Current track

Title

Artist


Ο παλιός τρίφτης

Written by on 09/03/2025

Μας μιλάνε τα αντικείμενα; Μήπως  τα ακούμε γιατί έχουμε συνδεθεί μαζί τους; Έχουν μια ιστορία κοινή με εμάς περισσότερο ή λιγότερο, ανάλογα πως τα αποκτήσαμε ή μας απόκτησαν αν θέλουμε να μιλήσουμε με όρους ισότητας.


Λατρεύω τα παλιά αντικείμενα, πάντα τα λάτρευα, μου έβγαζαν ένα σεβασμό. Έχω μαζέψει πολλά απ’ τα σκουπίδια, πρόσφατα βρήκα ένα υπέροχο γυάλινο χαμηλό σκαλιστό ποτήρι στο βουνό τρέχοντας. Παλιότερα έχω αγοράσει πολλά αντικείμενα από παζάρια ”σκουπιδιών”, στο Μοναστηράκι και στο Σχιστό. 
Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η μεταφορά τους, πως να χωρέσουν σε ένα παπάκι. Θυμάμαι μια φορά είχα βρει ευτυχώς κοντά στο σπίτι, 3ης Σεπτεμβρίου, Μάρνης και Στουρνάρη, κάπου εκεί, ένα παλιό μπαούλο. Νέο Μέξικο της Αμερικής έγραφε, με ημερομηνία φορτωτικής 1961. Το ‘βάλα πάνω στο παπί, είχα ένα χταπόδι το ‘δέσα με αυτό απ’ την μια μεριά, αντί για δεύτερο χταπόδι κρατούσα με το αριστερό χέρι και οδηγούσα με το δεξί.
Όμρφη διαδικασία ήταν και αυτή της καθαριότητας, της συντήρησης τους, πλύσιμο, τρίξιμο, βάψιμο, αναλόγος τι χρειάζονταν το κάθε ένα. Έχω πολύ υλικό σε κούτες τώρα πια, το φοιτητικό και μεταφοιτικό μου σπίτι ήταν γεμάτο με παλιά αντικείμενα.
Κάποια στιγμή κατά την Κυριακάτικη ιεροτελεστία (που όριζε επίσκεψη στο παζάρι στο Σχιστό και μετά θράψαλα στην Σαλαμίνα, δίπλα ήταν το Πέραμα εξάλλου), συναντηθήκαμε. Ήταν ένας τρίφτης μιας άλλης εποχής, ήταν μικρός άρα εύκολος στην μεταφορά, ήταν φθαρμένος και παρέπεμπε στην ζεστασιά της προετοιμασίας ενός φαγητού όπως είπα άλλης εποχής, επιπλέον ζεστασιά έβαζαν τα υλικά του, το ξύλο και το σιδερένιο τμήμα του έδιναν μεγαλύτερη βαρύτητα στο όλο του. 
Θυμάμαι να βγάζω με ευλάβεια τα παλιά λεπτά καρφιά που έπιαναν το σιδερένιο τμήμα του πάνω στο ξύλινο για να το βάψω, το σιδερένιο κομμάτι το ‘χα τρίψει αρκετά και πρέπει να πέρασα ένα χέρι ειδικό για σίδερα βερνίκι.  Σαν τώρα θυμάμαι την μυρωδιά από το βερνίκι μέσα στην μικρή κουζίνα της Μιχ. Βόδα δίπλα στη Πλ. Βάθης, εκεί έκανα σχεδόν όλες τις βαφές.
Μόλις το ετοίμασα νομίζω το κρέμασα στον τοίχο, πάνω από μια κατσαρόρα εποχής που μέσα της είχα ξεραμένα από τον Όλυμπο φύλλα. Η κατσαρόλα πατούσε πάνω σε ένα γκαζάκι επίσης εποχής που δούλευε με πετρέλαιο.
Έμεινε εκεί στον τοίχο για αρκετό καιρό εκπέμπωντας ζεστασιά προετοιμασίας φαγητού. Ένα ΣαββατοΚύριακο με επισκέφθηκε η μάνα μου, ξέρετε από εκείνες τις επισκέψεις για αλλαγή σεζόν στο σπίτι, για μια πιο έξτρα καθαριότητα, φυσικά για φαγητά, πολλά φαγητά.
Ήταν Σάββατο μεσημέρι εκείνου του ΣαββατοΚύριακου. Είχα βγει έξω για κάποιες δουλειές, γύρισα στο σπίτι, μύριζε σπιτικό φαγητό, σχεδόν έτρεξα στην μικρή κουζίνα. Η μάνα μου ήταν στον πάγκο κι ο παλιός τρίφτης πλυμένος στέγνωνε δίπλα απ’ τον νεροχύτι. 
Ακολούθησε διάλογος συνειδητοποίησης του τι ακριβώς είχε συμβεί. Το αποτέλεσμα: δεν είχα τρίφτη στο εργένικο σπίτι μου, τι να κάνει η μάνα μου αυτόν βρήκε για τις ντομάτες αυτόν χρησιμοποιήσε τελεία και παύλα.
Αφού στέγνωσε τοποθετήθηκε στην θέση του στον τοίχο του σπιτιού.
Μετά καιρό που δεν μπορώ να προσδιορίσω ακριβώς ο παλιός τρίφτης μπήκε μέσα σε μια κούτα, μαζί με όλα τα υπόλοιπα παλιά αντικείμενα ταξίδεψε 504 χιλιόμετρα βορειότερα. Σ’ αυτήν την κούτα έμεινε για αρκετά χρόνια σε ένα υπόγειο. Δεν θυμάμαι πόσα χρόνια πριν από τώρα έκανα μια εκκαθάριση, συναντήθηκα ξανά μαζί του και όλα τα άλλα παλιά αντικείμενα, ήρθαν όμορφες και πολλές αναμνήσεις.
Ο παλιός ο τρίφτης ήταν πανέμορφος, σαν να μην πέρασε μια μέρα από πάνω του, έβγαζε ζεστασιά, φροντίδα οικειότητα χρόνων, υπήρχε εξάλλου. Τότε ήρθε η ιδέα για την επόμενη στάση του. 
Δε πειράζει αν δεν θυμόμαστε κάποιες φορές πότε έγιναν τα πράγματα, σημασία έχει ότι έγναν. Ούτε που θυμάμαι πόσα χρόνια έχει που τον πήγα στο αγαπημένο στέκι, το ”Πήρε και βραδιάζει”. Θυμάμαι ήταν γεμάτο το μαγαζί όταν τον άφησα στον Γιάννη τον Νούσιγκα, θα σου πω την ιστορία του κάποια στιγμή του ‘πα. Ποτέ δεν την είπα,  μπορεί τώρα να την διαβάσει ο Γιάννης. 
Ο παλιος τρίφτης όμως είναι εκεί, ομορφαίνει και αυτός το όλο με την ζεστασιά του, με την ενέργεια του, με την ιστορία που γνωρίζουμε γιατί όλη δεν θα την μάθουμε ποτέ.
β.ψ.