Ρίνα Μπαρζιλάι Ρεβάχ: «Aν μπορώ να δω όλα τα στρατόπεδα, θα τα δω. Το χρωστάω ως επιζήσασα»
Γραμμένο απόv.psychogiosεπί 28/03/2024
Από το dreamonline.gr / Συνέντευξη: Αφροδίτη Κεραμέως, Βαγγέλης Λαζαρίδης, Βασιλική Παρίση από τον φακό της Αφροδίτης Κεραμέως / 06.2023
Αυτή την εβδομάδα, έχουμε την τιμή να φιλοξενούμε στο DREAM ON-Line, την κυρία Ρίνα Μπαρζιλάι Ρεβάχ, επιζήσασα του εβραϊκού Oλοκαυτώματος της Θεσσαλονίκης. Η κυρία Ρεβάχ, μας υποδέχτηκε εγκάρδια στο σπίτι της και μας χάρισε μία εμπειρία ζωής. Δεν χρειάστηκε εξαρχής να τεθούν ερωτήσεις εκ μέρους μας. Ξεκίνησε η ίδια να μας αφηγείται την ιστορία της ζωής της, και οι αναμνήσεις άρχισαν να ξεπηδάνε η μία μετά την άλλη και να γίνονται, με το αφηγηματικό της ταπεραμέντο και τη λυρικότητα της φωνής της, ολοζώντανες μπροστά στα μάτια μας. Η ιστορία που έζησε η κυρία Ρίνα είναι μια ιστορία που ο καθένας από εμάς οφείλει να γνωρίζει. Κι αυτό γιατί, όπως αναγράφεται και μέσα στο στρατόπεδο του Άουσβιτς «λαοί οι οποίοι δεν θυμούνται την Ιστορία τους είναι καταδικασμένοι να την ξαναζήσουν».
Τα πρώτα χρόνια πριν τον πόλεμο
– Με λένε Ρίνα Ρεβάχ. Το πατρικό μου όνομα ήταν Ρίνα Μπαρζιλάι. Γεννήθηκα στις 20 Μαΐου του 1939. Λένε ότι το έμβρυο μέσα στην κοιλιά της μητέρας απορροφάει πάρα πολλές από τις αγωνίες της και από όσα νιώθει η μάνα. Εγώ γεννήθηκα τον Μάιο του ’39 και ο πόλεμος ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του ’39, που σημαίνει ότι η μητέρα μου όλη της την εγκυμοσύνη την πέρασε σε μία κατάσταση φρικτή, άρα πρέπει να εισέπραξα πάρα πολλή αγωνία. Γιατί σε όλη μου τη ζωή ήμουν λίγο θυμωμένη και με το παιδάκι που υπήρξα και με διάφορες ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα μου, αλλά αργότερα κατάφερα να συμφιλιωθώ με τον εαυτό μου. Από πριν απ’ τον πόλεμο, δεν έχω σχεδόν καμία ανάμνηση.
– Όταν γεννηθήκατε, στην Ελλάδα υπήρχε δικτατορία.
– Ναι, ήταν η δικτατορία του Μεταξά, δεν υπήρχε ακόμη Κατοχή. Απλώς σιγά σιγά απομόνωναν τους Εβραίους σε ορισμένες συνοικίες, τα λεγόμενα γκέτο, η ιδρυματοποίηση, δηλαδή, των Εβραίων σε εστίες μέχρι την εκδίωξή τους.
Στη Θεσσαλονίκη υπήρχαν πολλά γκέτο. Ήταν ένα στου Βαρώνου Χιρς που βρισκόταν στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό, εκεί που γίνεται η πορεία κάθε χρόνο τιμής ένεκεν γι’ αυτούς που ξεκίνησαν και πήγαν από την πλατεία Ελευθερίας μέχρι τον παλιό σταθμό. Ήταν επίσης ένα γκέτο εκεί που είναι το νοσοκομείο Ιπποκράτειο, το οποίο ήταν νοσοκομείο Χιρς. Ήταν και ένα γκέτο που λεγόταν «Κάμπελ», κάπου Μαρτίου με Δελφών.
Μέναμε σε ένα σπίτι στην Ανάληψη και Αλεξανδρείας κοντά, το οποίο ήταν τρίπατο – δεν υπήρχαν τότε πολυκατοικίες – με μία πολύ μεγάλη οικογένεια, ξαδέρφια, θείοι, θείες και η πρώτη-πρώτη μου αν θέλετε ανάμνηση ήταν ένα στρόγγυλο, βαρύ τραπέζι με πόδια λιονταριού κι ένα κοριτσάκι να χορεύει ξυπόλητο πάνω στο τραπέζι και γύρω όλη η οικογένεια να χτυπάει παλαμάκια.
Η πορεία προς το στρατόπεδο
– Η αμέσως επόμενη εικόνα μου είναι σε ένα τρένο όπου από κάποια χαραμάδα – πιθανότατα θα ήμουν κάπου ανεβασμένη – έβλεπα τρία αεροπλάνα να κατεβαίνουν όπως βλέπουμε στις ταινίες, με φοβερή ταχύτητα και να αρχίζουν να βομβαρδίζουν το τρένο. Το τρένο σταμάτησε, άνοιξαν οι πόρτες και ο πατέρας μου έκανε κάτι που σημάδεψε όλη μου την ζωή: με πήρε κάτω από τη μασχάλη του και πήδηξε. Αυτό, έπειτα, γινόταν συνέχεια.
Πήδηξε χωρίς να ξέρει πού πηδάει: σε αγκάθια, σε γκρεμό, σε βράχο και εγώ κάτω από τη μασχάλη του πατέρα μου ένιωθα μία απέραντη ασφάλεια. Άπειρες φορές στη ζωή μου είπα, «ας είχα τη μασχάλη του μπαμπά και δεν θα φοβόμουν τίποτα». Ούτε βόμβες φοβόμουν, ούτε τίποτα. Ο πατέρας μου για μένα τότε ήταν ο σούπερμαν και όταν τον έχασα, αρκετά μεγάλο πια, είπα μέσα μου «έχασα τον Ταρζάν μου».
– Πριν μπείτε στο τρένο, ξέρετε μήπως από αφηγήσεις πώς κινήθηκαν οι γονείς σας όταν ξεκίνησε όλο αυτό;
– Από αφηγήσεις ξέρω ότι τον πατέρα του πατέρα μου, ο οποίος ήταν αρχιραβίνος και αρχιδικαστής Ελλάδος, τον πήραν μαζί με τη γυναίκα του και τον μικρότερο γιο του, τον μικρότερο, δηλαδή, αδερφό του πατέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν από σόι θρησκευτικό και ο πατέρας του ως Αρχιραβίνος Αθηνών, έμεινε στην ιστορία, διότι πήρε τα βουνά και δεν έδωσε τα στοιχεία της κοινότητας στους Γερμανούς. Ενώ ο Αρχιραβίνος Θεσσαλονίκης είναι ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο, αφού προέτρεπε τους Εβραίους να φύγουν με τους Γερμανούς και τους έλεγε ότι θα βρούνε μια καινούρια πατρίδα.
Τον πατέρα μου, πάντως, τον ανέβασαν σε κάποιο άλλο τρένο και ξέρω ότι ο παππούς μου τον κατέβασε. Όλα αυτά από διηγήσεις, πολύ ασαφή. Εγώ προσωπικά δεν θυμάμαι τίποτα.
– Άρα δεν υπήρχε σκέψη να κρυφτείτε;
Όχι, όχι. Κατ’ αρχήν κανένας δεν πίστευε ότι θα φτάσει το πράγμα εκεί που έφτασε. Επίσης δεν ήταν κανένας συσπειρωμένος, ώστε να υπάρχει ένας πυρήνας ν’ αντισταθεί. Ήταν όλοι σκόρπιοι και ό,τι κυκλοφορούσε ήταν φήμες: «Θα πάμε στην Πολωνία, θα δημιουργήσουμε ένα κράτος». Μερικοί, βέβαια, φύγανε και πήγανε με τους αντάρτες και έτσι σώθηκαν.
Έχω μια κολλητή φίλη απ’ το σχολείο η οποία σώθηκε με όλη της την οικογένεια στη Σκόπελο, σ’ ένα μικρό χωριό. Θα μπορούσε ο πρώτος προδότης του χωριού να πει ότι κρύβουνε μια μεγάλη οικογένεια εβραίων. Δεν τους πρόδωσε κανείς. Σώθηκαν όλοι. Υπάρχουν και θαύματα.
Στη Ζάκυνθο, όταν ζήτησαν στην κοινότητα τα ονόματα των Εβραίων παρουσιάστηκαν ο δήμαρχος και ο μητροπολίτης σαν Εβραίοι κι έτσι δεν εκτοπίστηκε κανείς. Κι αυτό, φυσικά, το έπραξαν με κίνδυνο της δικής τους ζωής. Δεν λέμε ότι παρουσιάστηκαν έτσι και κάνανε τους ήρωες. Οι άλλοι που τους φυλάγανε ξέρανε πολύ καλά ότι θα τουφεκίζανε όλο το χωριό. Δεν ήταν μόνο πράξη θάρρους, ήταν πράξη απίστευτης γενναιότητας, τεράστιο ρίσκο. Βάζεις σε κίνδυνο τα παιδιά σου, τα εγγόνια σου κι όμως σε αυτό το χωριουδάκι νίκησε η ανθρωπιά.
Εγώ, πάντως, δεν κατηγορώ κανέναν, διότι πραγματικά αυτή η πράξη γενναιότητας ήταν εις βάρος της δικής τους ζωής. Βέβαια από το να μην βοηθήσεις μέχρι το να προδώσεις, υπάρχει μια μεγάλη απόσταση.
– Στη Θεσσαλονίκη, ενημερωθήκαμε από τον κ. Μπουρούτη, ότι οι Χριστιανοί δεν βοήθησαν καθόλου τους Εβραίους. Και μας είπε μάλιστα, όπως αναφέρατε κι εσείς, ότι σε μικρότερες κοινότητες, όπως στην Ζάκυνθο, βοήθησαν πάρα πολύ, ενώ εδώ στην Θεσσαλονίκη, αντιθέτως, βοήθησαν το έργο των Γερμανών τόσο ο Δήμος όσο και οι άνθρωποι.
– Πράγματι, δεν βοήθησαν καθόλου. Το εβραϊκό νεκροταφείο, που ήταν το μεγαλύτερο νεκροταφείο της πόλης – βρίσκεται εκεί που είναι το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο – δεν το κατέστρεψαν οι Γερμανοί. Όταν ήμουν μικρή, η Θεσσαλονίκη ήταν γεμάτη από επιτύμβιες πλάκες, τα πεζοδρόμια, οι φράχτες, οι αυλές και με την φίλη μου που πηγαινοερχόμασταν στο σχολείο με τα πόδια, δεν τις πατούσαμε, δεν ξέραμε τι είναι, ήμασταν παιδάκια 8-9 χρονών, παρόλα αυτά δεν τις πατούσαμε, τις πηδούσαμε. Καταλαβαίναμε ότι είναι κάτι ιερό και δεν θέλαμε να το τσαλαπατήσουμε. Αυτό, φυσικά, ήταν μετά τον πόλεμο. Οι χριστιανοί τις είχαν βγάλει τελείως τις πλάκες, τις μεταχειριζόντουσαν ως πλάκες για οικοδομικά υλικά.
Ο ναός του Αγίου Δημητρίου είναι φτιαγμένος από αυτές. Υπάρχει μια μεγάλη βίλα στο Πανόραμα που έχει στον φράχτη της 2-3 πλάκες από τάφους. Δεν ξέρω αν θα έβαζα επιτύμβιες πλάκες οποιασδήποτε θρησκείας για να στολίσω τον φράχτη μου. Όπως και να ναι, μυρίζει θάνατο.
Η ζωή στο Μπέργκεν Μπέλσεν
– Μετά το τρένο η πρώτη μου ανάμνηση ήταν το στρατόπεδο, το Μπέργκεν Μπέλσεν, το οποίο βρίσκεται στη Γερμανία. Ήταν ένα μέρος που δεν ξημέρωνε ποτέ, υπήρχε συνέχεια ένα ημίφως και μονίμως ένα χιονόνερο. Ζούσαμε σε ένα παράπηγμα, με μια πολύ μικρή σόμπα που προσπαθούσε να βγάλει λίγο ζέστη και δύο σειρές κρεβάτια, από ‘δω κι από ‘κει, με τρία πατώματα. Ήμασταν ο ένας πάνω στον άλλον, περισσότερο κι από εικόνες σε διάφορα έργα, τα οποία παρακολουθώ πάντα μετά μανίας, παρ’ όλο που με αρρωσταίνουνε.
Είχαν χωρίσει τους άνδρες από τις γυναίκες κι εγώ ήμουν σε ένα παράβλημα με τη μητέρα μου και τη γιαγιά μου. Ο πατέρας μου, ο παππούς μου, και ο αδερφός της μητέρας μου που ήταν έφηβος τότε, 14-15 χρονών, ήταν μαζί με τους άνδρες. Ο πατέρας μου ήταν υπεύθυνος της σίτισης, μοίραζε το ψωμί, τη σούπα. Επειδή χωρίζανε τα παιδιά από τους γονείς, προσπαθήσανε οι δικοί μου να μου μάθουνε την καταγωγή μου από τη Θεσσαλονίκη και τη δουλειά που κάνει ο πατέρας μου κι εγώ είχα κολλήσει ότι ο μπαμπάς μου μοιράζει το ψωμί. Μου λέγανε, «όχι, είναι έμπορος». Ο πατέρας μου είχε μία εταιρεία εισαγωγής πρώτων υλών αρωματοποιίας. Για μένα για πάρα πολλά χρόνια, όμως, ο πατέρας μου ήταν αυτός που μοίραζε το ψωμί.
– Σας χώρισαν, τελικά, από τη μητέρα σας;
– Τελικώς δεν με χώρισαν. Άλλα, βέβαια, παιδιά τα χωρίσανε. Κάποια στιγμή θα πρέπει να καταλάβανε ότι αν μας χωρίζανε θα ήταν το τέλος. Αναρωτιέμαι αν το φανταζόντουσαν. Στην αρχή κανένας δεν ήξερε. Δεν το χωράει εξάλλου ανθρώπινος νους. Μετά, όταν άρχισαν να έρχονται από άλλα στρατόπεδα άρχισαν να διηγούνται: «δεν ξέρετε τι γίνεται, καίνε τα πτώματα». Τότε άρχισαν να συνειδητοποιούν τι γίνεται.
Στο τελευταίο κρεβάτι, υπήρχε ένας φεγγίτης. Εγώ ήμουν ξαπλωμένη στο τελευταίο, αυτό, κρεβάτι, δεν κουνιόμουνα ποτέ – η μητέρα μου είχε πάθει έναν πανικό ότι θα μείνω παράλυτη – και κοιτούσα έξω από τον φεγγίτη. Με αφήνανε εκεί το πρωί, με ξαναβρίσκανε όταν γυρνούσαν. Γιατί κάθε μέρα η μητέρα μου και η γιαγιά μου φεύγανε σαν κομβόι με όλους τους κρατούμενους και πηγαίνανε και διορθώνανε παπούτσια. Οι άνδρες σπάγανε πέτρες, δεν ξέρω γιατί, μάλλον για να τους εξαντλήσουν. Τα παιδιά δεν εργάζονταν.
Καθόμουν, λοιπόν, στον φεγγίτη και μετρούσα στον τοίχο κοριούς, κάτι ζωύφια φρικτά, μαυριδερά, με πολλά πόδια τα οποία σε δυάδες ανέβαιναν στους τοίχους. Έβρισκες συνέχεια τα κρεβάτια ματωμένα: του κοριού το αίμα και το δικό σου μαζί. Είδα πολλούς κοριούς στη ζωή μου, διότι και μετά τον πόλεμο εκεί που μέναμε πάλι είχε κοριούς.
Απέναντι από το δικό μας στρατόπεδο ήταν ένα στρατόπεδο ανδρών εργατών. Μια μέρα ξαπλωμένη μπροστά στον φεγγίτη μου, βλέπω στο απέναντι στρατόπεδο ένα μεγάλο κάρο με άλογα, πολύ βαθύ, με ψηλά ξύλινα πλαϊνά. Σας πληροφορώ ότι αυτό το καρό το θυμάμαι πιο καλά απ’ ό,τι έκανα χθες. Είναι τόσο χαραγμένο στη μνήμη μου, που κάθε φορά που το περιγράφω είναι σαν να το βλέπω. Δύο εργάτες κάτω από το κάρο, στην είσοδο του στρατοπέδου, πετούσανε μέσα στο κάρο γυμνά σκελετωμένα πτώματα εργατών.
Τα πετούσαν μέχρι που το κάρο – που ήταν αρκετά βαθύ – ξεχείλισε κι ένας αξιωματικός με μία μακριά, μαύρη, δερμάτινη, καλογυαλισμένη μπότα, ανέβηκε πάνω στα πτώματα κι άρχισε να χοροπηδάει για να κάτσουνε και να μπορέσουν να χωρέσουν κι άλλα πτώματα. Δεν ξέρω τι μπορεί να κατάλαβε ένα παιδάκι 4 χρονών, αλλά με πήραν τα κλάματα και οι κυρίες μέσα στο παράπηγμα, που ήταν άρρωστες και ανήμπορες και ως εκ τούτου δεν είχαν πάει να εργαστούν, προσπαθούσαν να μου βρουν λίγο ζάχαρη. Συνήθως όταν φοβάται ένα παιδάκι, του δίνουν λίγο ζάχαρη. Ζάχαρη στο στρατόπεδο ήταν ένα είδος πολυτελείας. Αυτό ήταν μία από τις μεγάλες μου αναμνήσεις.
Καμιά φορά ερχόταν ο πατέρας μου το βράδυ να μου φέρει ένα κομματάκι ψωμί. Εγώ είχα μονίμως μια μπουκιά στο στόμα, η οποία σάπιζε, γιατί δεν την κατάπινα και με το καινούριο ψωμί που μου έφερνε ο μπαμπάς ανανεωνόταν μια καινούρια μπουκιά που σάπιζε, αφού δεν κατάπινα τίποτα.
Είχα έναν βήχα μόνιμο και δέκατα, τα οποία, βέβαια, ακολούθησαν και μετά τον πόλεμο. Μια μέρα ξύπνησα με 40 πυρετό. Η μητέρα μου ήταν πάρα πολύ ανήσυχη, δεν ήξερε τι να κάνει, ήθελε να μείνει μαζί μου να με περιποιηθεί όσο γινόταν και φυσικά δεν την αφήναν γιατί έπρεπε να πάει να δουλέψει. Η μητέρα μου ήταν μια γυναίκα πολύ όμορφη, πολύ νέα. Με απέκτησε στα 20, άρα στο στρατόπεδο ήταν 24 χρονών. Πολύ νέα και πολύ εύθραυστη, ένα μπιμπελό.
Έκανε κάτι κι αυτή που σημάδεψε την ζωή μου: πήγε στον γιατρό, έναν φίλο μας συγκρατούμενο και του ζήτησε να της βγάλει το νύχι, χωρίς νάρκωση, χωρίς φάρμακα, χωρίς αντιβίωση. Ξερίζωσε ένα νύχι ζωντανό. Αυτό το κάνουν στα βασανιστήρια για να ομολογήσουν οι κρατούμενοι.
Όταν ήταν μεγάλη πια – γιατί η μητέρα μου έφυγε αρκετά ηλικιωμένη – και της χάιδευα τα χέρια, αυτό το νύχι δεν ξαναβγήκε ποτέ ίδιο με τ’ άλλα: ήταν πιο χοντρό, κυματιστό, ήταν ένα νύχι ξένο από τα άλλα και όταν το έπιανα μου θύμιζε πάντα αυτό το γεγονός και αναρωτιόμουν αν εγώ θα είχα ποτέ το κουράγιο να κάνω κάτι τέτοιο. Γιατί όλοι ξέραμε ότι εκεί μέσα μπορούσες να πεθάνεις ανά πάσα στιγμή, δεν υπήρχε κανένα φάρμακο. Το νύχι της, φυσικά, μολύνθηκε, ανέβασε πυρετό, ήρθε ξάπλωσε δίπλα μου και με την ζέστη της μίας με της άλλης, σιγά-σιγά αναρρώσαμε και οι δύο. Ήταν μια ιστορία που μου έμεινε πάρα πολύ.
Το Μπέργκεν Μπέλσεν που ήμουν εγώ δεν είχε θαλάμους αερίων, ούτε μας έβαζαν νούμερο. Ήταν στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας. Υπήρχαν κρεματόρια, άπειροι νεκροί από χιλιάδες επιδημίες με πρώτο τον τύφο και τον εξανθηματικό τύφο. Κάθε πρωί γινόταν ξεκαθάρισμα ποιος ήταν ζωντανός στο στρατόπεδο και ποιος μέσα στη νύχτα είχε φύγει.
Η απελευθέρωση
– Ένα βράδυ, γινόταν μια αναταραχή στο στρατόπεδο και μας φορτώσανε σε ένα τρένο. Έχω μία ανάμνηση από ένα τρένο με μαστίγια το οποίο πήγαινε μέσα στη νύχτα και αγκομαχούσε. Δηλαδή θυμάμαι ότι σκεφτόσουν «τη βγάζει δεν τη βγάζει» και κάποια στιγμή το τρένο σταμάτησε, στη μέση του πουθενά: χιόνι, νύχτα, κρύο, μερικοί ανοίξανε τις πόρτες κι άρχισαν να κατεβαίνουν. Γερμανοί πουθενά. Αυτό ήταν κάτι καινούριο φυσικά. Ξαφνικά ακούστηκαν χλιμιντρίσματα αλόγων κι εμφανίστηκαν έφιπποι στρατιώτες που μιλούσαν μια άλλη γλώσσα. Αργότερα έμαθα ότι ήταν Ρώσοι. Αυτή ήταν η στιγμή της απελευθέρωσης.
Εγώ άκουγα πάντα και παρακολουθούσα και στο Ίντερνετ ότι το Μπεργκεν Μπέλσεν το απελευθέρωσαν οι Άγγλοι και Αμερικανοί. Μπαίνοντας σε ένα σχετικό σάιτ, διηγήθηκα την ιστορία μου, ότι δηλαδή εμάς, σ’ αυτό το συγκεκριμένο τρένο, μας ελευθέρωσαν οι Ρώσοι και έμαθα εκεί μέσα ότι αυτό το τρένο πιθανόν προοριζόταν για Άουσβιτς, αλλά έχασε τον δρόμο του και από αυτή τη συγκυρία σωθήκαμε.
Βρέθηκαν πολλοί σε αυτό το σάιτ να μου πουν «Α, ναι και ο πατέρας μου ήταν σε αυτό το τρένο που τον ελευθέρωσαν οι Ρώσοι». Ελάχιστοι, αλλά υπήρξαν κάποιοι που είχαμε την ίδια, κοινή πορεία. Γιατί οι περισσότεροι ελευθερώθηκαν από Άγγλους και Αμερικανούς. Το στρατόπεδο ουσιαστικά, ελευθερώθηκε από Άγγλους και Αμερικανούς.
Το βράδυ εκείνο φέρανε στις γραμμές του τρένου, μέσα στη βροχή, κουβάδες με τρόφιμα. Θυμάμαι έναν κουβά με ζάχαρη. Ο κόσμος μετά από δύο χρόνια ασιτίας είχε πέσει με τα μούτρα πάνω στους κουβάδες. Εμένα προσπαθούσαν να μου δώσουν κάτι να φάω και δεν μπορούσα να φάω τίποτα. Σε λίγη ώρα, όλοι αυτοί που είχαν πέσει πάνω στα τρόφιμα έκαναν εμετό στις γραμμές του τρένου, το στομάχι τους δεν άντεξε τόση τροφή μετά από δύο χρόνια που είχε συνηθίσει να είναι άδειο.
Έπειτα, μας πήγανε σε ένα χωριό γερμανικό, που λεγότανε Τρέμπιτς. Μας εγκατέστησαν σε μία κατοικία, όπου στο ισόγειο έμεναν οι ιδιοκτήτες. Ήταν ένα ζευγάρι Γερμανών: μια ξανθιά Γερμανίδα παλ κυρία με δυο μεγάλες κοτσίδες, όπως ακριβώς τις περιγράφουν στις γελοιογραφίες. Η οικογένειά μου έμενε στη μέση και ένα ζευγάρι – φίλοι των γονιών μου – στο τελευταίο πάτωμα. Φυσικά, δεν μας φιλοξένησαν με τη θέλησή τους, τους το επέβαλαν οι Ρώσοι. Σ’ αυτό το σπίτι έμαθα τί σημαίνει παράθυρα: είχε κάτι παράθυρα λοξά, μεγάλα. Εγώ νόμιζα ότι παράθυρο είναι μόνο ο φεγγίτης. Είδα τα παράθυρα και θυμάμαι ακόμα την έκπληξή μου για τα μεγάλα ανοίγματα και για το μέγεθος του φωτός που άφηναν να μπει.
Σ’ αυτό το σπίτι έπαθε τύφο ο αδερφός της μητέρας μου, ξαφνικά παραμιλούσε, γιατί είχε πάρα πολύ πυρετό. Εγώ πανικόβλητη πήγα στη μαμά μου να της πω ότι τρελάθηκε και μετά από εκείνον έπαθα εξανθηματικό τύφο εγώ. Μου βγήκαν πέντε τεράστια βουζούνια στο κεφάλι και για να γιατρευτούν, μου ξυρίσανε όλο το κεφάλι για να βγουν στον αέρα και να στεγνώσουν. Φάρμακα εξακολουθούσαμε να μην έχουμε. Φαγητό μας προμήθευαν οι Ρώσοι. Με το ζευγάρι των Γερμανών δεν είχαμε καμία σχέση, κι εκείνοι μας κοιτούσαν με μισό μάτι.
Η μητέρα μου και η γιαγιά μου είχαν μαντήλια δεμένα και δεν έβγαιναν ποτέ γιατί οι Ρώσοι βιάζανε πολύ. Η καθημερινότητά μας ήταν, επομένως, μόνο εντός του σπιτιού. Ήμασταν πάλι κρατούμενοι, απλώς σε πολύ καλύτερες συνθήκες.
Σε όλο αυτό το διάστημα οι γονείς μου δεν μου μιλούσαν και δεν μου εξηγούσαν τίποτα περί του τι συνέβαινε. Το μόνο που μου λέγανε συνέχεια ήταν να θυμάμαι πώς με λένε και από πού είμαι. Και δεν μιλούσε κανείς και στο σπίτι μετά τον πόλεμο. Ο κόσμος άρχισε να μιλάει πολύ αργότερα. Στο σπίτι όταν έλεγα ότι θυμάμαι κάτι, εκτός του ότι έμεναν έκθαμβοι, προσπαθούσαν να μην το συζητάνε ώστε να μην μου μείνει κάτι, να μην μεγαλώσω με αυτό κι έτσι δεν συζητούσαμε ποτέ.
Το σπιτάκι, λοιπόν, των Γερμανών είχε ένα κηπάκι και υπήρχαν φυτεμένες φράουλες. Μια μέρα μου δώσανε ένα καλαθάκι – ήμουν πιο μεγάλη πλέον, 5 χρονών – και κατέβηκα στον μπαξέ να μαζέψω φράουλες. Βγαίνει η Γερμανίδα στο κατώφλι της, βάζει τα χέρια στη μέση της, μια κίνηση που βρίσκω απίστευτα δεύτερη και μου λέει, «Δεν ντρέπεσαι να κλέβεις φράουλες;». Και τότε από το ύψος των 5 μου χρόνων της έριξα μια τόσο περιφρονητική ματιά και της είπα, «Εγώ να ντρέπομαι ή εσείς που χωρίζετε τα παιδάκια από τους γονείς;». Οι δικοί μου ήταν στο παράθυρο και είχαν μείνει παγωμένοι, γιατί δεν άνοιγα το στόμα μου σε κανέναν και απόρησαν που βρήκα το θάρρος ξαφνικά.
Μιλούσα και άπταιστα Γερμανικά. Τα παιδιά μαθαίνουν εύκολα και εμένα μ’ αρέσουν οι γλώσσες. Είχα μάθει στο στρατόπεδο γερμανικά και ολλανδέζικα, γιατί είχαμε πολλές Ολλανδές κρατούμενες. Μου είπανε αργότερα ότι αν κάνεις μερικά μαθήματα, η γνώση μπορεί να ξανάρθει. Δεν ξαναήρθε τίποτα. Δεν ξέρω πού είναι χαντακωμένα. Σταμάτησα και τα μαθήματα. Ούτως ή άλλως δεν μ’ αρέσουν τα γερμανικά καθόλου. Κάποια στιγμή, μετά από μήνες, αμυδρά θυμάμαι ήταν ένας οργανισμός που λεγότανε UNRRA και ασχολούταν με τον επαναπατρισμό των κρατουμένων. Έτσι καταφέραμε να μπούμε σε ένα μαύρο αυτοκίνητο για να γυρίσουμε. Μας είχανε δώσει και ρούχα.
Εμένα μου είχαν δώσει ένα πράσινο παλτό μιας ενήλικης γυναίκας. Το παλτό, αυτό, κρεμότανε από παντού, γιατί εγώ ήμουν 5 χρονών και το παλτό ήταν μιας γυναίκας. Μακριά μανίκια, κάτω το πατούσα, είχα και το ξυρισμένο κεφάλι. Ήταν η πρώτη αντίδραση φιλαρέσκειας και είπα από μέσα μου ότι δεν θα το κουνήσω από τη γωνία του αυτοκινήτου. Νόμιζα ότι όλος ο κόσμος με κοιτάει, ότι όλος ο κόσμος κοροϊδεύει, ότι ήμουνα για τσίρκο, ότι ήμουν ένα φρικιό. Το μόνο καλό ήταν ότι το παλτό ήταν ζεστό και τυλιγόμουν.
Η μικρή κυρία Ρίνα με το πράσινο παλτό, όπως την οραματίστηκαν τα παιδιά του γαλλικού ινστιτούτου, στα οποία διηγήθηκε την ιστορία της
Πριν από τον Πόλεμο ο παππούς μου είχε κατασκευάσει εργολαβικά κάποιες μικρές κατοικίες στην οδό 25ης Μαρτίου, απέναντι από το πυροσβεστείο. Εκεί μεγάλωσα. Ήταν τέσσερις μονοκατοικίες, με έναν κήπο που είχε νυχτολούλουδα. Όταν φτάσαμε, το σπίτι ήταν κατειλημμένο από Ρομά, αλλά ήταν πολύ συνεννοήσιμοι και μας βοήθησαν να κατασκευαστούν κρεβάτια, να μπούνε σούστες και στρώματα, να γίνει κατοικήσιμο. Από όλη εκείνη τη μεγάλη οικογένεια που έμενε στο πατρικό μου πριν τον πόλεμο, δεν γύρισε κανείς.
Οι μόνοι που γύρισαν ήταν ο πατέρας μου, η μητέρα μου κι εγώ, ο παππούς, η γιαγιά και ο μικρός αδερφός της μητέρας μου ο οποίος μόλις γυρίσαμε στη Θεσσαλονίκη, έκανε τα χαρτιά του κι έφυγε για Παλαιστίνη. Ήταν πολύ νέος κι εκεί κόντεψε να σκοτωθεί πολεμώντας για τον πόλεμο ανεξαρτησίας, αλλά επέζησε. Είχε μια κάποια περιφρόνηση για τους Εβραίους της διασποράς, διότι εκείνος πολέμησε για την ανεξαρτησία κι εμείς ήμασταν οι κηφήνες της ιστορίας. Είχε φανατιστεί, είχε θυμώσει. Μετά ερχόταν στην Ελλάδα σαν τουρίστας, πολύ αραιά.
Εγώ ήμουν συνέχεια άρρωστη. Είχαμε ένα μπαλκόνι μιας μικρής κουζίνας. Το σπίτι ήταν μικρό. Εγώ δεν είχα δική μου κρεβατοκάμαρα, κοιμόμουν με τον παππού και τη γιαγιά και θυμάμαι πολύ έντονα ότι ο παππούς ροχάλιζε κι εγώ φοβόμουν και κουκουλωνόμουν μέχρι πάνω, έλεγα τώρα θα με φάει. Ένα δωμάτιο θερμαινότανε από μια μεγάλη πορσελάνινη σόμπα, γιατί όλο το σπίτι δεν μπορούσε να θερμανθεί. Απέκτησα κι έναν αδερφό μετά τον πόλεμο.
Φεύγοντας όλοι οι Εβραίοι είχαν δώσει τα υπάρχοντά τους σε φίλους χριστιανούς. Όταν γυρίσαμε οι περισσότεροι μας απαντούσαν ότι δεν τα είχαν, τους τα πήραν οι Γερμανοί. Είχε γίνει σαν ανέκδοτο. Η πεθερά μου, την οποία γνώρισα πολύ μετά, όταν παντρεύτηκα, είχε δώσει προίκα για δύο κόρες κι έναν γιο, κεντημένα από την ίδια σεντόνια και χαλιά σε γειτόνισσες φίλες της. Τα έβλεπε απλωμένα στα μπαλκόνια, ενώ της είχαν πει, «δεν έχουμε τίποτα».
Ο πατέρας μου είχε άλλη τύχη: είχε δώσει εμπόρευμα σε έναν φίλο του, που αργότερα εξελίχθηκε σε μεγάλο πολιτικό παράγοντα, στον Νίκο Ζαρντινίδη, ο οποίος του επέστρεψε τα μπιντόνια του εμπορεύματός του άθικτα και αυτό ήταν ένα από τα θαύματα βέβαια. Κάποια στιγμή πολλά χρόνια αργότερα, καθώς ο άνδρας μου ήταν για 40 χρόνια επίτιμος πρόξενος της Ισπανίας για τη Βόρεια Ελλάδα, ήμασταν καλεσμένοι στο σπίτι του Ζαρντινίδη, γιατί είχε γίνει Υπουργός, είχε σημαντική πολιτική θέση και ήταν καλεσμένος και ο Καραμανλής, ο μεγάλος.
Κάποια στιγμή, ήμασταν καθισμένοι σε ένα μπαλκονάκι, ο Ζαρντινίδης, ο Καραμανλής, άλλος κόσμος κι εμείς. Τότε, λοιπόν, απευθύνω τον λόγο στον Ζαρντινίδη και του λέω, «κ. Ζαρντινίδη είμαι η κόρη του φίλου σας και θέλω να διηγηθώ μπροστά στον κ. Καραμανλή το καλό που κάνατε στον πατέρα μου, του επιστρέψατε άθικτο το εμπόρευμά του και μπόρεσε να ξεκινήσει». Ο Ζαρντινίδης κοκκίνησε κι εγώ είπα μέσα μου, «μπαμπά στο χρωστούσα».η νεαρή κυρία Ρίνα
Ένας δεύτερος άνθρωπος που βοήθησε πάρα πολύ τον πατέρα μου ήταν ο Στέλιος Μπουτάρης, ο πατέρας του Γιάννη Μπουτάρη. Ο Στέλιος Μπουτάρης, ήταν πολύ φίλος με τον πατέρα μου και του είχε δώσει ένα δέμα ο μπαμπάς. Του επέστρεψε το δέμα με τον ίδιο σπάγκο και την ίδια ακριβώς συσκευασία. Αυτό το διηγήθηκα σε κάποια παρουσίαση βιβλίου που μίλησα και ήταν δίπλα μου ο Γιάννης Μπουτάρης, ο οποίος βούρκωσε.
Ήταν οι δύο άνθρωποι που αποτέλεσαν τους πυλώνες της επιστροφής του πατέρα μου στην κανονικότητα. Κανένας άλλος δεν επέστρεψε τίποτα, δεν έχω ούτε κοσμήματα παλιά, δεν έχω τίποτα που να χρονολογείται πριν από τον πόλεμο.
Όταν ήταν η Θεσσαλονίκη πολιτιστική πρωτεύουσα, κυκλοφόρησε μια φωτογραφία από έναν γάμο και μου την έστειλε ένας φίλος και μου λέει, «έχω την εντύπωση ότι είναι η οικογένειά σου, δες την». Και πράγματι από τα παιδιά που καθόντουσαν κάτω στη φωτογραφία και έμοιαζαν με τα μετέπειτα παιδιά τους, κατάλαβα ποιοι ήτανε, τα αδέρφια της μητέρας μου, δηλαδή πολύς κόσμος που δεν ήξερα κανέναν.
Τα σχολικά χρόνια μετά
– Πλέον, είχα φτάσει και σε ηλικία για να ξεκινήσω το σχολείο. Με τρόμαζε πάρα πολύ η ιδέα του σχολείου. Με έγραψε η μητέρα μου σε ένα από τα καλά σχολεία της εποχής, το Πρότυπο Παρθεναγωγείο «Αγλαΐας Νούκα Σχινά». Δυστυχώς κατεδαφίστηκε, για λίγο δεν πρόλαβε τα διατηρητέα. Ήταν ένα εκπληκτικό κτίσμα. Όταν γκρεμίστηκε δεν περνούσα από εκεί καθόλου γιατί μου ερχότανε να κλαίω συνέχεια. Το πατρικό σπίτι του συζύγου μου ήταν ακριβώς κολλητά με το σχολείο και γκρεμίστηκε για να βγει η εκκλησία στον δρόμο. Το σχολείο ήταν ένα πολύ μεγάλο οικόπεδο, με έναν πολύ ωραίο κήπο. Ένα κτίσμα ήταν το γυμνάσιο και το άλλο ήταν οι πρώτες τάξεις του δημοτικού. Τότε ήταν εξατάξιο δημοτικό και εξατάξιο γυμνάσιο.
Την πρώτη μέρα του σχολείου, είχα ακόμη ξυρισμένο κεφάλι γιατί δεν μεγάλωναν τα μαλλιά τόσο γρήγορα. Στην αυλή του σχολείου, όλα τα παιδιά αγκαλιαζόντουσαν, φιλιόντουσαν κι εγώ ήμουν μόνη. Είπα τότε ότι καλύτερα οι βόμβες και η μασχάλη του μπαμπά, παρά εδώ. Τόσο πανικόβλητη ήμουν, σε τόσο ξένο περιβάλλον. Κατά κάποιον τρόπο αισθανόμουν ότι ήμουνα ξένο σώμα και οπτικά και σε σχέση με τη συμπεριφορά των άλλων. Ξεκινάει, λοιπόν, το σχολείο και αντιλαμβάνομαι ότι δεν είμαστε και πολύ καλοδεχούμενοι. Οι γονείς μου είχαν πολύ μεγάλο πρόβλημα για να έχουν το κουράγιο να ασχοληθούν μαζί μου, διότι έπρεπε ο πατέρας μου να ξαναστήσει τη δουλειά του.
Στο σχολείο ανακαλύπτω ότι είμαι ο αποδιοπομπαίος τράγος. Μόλις λείπει κάτι ή γίνεται μια ζημιά «εσύ φταις», «η παλιοεβραία», «η παλιοτσιφούτισσα». Εγώ μεγάλωσα με αυτό. Το έλεγα στους γονείς μου και μου έλεγαν, «τι μπορώ να κάνω;» ή καμιά φορά πήγαιναν στη διευθύντρια. Η κυρία Σχινά, η διευθύντρια, απέναντί μου ήταν καταπληκτική, αλλά φυσικά δεν μπορούσε να είναι κάθε μέρα στην τάξη μαζί μου.
Μια μέρα ήρθε στο σχολείο μια δεύτερη κοπελίτσα, η οποία ήταν Εβραία και αυτή – ήταν η κοπέλα που σας ανέφερα παραπάνω ότι σώθηκε σε χωριό της Σκοπέλου – και για πρώτη φορά είχα μια πλάτη μέσα στο σχολείο, είχα κάποιον άλλον. Η κοπελίτσα, αυτή, η Νίνα, ήταν πολύ πιο μαζεμένη από εμένα, αλλά και πάλι ήμασταν δύο, καθόμασταν στο ίδιο θρανίο, κλωτσιόμασταν πιασμένες απ’ το χέρι.
Βγάλαμε τα δώδεκα χρόνια του σχολείου μαζί, αλλά ποτέ δεν μιλήσαμε στα παιδικά μας χρόνια για το τι είχαμε περάσει. Τώρα εκείνη μένει στην Αθήνα κι εγώ στη Θεσσαλονίκη, αλλά ακόμα όταν μιλάμε δεν υπάρχει το χάσμα τόσων χρόνων που δεν είμαστε μαζί, είμαστε ακόμα σαν να αφήσαμε την κουβέντα στη μέση. Αυτή και ο αδερφός της – ήταν λίγο μεγαλύτερος – με βοήθησαν να μπω στην κανονική ζωή, να βγαίνω, να πηγαίνω σε πάρτι.
Στο σχολείο υπήρξα από τα ταραχοποιά στοιχεία. Πήρα με αυτόν τον τρόπο πίσω ό,τι μου είχανε στερήσει. Μια μέρα, λοιπόν, πιάστηκα στα χέρια με μία συμμαθήτριά μου και ξεσκιστήκαμε, ματωθήκαμε, τα ρούχα μας, τα μαλλιά μας. Από το σχολείο στο σπίτι πηγαίναμε με τα πόδια, η οδός Κρήτης ήταν όλο αλάνες και το σπίτι της Πολυξένης ήταν ακριβώς επί της οδού Κρήτης, χαμηλό, φτωχόσπιτο, με πατημένο χώμα κάτω. Βγήκε η μητέρα της στο κατώφλι και περίμενα να κάνει ό,τι θα έκανε οποιαδήποτε μάνα, θα έλεγε, «δεν ντρέπεστε κορίτσια, είναι δυνατόν να ματώνεστε». Η μαμά της Πολυξένης, όμως, γυρίζει, βάζει τα χέρια στη μέση και μου λέει «Δεν κατάλαβα γιατί γυρίσατε, δεν κατάλαβα γιατί δεν σας έκαναν σαπούνι και λάμπες οι Γερμανοί».
Εγώ δεν κατάλαβα τι μου είπε, κατάλαβα, όμως μετά με την ηρεμία μου πώς μεγάλωσε η Πολυξένη. Εκείνη την ώρα έβαλα τα κλάματα και τρέχοντας πήγα σπίτι και είπα, «Εξηγήστε μου τί εννοεί, γιατί εγώ δεν κατάλαβα!». Οι Γερμανοί από τα σκελετωμένα πτώματα, αφού είχαν βγάλει τα χρυσά δόντια, τα μαλλιά και οτιδήποτε μπορούσαν να εκμεταλλευτούν, από το λιγοστό λίπος που είχε μείνει, έκαναν σαπούνια. Δεν είναι φήμη. Από το δέρμα έκαναν αμπαζούρ από λάμπες. Όταν μου το εξήγησαν, κατάλαβα και είναι τρομακτικό να το λες, να το σκέφτεσαι.
Άρχισα με τον καιρό να καταλαβαίνω στο σχολείο πως ό,τι είναι να κάνω πρέπει να το κάνω μόνη μου, διότι οι γονείς μου ήταν πολύ μπερδεμένοι και πολύ αγχωμένοι αν θα έχουμε να φάμε. Εξελίχθηκα, λοιπόν, σε πολύ καλή μαθήτρια και αυτό ξέρετε καλά πόση δύναμη κρύβει. Καθότι ήμουν πολύ καλή μαθήτρια, είχα το δικαίωμα να πάρω τη σημαία. Δεν μου τη δώσανε, βέβαια, διότι δεν γινόταν τότε να είσαι Εβραίος και να έχεις κάποια διάκριση. Δεν μπορούσα να γίνω ούτε παραστάτρια δίπλα από τη σημαία.
Εγώ στα παιδικά μου χρόνια εισέπραξα πάρα πολύ αντισημιτισμό. Δεν μπορώ να πω το ίδιο για τον γιο μου, ήταν μια γενιά μετά και δεν μπορώ να πω το ίδιο και για τον εγγόνο μου, είναι τελείως διαφορετικά τα πράγματα σήμερα. Υπήρχε τότε ένα αστείο που φοριότανε πολύ. Εμείς φορούσαμε ποδιές. Συνηθιζόταν να ζωγραφίζουν στο χέρι με κιμωλία ένα άστρο του Δαυίδ και να έρχονται να σε πιάνουν στον ώμο, ώστε να έχεις εκεί ένα αστέρι του Δαυίδ από κιμωλία.
Παρ’ όλα τα αντισημιτικά, στα δώδεκα χρόνια του σχολείου υπήρξα πολύ ευτυχισμένη. Είχα μια αντιμετώπιση από το σχολείο εξαιρετική. Κάθε πρωί μαζευόμασταν στο κυρίως κτίριο και η κ. Σχινά ανέβαινε σε ένα σκαμνάκι με μία μπλε κάπα, σταύρωνε τα χέρια της και όλο το σχολείο λέγαμε το πάτερ ημών. Εγώ το πάτερ ημών το ξέρω καλύτερα από εβραϊκές προσευχές, διότι το έλεγα κάθε πρωί.
Είχα καθηγητή στο σχολείο τον Μανώλη Ανδρόνικο, τον κουβαλάω στην προίκα μου. Ήταν πολύ νέος και δεν ήταν καθηγητής με την στενή έννοια του όρου, ήταν ένας φάρος. Μας άνοιγε πόρτες, μας άνοιγε προοπτικές, τον λάτρευα. Αν έμαθα πέντε πράγματα από το σχολείο για τον Καβάφη, για τον Σικελιανό τα έμαθα από τον Ανδρόνικο. Είχα εξαιρετικούς καθηγητές.
Ισαάκ-Ίζη Ρεβάχ: σύζυγος και επιζών του Ολοκαυτώματος
– Με τον άνδρα μου έτυχε να είμαστε στο ίδιο στρατόπεδο! Ήταν, όμως, Ισπανός υπήκοος και είχαμε αρκετή διαφορά ηλικίας, εκείνος ήταν 16 χρονών στο στρατόπεδο. Οι Ισπανοί υπήκοοι λόγω του Φράνκο είχαν άλλη μεταχείριση. Έμεινε στο στρατόπεδο έξι μήνες. Μετά έφυγε, πήγε στη Βαρκελώνη, πήγε στην Καζαμπλάνκα και τελικά τους πήγαν στην Παλαιστίνη, δεν είχε, δηλαδή, κανένα από τα παιδικά μου βιώματα.
Εγώ ξέρετε πότε άρχισα να υπάρχω; Το 1998, ο Σπίλμπεργκ ίδρυσε τη «Σοά». Σοά στα εβραϊκά σημαίνει Ολοκαύτωμα. Δημιούργησε αυτό το ίδρυμα και άρχισε να παίρνει συνεντεύξεις από όλους τους επιζήσαντες. Είχε έρθει ένα συνεργείο εδώ, είχανε πάρει συνέντευξη από τη μητέρα μου, από τον άνδρα μου κι από εμένα και ξαφνικά η γενιά μου ονομάστηκε «child survivors» και άρχισα να υπάρχω και για πρώτη φορά με ρώτησαν τί θυμάμαι.
Με τον άνδρα μου δεν μιλούσαμε για τις εμπειρίες μας. Περάσαμε μια ωραία ζωή, αλλά είχαμε και δυσκολίες… έχασα τον γιο μου, έφυγε από καρκίνο σε ηλικία 50 χρονών και ο άνδρας μου μετά από αυτό σχεδόν αυτοκτόνησε. Μπήκε στο κρεβάτι και είπε εγώ δεν θέλω άλλο: το κρεβάτι είναι ο μεγαλύτερος δολοφόνος όλων.
«Η Πορεία των Ζωντανών»
– Τώρα θέλω να σας πάω στο δικό μου ταξίδι του Άουσβιτς. Κάθε χρόνο γίνεται ένα ταξίδι στα στρατόπεδα σαν φόρος τιμής σε αυτούς που φύγανε και δημιουργείται ένα γκρουπ από όλα τα μέρη του κόσμου. Αυτό το ταξίδι λέγεται «March of the living». Εγώ και ο άνδρας μου θέλαμε πάρα πολύ να πάμε. Αλλά υπήρχε ένα δίλημμα. Επειδή πηγαίναμε κάθε χρόνο στην Ελβετία, λέγαμε κάθε φορά, «άστο για φέτος, πάμε του χρόνου».
Κάποτε άρχισα να δηλώνω όταν ο άνδρας μου ήταν πια στο κρεβάτι, ότι θέλω να πάω εγώ. Αλλά δεν με άφηναν οι γιατροί του. Μόλις έλεγα στον γιατρό του ότι θα λείψω πέντε μέρες, μου έλεγε, «όχι, αποκλείεται». Ο άντρας μου είχε πολλά υποκείμενα νοσήματα, αλλά το κρεβάτι τον αποτελείωσε, δεν είχε δυνάμεις, είχε καταστραφεί όλο το μυϊκό του σύστημα. Το κρεβάτι σκοτώνει και βόδι.
Κάποια στιγμή, τύπου τελευταία στιγμή πριν φύγει το γκρουπ, μου τηλεφώνησε η υπεύθυνη και μου είπε, «κ.Ρίνα τι να κάνω; Να σας δηλώσω; Να σας σβήσω;». Της είπα, «ό,τι σε φωτίσει ο Θεός, δεν μπορώ να κάνω κάτι». Την επόμενη ο άνδρας μου πέθανε, με τις καλύτερες δυνατές συνθήκες: στο κρεβάτι του, στην αγκαλιά μου, στο σπίτι. Του το είχα υποσχεθεί και ευτυχώς μπόρεσα και τήρησα τον λόγο μου.
Θυμάμαι ότι η ξαδέρφη μου τηλεφώνησε στην υπεύθυνη και της είπε, «Η Ρίνα θα έρθει». Η υπεύθυνη, το θυμάμαι σαν τώρα, μου είπε «κ. Ρίνα είστε πολύ κουρασμένη, γιατί δεν το αφήνετε για του χρόνου;». Της είπα, «Του χρόνου δεν ξέρω καθόλου πώς θα είμαι». Πόσο σοφά έκανα! Από τότε έσπασα την πλάτη μου δύο φορές και δεν θα μπορούσα να ταξιδέψω.
Στο ταξίδι ήρθε και ο εγγονός μου, ο Ίζη, μαζί με την παρέα του. Ήμασταν στο πούλμαν, πίσω ήταν ένα γκρουπ τριάντα άτομα, τα εικοσιπέντε ήταν παιδιά από 18-22 χρονών και 4-5 ήταν ενήλικοι. Η μεγαλύτερη ήμουν εγώ και η μόνη επιζήσασα του Ολοκαυτώματος. Άρχισα να παίρνω άλλη μορφή. Γι’ αυτό και άρχισα να μιλάω τώρα. Γιατί οι επιζώντες είτε έχουν εκλείψει, είτε δεν είναι σε κατάσταση να μιλήσουν.
Φοβερά σκληρό ταξίδι, από κάθε άποψη: και σωματική και ψυχική. Φύγαμε από τη Θεσσαλονίκη 4 το πρωί και φτάσαμε στη Βαρσοβία. Κατευθυνθήκαμε κατευθείαν προς το νεκροταφείο της Βαρσοβίας. Εγώ κάθισα μπροστά στο πούλμαν, πίσω από τον ξεναγό και έβαλα δίπλα μου την τσάντα μου και το παλτό μου. Στο πίσω μέρος του πούλμαν ήταν μαζεμένοι όλοι οι νέοι. Ήταν ένας σμήνος που χασκογελούσε. Εγώ ήθελα να γίνω όσο το δυνατόν αόρατη, να μην βαρύνω τον Ίζη, γιατί δεν χρωστούσε τίποτα να έχει να φροντίζει τη γιαγιά του, η οποία γιαγιά του θα ήταν και απαρηγόρητη.
Κι όπως ήμασταν στο πούλμαν και λίγο μισοβυθιζόμουνα, είδα τα δέντρα τα οποία είχα ξεχάσει τελείως. Ήταν γύρω από το στρατόπεδο. Ήτανε κάτι δέντρα με πάρα πολύ λεπτό κορμό, πάρα πολύ ψηλά, χωρίς καθόλου πράσινο και πάνω-πάνω είχε ένα μικρό φύλλωμα γκρίζο που έψαχνε να βρει το φως. Πυκνά-πυκνά. Εγώ από τότε, χωρίς να ξέρω γιατί, δεν μπορώ τα πυκνά δάση. Δεν είχα συνειδητοποιήσει γιατί. Τότε, κατάλαβα.
Ξεκίνησε η ξενάγηση από το νεκροταφείο της Βαρσοβίας, το οποίο ήταν ένα έργο τέχνης, αλλά απίστευτα εγκαταλελειμμένο. Ήταν μια ζούγκλα: έπρεπε να παραμερίσεις τα φυτά για να δεις τους τάφους που ήταν έργα τέχνης. Ρώτησα αν είναι ενεργό και μου απάντησαν θετικά και αναρωτήθηκα, πώς γίνεται η πόλη της Βαρσοβίας που το έχει ως τουριστικό προορισμό, να μην το καθαρίζει από τα τόσα φυτά που δεν σε άφηναν να περπατήσεις εκεί μέσα. Διότι οι τάφοι τους ήταν ένας κι ένας, καταλάβαινες τι επάγγελμα έκανε ο νεκρός. Σπανίως έχω δει τόσο ωραίους τάφους. Υπήρχαν, επίσης, κάτι κολώνες κομμένες στη μέση, για τους ανθρώπους που πέθαναν νέοι και το νήμα της ζωής τους κόπηκε εκεί.
Το γκέτο στη Βαρσοβία ήταν το μεγαλύτερο γκέτο στην Ευρώπη και το μόνο στο οποίο κάποια στιγμή οργανώθηκαν και έκαναν αντίσταση. Κάψανε τανκς με ό,τι όπλα είχαν μαζέψει και είχαν κλέψει. Ήξεραν ότι θα πεθάνουν και είπαν τουλάχιστον να τους δυσκολέψουνε λίγο.
Το πρώτο στρατόπεδο που πήγαμε ήταν της Τρεμπλίνκα. Εν τω μεταξύ είχα πάει με τον άνδρα μου και στο Μπέργκεν Μπέλσεν και στο Μαουτχάουζεν πριν από χρόνια. Έχω μια νοσηρότητα με τα στρατόπεδα, αν μπορώ να τα δω όλα, θα τα δω όλα. Αισθάνομαι σαν να το χρωστάω: εγώ σώθηκα και οι άλλοι δεν σώθηκαν.
Το στρατόπεδο της Τρεμπλίνκα είχε πλάκες μαρμάρινες χωμένες στο έδαφος σε διάφορα σχήματα – όχι επιτύμβιες – οι οποίες δεν είχαν νεκρό από κάτω. Αν κάποιος είχε χάσει κάποιον εκεί έβαζε μια πλάκα μάρμαρο καρφωμένη στο χώμα κι αν ήθελε έγραφε κάτι επάνω. Υπήρχε ένα κομμάτι μακρόστενο, αρκετά μεγάλο, το οποίο ήταν σαν καμένα σώματα. Ήτανε μαύρες πέτρες που από μακριά σου έδιναν την αίσθηση ότι ήτανε καμένα σώματα. Φοβερά εντυπωσιακό κομμάτι.
Υπάρχει μια προσευχή στα εβραϊκά που λέγεται «Kaddish» και σημαίνει «μόνο για τους νεκρούς». Ο ξεναγός, ο οποίος ήταν Γερμανοεβραίος και είχε μια περίεργη προφορά στα αγγλικά, είπε αυτή την προσευχή εκεί μπροστά. Τότε μου γεννήθηκε μια επιθυμία που εκπληρώθηκε: ο Ίζη διάβασε μαζί με ένα άλλο παλικάρι αυτή την προσευχή. Φεύγοντας από εκεί, ήμουν διαλυμένη τελείως. Του λέω, «αγόρι μου, αυτή τη φορά να ξέρεις δεν διάβασες ούτε για τον πατέρα σου, ούτε για τον παππού σου. Διάβασες για 6 εκατομμύρια ανθρώπους που τους κάψανε, τους κακοποίησαν, επειδή απλώς είχανε μία άλλη θρησκεία». Για εμένα, το ότι ήμουν εδώ, σε αυτόν τον τόπο μαρτυρίου και το δικό μου το εγγόνι διάβασε αυτή την προσευχή για τους νεκρούς, ήταν ένα δώρο που μου το χάρισε ο Θεός.
Φεύγοντας από εκεί, είδαμε ένα μνημείο, το οποίο από μακριά έμοιαζε σαν ένα διαστημόπλοιο. Βρισκόταν ψηλά και ανέβαινες από κάτι τεράστια σκαλοπάτια. Με πήρε ο Ίζη με κάτι άλλα παλικάρια και με ανέβασαν σηκωτή. Πάνω υπήρχε ένα βουνό από ανθρώπινη στάχτη, ένα βουνό ξέχειλο κι από πάνω μια σκεπή ανοιχτή. Μέσα σε αυτή τη στάχτη είχα διαρκώς την αίσθηση ότι θα δω ένα ανθρώπινο μέλος, ένα χέρι, ένα πόδι, ένα δάχτυλο. Τα βράδια μαζευόμασταν το γκρουπ του ταξιδιού σε κάποιο κεφαλόσκαλο. Μου έφερναν μια καρέκλα, τα παιδιά κάθονταν όλα κάτω και με έβαζαν να διηγούμαι τις δικές μου εμπειρίες κι αυτά που είδαμε την ημέρα. Τους είπα εκείνη την μέρα, ότι αν ο καθένας από εμάς αποτεφρωθεί είναι μία χούφτα στάχτη. Πόσες χούφτες στάχτη είχε μέσα σε αυτό το βουνό;
Μετά από αυτό πήγαμε στο Άουσβιτς Μπίργκεναου. Το Άουσβιτς είναι πολιτεία, είναι δύο στρατόπεδα. Είχαν έρθει γκρουπ από όλες τις χώρες του κόσμου, ήταν συγκλονιστικό. Τα παιδιά είχαν σοκαριστεί, γιατί είχαν αναστηλώσει τα παραπήγματα και τους είπα, «κοιτάξτε αυτά που δεν είναι αναστηλωμένα, έχουν καταρρεύσει τελείως», δεν ήταν κατασκευές για να κρατήσουν, δεν ήθελαν να κρατήσουν.
Auschwitz-Birkenau σήμερα via Wikipedia
Όταν φτάσαμε σε έναν θάλαμο που ήταν των Ολλανδών κρατουμένων και είχε κάτι γυάλινες πόρτες, τεράστιες, γεμάτες γραμμένα ονόματα, βλέπω κάποια στιγμή τον Ίζη καθισμένο κάτω να ψάχνει στα ονόματα. Του λέω «Τι ψάχνεις;» και μου απαντάει, «Την Άννα Φρανκ». Του λέω, «Αγόρι μου, η Άννα Φρανκ δεν ήταν εδώ, ήταν Ολλανδέζα, αλλά πήγε στο στρατόπεδο του Μπέργκεν Μπέλσεν».
Στο Άουσβιτς κάναμε μια πορεία όλες οι σημαίες του κόσμου. Ο Ίζη κρατούσε την ελληνική σημαία και είπα «Θεούλη μου σ’ ευχαριστώ πολύ» που το εγγόνι μου κράτησε την ελληνική σημαία και μας εκπροσώπησε, ενώ εμένα δεν με είχαν αφήσει να γίνω σημαιοφόρος.
Μου διηγήθηκαν ότι τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο, πετούσαν πάνω από τα στρατόπεδα αεροπλάνα της Ισραηλινής αεροπορίας με πανό «Sorry brothers we came too late». Όταν ήμουν στο αεροπλάνο για να γυρίσω πίσω, τόσο πολύ ευχαρίστησα τον Θεό που μου έκανε αυτό το δώρο.
Ξέρετε, βρίσκονται ακόμα ολόκληρα τρένα κρυμμένα, με περιουσίες, με χρήματα, με χρυσό, με λάφυρα των ναζί από σπίτια Εβραίων. Τραβούσανε και φιλμ, γιατί ήθελαν μεν να έχουν τα κατορθώματά τους, αλλά δεν ήθελαν να μείνουν στην ιστορία με κακό πρόσημο.
Ολοκαύτωμα & Σινεμά
Έχω διαβάσει και έχω δει πάρα πολλά. Οι ναζί τραβούσαν φιλμ, ήθελαν να έχουν τα κατορθώματά τους αλλά τα έκρυβαν κιόλας, γιατί αυτά θα αποτελούσαν αποδεικτικά στοιχεία εναντίον τους. Όπως και έγινε, στην δίκη της Νυρεμβέργης. Ο ίδιος ο Χίτσκοκ, είχε γυρίσει φιλμ, το οποίο τότε δεν το βγάλανε, παρά μόνο πολύ μεταγενέστερα σε μορφή ντοκιμαντέρ, με τίτλο “Night will fall”.
Από την άλλη έχετε δει το έργο του Μπενίνι; Το «η Ζωή είναι Ωραία»; Εγώ έφυγα έξαλλη από αυτό το έργο. Το ότι τιμήθηκε ο Μπενίνι και στο Ισραήλ, με έκανε ακόμα πιο έξαλλη. Και θα σας πω το γιατί: δεν σηκώνει αστεία το Ολοκαύτωμα. Δεν μπορείς να μεγαλώνεις ένα παιδάκι στο στρατόπεδο, και ο Γερμανός να χάφτει μύγες, κανένας να μην παίρνει χαμπάρι, κανένας να μην προδίδει. Δεν ήταν καθόλου ρεαλιστικό. Ποιος δικαιούται να κάνει αστεία με το Ολοκαύτωμα; Για μένα κανείς.
Το έργο που ανεπιφύλακτα προτείνω να δει κανείς για το Ολοκαύτωμα είναι το «Αγόρι Πίσω από τα Συρματοπλέγματα». Όλη η αδικία, η βλακεία, η κακία του πολέμου σε ένα έργο. Με αυτά τα δύο παιδάκια, κρατημένα από το χέρι, αντίκρισα ξανά το τερατούργημα του πολέμου και σπάραξα. Έχω δει πάρα πολλά έργα για το Ολοκαύτωμα και από όλα αυτά, αυτή είναι η ταινία που ξεχωρίζω.
Αντισημιτισμός
Μεγαλώνοντας εισέπραξα πολύ αντισημιτισμό κι ακόμα εισπράττω. Ο αντισημιτισμός, είναι, φυσικά, πλέον καλυμμένος, δεν είναι το άστρο του Δαυίδ στην πλάτη.
Μια μέρα έγραψα κάτι στο Ίντερνετ, την εποχή της πανδημίας. Έγραψα ότι με τόσο εγκλεισμό, κάνεις προσωπικό ταμείο: πού έκανες λάθος, πού έκανες σωστά, ποιες γνωριμίες υπάρχουνε. Με παίρνει, λοιπόν, τηλέφωνο ένας φίλος μου και μου λέει «Σβήστο, σε κακολογεί όλος ο κόσμος, είναι ρατσιστικό» και μου το είπε αυτό επειδή τα περισσότερα likes μου τα είχανε κάνει Εβραίοι. Και του λέω «αν εσύ, φίλος 45 χρόνων κάθισες και μέτρησες από τα likes ποιοι ήταν οι Εβραίοι και ποιοι ήταν οι Χριστιανοί, τότε έχω κάνει ένα τεράστιο λάθος που σε κάνω παρέα».
Είχε γίνει μια ομιλία στο ινστιτούτο Γκαίτε και είχε καθηγήτριες πανεπιστημίου, δικηγόρους και μιλούσανε για τους Εβραίους. Κάποιος δικηγόρος από το ακροατήριο, γύρισε και είπε: «Εμείς που ήμασταν τότε παιδιά χαιρόμασταν που παίρναν τους Εβραίους. Μήπως τυχόν θα έπρεπε να απολογηθούν οι Εβραίοι γι’ αυτό; Γιατί χαιρόμασταν τόσο πολύ;». Εγώ δημόσια δεν είχα μιλήσει ποτέ μου. Τώρα άρχισα, τα τελευταία τρία χρόνια. Η ιδέα του να ξεκινήσω μια κουβέντα και να ακουστεί η φωνή μου με πανικόβαλε, έλεγα θα χάσω τη σκέψη μου. Περίμενα ότι οι κυρίες που ήταν στο πάνελ, καθηγήτριες πανεπιστημίου, θα του απαντούσαν. Δεν μίλησαν, όμως και τους είπα μετά με απορία «γιατί δεν μιλήσατε;».
Οι Εβραίοι, τότε, ήταν κράτος εν κράτει, δηλαδή ήταν πιο πολλοί από τους Χριστιανούς πριν από τον πόλεμο και τότε υπήρχαν σίγουρα κοντραρίσματα. Νομίζανε ότι όλοι οι Εβραίοι είχαν το χρήμα. Δεν το είχαν. Είχαν πολλοί Εβραίοι το χρήμα και ήταν και πάρα πολλοί εβραίοι λιμενεργάτες. Υπήρχαν πολλοί που είχαν τις βίλες στις εξοχές, αλλά υπήρχαν και άπειροι που ζούσαν σε φτωχογειτονιές. Λένε ότι η πυρκαγιά του ’17 ξεκίνησε από έναν εβραϊκό μαχαλά (=φτωχογειτονιά) στην Άνω Πόλη. Έχω διαβάσει σε πολλές πηγές, ότι η πυρκαγιά βοηθήθηκε, δεν αντιμετωπίστηκε έγκαιρα. Ήθελαν να απαλλαγούν από τον εβραϊκό πληθυσμό. Οι περισσότεροι που έμειναν άστεγοι ήταν Εβραίοι. Τότε έφυγε ένα μεγάλο κομμάτι.
Έχω συμμετάσχει σε πολλούς καυγάδες σε τραπέζια, διότι λέγανε σε εμένα και στον άντρα μου, «Εσείς δεν φαίνεστε ότι είστε Εβραίοι» και γινόμουνα έξαλλη. Απαντούσα, «ξέρεις γιατί δεν μοιάζουμε; Δεν είναι ότι έχουν κέρατα οι άλλοι κι εγώ δεν έχω. Είναι διότι εγώ έχω ελληνική παιδεία. Η προηγούμενη γενιά δεν είχε ελληνική παιδεία, είχαν ξένη παιδεία, φοίτησαν σε ξένα σχολεία και είχαν, ως εκ τούτου, μία προφορά. Αυτό τους στιγμάτισε. Σκεφτόντουσαν όλοι ότι ο τάδε ήταν Εβραίος, διότι είχε μία προφορά. Σήμερα από τα 3,5/4 των γνωστών μου, είμαι πιο ορθογράφος, μιλάω και γράφω καλύτερα ελληνικά. Μην μου κάνεις, λοιπόν, εμένα τον καμπόσο ότι δεν μοιάζω με Εβραία. Δεν μοιάζω γιατί έχω καλύτερη παιδεία από εσένα».
Άκουσα, τώρα, να λένε, «Τι την θέλουμε την Εβραία στην παρέα;»
Όσα άφησε αυτό το βίωμα
– Κάθε φορά που αφηγείστε την ιστορία σας, είναι επώδυνο για εσάς;
– Είναι, αλλά συγχρόνως βγάζω το μεδούλι μου και νομίζω ότι αυτό μου κάνει καλό.
-Τι πιστεύετε ότι μπορεί να οδηγήσει έναν άνθρωπο, έναν λαό να συμπεριφερθεί με αυτόν τον τρόπο; Έχετε θυμό μέσα σας;
– Οι Γερμανοί είναι γενικά ένας υπάκουος λαός και βρήκαν έναν ηγέτη ο οποίος τους έπεισε ότι για όλα τα δεινά φταίνε οι Εβραίοι. Πάντα βρίσκεται ένας αποδιοπομπαίος τράγος.
Δεν το έχω αποδεχτεί, ούτε έχω συγχωρήσει. Σκεφτόμουν ότι αν τότε είχαν υπολογιστές τι παραπάνω θα έκαναν; Η αλήθεια είναι ότι δεν συγχωρώ εύκολα. Ούτε ξεχνάω, ούτε συγχωρώ. Ήταν απάνθρωπο. Είμαι πολύ θυμωμένη ακόμα και δεν λυπάμαι γι’ αυτό. Μετά από τόσα χρόνια ίσως κάποιος να πίστευε ότι θα έπρεπε να το δικαιολογήσω ως «ανθρώπινο λάθος». Δεν ήταν ανθρώπινο λάθος.
Πολλά χρόνια κατηγορούσα το κοριτσάκι που υπήρξα στα στρατόπεδα για τους φόβους και τις ανασφάλειές μου. Μετά κατάλαβα ότι αν αυτό το κοριτσάκι δεν είχε τη δύναμη που είχε, εγώ τώρα δεν θα ήμουν εδώ. Και τότε συμφιλιώθηκα με εκείνο το κοριτσάκι με τις μπουκλίτσες και τα μαγουλάκια.
– Τι θα θέλατε να πείτε σε όσους αρνούνται την ύπαρξη του Ολοκαυτώματος;
– Είχα διαβάσει κάπου ότι ο πρώτος που μπήκε στο Μπέργκεν Μπέλσεν ήταν ο Αϊζενχάουερ και γύρισε και είπε το αμίμητο: «Βγάλτε όσες περισσότερες φωτογραφίες μπορείτε, διότι κάποια στιγμή θα βρεθεί κάποιος να αμφισβητήσει ότι αυτό το πράγμα έγινε». Υπάρχουν, πράγματι, πολλοί που το αμφισβητούν.
Αυτό που με τρομάζει είναι ότι ζει μεν ακόμα η γενιά η δική μου που είναι αυτόπτης μάρτυρας αυτής της υποθέσεως. Όταν, όμως, φύγει η γενιά μου, ποιος θα μείνει;
Είπα στον εγγονό μου, «Γράψε τα στο κεφάλι σου, κράτησέ τα. Ήσουν μάρτυρας, θα λες ότι τα είδες, ήταν η γιαγιά σου εκεί».
– Μετά από αυτό, έχετε χάσει την εμπιστοσύνη σας στον άνθρωπο;
– Έχω έναν φόβο ότι μπορεί να ξανασυμβεί. Ξέρετε πού έχω εμπιστοσύνη τώρα; Σε εσάς. Η δική σας η γενιά μου δίνει μια ελπίδα ότι δεν θα περάσει ο κόσμος από εκείνο το σκοτάδι.
– Τι θέλετε να πείτε στους νέους;
Να νοιάζεστε. Και θα αναφέρω ένα ποίημα του Μπρεχτ:
Όταν ήρθαν να πάρουν τους τσιγγάνους δεν αντέδρασα.
Δεν ήμουν τσιγγάνος.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους κομμουνιστές δεν αντέδρασα.
Δεν ήμουν κομμουνιστής.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους Εβραίους δεν αντέδρασα.
Δεν ήμουν Εβραίος.
Όταν ήρθαν να πάρουν εμένα,
Δεν είχε απομείνει κανείς για να αντιδράσει…
Για σένα που νομίζεις..
ότι η δική σου σειρά δε θα φτάσει ποτέ..
ότι επειδή ακόμη δε χρειάστηκε να πας στο νοσοκομείο
και να σε διώξουν
γιατί δεν έχεις λεφτά..
Ότι επειδή ακόμη έχεις ένα πιάτο φαΐ, δε θα στο πάρουν
Ότι ακόμη δε σου πήραν το σπίτι του πατέρα σου
για χρέη στο Δημόσιο, θα τη γλυτώσεις
Ότι επειδή το παιδί σου ακόμη είναι στο σχολείο, θα συνεχίσει..
Ότι η ζωή σου δεν επηρεάζεται από εκείνη του διπλανού σου..