Ζούμε δύο φορές
Written by v.psychogios on 25/10/2024
Ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν σε ένα στιγμιότυπο από συνεντευξή του σε δρόμο του Μπούργκος. Βίντεο: Video and Samuel Sánchez/El Pais
Από το lifo.gr
Κριτική του βιβλίου Baumaun. A Biography της Izabela Wagner, βιογράφου του Πολωνού κοινωνιολόγου και φιλοσόφου Zygmunt Bauman
Jean-Yves Potel
En attendant Nadeau – 25.05.2024
Γιατί να γράψει κανείς την ιστορία της ζωής του; “Ποιος τη χρειάζεται; Και για ποιο σκοπό;” Με αυτά τα ερωτήματα που επανέρχονται αρκετές φορές ανοίγει το βιβλίο του Ζίγκμουντ Μπάουμαν (1925-2017). Τελικά, ο Πολωνός κοινωνιολόγος δεν έγραψε κάποια αυτοβιογραφία, αφήνοντας μόνο “θραύσματα”, ανέκδοτα τα περισσότερα. Συγκεντρώνονται σε έναν τόμο και σχολιάζονται από την Izabela Wagner, τη βιογράφο του [1]. Πρόκειται για εκπληκτικά κείμενα που αποκαλύπτουν έναν Μπάουμαν διαφορετικό από τον παραγωγικό κοινωνιολόγο που γνωρίζουμε. Οργανωμένα σε επτά κεφάλαια, τα έγραψε σε διαφορετικές ηλικίες (62, 72, 84 και 91 χρονών) και απευθύνονται κυρίως στην οικογένειά του .
Η Izabela Wagner επέλεξε να ξεκινήσει με μια διαπίστωση που ουσιαστικά δίνει νόημα σε αυτά τα κείμενα, τα οποία είναι ταξινομημένα με χρονολογική σειρά. Ο Μπάουμαν θεωρεί ότι “έχουμε δύο ζωές”. Την πρώτη τη ζούμε, την δεύτερη την αφηγούμαστε. Αυτή η συνθήκη που προϋποθέτει μία αυτοσυγκρότηση που ο Φρόιντ θεωρούσε απαραίτητη, είναι μέρος της εποχής, μέρος μιας νεωτερικότητας που ο κοινωνιολόγος μελέτησε διεξοδικά, και την οποία περιέγραφε ως “ρευστή”. Τίποτα δεν είναι παγιωμένο, όλα μπορούν να αλλάξουν σε μια στιγμή. Όπως έγραψε σε ένα από τα βιβλία του, “η ρευστή ζωή είναι επισφαλής, βιώνεται σε συνθήκες συνεχούς αβεβαιότητας”, γεγονός που καθιστά δύσκολη την αυτοσυγκρότηση (La vie liquide, Pluriel, 2006). Γίνεται επομένως γρήγορα κατανοητό ότι αυτά τα αυτοβιογραφικά αποσπάσματα, γραμμένα σε διαφορετικό τόνο από την πανεπιστημιακή του έρευνα, απευθύνονται πρωτίστως στον εαυτό του. Κάτι που παραδέχεται εξάλλου: “Ζούμε δύο φορές”, επιμένει. Η δεύτερη ζωή, αυτή που ξαναζούμε, “φαίνεται, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, πιο σημαντική από την πρώτη”, “βγάζει νόημα”, είναι η μόνη που διαρκεί, γίνεται “εισιτήριο για την αιωνιότητα”. Αυτό είναι που δίνει δύναμη και πραγματικότητα σε αυτά τα θραύσματα, στις αναμνήσεις που μεταφέρουν.
Ένα από τα πιο δυνατά κείμενα συνδυάζει την οικειότητα των οικογενειακών ιστοριών με αυτή την επανακάλυψη του εαυτού. Το προορίζει για τις κόρες και τα εγγόνια του και στα 62 του δεν έχει σκοπό να το εκδώσει. Ο τίτλος και η γλώσσα που επέλεξε λένε πολλά για το τι ήθελε να περάσει στους απογόνους του. Είναι στα αγγλικά, όχι στα πολωνικά, παρόλο που ο ίδιος ζει στην εξορία. Δεν είναι στην πραγματικότητα η ιστορία της ζωής του, περισσότερο η ιστορία των αναμνήσεών του. Εξ ου και ο τίτλος, ο οποίος εστιάζει σε αυτά που αναδύονται πάλι όταν θυμάται τα παιδικά του χρόνια: “Οι Πολωνοί, οι Εβραίοι και εγώ”.
Είναι κρίμα που το ανέκδοτο αυτό κείμενο, που ανακαλύφθηκε μετά το θάνατο του συγγραφέα, δεν φέρει αυτόν τον τίτλο (αναφέρεται μόνο στον πρόλογο), ότι είναι χωρισμένο σε δύο κεφάλαια ενώ μπερδεύεται, ποιος ξέρει πού, με ένα άλλο κείμενο που γράφτηκε το 2016. Αυτό μας φαίνεται ακόμα πιο περίεργο, δεδομένου ότι ο Μπάουμαν επιμένει στην πρόθεσή του σε έναν αποκαλυπτικό υπότιτλο: “Για όλα όσα με έκαναν αυτό που είμαι – μια εξερεύνηση”. Το στοργικό πορτρέτο των παππούδων και των γιαγιάδων του σε μικρές πόλεις, και στη συνέχεια των γονιών του στο Πόζναν, όπου εγκαταστάθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1920, συνδυάζεται με μια απροσδόκητη εικόνα της χειραφέτησης των Πολωνοεβραίων εκείνη την εποχή. Τους ωθεί η πεποίθηση ότι “η νεοαποκτηθείσα πολωνικότητα τους”, μετά την επανάκτηση της ανεξαρτησίας της Πολωνίας το 1918, “είχε μια προοδευτική διάσταση”. Ο πατέρας και η μητέρα του ήταν κοσμικοί, καλλιεργημένοι, μοντέρνοι Εβραίοι. Αλλά οι πεποιθήσεις τους σύντομα ήρθαν αντιμέτωπες με τον αντισημιτισμό, καθώς το Πόζναν ήταν το προπύργιο του κύριου εθνικιστικού και αντισημιτικού κόμματος, της Εθνικής Δημοκρατίας.
‘Ηδη από το δημοτικό σχολείο, ο μικρός Ζίγκμουντ, που γεννήθηκε το 1925 μετά από μια αποτυχημένη έκτρωση, αναγκάζεται από τους “συμμαθητές” του να καθίσει στα τελευταία θρανία της τάξης: “Εδώ είναι η θέση σου, Εβραίε! Και μη διανοηθείς καν να ψάξεις για κάποια άλλη”. Θυμάται τη μητέρα του, την οποία θαύμαζε, “παντοδύναμη και παντογνώστρια”, να προσβάλλεται και να ταπεινώνεται στο δρόμο όταν τον έφερνε στο σπίτι, περπατώντας “με το κεφάλι κάτω, τα μάτια καρφωμένα στο πεζοδρόμιο, αποφεύγοντας προσεκτικά ακόμη και να ρίξει την παραμικρή ματιά πίσω της”. Δεν ήταν σε θέση να υπερασπιστεί τον εαυτό της ή τον γιο της. “Ήταν ταπεινωμένη και φοβισμένη! ‘Εκτοτε, και για πολλά χρόνια ακόμα, ζούσα με το φόβο.” Αυτήν την “εξερεύνηση”, όπως παρουσιάζεται σε αυτό το κείμενο, θέλει να μεταδώσει στις κόρες του.
Πολλές άλλες αναμνήσεις επανέρχονται. Το 1939, για παράδειγμα, η φυγή από το Πόζναν με τους γονείς του μπροστά στη γερμανική κατοχή και κάτω από τις βόμβες, με τρένο, με καρότσι ή με τα πόδια. Διαισθάνονται ήδη τι περιμένει τους Εβραίους και αποφασίζουν να κατευθυνθούν ανατολικά, ελπίζοντας σε καλύτερη μεταχείριση. Περνούν με δυσκολία τα σύνορα στη σοβιετική ζώνη – η ΕΣΣΔ είχε καταλάβει την ανατολική Πολωνία από τις 17 Σεπτεμβρίου στο πλαίσιο του γερμανοσοβιετικού συμφώνου. Ελπίζουν να βρουν εκεί καταφύγιο και εργασία. Ο πατέρας του γίνεται λογιστής και συνοψίζει την κατάσταση επιστρέφοντας από τη δουλειά λέγοντας: “Όλοι κλέβουν”. Καταφέρνουν να εγκατασταθούν σε ένα ειρηνικό χωριό και ο έφηβος διατηρεί αυτούς τους 18 μήνες “χαραγμένους στη μνήμη [του] ως μια περίοδο συνεχούς ευδαιμονίας”. Καταφέρνει να ανθίσει μέχρι τις 22 Ιουνίου 1941, όταν ο Χίτλερ επιτέθηκε στη Σοβιετική Ένωση. Πρέπει όμως να περιμένει μέχρι τα 18 του χρόνια για να ενταχθεί στις πολωνικές μονάδες του Κόκκινου Στρατού. Τον χειμώνα του 1943, τον στέλνουν στη Μόσχα, όπου του κάνει εντύπωση η κατάσταση του μοσχοβίτικου πλήθους της Μόσχας: “Εξαντλημένοι, με πρόσωπά αδυνατισμένα και γκρίζα, με μάτια άδεια, περπατούσαν πάντα στους δρόμους βιαστικά – για να προλάβουν ένα γεμάτο τραμ, για να μπουν σε μια άλλη ατελείωτη ουρά […] Άλλοι, καλύτερα ταϊσμένοι και σίγουροι για τον εαυτό τους, περνούσαν με αυτοκίνητο με μεγάλη ταχύτητα”.
Κατατάγεται στον “πολωνικό λαϊκό στρατό” και, λόγω της καλής του πολωνικής παιδείας, διορίζεται αξιωματικός σε μονάδα πυροβολικού. Έκπληκτος, αναρωτιέται πώς τον βλέπουν οι στρατιώτες του. “Ένας εξωγήινος υποθέτω”, αλλά Εβραίος ή Πολωνός; Δεν θα το μάθει ποτέ. “Ήξερα ένα πράγμα: ήμουν ένας Πολωνός αξιωματικός που πολεμούσε για την πολωνική υπόθεση […]. Ήμουν η Πολωνία.” Αυτή η παρατήρηση αναγγέλλει πολλές άλλες. Μαρτυρεί έναν συνεχή προβληματισμό για την ταυτότητά του κατά τη διάρκεια του πολέμου, όπου τραυματίστηκε σοβαρά, ή και μετά στη διάρκεια της ακαδημαϊκής του ζωής στη σοσιαλιστική Πολωνία. Το ερώτημα τίθεται ξεκάθαρα σε ένα δυναμικό κείμενο με τίτλο “Ποιος είμαι εγώ;” Απευθύνεται στους μη Εβραίους Πολωνούς που τον απορρίπτουν, και δηλώνει ρητά: “Ναι, είμαι Πολωνός. Η πολωνικότητα είναι το “πνευματικό” μου σπίτι- η πολωνική γλώσσα είναι ο κόσμος μου. Αυτή είναι η απόφασή μου. Δεν σας αρέσει; Λυπάμαι, αλλά αυτό είναι δικό σας πρόβλημα, δεν με αφορά. Είμαι Πολωνός Εβραίος. Ποτέ δεν θα εγκαταλείψω την εβραϊκότητά μου, την ένταξή μου σε [αυτή] την παράδοση”. Παραθέτει εξάλλου ένα ” γράμμα αγάπης” που ο πατέρας του έβαλε στην τσέπη του όταν χωρίστηκαν. Τελείωνε με τα εξής λόγια: “Να θυμάσαι, είσαι Εβραίος και ανήκεις στον εβραϊκό λαό”.
‘Οταν η κομμουνιστική κυβέρνηση της Πολωνίας επιτέθηκε σε αυτή την ταυτότητα το 1968, τότε ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν ήρθε σε οριστική ρήξη με τη στράτευση που είχε διαλέξει κατά τη διάρκεια του πολέμου. Από αυτή την άποψη, Τα θραύσματα της ζωής μου είναι ένα θαυμάσιο παράδειγμα των ερωτημάτων, των αλλαγών και των δισταγμών μιας ολόκληρης γενιάς νέων ανθρώπων που, ενάντια στον ναζισμό και τον αντισημιτισμό, στρατεύτηκαν ψυχή τε και σώματι στον κομμουνισμό. Ήθελαν να ανοικοδομήσουν την κατεστραμμένη χώρα τους χτίζοντας ένα σοσιαλιστικό καθεστώς. ‘Επρεπε να τα πάρουν όλα από την αρχή, να τη “μεταμορφώσουν σε κάτι καλύτερο”. Και τότε, μετά από μερικά χρόνια, άρχισαν να έχουν αμφιβολίες. Η ρήξη, ωστόσο, δεν ήταν αυτονόητη. ‘Ηταν διπλή.
Η πρώτη, με τη σταλινική πολιτική και τα εγκληματά της, ενθαρρύνθηκε από τις σοβιετικές αρχές στα μέσα της δεκαετίας του 1950, όταν, στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956, ο Νικήτα Χρουστσόφ, ο Γενικός Γραμματέας, κατήγγειλε τα εγκλήματα του Στάλιν σε μια μυστική έκθεση που σύντομα έγινε γνωστή από όλους. Αυτό ελάχιστα άλλαξε τη σοβιετική πραγματικότητα, αλλά ενθάρρυνε τις “αναθεωρητικές” σκέψεις και τα κινήματα διαμαρτυρίας στην Πολωνία και την Ουγγαρία, και αργότερα στην Τσεχοσλοβακία. Τα κινήματα αυτά καταπνίγηκαν από τον Χρουστσόφ και τους διαδόχους του. Ο Μπάουμαν ήταν ένας από αυτούς τους αναθεωρητές, ο οποίος “εξακολουθούσε να πιστεύει ότι ο πολωνικός δρόμος προς το σοσιαλισμό […] δεν θα ακολουθούσε τη σοβιετική πορεία και δεν θα χανόταν”. Είναι “δύσκολο να αποτινάξεις αυτού του είδους τις ψευδαισθήσεις”, σημειώνει. Η δεύτερη ρήξη ήταν αναμφίβολα η πιο επώδυνη, η πιο δύσκολη, γιατί ενέπλεκε ολόκληρη τη ζωή του ήδη από την εφηβεία του. Αφηγείται πώς επήλθε σταδιακά μεταξύ 1956 και 1968. “Το παραδέχομαι: “ωρίμασα” αργά. Υπήρχε αυτή η πεισματική ελπίδα ότι το “κόμμα” τελικά θα καταλάβαινε.”
Πολλά άλλα επεισόδια αναφέρονται σε αυτά τα πλούσια θραύσματα, αλλά τα περισσότερα από αυτά συνέβησαν πριν ο Μπάουμαν ξεκινήσει τη νέα του ζωή στην εξορία, από το 1971 και μετά. Αυτό είναι το κύριο ενδιαφέρον του βιβλίου. Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι με αυτά τα σκόρπια κείμενα, ο Μπάουμαν δεν σκόπευε να προβεί σε κάποια “εξομολόγηση”, αντίθετα με ό,τι αναφέρεται στην εισαγωγή, αλλά μόνο να αφήσει αναμνήσεις, στοιχεία της αφηγημένης του ζωής, αφήνοντας στους βιογράφους του το μέλημα να γράψουν τη ζωή που έζησε. Όσο για τα δύο τελευταία κεφάλαια, τα οποία είναι πιο συγκυριακά -ο Μπάουμαν απαντά ιδίως στις επιθέσεις που δέχθηκε λόγω της συνεργασίας του με τις μυστικές υπηρεσίες- περιορίζονται σε γενικότητες για τη μετασοβιετική Πολωνία. Δίνουν την εντύπωση ότι υπάρχουν απλώς για να ολοκληρώσουν το χρονολόγιο.
[1] Izabela Wagner, Baumaun. A Biography, Cambridge, Polity, 2020