτό και γέμισε χάνια.
 
Χάρη στα πυκνά δάση, η ξυλεία αποτελούσε ανέκαθεν βασική ασχολία των ντόπιων
Πριν προλάβει να εγκαταλειφθεί, ακολουθώντας τη μοίρα όλων των ορεινών κοινοτήτων, πέρασε από δίπλα του η Εγνατία Οδός, εξασφαλίζοντας τη συνέχεια. Όμως, όπως μου εξηγεί ο Δημήτρης Καλιαμπάκος, καθηγητής του ΕΜΠ, ένας δρόμος από μόνος του δεν φτάνει, κι αν το Μέτσοβο παραμένει ζωντανό, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό της ορεινής Ελλάδας έχει ερημώσει, αυτό συμβαίνει και για άλλους λόγους. «Το Μέτσοβο θα μπορούσε να είναι πρότυπο για τις ορεινές περιοχές. Η επιτυχία του είναι η ισορροπημένη ανάπτυξη πρωτογενούς, δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα», παρατηρεί και η κουβέντα μας καταλήγει στους ευεργέτες του Μετσόβου, από τους οποίους, όπως φαίνεται, ξεκινούν όλα: «Η πιο σημαντική παράμετρος είναι η επίδραση των ευεργετών. Δεν άφησαν απλώς προίκα για τις κορασίδες ή σχολεία, αλλά και παραγωγικές δραστηριότητες. Ένα σπουδαίο μοντέλο ανάπτυξης». Ο λόγος, βέβαια, για τον Μιχαήλ Τοσίτσα και τον Ευάγγελο Αβέρωφ, καθώς, με τα χρήματα του πρώτου και το πείσμα, τη διαχείριση και τη διορατικότητα του δεύτερου, τέθηκε ο θεμέλιος λίθος για την ανάπτυξη και την επιβίωσή του. Με τη σύσταση του Ιδρύματος Βαρώνου Μιχαήλ Τοσίτσα το 1947, έγιναν στο Μέτσοβο αλλά και στην Ελλάδα εν γένει αμέτρητα κοινωφελή έργα, που συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
Διαχρονικό όραμα
Στην αλπική λίμνη Κοσμέου, στη Μικρή Τσούκα Ρόσσα του Μετσόβου.
Το 1953, το Ίδρυμα εγκαινίασε το ξυλουργικό εργοστάσιο, διευκολύνοντας τη ζωή των 22 μετσοβίτικων εργαστηρίων, που έως τότε δούλευαν στα ποτάμια με πριονοκορδέλες, για να φτιάξουν τα περίφημα μετσοβίτικα ξυλόγλυπτα, βαρέλια και κυψέλες. Το 1959 ιδρύθηκε το τυροκομείο και, σε μια ήδη δυνατή κτηνοτροφική οικονομία, το Ίδρυμα ενέταξε την αγελαδοτροφία, μοιράζοντας στους κτηνοτρόφους ακόμα και ζώα. Έστειλε στην Ιταλία δύο νεαρούς Μετσοβίτες για να μάθουν την τέχνη της ιταλικής τυροκόμησης και να την παντρέψουν με του τόπου. Έκτοτε, με πολύ κόπο, χρόνο και αγάπη, τα τυριά του Ιδρύματος βραβεύονται και μπαίνουν σε τραπέζια σε όλο τον κόσμο. Παράλληλα, χρηματοδοτεί τις σπουδές νεαρών Μετσοβιτών, προερχόμενων από κτηνοτροφικές οικογένειες.
 
Ο Κώστας Μπούμπας στην κτηνοτροφική του μονάδα στο οροπέδιο Πολιτσιές
Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί ο σημερινός διευθυντής του τυροκομείου, Γιώργος Τσομπίκος, ο οποίος επιλέχθηκε στα δεκαπέντε του χρόνια, σπούδασε στην Ιταλία με έξοδα του Ιδρύματος και εκπαιδεύτηκε επιπλέον από τον προκάτοχό του Αποστόλη Μπίσα. Όπως μας λέει, το τυροκομείο απορροφά σχεδόν όλο το γάλα των παραγωγών της περιοχής –υπολογίζονται γύρω στους 80, αλλά, καθώς η κτηνοτροφία φθίνει, οι ποσότητες γάλακτος είναι μικρές– και μάλιστα αγοράζει σε πολύ καλύτερη τιμή από της αγοράς, ενώ στηρίζει σε περίπτωση ζημιών. Είκοσι άτομα εργάζονται στο τυροκομείο και 42 στο Ίδρυμα, από τους χώρους του οποίου έχουν περάσει διαχρονικά οι περισσότεροι Μετσοβίτες ως ηλεκτρολόγοι, υδραυλικοί, ξυλουργοί κ.ά. Καθόλου τυχαίο μάλιστα δεν είναι το γεγονός ότι πολλοί νέοι επιλέγουν να σπουδάσουν στην Τυροκομική Σχολή Ιωαννίνων ή στην Αμερικάνικη Γεωργική Σχολή Θεσσαλονίκης, ώστε να απορροφηθούν από το Ίδρυμα ή να συνεργαστούν.
Ο Λάμπρος Παπάσης, εργαζόμενος στο τυροκομείο του Ιδρύματος Τοσίτσα
Οι θέσεις εργασίας δεν είναι ο μοναδικός τρόπος που το Ίδρυμα Τοσίτσα στηρίζει την τοπική κοινωνία. Τα ιδανικά του για την παραμονή και την παραγωγή στον τόπο και η φήμη του, η υποστήριξη του Οινοποιείου Αβέρωφ, οι αναστηλώσεις μνημείων και οικημάτων, η δημιουργία χιονοδρομικού κέντρου, η κατασκευή ιατρικών κέντρων στα χωριά, η λειτουργία χώρων πολιτισμού μαρτυρούν ένα πολύπλευρο έργο, με τον ίδιο όμως στόχο. Σαν ένας άγρυπνος προστάτης, είναι έτοιμο να επέμβει και να συνδράμει όπου παραστεί ανάγκη.
Παιδικές φωνές και «ενέσεις» φοιτητών
Ο Μπάμπης Τσουρέκας στο εστιατόριο Γαλαξίας
Καθημερινή πρωί, βλέπω το υπερθέαμα των κορυφών του Λάκμου μπροστά μου, μυρίζω τον καθαρό αέρα. Μυρίζω και τις σούβλες, βέβαια, αφού το Μέτσοβο είναι από τα πιο γνωστά τουριστικά κέντρα της Ηπείρου, με 1.200 κλίνες, επτά ταβέρνες και αρκετά καταστήματα τοπικών προϊόντων. Στα καλντερίμια του με τα ωραία πέτρινα σπίτια, κυράδες ποτίζουν τους κήπους τους, εργαζόμενες μητέρες τρέχουν προς τη δουλειά τους, παιδιά κυνηγιούνται. Τι όμορφο να βλέπεις τόση ζωντάνια και τι τύχη να ζεις σε ένα τέτοιο φυσικό περιβάλλον – το Μέτσοβο έχει αδιανόητα πλούσια φύση, γειτνιάζει με τη λίμνη Αώου, τη Βάλια Κάλντα και τις δρακόλιμνες Φλέγγας, παρότι αυτό δεν είναι ευρέως γνωστό.
 
Η Καλλιόπη Γιαννούκα με τον μικρό Ιωάννη Μπούμπα στον ναό της Αγίας Παρασκευής
Έχει επίσης ενεργά σχολεία όλων των βαθμίδων – σε βρεφονηπιακό, παιδικό σταθμό και νηπιαγωγείο φοιτούν 60 παιδιά, στο δημοτικό γύρω στα 80 και περίπου 200 σε γυμνάσιο-λύκειο. Εδώ βρίσκεται και το Μετσόβιο Κέντρο Διεπιστημονικής Έρευνας του ΕΜΠ, με το απόλυτα ταιριαστό για την περιοχή μεταπτυχιακό «Περιβάλλον και ανάπτυξη ορεινών περιοχών». Μάλιστα, η φοίτηση γίνεται για έναν χρόνο υποχρεωτικά με φυσική παρουσία, και αυτή είναι η ιδιαιτερότητά του, αφού ουσιαστικά «αναγκάζει» τους φοιτητές σε βιωματική εκπαίδευση.
 
Βελέντζες και χαλιά στη νεροτριβή στα Μαντάνια Ανθοχωρίου
Δεκατέσσερις μεταπτυχιακοί από όλη την Ελλάδα (έως είκοσι αντέχει το πρόγραμμα, έως έντεκα ο ξενώνας φιλοξενίας) ζουν δωρεάν μέχρι σήμερα στο σύγχρονο όμορφο κτίριο του ΜΕΚΔΕ, μπλέκονται με τους ντόπιους περισσότερο ή λιγότερο, βιώνουν την καθημερινότητα του Μετσόβου και, εκτός των μαθημάτων, πραγματοποιούν εργασίες «υιοθετώντας» ορεινές περιοχές – φέτος σειρά είχαν τα Άγραφα. Οι καθηγητές έρχονται εκ περιτροπής για μία εβδομάδα, ενώ η διεπιστημονικότητα του προγράμματος «αποτελεί τομή για τα πανεπιστημιακά πράγματα», όπως μας λέει ο Καλιαμπάκος, ο οποίος είναι και ο συντονιστής του. «Στις ορεινές κοινότητες είναι αδύνατον να διαχωρίσεις ένα πρόβλημα από το διπλανό του, όλα είναι αλληλένδετα», συμπληρώνει.
Η εκκλησία της Αγίας Τριάδας στο Μέτσοβο
Η φοίτηση στο μεταπτυχιακό «Περιβάλλον και ανάπτυξη ορεινών περιοχών» γίνεται για έναν χρόνο υποχρεωτικά με φυσική παρουσία, «επιβάλλοντας» τη βιωματική εκπαίδευση.
Συναντήσαμε Αθηναίους, Θεσσαλονικείς, νησιώτες, Ηπειρώτες, από κλάδους της βιολογίας, της δημοσιογραφίας, της φιλοσοφίας, της διοίκησης επιχειρήσεων, οι οποίοι έφτασαν έως εδώ είτε για να δουν αν μπορούν να ζήσουν στο βουνό είτε για να βρουν πώς θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν τον κλάδο τους προς όφελος των ορεινών κοινοτήτων. Οι εργασίες και η έρευνά τους είναι πολύτιμες για την τοπική κοινωνία. Μόλις πρόσφατα, ΜΕΚΔΕ και δήμος άρχισαν να έρχονται σε υγιή επικοινωνία, με κοινή επιδίωξη και των δύο πλευρών. «Έχουμε και τον ίδιο στόχο, την επιβίωση του Μετσόβου ως ορεινής κοινότητας», μας λέει η δήμαρχος Μαρία-Χριστίνα Αβέρωφ. Μέσα σε έναν κυκεώνα γραφειοκρατίας και μια κεντρική εξουσία που θεσπίζει νόμους ίδιους για όλους τους δήμους της Ελλάδας, δίχως να λαμβάνει υπόψη τις ορεινές ιδιαιτερότητες, προσπαθεί, όπως μας λέει, για το όραμά της, που δεν είναι άλλο από το να παραμείνει το Μέτσοβο υγιές και ζωντανό.
 
Άποψη της πλατείας με τη φανταστική θέα στο όρος Λάκμος
Μεγαλωμένη στο χωριό, αποφάσισε να ασχοληθεί με τα κοινά από αγάπη για τον τόπο, στον οποίο πάντα ονειρευόταν να ζήσει. «Από το να γκρινιάζω, θέλησα να προσπαθήσω. Όταν μεγάλωνα, ήμασταν 4.000 κάτοικοι, τώρα, βάσει απογραφής, είμαστε 2.400. Η μείωση είναι τεράστια», λέει. «Θέλω το Μέτσοβο να είναι βιώσιμο, να προσελκύσει νέες οικογένειες και να μη φύγουν οι υπάρχουσες. Έχει πλούσια φύση και βουνά, brand name, τουρισμό, παραγωγή. Αν με όλα αυτά δεν μπορέσει να επιβιώσει, τότε κανένα άλλο μέρος δεν μπορεί. Όμως ο τουρισμός δεν αρκεί, πρέπει να τονωθεί ο πρωτογενής τομέας και χρειάζεται κρατική βοήθεια».
Οι μεταπτυχιακοί φοιτητές του ΜΕΚΔΕ, μαζί με την καθηγήτριά τους Αναστασία Στρατηγέα
«Το Μέτσοβο έχει πλούσια φύση και βουνά, brand name, τουρισμό, παραγωγή. Αν με όλα αυτά δεν μπορέσει να επιβιώσει, τότε κανένα άλλο μέρος δεν μπορεί», λέει η δήμαρχος Μαρία-Χριστίνα Αβέρωφ.
Με βαθιά αγάπη για το περιβάλλον και τα ζώα, με εθελοντικές δράσεις και φρέσκες ιδέες, μιλά έξω από τα δόντια. «Πρέπει να δοθούν κίνητρα και επιδόματα για όσους επιλέγουν την ορεινότητα. Και πρέπει να αποφασίσουν αν θέλουν όντως κόσμο στα βουνά. Θεσπίστηκε η Επιτροπή Ορεινών Περιοχών στη Βουλή, για παράδειγμα, αναθαρρήσαμε και ξαφνικά βρισκόμαστε να πολεμάμε τις ανεμογεννήτριες ή να καταργούνται οι πρόεδροι από τα χωριά. Είναι αντικρουόμενα αυτά».
Μετσοβίτες από επιλογή
Πυκνά δάση μαυρόπευκων και στην περιοχή της Μηλιάς, στις παρυφές της Βάλια Κάλντα
Η εκπαιδευτικός και μεταπτυχιακή φοιτήτρια του ΜΕΚΔΕ Κατερίνα Γούλα παρέμεινε στο χωριό και μετά την ολοκλήρωση του μεταπτυχιακού της, με τον σύζυγό της και φωτογράφο Δημήτρη Τοσίδη, χωρίς να έχουν καταγωγή από την περιοχή. Μάλιστα, περιμένουν παιδί και είναι αποφασισμένοι να δοκιμάσουν να το μεγαλώσουν στο Μέτσοβο. Ίσως και επηρεασμένοι από τα αποτελέσματα της ενδιαφέρουσας εργασίας της Κατερίνας, στην οποία κατέγραψε τις απόψεις των μαθητών των λυκείων Μετσόβου και Χρυσοβίτσας. Με το 43% να δηλώνει αρκετά ικανοποιημένο από τη ζωή εδώ και το 64% να βρίσκει ως μεγαλύτερο πλεονέκτημα της περιοχής το φυσικό περιβάλλον και μειονέκτημα την έλλειψη δραστηριοτήτων, οι έφηβοι Μετσοβίτες δίνουν ένα αισιόδοξο μήνυμα αφού, παρότι όλοι δήλωσαν ότι θα φύγουν για σπουδές, το 45% ανέφερε ότι θα ήθελε να επιστρέψει (σε ποσοστό 47% για την οικογένειά τους, 27% για τον τρόπο ζωής και 13% για το καλό του τόπου).
Καθημερινές στιγμές στις γειτονιές του Μετσόβο
Τα ίδια ακούσαμε από γονείς. Η Σταματία Τόδη, μητέρα του Ιωάννη και της Βικτωρίας, παραδέχτηκε: «Τα παιδιά μεγαλώνουν πολύ καλά και γι’ αυτό τα εμποτίζουμε με τις αξίες του τόπου, την έννοια της κοινότητας, της παράδοσης, της φύσης». Κάποιοι δεν θέλησαν ποτέ να φύγουν, όπως ο δασοπόνος Στέργιος Ταμπέκης, ο οποίος μάλιστα επέλεξε κάποτε τις σπουδές του με κριτήριο, εκτός από την αγάπη του για τα δάση, την επαγγελματική του αποκατάσταση στο Μέτσοβο. Άλλοι γύρισαν γιατί δεν άντεχαν μακριά από το βουνό, σαν τον πυροσβέστη Νίκο Καλοφύρη, κορυφαίο αθλητή του ορεινού τρεξίματος, ο οποίος καταπιάνεται με τη διάνοιξη μονοπατιών και διοργανώνει τον αγώνα Ursa Trail, έναν από τους ωραιότερους της Ελλάδας. Στην κυριολεξία στο βουνό αποφάσισε να ζει και ο Λευτέρης Φάφαλης, ο διακεκριμένος χιονοδρόμος με συμμετοχή σε τέσσερις ολυμπιάδες στο σκι αντοχής, ο οποίος γεννήθηκε στη Γερμανία, μεγάλωσε στο Μέτσοβο και μετά από σπουδές στη Γερμανία και μια επιτυχημένη πορεία στις Άλπεις, επέστρεψε με τη χρυσή ολυμπιονίκη, Γερμανίδα σύζυγό του, Βιόλα Μπάουερ, και ίδρυσε το πρώτο τουριστικό γραφείο της περιοχής με εξειδίκευση στις υπαίθριες δραστηριότητες.
 
Η δήμαρχος Μετσόβου, Μαρία-Χριστίνα Αβέρωφ, με την αγαπημένη της Λίζα
Κάποιοι δεν θέλησαν ποτέ να φύγουν, όπως ο δασοπόνος Στέργιος Ταμπέκης. Άλλοι γύρισαν γιατί δεν άντεχαν μακριά από το βουνό.
Άνθρωποι της φύσης που προβάλλουν την περιοχή με άλλο τρόπο, άνθρωποι της παράδοσης, όπως η 86χρονη Καλλιόπη (Όπο) Γιαννούκα, που φημίζεται για τις μετσοβίτικες πίτες και τις βλάχικες βελέντζες που έφτιαχνε στον αργαλειό, ή ο κτηνοτρόφος Κώστας Μπούμπας, που αρνείται να εγκαταλείψει περιοχή και ζώα – και μαζί ο 25χρονος γιος του που φοίτησε στη σχετική σχολή στα Γιάννενα, ακριβώς γι’ αυτό. Ερωτικοί μετανάστες σαν τη Νένα Σεμερτζίδου, που ακολούθησε τον σύζυγό της, αλλά και επισκέπτες, καθηγητές και φοιτητές του ΜΕΚΔΕ που αγάπησαν Μετσοβίτες ή το ίδιο το χωριό. Ίσως να είχε δίκιο ο Μπάμπης Τσουρέκας, που επέστρεψε με τη σύζυγό του Άννα Μπαρμπαγιάννη για να αναλάβει τις οικογενειακές τουριστικές επιχειρήσεις, όταν έλεγε ότι «και να φεύγουν άνθρωποι, έρχονται άλλοι, πάντα έτσι ήταν το Μέτσοβο». Ο Καλιαμπάκος παραδέχτηκε ότι «ο τόπος έχει όλες τις προδιαγραφές για να σωθεί και η σωστή κατεύθυνση στην οποία θα πάει είναι και δική μας υπόθεση», ενώ η δήμαρχος κατέληξε άκρως αποφασιστικά: «Ή τώρα ή ποτέ».
Τα γκουγκούτσια, όπως λένε οι Μετσοβίτες τα μανουσάκια ή νάρκισσους, τα οποία μαζεύουν σε μπουκέτα κάθε άνοιξη


Continue reading