Ενας άλλος Νοέμβρης
Γραμμένο απόv.psychogiosεπί 16/11/2024
Αθήνα, 16 Νοεμβρίου 1980. Το μπλοκ της ριζοσπαστικής μειοψηφίας της ΕΦΕΕ λίγο πριν από τη σύγκρουση με τα ΜΑΤ | kanali.wordpress.com
Από το efsyn.gr /ΚΡΥΦΑ ΧΑΡΤΙΑ / Βαγγέλης Ζιώγας* / 12.2023
Το KKE Εσωτερικού απέναντι στην αιματηρή πορεία του 1980
Στις 16 Νοεμβρίου 1980, κατά τη διάρκεια της επετειακής πορείας του Πολυτεχνείου, η Σταματίνα Κανελλοπούλου και ο Ιάκωβος Κουμής έπεφταν νεκροί ύστερα από συγκρούσεις διαδηλωτών με τις δυνάμεις των ΜΑΤ. Ηταν μια τραγική κατάληξη, που προκάλεσε πολιτική αντιπαράθεση από την οποία προέκυψε μία γενικότερη συζήτηση για το Πολυτεχνείο, τα μηνύματά του και το κατά πόσο αυτά συνδέονταν με το επίδικο της πολυπόθητης –μα και συνάμα κάπως αόριστης και ρευστής- Αλλαγής. Για το ΚΚΕ Εσωτερικού, ένα από τα σημαντικότερα κόμματα της ελληνικής Αριστεράς εκείνης της περιόδου, αυτή ήταν μία συζήτηση που έθιγε σημαντικές πτυχές του χαρακτήρα και των στρατηγικών επιλόγων του. Λόγω των όσων διαδραματίστηκαν πριν, κατά τη διάρκεια και στον απόηχο της διαδήλωσης, το κύριο πολιτικό του μήνυμα φάνηκε να τίθεται εν αμφιβόλω, ενώ παράλληλα δοκιμάστηκε και η σχέση του με τη νεολαία του, τον Ρήγα Φεραίο. Θα μπορούσε λοιπόν ο Νοέμβρης του 1980 να θεωρηθεί μία τομή για την ιστορία του κόμματος;
Το γεγονός
Τα γεγονότα της πορείας συνέβησαν σε μία εποχή με έντονο το αίσθημα της μετάβασης. Λίγους μήνες νωρίτερα, τον Μάιο, μετά τη μετακίνηση του Καραμανλή στη Προεδρία της Δημοκρατίας, πρωθυπουργός είχε αναλάβει ο στενός συνεργάτης του, Γεώργιος Ράλλης. Εντός της Νέας Δημοκρατίας βέβαια υπήρχε και η ισχυρή φωνή του Ευάγγελου Αβέρωφ, ο οποίος εξέφραζε μία πιο σκληρή δεξιά τάση. Με δεδομένο ότι η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία φαινόταν ως κάτι εξαιρετικά πιθανό στις επόμενες εκλογές, η Νέα Δημοκρατία έμοιαζε αμήχανη στο πώς θα απέτρεπε την ήττα της.
«Το αιματοκύλισμα χρεώνει την κυβέρνηση της Ν.Δ. με βαρύτατες πολιτικές ευθύνες μπροστά στον ελληνικό Λαό και τα όργανά της μπροστά στη Δικαιοσύνη» | Ανακοίνωση του ΚΚΕ Εσωτερικού, 17.11.1980
Στις 19 Οκτωβρίου 1980, η Ελλάδα επανεντάχθηκε στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Η εξέλιξη αυτή προσέδιδε στην επικείμενη διαδήλωση του Πολυτεχνείου ακόμα μεγαλύτερη σημασία λόγω του, ούτως ή άλλως, έντονου αντιαμερικανικού χαρακτήρα της. Η κυβέρνηση Ράλλη, υπό τον φόβο επεισοδίων, αποφάσισε να απαγορεύσει την προσέγγιση των διαδηλωτών προς την αμερικανική πρεσβεία, θέτοντας ως όριο τη συμβολή των λεωφόρων Αμαλίας και Βασιλίσσης Σοφίας, στο ύψος της Βουλής.
Το ανώτατο συνδικαλιστικό όργανο των φοιτητών, η ΕΦΕΕ, παρά τις διαμαρτυρίες όλων των παρατάξεων, αποφάσισε κατά πλειοψηφία (ΚΝΕ και νεολαία ΠΑΣΟΚ) ότι θα τηρούνταν τα όρια που έθεσε η κυβέρνηση. Απέναντι σε αυτήν την επιλογή τάχθηκαν οι οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, προεξάρχουσας της Β’ Πανελλαδικής. Ο Ρήγας Φεραίος διαφώνησε μεν με την απόφαση της ΚΝΕ και της νεολαίας ΠΑΣΟΚ για συμμόρφωση με την απαγόρευση, αλλά δήλωνε ότι θα σεβαστεί την πλειοψηφία.
Η πορεία πραγματοποιήθηκε στις 16 Νοεμβρίου 1980, ημέρα Κυριακή, και σ’ αυτή συμμετείχαν εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες. Μέχρις ενός σημείου, όλα κυλούσαν ομαλά. Ωστόσο, όταν ομάδες αριστερίστικων οργανώσεων έφτασαν πλησίον της Βουλής, αναζητώντας τρόπο ώστε να συνεχιστεί η πορεία προς την πρεσβεία, ξέσπασαν επεισόδια μεταξύ αστυνομίας και διαδηλωτών. Οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν γρήγορα στην ευρύτερη περιοχή του κέντρου της Αθήνας, με τις δυνάμεις των ΜΑΤ να χρησιμοποιούν υπέρμετρη βία. Θύματα αυτής υπήρξαν δύο άνθρωποι. Η Σταματίνα Κανελλοπούλου, 21 ετών, που πέθανε την ίδια μέρα, και ο Ιάκωβος Κουμής, 28χρονος Κύπριος φοιτητής, που λόγω των χτυπημάτων που δέχτηκε από κλομπ, μεταφέρθηκε κλινικά νεκρός στο «Λαϊκό», όπου κατέληξε μερικές μέρες αργότερα, στις 26 Νοεμβρίου.
Η απαγόρευση της επετειακής πορείας προς την πρεσβεία και η επιβολή της, στα πρωτοσέλιδα των ημερών. Κάτω, η Σταματίνα Κανελλοπούλου και ο Ιάκωβος Κουμής χαροπαλεύουν μετά την επίθεση των ΜΑΤ
Οι αντιδράσεις
Από το ίδιο κιόλας βράδυ, τα κόμματα της αντιπολίτευσης εξέδωσαν ανακοινώσεις για τα γεγονότα. Από τη δική του μεριά, το ΚΚΕ Εσωτερικού επέρριψε ευθύνες στην κυβέρνηση, με αιχμή το σώμα των ΜΑΤ και τον εξαιρετικά βίαιο τρόπο με τον οποίο αυτά έδρασαν. Ισχυριζόταν ότι η απαγόρευση ήταν μεγάλο λάθος και ότι σε κάθε περίπτωση δεν έπρεπε να διαλυθεί βιαίως η ειρηνική διαδήλωση που είχε αποφασίσει η ΕΦΕΕ εντός των καθορισμένων ορίων, ενώ κατηγορούσε ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ για ελλιπή κριτική προς την κυβέρνηση. Παράλληλα, γινόταν λόγος για «ολιγάριθμες ομάδες ανεύθυνων και τυχοδιωκτικών στοιχείων (…) που καταδικάζονται από όλες τις δημοκρατικές δυνάμεις». Ηδη από την πρώτη αυτή ανακοίνωση αποτυπώνονταν εναργώς οι τρεις στόχοι του ΚΚΕ Εσωτερικού κατά τις ακόλουθες εβδομάδες. Ο πρώτος και κυριότερος ήταν η Νέα Δημοκρατία, ο δεύτερος -κατά τρόπο σχεδόν ενιαίο- το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ και ο τρίτος το κομμάτι των διαδηλωτών που ανήκαν σε αριστερίστικες οργανώσεις ή αυτοπροσδιορίζονταν ως αυτόνομοι και αναρχικοί.
Τις επόμενες μέρες στην εφημερίδα «Αυγή» κυριάρχησαν άρθρα με φωτογραφίες τραυματιών, αλλά και της νεκρής Κανελλοπούλου και του κλινικά νεκρού Κουμή. Το ΚΚΕ Εσωτερικού παρουσίασε τον εαυτό ως την πολιτική δύναμη που δέχτηκε το μεγαλύτερο μένος των ΜΑΤ. Στελέχη του κατέθεσαν μήνυση σε βάρος υψηλόβαθμων αξιωματικών της αστυνομίας ενώ διοργανώθηκε και συνέντευξη Τύπου, στην οποία ο Τάκης Μπενάς, μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου, αφηγούνταν πώς τα μπλοκ του ΚΚΕ Εσωτερικού και του Ρήγα Φεραίου, στην αρχή των επεισοδίων, βρέθηκαν ανάμεσα στην αστυνομία και τις οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, και περιέγραφε σκηνές με δεκάδες αστυνομικούς να χτυπούν με βαναυσότητα τους συγκεντρωμένους. Στις σελίδες της «Αυγής» δημοσιεύονταν καθημερινά άρθρα που αποκάλυπταν τις εν πολλοίς ανεξέλεγκτες μεθόδους με τις οποίες εκπαιδεύονταν και λειτουργούσαν τα ΜΑΤ, αναπτύσσοντας παράλληλα έναν αντιαυταρχικό λόγο με κύριο πρόταγμα την κατάργησή τους ως σώμα της αστυνομίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε επίπεδο δημόσιας σφαίρας (Τύπος, εκδηλώσεις, ομιλίες) δεν ενεργοποιήθηκε μία εκτεταμένη διαδικασία ηρωοποίησης των δύο νεκρών π.χ. μέσω βιογραφιών τους ή αναλυτικών ρεπορτάζ για τις συνθήκες θανάτου τους. Αν και γίνονταν συχνές αναφορές σε αυτούς, η ρητορική επικεντρώθηκε στην κρατική βία και δη προς το ΚΚΕ Εσωτερικού. Η μόνη προσπάθεια πιο ξεκάθαρης συμβολοποίησής τους θα γίνει αρχικά από τον Λεωνίδα Κύρκο στη Βουλή στις 22 Νοεμβρίου και στη συνέχεια από τον Μπάμπη Δρακόπουλο στις 26 Νοεμβρίου, σε συγκέντρωση του κόμματος στο «Ακροπόλ» για τη συμπλήρωση 62 χρόνων από τη δημιουργία του ΚΚΕ. Στην ομιλία του, ο γραμματέας του ΚΚΕ Εσωτερικού ανέφερε: «η νεκρή εργάτρια Στ. Κανελλοπούλου συμβολίζει τις θυσίες της εργατικής τάξης και των εργαζομένων στη χώρα μας για μια ελεύθερη ζωή, ενώ ο Κύπριος Ιάκωβος Κουμής τον αγώνα και τις θυσίες του αδελφού μας κυπριακού λαού για εθνική κυριαρχία, ανεξαρτησία και ακεραιότητα». Η έμφαση εδώ δίνεται στην ιδιότητα της «εργάτριας» από τη μία και του «Κυπρίου» από την άλλη. Γενικότερα όμως, το ΚΚΕ Εσωτερικού δεν επεδίωξε να οικειοποιηθεί τους Κανελλοπούλου και Κουμή, ίσως επειδή δεν ανήκαν στον πολιτικό του χώρο.
Η συζήτηση στη Βουλή
Στις 22 Νοεμβρίου, συγκλήθηκε η Ολομέλεια της Βουλής για να συζητήσει τα όσα έλαβαν χώρα στην πορεία. Η συνεδρίαση ήταν πολύωρη και διεξάχθηκε σε έντονα φορτισμένο κλίμα. Ο Γεώργιος Ράλλης επιχειρηματολόγησε υπέρ της αντίδρασης των ΜΑΤ, υποστηρίζοντας ότι η στάση τους ήταν αμυντική απέναντι σε «αλλόφρονες και έξαλλους». Τόνιζε ότι, ακόμη και εάν υπήρξαν ορισμένες εξαιρέσεις ατόμων που έχασαν την ψυχραιμία τους, αυτό ήταν εν μέρει δικαιολογημένο: «Και όταν μία ομάς 150 ή 200 ή 300 δέχεται επίθεση 2.000 ανθρώπων με ρόπαλα, ξύλα, πέτρες και βόμβες μολότωφ, εάν ξεφύγουν και ορισμένα κτυπήματα στο κεφάλι, δεν μπορούμε να τους ζητήσουμε την κεφαλήν επί πινάκι». Χαρακτηριστική δε ήταν μία φράση του πρωθυπουργού, η οποία απέσπασε τα χειροκροτήματα της πτέρυγας της Νέας Δημοκρατίας: «Και ο Αρχάγελλος Μιχαήλ σπάθην κρατεί στα χέρια του για να αμυνθεί εναντίον των δαιμόνων. Δεν κρατεί άνθη».
Για τους περισσότερους από τους αρχηγούς των κομμάτων της αντιπολίτευσης, κοινή συνισταμένη υπήρξε το γεγονός ότι θύματα της αστυνομικής βίας ήταν διαδηλωτές που δεν είχαν καμία σχέση με τα επεισόδια (π.χ. ο Κουμής δεν συμμετείχε στην πορεία. Καθόταν ως πελάτης σε μία παρακείμενη καφετέρια). Ο Ανδρέας Παπανδρέου επέμεινε ιδιαίτερα στην ανάγκη εκδημοκρατισμού των σωμάτων ασφαλείας και δη των υψηλότερων κλιμακίων τους, καταγγέλλοντας ότι εντός αυτών λειτουργούσαν ακροδεξιοί θύλακες. Τη σκληρότερη γλώσσα εναντίον των ΜΑΤ χρησιμοποίησε ο επικεφαλής της ΕΔΗΚ, Ιωάννης Ζίγδης: «Δεν είναι αστυνομία αυτό, αυτό είναι Σώμα ΕΣ-ΕΣ, είναι χειρότερο από την ΕΣΑ, τα μέλη του είναι κακούργοι, όχι ότι οι άνθρωποι γεννήθηκαν κακούργοι, αλλά εκπαιδεύονται να γίνουν κακούργοι». Ο Χαρίλαος Φλωράκης από το ΚΚΕ έδωσε έμφαση στην πιθανή ύπαρξη προβοκατόρων και πρακτόρων των μυστικών υπηρεσιών εντός της διαδήλωσης που καθοδηγούσαν τα επεισόδια, ενώ ο πρόεδρος της ΕΔΑ, Ηλίας Ηλιού, έθιξε ζήτημα αντισυνταγματικότητας του περιορισμού της διαδήλωσης μακριά από την αμερικανική πρεσβεία. Τέλος, ο Σπυρίδων Θεοτόκης, αρχηγός της ακροδεξιάς Εθνικής Παρατάξεως, υπερασπίστηκε την αστυνομία υιοθετώντας μία αντικομμουνιστική ρητορική περί «Ακρας Αριστεράς», ενώ απαίτησε την παραίτηση του υπουργού Δημοσίας Τάξεως, Δημητρίου Δαβάκη, διότι κατά την άποψή του όφειλε είτε να απαγορεύσει συνολικά την πορεία είτε να διαλύσει με ομαλό τρόπο τους συγκεντρωμένους πριν ξεσπάσουν τα επεισόδια.
Τα ΜΑΤ και τα «καθάρματα»
Ο Λεωνίδας Κύρκος, ο μόνος βουλευτής που εκπροσωπούσε το ΚΚΕ Εσωτερικού, ξεκίνησε την ομιλία του απευθυνόμενος στον Θεοτόκη, ο οποίος είχε ισχυριστεί -μεταξύ άλλων- πως ανέπτυξε αντιδικτατορική δράση όντας αυτοεξόριστος στη Ζυρίχη. Ο Κύρκος χαρακτήρισε ευπατρίδη τον Θεοτόκη, που όντως τάχθηκε κατά της δικτατορίας, αλλά ταυτόχρονα τον έκρινε ως ακατάλληλο για να έχει άποψη επ’ αυτών των θεμάτων. Σχολίαζε δηκτικά: «Η Ζυρίχη δεν είναι καλό παρατηρητήριο. Εκεί πέρα δεν ήταν δυνατόν να φτάσει η οσμή του θανάτου (…). Ετσι, ο μόνος που μπορεί να δικαιούται να μιλήσει για το Πολυτεχνείο είναι ο Λαός της Ελλάδας, που εδώ στην Ελλάδα δημιούργησε το Πολυτεχνείο (…) Ο Λαός είδε τα πτώματα που ο κ. Θεοτόκης δεν είδε γύρω στο Πολυτεχνείο».
Ο Κύρκος παρουσίαζε την εγγύτητα ως απαραίτητο όρο για την αντίσταση στο καθεστώς. Μολονότι αυτή η άποψη αποκρινόταν στον Θεοτόκη, ο βουλευτής έμοιαζε να παραγνωρίζει ότι το ίδιο το ΚΚΕ Εσωτερικού και ο Ρήγας Φεραίος είχαν ισχυρή παρουσία στο εξωτερικό κατά τα χρόνια της χούντας. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι εμμέσως ο Κύρκος εξύψωνε τον δικό του ρόλο την περίοδο της Επταετίας καθότι τότε δρούσε εντός χώρας, σ’ αντίθεση με ορισμένους εκ των εσωκομματικών του αντιπάλων που βρίσκονταν εκτός συνόρων, όπως ο Αντώνης Μπριλλάκης. Εξάλλου, το 1980, ο Μπριλλάκης είχε εκδώσει το βιβλίο του «Το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα: ιστορική διαδρομή, κρίση, προοπτικές», στο οποίο ασκούσε κριτική στους χειρισμούς του Κύρκου το διάστημα 1972-1973, με επίκεντρο την κατά βάση θετική στάση του στο ενδεχόμενο συμμετοχής στις βουλευτικές εκλογές που σχεδίαζε η δικτατορία, στη λογική ότι επρόκειτο για μία κίνηση που δυνητικά θα οδηγούσε στην ανατροπή της. Λίγους μήνες μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, ο Κύρκος, στο τεύχος Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου του περιοδικού «Κομμουνιστική Θεωρία και Πολιτική», απαντούσε εκτενώς στον Μπριλλάκη, σε μία αναβίωση της παλαιάς δημόσιας διαμάχης των δύο πλευρών.
Με την ομιλία του στη Βουλή, ο Κύρκος απαντούσε έμμεσα και στην κριτική του Μπριλλάκη για τη δική του στάση απέναντι στη «φιλελευθεροποί-ηση» του Παπαδόπουλου
Επιστρέφοντας στη συνεδρίαση της Βουλής, ο Κύρκος, στο μεγαλύτερο μέρος της ομιλίας του στηλίτευσε την κατασταλτική μανία των ΜΑΤ. Απέδωσε την αγριότητά τους στην αδυναμία ενός τμήματος της Δεξιάς να αποδεχτεί το μήνυμα του Πολυτεχνείου και τον ρόλο της νεολαίας σε αυτό. «Και αυτό το τμήμα της Δεξιάς θέλει να θάψει το Πολυτεχνείο», είπε χαρακτηριστικά.
Παρόλο που ο Κύρκος επέκρινε σχεδόν αποκλειστικά την κυβέρνηση, μία αποστροφή του λόγου του έμελλε να δημιουργήσει ιδιαίτερα αρνητικές εντυπώσεις σε σημαντικό τμήμα του αριστερού κόσμου. Πιο συγκεκριμένα, αναφερόμενος στους διαδηλωτές που συμμετείχαν με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο στα επεισόδια, μίλησε για «αθλιότητες καθαρμάτων» που «έσπαζαν βιτρίνες» και «λεηλατούσαν». Αυτή η σκληρή αναφορά, αν και φευγαλέα, παραξένεψε δυσάρεστα πολλούς από όσους είχαν παραβρεθεί στην πορεία, καθώς φάνηκε ότι ο Κύρκος σχετικοποιούσε τις ευθύνες της αστυνομίας εις βάρος ανθρώπων που υπήρξαν θύματα της βίας της. Η πρόθεση του Κύρκου, βέβαια, μάλλον δεν ήταν αυτή. Στην πραγματικότητα, ο βαρύς χαρακτηρισμός μπορεί να κατανοηθεί εάν λάβει κανείς υπόψη ένα γενικότερο κλίμα καχυποψίας κάποιας μερίδας του ΚΚΕ Εσωτερικού απέναντι σε έναν χώρο που κινούνταν αριστερότερα αυτού, ένα ζήτημα που θα αναλυθεί παρακάτω.
Εκτός των άλλων, ο Κύρκος πραγματοποίησε ειδική μνεία σε μία τοποθέτηση του Ράλλη σχετικά με το πώς οι διαδηλώσεις και οι διαμαρτυρίες λειτουργούν ως «όπιο» για τη νεολαία. Ο Κύρκος αντέτεινε ότι το ισχυρότερο όπιο για την Ελλάδα υπήρξε η εθνικοφροσύνη, την οποία τελικά αναγκάστηκε να υποστεί και η ίδια η Δεξιά λόγω της δικτατορίας. Τόνιζε ότι η απάντηση σε εκείνο το όπιο ήταν αφενός οι «αιματηρές θυσίες των κομμουνιστών» και αφετέρου η «πίστη στις ιδέες του Πολυτεχνείου για εθνική ανεξαρτησία, δημοκρατία, λαϊκή κυριαρχία και κοινωνική προκοπή». Τα αιτήματα αυτά αποτελούσαν -σύμφωνα με τον βουλευτή- κτήμα του ανανεωτικού κομμουνισμού και του Ευρωκομμουνισμού. Η μαγιά για την εκπλήρωση τους θα ήταν ένα ήπιο κλίμα που θα θεμελίωνε την πάλη των ιδεών, τον διάλογο και την κίνηση των μαζών. Να σημειωθεί ότι ο Παπανδρέου, λίγο νωρίτερα είχε προσδώσει παρόμοιο περιεχόμενο στο μήνυμα του Πολυτεχνείου, συνοψίζοντας το στο τετράπτυχο «Εθνική Ανεξαρτησία», «Λαϊκή Κυριαρχία», «δημοκρατικοί θεσμοί», «κοινωνική απελευθέρωση του Ελληνα εργαζόμενου». Οι ακόμα και φραστικές συγκλίσεις των δυνάμεων που ευαγγελίζονταν την Αλλαγή ήταν ιδιαίτερα συχνές. Από εκεί εκκινούσε άλλωστε και η προσδοκία περί συνεργασίας και συσπείρωσης αυτών των δυνάμεων αλλά και η συνεπαγόμενη απογοήτευση της ανανεωτικής Αριστεράς όταν το κάλεσμα της για ενότητα στερούνταν ανταπόκρισης.
Το ΚΚΕ Εσωτερικού, σε εσωτερικό του κείμενο στις 27 Νοέμβρη, σημείωνε ότι η αγόρευση του Κύρκου έκανε πολύ θετική εντύπωση στον λαό και ότι θα δημοσιευόταν σε μπροσούρα, κάτι που όντως συνέβη το αμέσως επόμενο διάστημα. Ρόλο σε αυτή την απήχηση ίσως είχε και το γεγονός ότι τμήμα της ομιλίας μεταδόθηκε από την ΕΡΤ, πράγμα σχετικά σπάνιο για τα δεδομένα του κόμματος. Βέβαια, η επίμαχη αναφορά περί «καθαρμάτων» δεν συμπεριλήφθηκε στο τηλεοπτικό απόσπασμα και ως εκ τούτου ο λόγος του Κύρκου κατέστη λιγότερο αμφιλεγόμενος, τουλάχιστον σε πρώτο χρόνο.
Τρόμος και κινδυνολογία στα πρωτοσέλιδα του κυβερνητικού Τύπου, προβοκατορολογία σ’ εκείνα της μείζονος αντιπολίτευσης. Η επιλογή του ΚΚΕ Εσ. να επιρρίψει την ευθύνη στην κυβέρνηση φάνταζε σαν πρωτόγνωρη ανορθογραφία
Αποκλίνουσες ερμηνείες
Στο τεύχος Νοεμβρίου του «Θούριου», του περιοδικού του Ρήγα Φεραίου, τα γεγονότα της 16ης μονοπώλησαν το ενδιαφέρον. Στο κεντρικό άρθρο πραγματοποιούνταν μία συνοπτική περιγραφή των συμβάντων. Η κριτική που ασκήθηκε στρεφόταν κυρίως κατά της ΚΝΕ και της νεολαίας ΠΑΣΟΚ διότι αρνήθηκαν την πρόταση του Ρήγα (και του ΚΚΕ Εσωτερικού) για συμμετοχή όλων των προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων στην πορεία, χωρίς κομματικές σημαίες και πανό. Επιπλέον, σύμφωνα με τον ανώνυμο συντάκτη, οι δύο αντίπαλες νεολαίες είχαν συμβιβαστεί πολύ εύκολα με την κυβερνητική απαγόρευση, παρότι τονιζόταν πως, ενώ ο Ρήγας υποστήριζε τη συνέχιση μέχρι την πρεσβεία, εν τέλει πειθάρχησε στην απόφαση της ΕΦΕΕ, στο όνομα μίας κουλτούρας συνδικαλισμού, που πάντα δεχόταν τις επιλογές της πλειοψηφίας.
Σε άλλο άρθρο, με θέμα τη συζήτηση των κομμάτων στη Βουλή, το περιοδικό προέβαλε με θέρμη τα όσα είχε υποστηρίξει ο Κύρκος στην ομιλία του. Το πιο ενδιαφέρον σημείο του κειμένου όμως βρισκόταν στο τέλος. Ο αρθρογράφος επιτίθετο σε «μερικούς αριστεριστές –κλασικούς και ανανεωτικούς» διότι υπερεκτίμησαν τις δυνάμεις τους, υποτίμησαν τη στάση των ΜΑΤ, ανέχτηκαν «τους αναρχικούς, την αλητεία, τους αντικειμενικούς (ή και “υποκειμενικούς”) προβοκάτορες» και προσέθετε ότι: «οριοθετούνται μεταξύ τους κι από τον εαυτό τους, άλλοι βλέπουν αυτοκριτικά την πορεία τους, άλλοι λένε πολιτικές μπούρδες («σπάσαμε το ήπιο κλίμα», «μάθαμε από τις συγκρούσεις», «αποκαλύψαμε τη δεξιά και τα κόμματα»)».
Το λεξιλόγιο του περιοδικού είναι μεν επιθετικό αλλά βασιζόταν σε μία πολιτική αντιπαράθεση, που ήταν ενεργή στον χώρο των πανεπιστημίων και της νεολαίας. Υπό αυτή την έννοια διαφοροποιούνταν ώς ένα βαθμό από το ΚΚΕ Εσωτερικού, που στις περισσότερες δημόσιες τοποθετήσεις του καταφερόταν κατά τρόπο απόλυτο εναντίον εκείνων που συμμετείχαν ή φέρονταν ότι συμμετείχαν στα επεισόδια της 16ης Νοεμβρίου. Ως συμπληρωματικό στοιχείο, αξίζει να αναφερθεί ότι η Β’ Πανελλαδική, στο περιοδικό της «Αγώνας για την κομμουνιστική ανανέωση», έστρεφε τα βέλη της κυρίως προς την κυβέρνηση, το ΠΑΣΟΚ, το ΚΚΕ, την ΚΝΕ, ακόμη και το ΚΚΕ μ-λ, αλλά σχεδόν καθόλου προς τον Ρήγα, τον οποίο σε λίγες μόλις σειρές κατέκρινε επειδή συμμορφώθηκε με την πλειοψηφία της ΕΦΕΕ. Συνεπώς, δεν υφίσταται ανοιχτή σύγκρουση μεταξύ Ρήγα Φεραίου και Β’ Πανελλαδικής, τουλάχιστον σε εκείνη την χρονική φάση.
Αυτή η κάπως θολή σχέση, είχε αρχίσει να δημιουργεί αντιδράσεις εντός του ΚΚΕ Εσωτερικού, ιδίως μετά τα επεισόδια του 1980. Ενδεικτικά, στις 19 Νοεμβρίου, ο Νίκος Γουργιώτης, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής και ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς, σε επιστολή του προς το Εκτελεστικό Γραφείο, ασκούσε κριτική στον Ρήγα Φεραίο, αναφέροντας μεταξύ άλλων: «Δεν μπορούν να αγνοηθούν τα φλερτ του Ρήγα Φεραίου με τους αριστεριστές και τους αναρχοαυτόνομους, που σε ορισμένες περιπτώσεις οδηγήσανε σε διεισδύσεις στις γραμμές μας ή εναγκαλισμούς στην πρακτική δράση. Δεν μπορεί να αγνοηθούν απόπειρες για αναζήτηση συμμάχων και μέσα απ’ αυτούς χωρίς σταθερή υπεράσπιση των ιδεολογικών μας συνόρων». Αν και η φωνή του Γουργιώτη δεν ήταν αρκετά ισχυρή ώστε να αντιπροσωπεύει μία en bloc στάση του κόμματος στο εν λόγω ζήτημα, σίγουρα αποτύπωνε μία τάση που σταδιακά ισχυροποιούταν.
Το τελευταίο πεδίο που χρήζει επισκόπησης είναι αυτό του «Αντί» και του «Πολίτη», των δύο σημαντικότερων περιοδικών που βρίσκονταν σε διαρκή διάλογο με τον χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς. Και στις δύο περιπτώσεις, το βασικό ζήτημα που απασχολούσε ήταν η ενότητα των «δυνάμεων της Αλλαγής» και η ανάγκη για «αποκομματικοποίηση» του Πολυτεχνείου.
Σ’ ό,τι αφορά το «Αντί», είναι φρόνιμο να σταθεί κανείς στις απόψεις που εξέφραζε ο Σοφιανός Χρυσοστομίδης από τη στήλη «Αντήνωρ» καθότι, σε μία περίοδο που το περιοδικό πραγματοποιούσε μία -προσωρινή όπως αποδείχτηκε- στροφή προς το ΠΑΣΟΚ, ο Χρυστοστομίδης εξακολουθούσε να εκφράζει θέσεις προσκείμενες στο ΚΚΕ Εσωτερικού. Στο άρθρο του περιέγραφε ένα «προεκλογικό» κλίμα πριν και μετά την πορεία του Πολυτεχνείου αλλά και μία «εκλογική διάσταση» των επεισοδίων. Υποστήριζε δηλαδή ότι στελέχη της Ν.Δ. θεωρούσαν πως με τις ενέργειες των ΜΑΤ θα συσπειρώνονταν ψηφοφόροι πιο κοντά στην Ακροδεξιά, καθώς έτσι η κυβέρνηση έδειχνε πυγμή απέναντι σε δυνάμεις που επεδίωκαν την αστάθεια.. Στην κατακλείδα του κειμένου του, ο Χρυσοστομίδης επέρριπτε ευθύνες στα κόμματα της «δημοκρατικής αντιπολίτευσης που δεν μπορούσαν να “συντονίσουν” τα βήματα τους, για να ανοίξουν τον δρόμο προς την ουσιαστική Αλλαγή».
Σε παρόμοιο πνεύμα, ο Αγγελος Ελεφάντης, στον «Πολίτη», αφού χαρακτήριζε το Πολυτεχνείο ως «αφετηρία του δημοκρατικού πολιτεύματος και του σημερινού πολιτικού συστήματος», προσέθετε με απογοήτευση ότι ο χώρος της διαδήλωσης πριν τα επεισόδια ήταν «η προεξόφληση της προεκλογικής μάχης που ήδη είχε αρχίσει. Κάθε φάλαγγα, κάθε σύνθημα, κάθε κίνηση, κάθε δήλωση ή αντιδήλωση είχε μόνιμη αντίστιξη τις σκοπιμότητες, τις φανερές και τις κρυφές πολιτικές ανάγκες του προεκλογικού αγώνα. Ηταν λοιπόν ο χώρος η γενική δοκιμή των εκλογών και οι θίασοι αποδείχτηκαν πανέτοιμοι». Ο Ελεφάντης αντέτεινε ότι το Πολυτεχνείο έπρεπε να αποτελεί μία δημοκρατική γιορτή που δεν θα είχε κομματικούς ή πολιτικούς διαχωρισμούς και ότι «ο Δήμος» / «ο λαός»/ «αι γενεαί πάσαι» θα έβγαιναν στον δρόμο «σαν εκφραστές και ιεροφάντες της δημοκρατίας». Κατέληγε στο εξής: «Σήμερα δεν έχουμε τίποτε να ανακράξωμε εκεί που συνωστίζονται οι διατεταγμένες φάλαγγες. Πρέπει πρώτα να τα βρούμε. Είναι δύσκολα να είναι κανείς αριστερός σήμερα».
Το 1980 ως τομή
Με βάση τα παραπάνω, μπορούν να διατυπωθούν ορισμένες εκτιμήσεις ξεκινώντας από το τέλος, δηλαδή από το ζήτημα της ενότητας. Από το 1974 έως το 1981 (τουλάχιστον) το αφήγημα περί ενότητας είναι κυρίαρχο για το ΚΚΕ Εσωτερικού. Είτε αυτό εκφραζόταν με τους Στόχους του Εθνους (1974) και την Εθνική Αντιδικτατορική Δημοκρατική Ενότητα (ΕΑΔΕ), είτε με τη συσπείρωση στο όνομα της Αλλαγής, διακρίνουμε μία κοινή συνισταμένη: κανένα κόμμα δεν είχε τη δυναμική από μόνο του να εκπληρώσει τα μείζονα πολιτικά και κοινωνικά αιτήματα της Μεταπολίτευσης. Χρειάζονταν ευρύτερες συνεργασίες. Πρόκειται για μία αρχή που ανά περιόδους είχαν υιοθετήσει όλα τα ευρωκομμουνιστικά κόμματα, το καθένα με τους δικούς του όρους ανάλογα με τις εκάστοτε εθνικές ιδιαιτερότητες. Σε αυτήν την κατεύθυνση, το ΚΚΕ Εσωτερικού -αλλά και γενικότερα ο χώρος της ανανεωτικής Αριστεράς- έπλαθε μία μυθολογία, εμφορούμενη από την ιδέα πως ένδοξες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας προέκυψαν λόγω της ομόνοιας του λαού και της συσπείρωσής του απέναντι σε ένα κοινό στόχο. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της ανάγνωσης ήταν το αφήγημα περί ενιαίας Εθνικής Αντίστασης στα χρόνια της Κατοχής. Προέκταση αυτού του αφηγήματος ήταν και ο αντιδικτατορικός αγώνας: η πτώση της χούντας δεν θα ερχόταν αν δεν υπήρχε συνεργασία όλων των παρατάξεων, εξ ου και η πρόταση ΚΚΕ Εσωτερικού και Ρήγα για μία αποχρωματισμένη κομματικά γιορτή του Πολυτεχνείου.
Ωστόσο, το 1980 παρατηρείται μία μετατόπιση. Η αδυναμία στοιχειώδους σύμπλευσης των δυνάμεων που συμμετείχαν στην πορεία να χαράξουν μία κοινή γραμμή απέναντι στα αιματηρά επεισόδια της 16ης Νοεμβρίου, κατέστησε σαφές για το κόμμα ότι οι προσδοκίες του για ένα μέτωπο της Αλλαγής έβαιναν προς την οριστική τους διάψευση. Ηταν μία επίπονη συνειδητοποίηση που οδήγησε, μετά και τη νέα αποτυχία στις εκλογές του 1981, σε μία αναδίπλωση. Το ΚΚΕ Εσωτερικού σταδιακά εγκατέλειψε τη ρητορική περί ενότητας και συνεργασιών. Είναι εξάλλου ενδεικτικό ότι κατά τα επόμενα χρόνια επεδίωξε να χρωματίσει πολιτικά και κομματικά το Πολυτεχνείο υπέρ του.
Το μέλλον όμως προβλεπόταν δυσοίωνο και σε ό,τι αφορούσε τη σχέση του με τον Ρήγα Φεραίο. Είχε προηγηθεί, το 1978, η διάσπαση της Β’ Πανελλαδικής, μία τραυματική εμπειρία που ανάγκασε επί της ουσίας τη νεολαία να ανασυγκροτηθεί εκ του μηδενός. Σε αυτή τη διαδικασία, η περιχαράκωση ήταν ένα δύσκολο αιτούμενο, δεδομένης της πίεσης που ο Ρήγας δεχόταν εντός των πανεπιστημίων τόσο από την ΚΝΕ και τη νεολαία ΠΑΣΟΚ όσο και από τη Β’ Πανελλαδική και τις αριστερίστικες οργανώσεις που βίωναν μία περίοδο ακμής στα τέλη της δεκαετίας του ’70 – αρχές ’80. Μέχρι το 1980, η καχυποψία στελεχών του ΚΚΕ Εσωτερικού για τη σχέση του Ρήγα με αυτές τις οργανώσεις ήταν υπαρκτή μα και υποτονική, καθώς θεωρούνταν περίπου δεδομένο και φυσιολογικό ότι η νεολαία νομιμοποιούνταν να κινείται «αριστερότερα» του κόμματος, ιδίως μετά τη δημιουργία της Β’ Πανελλαδικής, που λειτουργούσε ως ανταγωνιστική και ριζοσπαστικότερη δύναμη στον χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς. Ομως, μετά τα γεγονότα της πορείας, η παραδοχή αυτή μοιάζει να τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Η νεολαία βέβαια δεν φάνηκε να συμμερίζεται τις ίδιες ανησυχίες. Είναι ενδεικτικό ότι στον «Θούριο» του Νοέμβρη, σε άρθρο που περιέγραφε τη στάση «προοδευτικών» εφημερίδων («Νέα», «Ελευθεροτυπία», «Βήμα», «Ριζοσπάστης»), συναντάται η μομφή προς τον Τύπο ότι δεν διαχώριζε αναρχικούς, αυτόνομους και αριστεριστές, υπονοώντας προφανώς ότι αυτός ήταν ένας διαχωρισμός που θα έπρεπε να γίνεται και ότι ήταν λάθος να αντιμετωπίζονται όλοι αυτοί ολιστικά. Ωστόσο, αυτήν ακριβώς την ολιστική προσέγγιση προέβαλλε το ΚΚΕ Εσωτερικού είτε με τις «αθλιότητες καθαρμάτων που έσπαζαν βιτρίνες» του Κύρκου είτε με την αναφορά στις «ολιγάριθμες ομάδες ανεύθυνων και τυχοδιωκτικών στοιχείων» στην πρώτη ανακοίνωση του κόμματος για τα επεισόδια. Στη νέα εποχή του Ρήγα μετά τη Β’ Πανελλαδική, η διαδήλωση του 1980 φαίνεται ότι ήταν μία στιγμή που δημιούργησε μία διάσταση μεταξύ κόμματος και νεολαίας, ακόμα και αν αυτή δεν εκφράστηκε δημόσια, όπως θα γίνει αργότερα, το 1985, μετά τη δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζά.
Με άλλα λόγια, ο Νοέμβρης του 1980 μπορεί να μην αποτέλεσε μία καθοριστική τομή στην ιστορία του ΚΚΕ Εσωτερικού, όμως λείανε το έδαφος για αρκετά από όσα θα ακολουθούσαν. Σημαντικό ρόλο σε αυτό ενδεχομένως να είχε το γεγονός ότι η (κάθε) πορεία του Πολυτεχνείου αποτελούσε την κορυφαία μνημονική πράξη για το ΚΚΕ Εσωτερικού. Για το κόμμα, ο αντιδικτατορικός αγώνας συνιστούσε το ένδοξο παρελθόν του. Τότε ήταν που για πρώτη φορά, μετά τη διάσπαση του 1968, οι μηχανισμοί του ΚΚΕ Εσωτερικού λειτούργησαν υπό αντίξοες συνθήκες για την επίτευξη ενός μεγάλου στόχου, την πτώση της χούντας. Ηταν ο δικός του μύθος που εμμέσως κηλιδωνόταν όχι μόνο από το αίμα των Κανελλοπούλου και Κουμή, αλλά και από την παντελή αδυναμία του κόμματος να αποκτήσει κάποιο είδος ρόλου την επαύριο της πορείας. Το Πολυτεχνείο του 1980 ήταν εντελώς διαφορετική υπόθεση από το Πολυτεχνείο του 1973.
* υποψήφιος διδάκτορας Ιστορίας του ΕΚΠΑ