Σπύρος Πάζιος: «Ελληνικό Rock; Τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου»
Γραμμένο απόv.psychogiosεπί 27/03/2024
Από το ogdoo.gr / Γιάννης Αλεξίου / Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο του Σπύρου Πάζιου
Ο κιθαρίστας των Μουσικών Ταξιαρχιών στην συνέντευξη της ζωής του!
Ένας οικογενειακός φίλος ναυτικός μού έφερε κάποιους δίσκους του Rory Gallagher και των Steppenwolf. Αυτό ήταν, μόλις άκουσα τον Rory πήρα την απόφαση για το τι θα κάνω στην ζωή μου. Είχα λιώσει τον δίσκο και είχα καταστρέψει δεκάδες βελόνες του πικάπ παίζοντας τον συνέχεια προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσω και να μάθω αυτά που έπαιζε.
Στις Μουσικές Ταξιαρχίες, ίσως να είμασταν τυχεροί αφού μέσα σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα τύχαμε της απόλυτης αποδοχής μεγάλης μερίδας του κόσμου με αποτέλεσμα το χόμπι μας να το κάνουμε επάγγελμα και με πολύ καλές απολαβές.
Οι αλητείες ειδικά με τον Πιλαλί ήταν καθημερινές. Μόνιμα οι γονείς μας μας έψαχναν στα νοσοκομεία γιατί ποτέ δεν γυρνούσαμε στην ώρα μας. Ζωάρα!
Ειδικά με τον Τζίμη υπήρχε ένα διάστημα την περίοδο που γυριζόταν η ταινία “Ο Δράκουλας των Εξαρχείων” που έμενε σπίτι μου για καιρό αφού εκεί φτιάξαμε μαζί όλη την μουσική της ταινίας. Τα περισσότερα γράφτηκαν στην τουαλέτα για να έχουμε φυσικό εφέ βάθους.
Μετά από αρκετά χρόνια που είχαμε να βρεθούμε με τον Τζίμη έπρεπε πριν συμφωνήσουμε για το reunion να λύσουμε τις όποιες τυχόν παρεξηγήσεις και αναπάντητα ερωτήματα από την εποχή (2004) που αποχώρησα εγώ από το σχήμα.
Πολλοί από όσους βούτηξαν μέσα στο Rock ονειρεύονταν ακούγοντας Μουσικές Ταξιαρχίες στην δεκαετία του ’80 κι ενώ οι μουσικοί που έπαιζαν στο συγκρότημα – φαινόμενο που ταρακούνησε τις ζωές μας κρατώντας το μυαλό σε εγρήγορση, έκαναν την υπέρβαση μετουσιώνοντας την έννοια της δημιουργικής φιλίας σε ποταμό έμπνευσης και αξιοποίησης του ταλέντου και των ικανοτήτων τους. Είναι δύσκολο να έχεις απέναντί σου τον πιο μακροχρόνιο κιθαρίστα του Ταξιαρχιών και αργότερα του συγκροτήματος του ιδιοφυούς καλλιτέχνη Τζίμη Πανούση και να πρέπει να χωρέσεις το ερωτηματολόγιό σου σε μια συζήτηση μόνο. Σταμάτησα στις 30 ερωτήσεις…
Ο Σπύρος Πάζιος είναι ένα παιδί της πόλης που είχε την τύχη να τα παρατήσει όλα και να γίνει μουσικός όταν άκουσε ένα από τους πιο αυθεντικούς παίκτες του Rock. Έχοντας την συμπαράσταση του πατέρα του και την τύχη να βρει στο δρόμο της αναζήτησης μουσικής στέγης δύο απίθανα παιδιά, δύο πολύ καλούς μουσικούς και φίλους που μοιράστηκαν τα ιδανικά και τη δίψα τους για μουσική στη δύσκολη εποχή των μαλλιάδων που δεν είχαν και την καλύτερη γνώμη γι’ αυτούς οι περισσότεροι. Μια συντηρητική κοινωνία, η ελληνική, που ποτέ δεν καλόβλεπε όσους δεν πήγαιναν με τα νερά του συστήματος, αλλά αυτό ήταν που θέριευε την διεκδίκηση της ελευθερίας των ατόμων που πίστευαν σε εναλλακτικά πρότυπα και τα υπερασπίζονταν με την μουσική και το λόγο.
Τον απόηχο όλη αυτής της ηρωικής εποχής του Rock εισέπραξε χρόνια μετά ο Σπύρος Πάζιος, όπως και άλλοι Μουσικο-Ταξιαρχίτες, στα καμαρίνια του «Κυττάρου» μετά το ιστορικό reunion την Άνοιξη του 2015, όταν πλήθος κόσμου ήθελε να μοιραστεί μετά την απίθανη αυτή συναυλία – πρώτη φορά χωρίς πρόζα, μόνο τραγούδια – την λατρεία του για το συγκρότημα που έσπασε του καθενός τα προσωπικά δεσμά και βρήκε ένα τρόπο έκφρασης μέσα από τα τραγούδια των Μουσικών Ταξιαρχιών. Ένα reunion που έγινε κάτω από την σκιά της άδικης απώλειας του ντράμερ τους που έσπασε ένα βιολογικό κρίκο φιλίας μιας παλιοπαρέας που έκανε μια μουσική επανάσταση.
Παραφράζοντας τα λόγια του Μπάροουζ, λέμε στην περίπτωση αυτή εδώ, μια φορά Μουσικοταξιαρχίτης, για πάντα Μουσικοταξιαρχίτης, κάτι που έφερε πολύ κοντά λόγω συνθηκών δύο κολλητούς φίλους, τις δυο αρχικές κιθάρες του συγκροτήματος, τον Σπύρο Πάζιο και το Γιάννη Δρόλαπα, όταν το σπίτι του δεύτερου τυλίχτηκε στις φλόγες και ο πρώτος τον φιλοξένησε μέχρι να περάσει η…μπόρα. Η δημιουργική όπως πάντα παρέα έφερε καινούργια πράγματα και ιδέες που έγιναν τραγούδια που ο Πάζιος έχει ήδη έτοιμα. Τα ονόμασε Almost Dead…Γιατί όμως ; Πήρε δύναμη πάλι από την μουσική να σηκώσει το δικό του ψυχολογικό βάρος έχοντας πάντα μαζί την κιθάρα του.
Ο Μουσικο-Ταξιαρχίτης Σπύρος Πάζιος έχει κάνει πολλά πράγματα ως μουσικός, συνθέτης, ενορχηστρωτής, κιθαρίστας, τραγουδιστής, διαφημιστής, έχει δουλέψει στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο, στο εξωτερικό, έχει συνεργαστεί με γνωστούς μουσικούς στην χώρα μας και μακριά από αυτή και για ένα διάστημα ήταν αρχισυντάκτης κορυφαίου μουσικού περιοδικού της εποχής. Πάμε να γνωρίσουμε καλύτερα τον αγνό παίκτη της εφηβείας μας…
Σε τι φάση βρίσκεσαι;
Είμαι σε φάση αναρρωτικής δημιουργικής ψυχοθεραπείας. Και θα σου εξηγήσω τι εννοώ. Μετά την ανακοίνωση του γιατρού μου πριν 4 χρόνια ότι έχω καρκίνο στον πνεύμονα το πρώτο που σκέφτηκα ήταν οκ ψυχραιμία, δύο πράγματα μπορεί να συμβούν: ή θα την κάνω κι εγώ νωρίς όπως ο Βαγγέλης και ο Τζιμάκος ή θα την γλυτώσω και θα πάρω παράταση ζωής (και αυτό συνέβη ευτυχώς). Για να απαλύνω όλη την διαδικασία που ακολούθησε με την εγχείρηση και τις χημειοακτινοανοσοθεραπείες που κράτησαν δύο χρόνια, έπρεπε να ασχοληθώ με κάτι που μου αρέσει πολύ ώστε το μυαλό μου να μην είναι κολλημένο σε όλα αυτά που μου συμβαίνουν. Έτσι αγόρασα μια καινούρια κιθάρα και ξανάρχισα να παίζω και ως δια μαγείας άρχισαν να μου βγαίνουν καινούρια τραγούδια. Σε συνεργασία με φίλους που έγραψαν στίχους προέκυψε μία προσωπική δουλειά με μουσική δική μου και με τίτλο σΠΥΡΟς πΑΖΙΟς “aLMOSt dEAd”.
Η διαδικασία δημιουργίας νέου υλικού μετά όσα έχεις κάνει τι σημαίνει για σένα σήμερα;
Στην ουσία είναι μία απεικόνιση της μουσικής μου διαδρομής μέχρι σήμερα γι’ αυτό και περιλαμβάνει τραγούδια από κάθε στιγμή της ζωής μου. Επειδή για λόγους αδειοδότησης δεν μπορούσα να συμπεριλάβω κάποιο τραγούδι του Τζιμάκου για να έχω αναφορά στην περίοδο των Μουσικών Ταξιαρχιών και του διαστήματος που συνυπήρχα με τον Τζιμάκο (σύνολο σχεδόν 28 χρόνια), έχω μία συμμετοχή του απίστευτου μουσικού και καλού μου φίλου από τότε Γιάννη Δρόλαπα. Επίσης έχω συμπεριλάβει δύο τραγούδια από την συμμετοχή μου, όταν ήμουν στο Βέλγιο, στον δίσκο του Βρετανικού συγκροτήματος AD HOC WORKING GROUP με τίτλο “Imaginary Snap” που κυκλοφόρησε το 1982 από την Polydor, στα οποία έχω κάνει και video clips. Υπάρχει το τραγούδι “Νερομπογιές” διασκευασμένο από τον πολύ καλό μου φίλο και συνεργάτη Δημήτρη Τσοπανέλλη με τον οποίο κάναμε μαζί όλη την δουλειά (Ενορχηστρώσεις, ηχοληψία, προγραμματισμό και παραγωγή) και αντιπροσωπεύει την περίοδο που έγραφα τραγούδια για άλλους καλλιτέχνες, ως φόρο τιμής το τραγούδι των POLL “Μαϊμού”, που όταν πρωτόμαθα τα πρώτα ακόρντα στην κιθάρα από τα τραγούδια τους είχαν ματώσει τα χέρια μου παίζοντας τα, και φυσικά κάποια καινούρια τραγούδια. Αυτή η δουλειά για μένα έχει ιστορικό λόγο ύπαρξης, έτσι για να μείνει κάτι που λένε.
Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σου με την μουσική, πρώτο ή πρώτα ερεθίσματα;
Όταν ήρθε το 1970 ο θείος μου από την Αυστραλία για μόνιμη εγκατάσταση πιά στην Ελλάδα (παρεμπιπτόντως οι μισές μου ρίζες είναι από την Αυστραλία αφού η γιαγιά μου ήταν βέρα Αυστραλέζα και ο παππούς μου Έλληνας αλλά Αυστραλός υπήκοος) έφερε μαζί του μία κιθάρα ακουστική δώρο στον μεγαλύτερο αδερφό μου. Δεν την ακούμπησε ποτέ ενώ εγώ πήγαινα συνέχεια και την σκάλιζα, πράγμα που το είδε ο πατέρας μου και με πήγε στο ωδείο. Έτσι ξεκίνησα γύρω στα 12 και κάπου στα 15 μου κατέληξα μαθητής κλασσικής κιθάρας του μεγάλου Δημήτρη Φάμπα. Ένας οικογενειακός φίλος ναυτικός μού έφερε κάποιους δίσκους του Rory Gallagher και των Steppenwolf. Αυτό ήταν, μόλις άκουσα τον Rory πήρα την απόφαση για το τι θα κάνω στην ζωή μου. Είχα λιώσει τον δίσκο και είχα καταστρέψει δεκάδες βελόνες του πικάπ παίζοντας τον συνέχεια προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσω και να μάθω αυτά που έπαιζε. Παρά τις φωνές του Δ.Φάμπα εκεί γύρω στα 17 μου τα παράτησα όλα, και το ωδείο που χρωστούσα τρία μαθήματα για να πάρω το πτυχίο, και την κλασσική κιθάρα που ήμουν σε προχωρημένο επίπεδο, και έπεσα με τα μούτρα στο Rock και στην ηλεκτρική κιθάρα.
Τι φάση ήσουν σαν παιδί και σαν μαθητής;
Κωλόπαιδο….με τον Πιλαλί που είμαστε μαζί από την Δευτέρα δημοτικού, κάναμε τότε τέρατα. Σαν μαθητής δεν είχα πρόβλημα απλώς βαριόμουν τα μαθήματα αφού με ενδιέφερε μόνο η μουσική και η κιθάρα. Πήγαινα στο τότε 2ο γυμνάσιο το γνωστό ως βίλλα Αμαλία και τις περισσότερες ώρες κάναμε κοπάνα με τον Πιλαλί και πηγαίναμε δίπλα στο Κύτταρο και στο Ροντέο Club και χαζεύαμε τις πρόβες των τότε συγκροτημάτων Socrates,Poll, Νώε, Ηρακλής και Λερναία Ύδρα κλπ. Επίσης με τον Πιλαλί εκεί στα 16 μας δεν είχαμε αφήσει αναψυκτήριο για αναψυκτήριο. Όπου έπαιζε ο Μανώλης Αγγελόπουλος η ο Δημήτρης Μητροπάνος τρυπώναμε και χαζεύαμε. Όλα αυτά μας οδήγησαν αργότερα στην δημιουργία του δίσκου, ο Γιώργος Πιλάλας και το Καραβάνι του “Επιθυμία”.
Πώς ήταν να μεγαλώνεις ως ρόκερ στην πόλη και τι σε έκανε να υπερασπιστείς αυτή την κατεύθυνση; Πώς κέρδιζε έδαφος μέσα σου αυτή η επιλογή να ακολουθήσεις την μουσική;
Ήταν δύσκολο αφού την εποχή τότε όποιος είχε μακρύ μαλλί και έπαιζε μουσική ήταν δαχτυλοδειχτούμενος, ήταν μη αποδεκτός. Το να είσαι μουσικός δεν θεωρείτο επάγγελμα σοβαρό και ήταν φυσικά πάντα συνδεδεμένο με τα ναρκωτικά και την έκλυτη ζωή. Από την μία ήταν λίγο σπαστικό από την άλλη όμως ήταν και ερεθιστικό στο να πηγαίνεις κόντρα σε όλους και όλα. Εμείς, και αναφέρομαι στις Μουσικές Ταξιαρχίες, ίσως να είμασταν τυχεροί αφού μέσα σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα τύχαμε της απόλυτης αποδοχής μεγάλης μερίδας του κόσμου με αποτέλεσμα το χόμπι μας να το κάνουμε επάγγελμα και με πολύ καλές απολαβές. Όταν λοιπόν αυτό που αγαπάς περισσότερο από οτιδήποτε άλλο γίνεται η δουλειά σου και με επιτυχία, τότε μιλάμε για πραγματική ευτυχία.
Τζίμης Πανούσης – Σπύρος Πάζιος επί σκηνής του «Μετρό»
Πώς γνωρίστηκες με τον Τζιμάκο;
Ο πρώτος άνθρωπος που γνώρισα από τις μετέπειτα Μ.Ταξιαρχίες, ήταν μέσω ενός κοινού γνωστού, ο Βαγγέλης Βέκιος. Αυτός ήταν και ο σύνδεσμος για όλες τις γνωριμίες. Από την πρώτη στιγμή δέσαμε και στην αρχή βγαίναμε σχεδόν κάθε μέρα με κατάληξη μετά από λίγο καιρό να μένει αυτός μία εβδομάδα στο σπίτι μου και μετά μία εγώ στο δικό του για να είμαστε συνέχεια μαζί. Μία μέρα μου λέει «έχω ένα τύπο που έχει κάτι δικά του τραγούδια και τα παίζει σε κάτι συναυλίες στην Νομική, να τον φέρω από το σπίτι σου μήπως κάνουμε τίποτε αν σου αρέσουν κι εσένα;». Εγώ τότε έμενα στο πατρικό μου και στο δωμάτιό μου είχα την κιθάρα μου, ένα μπάσο και τους ενισχυτές. Προς το απόγευμα κι ενώ οι γονείς μου είχαν καλεσμένους στο σαλόνι του σπιτιού ένα φιλικό τους ζευγάρι, χτυπάει το κουδούνι, ανοίγω και είναι ο Βαγγέλης με τον Παντελή Φουρνιάδη (ένα φίλο του που έπαιζε μπάσο), τον Τζίμη με την κιθάρα του και τον αδερφό του Τζίμη τον Γιώργο με ένα τουμπερλέκι. Συστηνόμαστε και πάμε στο δωμάτιο μου. Και ξεκινάει ο Τζίμης να παίζει το πρώτο του τραγούδι που ήταν το «Ερωτικό”. Τραγουδούσε με πάθος και πολύ δυνατά και φτάνει στο ρεφρέν “κι εγώ σ’ αγαπώ γαμώ το Χριστό μου” όλο και πιο δυνατά…..καταλαβαίνω ότι οι δικοί μου με τους επισκέπτες τους θα έχουν φρικάρει τελείως οπότε μόλις τελειώνει ο Τζίμης βγαίνω και πηγαίνω να κρυφακούσω στο σαλόνι και ακούω τον πατέρα μου να τους λέει “δεν είναι τίποτα ,το συγκρότημα του γιού μου είναι, θα κάνουν μεγάλη επιτυχία”. Εκείνη την ημέρα αποφασίσαμε να κάνουμε συγκρότημα και λίγο μετά ήρθε και η ιδέα του ονόματος από τον Βαγγέλη αν θυμάμαι καλά, και κανονίστηκε η πρώτη μας εμφάνιση σαν Μουσικές Ταξιαρχίες στην Αρχιτεκτονική. Κιθάρα ακουστική, φωνή Τζίμης Πανούσης, Κιθάρα ηλεκτρική Σπύρος Πάζιος, Μπάσο Παντελής Φουρνιάδης, Τύμπανα Βαγγέλης Βέκιος.
Σπύρος Πάζιος, Βαγγέλης Βέκιος, Παντελής Φουρνιάδης την ημέρα που βρεθήκανε σπίτι του Πάζιου με τον Τζίμη για πρώτη φορά
Ποιο ήταν το πιο δυνατό σημείο επαφής ώστε να υπάρχει η ελπίδα ότι κάτι καλό μπορεί να προκύψει καλλιτεχνικά;
Η κοινή αίσθηση χιούμορ, η ιδεολογική ταύτιση, η τρέλα αλλά και η σχέση (και η μουσική και η φιλική) που αναπτύχθηκε μεταξύ των τριών μας, ήταν σίγουρο ότι θα οδηγούσε σε καλά αποτελέσματα. Και κυρίως όπως αποδείχτηκε και αργότερα η ιδιοφυία του Τζιμάκου. Ήμουν και είμαι πάντα φαν της ομαδικής δουλειάς. Όταν υπάρχει η χημεία μεταξύ κάποιων ανθρώπων δεν είναι καθόλου απαραίτητο να είναι όλοι οι καλύτεροι του είδους (γιατί κανείς από εμάς δεν ήταν τότε φοβερός μουσικός) απλώς να γουστάρεις αυτό που κάνεις αλλά και να σέβεσαι αυτό που κάνει ο συμπαίκτης σου και να λειτουργείς προς όφελος του συνόλου και όχι του εαυτού σου μόνο.
Εσύ πως τα έβγαζες πέρας, τι έκανες τότε;
Δύσκολα αλλά χαρούμενα…Διάφορες μικροδουλίτσες, σαν μουσικός ξεκίνησα να παίζω μπάσο σε διάφορες χοροεσπερίδες και για ένα διάστημα έπαιζα στην ορχήστρα του Ζαχαρία Τσίχλα. Επίσης είχα φτιάξει ένα συγκρότημα με φίλους που παίζαμε μόνο Rory Gallagher και κάναμε κάποιες συναυλίες. Όλα αυτά σταμάτησαν όταν γνωρίστηκα με τον Τζιμάκο.
Πώς ήταν η πρώτη επίσημη ας πούμε συνάντηση ως σχήμα; Που έγινε και τι θυμάσαι από αυτή; Τζαμάρατε μετά;
Πέρα από την πρώτη συνάντηση στο σπίτι μου που σου περιέγραψα προηγουμένως, και κατέληξε σε τρελό φαγοπότι, αφού μόλις έφυγαν οι επισκέψεις των δικών μου ο πατέρας μου ανέλαβε την μαγειρική, “για να φάνε κάτι τα κακόμοιρα τα παιδιά που κουράζονται τόσο”, οι περισσότερες πρόβες γινόντουσαν στο σπίτι του Βαγγέλη, αφού ήταν ο μόνος που έμενε σε μονοκατοικία. Τα περισσότερα τραγούδια φτιαχνόντουσαν από εμένα και τον Βαγγέλη ο οποίος είχε πάντα πολύ καλές ιδέες ρυθμικές και φυσικά γινόντουσαν τζαμάροντας.
Για το περιστατικό στην Καρδίτσα έχουν ακουστεί διάφορες εκδοχές; Τι ακριβώς συνέβη εκεί;
Δεν είμαι ο πλέον αρμόδιος να σου απαντήσω αφού κι εγώ τα έμαθα εκ των υστέρων από τα ίδια τα παιδιά. Και θα σου εξηγήσω τι εννοώ. Εκείνη την περίοδο εγώ αποφάσισα να φύγω στο Βέλγιο για σπουδές και κυρίως για να πάρω αναβολή ώστε να μην παρουσιαστώ στον στρατό. Την προηγούμενη ημέρα πριν φύγω κάναμε ένα ραντεβού σε μία καφετέρια στον Χολαργό όπου συνάντησα τον Γιάννη Δρόλαπα που θα έπαιζε στην θέση μου την επόμενη ημέρα στην συναυλία στην Καρδίτσα. Αποχαιρετιστήκαμε, κι εγώ τα νέα της σύλληψης τους τα έμαθα όσο ήμουν στις Βρυξέλλες. Παραδόξως ενώ θα έπρεπε να χαίρομαι που την γλύτωσα, είχα θυμώσει πάρα πολύ που δεν ήμουν κι εγώ εκεί. Το τι συνέβη ήταν το κλασσικό για τις Μ.Ταξιαρχίες…..καταγγελίες και μηνύσεις από στρατηγούς και παπάδες.
Ο Σπύρος Πάζιος σολάρει και ο Στέφανος Κορκολής έχει πάθει πλάκα! Λυκαβηττός
Τα σόου του πρώτου καιρού υπήρχαν διάφορες εκπλήξεις και συνέβαιναν διάφορα. Πώς στηνόταν μια τέτοια μουσική παράσταση και πώς εξελισσόταν;
Στα μουσικά γινόταν ομαδική δουλειά, ατέλειωτες πρόβες και τζαμαρίσματα. Όσον αφορά στην δομή των παραστάσεων, στα κείμενα και στις διαφάνειες (slides) που έπαιζαν τότε αφού δεν υπήρχαν τα videos, τον πρώτο λόγο είχε ο Τζιμάκος χρησιμοποιώντας μερικές φορές και κάποιες δικές μας ιδέες. Βέβαια στις παραστάσεις τότε υπήρχε πάντα το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού και του αυθορμητισμού, με αποτέλεσμα πολλές φορές να γίνονται μουσικά τζαμαρίσματα αλλά και αυτοσχεδιασμοί του Τζίμη πάνω στα γεγονότα της επικαιρότητας, όπου τα καλύτερα ενσωματώνονταν μετά στην παράσταση.
Ποια είναι η ιστορία της Τζούλιας που χόρευε μαζί σας επί σκηνής;
Αν αναφέρεσαι στην εποχή του Skylab και της Λήδρας αυτό που θυμάμαι είναι ότι στο Skylab χόρευε η Τζούλια (γυναίκα του Β.Βέκιου), και στην Λήδρα την μία χρονιά συνεργαστήκαμε με την Kia Colleman και την άλλη με την Σούλα Φρίκη.
Πώς φθάσατε στην περιβόητη παράνομη κασέτα;
Πολύ συχνά από την στιγμή που ξεκινήσαμε να παίζουμε με τον Τζίμη βρισκόμασταν καθημερινά σπίτι μου και φτιάχναμε τα καινούρια τραγούδια. Είχα ένα μπομπινόφωνο τότε ένα AKAI στο οποίο μπορούσες να κάνεις κάποια overdubs και το είχαμε λιώσει γράφοντας ξανά και ξανά τις ιδέες μας. Μία ημέρα μου λέει ο Τζίμης “Δεν πάμε σε ένα studio να γράψουμε τα τραγούδια να κάνουμε μία κασέτα να την διαθέτουμε στα live μας;”. Εγώ έφερα ένα φίλο μου που έπαιζε πιάνο (τον Δημήτρη Παπαβασιλείου) και ο Βέκιος τον Άκη Δαούτη που έπαιζε μπάσο, και ξεκινήσαμε τις ηχογραφήσεις απ’ όπου προέκυψε η κασέτα.
Το υλικό αυτό πώς μετουσιώθηκε στον πρώτο ιστορικό δίσκο των Ταξιαρχιών;
Χρησιμοποιήθηκαν κάποια τραγούδια και στοιχεία από την κασέτα αλλά στην ουσία ο δίσκος ήταν μια εντελώς καινούρια δουλειά αφού και η μορφή του γκρουπ είχε αλλάξει με την προσθήκη του Γιάννη Δρόλαπα στην κιθάρα και του Δημήτρη Δασκαλοθανάση στο μπάσο. Μετά από πολλές παραστάσεις και συναυλίες με αυτή την σύνθεση (που ήταν και η μακροβιότερη του γκρουπ) ξεκινήσαμε τις ηχογραφήσεις για τον πρώτο δίσκο. Τζίμης Πανούσης, Βαγγέλης Βέκιος, Γιάννης Δρόλαπας, Δημήτρης Δασκαλοθανάσης κι εγώ ήταν οι Μουσικές Ταξιαρχίες που υπέγραψαν με την Columbia για τον πρώτο δίσκο.
Μουσικές Ταξιαρχίες στη Λήδρα: Πάζιος, Δασκαλοθανάσης, Πανούσης, Σβάρνας, Δρόλαπας
Τι ακούσματα και επιρροές είχες όταν μπήκες στο συγκρότημα; Αγόραζες δίσκους;
Γενικά τα ακούσματά μου ήταν κυρίως ξένη ροκ μουσική. Πέρα από τον Rory Gallagher άλλοι αγαπημένοι ήταν οι David Gilmour, Chris Rea, Marc Knopfler, Eric Clapton κλπ, μιλώντας για κιθαριστικές επιρροές, αλλά και τα τόσα πολλά συγκροτήματα της εποχής. Γενικά άκουγα οτιδήποτε μου άρεσε αισθητικά ή μου κέντριζε την περιέργεια μουσικά. Εκείνη την περίοδο μελετούσα τόσο πολύ, που πολλές φορές κοιμόμουν με την κιθάρα αγκαλιά. Αγόραζα δίσκους όποτε είχα χρήματα (μάζευα δίσκους γιατί είχα όταν ήμουν στο γυμνάσιο ερασιτεχνικό ραδιοφωνικό σταθμό), αλλά μου έδιναν και από την Columbia ότι καινούριο κυκλοφορούσε τότε.
Η πρώτη κιθάρα πώς αποκτήθηκες και τι ήταν;
Η πρώτη μου ερασιτεχνική ηλεκτρική κιθάρα στα 14 μου ήταν μία EKO απομίμηση Gibson Les Paul χρώματος βυσσινί. Μετά από πολλά χρόνια στα 17 μου και μετά από διάφορες δουλειές για εξοικονόμηση χρημάτων (σερβιτόρος, στήσιμο ραφιών Dexion στο ΙΚΑ Πειραιά) και με την οικονομική βοήθεια του πατέρα μου, απέκτησα επιτέλους την πρώτη μου επαγγελματική κιθάρα για 250.000 δραχμές, μία Gibson Les Paul Deluxe. Έχουν περάσει από τα χέρια μου πάρα πολλά όργανα, (τα περισσότερα από τα οποία τα πούλησα για να πάω κάποιο ταξίδι), και η μόνη φορά πού πραγματικά μετάνιωσα που πούλησα κάποιο όργανο, ήταν για αυτή την κιθάρα.
Φωτογραφία του σπιτιού του Σπύρου Πάζιου από την την ταινία “Πάρε κόσμε” του 1967 με τον Θανάση Βέγγο που γυρίστηκε έξω από το πατρικό του
Σε ποια γειτονιά της Αθήνας γεννήθηκες και μεγάλωσες; Πώς ήταν εκεί; Φίλοι, μπάλα, αλητεία;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Λόφο Σκουζέ ένα μικρό λοφάκο κάτω από τον Κολωνό, σε μια υπέροχη μονοκατοικία με αυλή, κήπο, πλυσταριό, σοφίτα όλα αυτά που κάνουν ένα παιδί ευτυχισμένο. Τα δύσκολα ξεκίνησαν όταν στα 12 μου, δόθηκε το σπίτι αντιπαροχή και αναγκαστήκαμε να μείνουμε στην πολυκατοικία. Λυπήθηκα πραγματικά τους άλλους κατοίκους της πολυκατοικίας για όλα όσα τράβηξαν από την φασαρία που κάναμε τότε, είτε παίζοντας μπάλα μέσα στο διαμέρισμα είτε αργότερα παίζοντας με κάτι θεόρατους ενισχυτές μουσική. Ο κυριότερος φίλος από την περιοχή ήταν ο Ζωρζ Πιλαλί με τον οποίο είμασταν συνέχεια μαζί. Αργότερα επειδή οι φίλοι μου ήταν από άλλες γειτονιές σύχναζα περισσότερο στο Χαλάνδρι και στον Χολαργό. Μπάλα έπαιζα πολύ, κάποια στιγμή δοκιμάστηκα και στα τσικό του Παναθηναϊκού (παρότι δεν είμαι Παναθηναϊκός) αλλά μετά από ένα τραυματισμό σταμάτησα να παίζω. Είχα κάποιον γνωστό παλιό ποδοσφαιριστή της Προοδευτικής τον Σπετσαρία (όταν η Προοδευτική έπαιζε Πρώτη Εθνική) όταν ήμουν 13 που είχε κάποιον γνωστό στον Παναθηναϊκό και με πήγε. Εγώ είμαι ΑΕΚ και μάλιστα ήμουν και στην κίνηση 1924 τότε με τον Ντέμη για την σωτηρία της ομάδας. Οι αλητείες ειδικά με τον Πιλαλί ήταν καθημερινές. Μόνιμα οι γονείς μας μας έψαχναν στα νοσοκομεία γιατί ποτέ δεν γυρνούσαμε στην ώρα μας. Ζωάρα!
Πώς ήταν το περιβάλλον και οι συνθήκες που μεγάλωνες; Ευνοϊκές να γίνεις μουσικός;
Να προσθέσω μόνο σε όσα είπαμε ήδη, ότι φυσικά οι συνθήκες γενικά τότε δεν ήταν ευνοϊκές αλλά εγώ είχα την τύχη να είναι ο πατέρας μου, για δικούς του λόγους, είτε από ένστικτο, τόσο θετικός και υποστηρικτικός στην επιλογή μου να γίνω μουσικός όπου μου το έκανε εύκολο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ που όταν για διάφορους λόγους τότε μας έτρεχαν στα δικαστήρια και οι φωτογραφίες μας ήταν στις εφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής, ο πατέρας μου τα έδειχνε στην δουλειά του λέγοντας και καμαρώνοντας “ο γιός μου”. Μία περίοδο έκανε τρείς δουλειές ταυτόχρονα για να τα βγάλει πέρα και να καταφέρει να με βοηθήσει να πάρω το πιάνο μου, την κιθάρα μου κλπ. Όλα αυτά έκαναν τις συνθήκες για μένα ευνοϊκές στο να κάνω αυτό που αγαπούσα, να γίνω μουσικός.
Μουσικές Ταξιαρχίες: Δασκαλοθανάσης, Πάζιος, Δρόλαπας, Βέκιος, Πανούσης
Με τα άλλα παιδιά από τις Ταξιαρχίες κάνατε παρέα;
Η κύρια αιτία της όποιας επιτυχίας των Μουσικών Ταξιαρχιών ήταν οι σχέσεις μεταξύ μας. Υπήρχαν διαστήματα που είμασταν (κυρίως εγώ, ο Τζίμης και ο Βαγγέλης) κάθε μέρα μαζί. Δεν ήταν μία σχέση μεταξύ μας μόνο επαγγελματική, δηλαδή να βρισκόμαστε μόνο όταν υπήρχε δουλειά, αλλά κυρίως φιλική και χωρίς ανταγωνισμό μεταξύ μας. Έχουμε ζήσει απίστευτα πράγματα μαζί με τα παιδιά. Ειδικά με τον Τζίμη υπήρχε ένα διάστημα την περίοδο που γυριζόταν η ταινία “Ο Δράκουλας των Εξαρχείων” που έμενε σπίτι μου για καιρό αφού εκεί φτιάξαμε μαζί όλη την μουσική της ταινίας. Είχα φέρει από το Βέλγιο το πρώτο τετρακάναλο κασετόφωνο TASCAM, είχα φτιάξει εκεί τις βάσεις για την μουσική και μετά ο Τζίμης έπαιξε βιολί, σαξόφωνο και κάτι περίεργα κρουστά, όλα όργανα που είχα αγοράσει και φέρει από ένα ταξίδι μου στις ανατολικές χώρες. Τα περισσότερα γράφτηκαν στην τουαλέτα για να έχουμε φυσικό εφέ βάθους. Θα μου πεις ήξερε ο Τζίμης να παίζει αυτά τα όργανα; Όχι!!! Το αποτέλεσμα όμως ήταν μαγικό!
Κάποια στιγμή ανέλαβες θέση στο περιοδικό «Μουσική»; Τι δουλειά έκανες ακριβώς εκεί; Τι έγραφες;
Για ένα διάστημα είχα την αρχισυνταξία του περιοδικού. Έκανα τα τεστ των καινούριων μουσικών οργάνων γράφοντας το τι είναι το καθένα, το τι προσφέρει, αν αξίζει τα λεφτά του κλπ. Δεν έμεινα πολύ καιρό γιατί συνέχεια ψαχνόμουνα, πέρα από την μουσική μου άρεσαν πάντα και όλα τα σχετικά με την μουσική, όπως ραδιόφωνο, τηλεόραση, βίντεο κλπ.
Αυτό το κομμάτι του Μουσικού Τύπου πώς το βίωσες και τι αποτίμηση κάνεις σήμερα για όλη αυτή την εποχή που μάλλον πέρασε ανεπιστρεπτί…
Το θυμάμαι αμυδρά γιατί ασχολήθηκα σχετικά λίγο, αλλά το θυμάμαι με νοσταλγία. Τότε δεν υπήρχε το Internet όπου έχεις όλες τις πληροφορίες που θέλεις, αλλά για να μάθεις κάτι η να πάρεις πληροφορίες για το οτιδήποτε απευθυνόσουν στα ειδικά περιοδικά της εποχής και διάβαζες όλους αυτούς τους “ειδικούς” που πραγματικά έπρεπε να δουλέψουν σκληρά για να σου παρέχουν έγκυρες και ακριβείς πληροφορίες.
Συνέντευξη του Σπύρου Πάζιου από τον Leonard Cohen για την συναυλία του στον Λυκαβηττό την εποχή που ήταν στο TOP FM
Σε αυτό το μέρος της δουλειάς σου γνώρισες κάποιον που σου έκανε εντύπωση και είχατε καλή επικοινωνία;
Όπως σου είπα έμεινα στον χώρο πολύ λίγο. Πάντως αυτός που μου έρχεται έτσι αυτόματα στο μυαλό είναι ο Μάκης Μηλάτος.
Έχεις ασχοληθεί όμως και με τη διαφήμιση…
Όταν φώναξαν από τον οργανισμό Λαμπράκη πριν πολλά- πολλά χρόνια τον Βαγγέλη Γιαννόπουλο φίλο από το Βέλγιο, για να στήσει τον πρώτο ιδιωτικό ραδιοφωνικό σταθμό τον “TOP FM”, αυτός πήρε μαζί του εμένα και τον ξάδερφό του, συμμαθητή μου και φίλο μου τον Τόλη Κετσελίδη, να στήσουμε ένα studio παραγωγής όπου εκεί φτιάχναμε όλα τα μουσικά σήματα και τα διαφημιστικά του ραδιοφώνου καθώς και ολόκληρου του οργανισμού. Έκανα και εκπομπή στον Top FM όπως και μετά για 2 χρόνια στον Super FM. Αυτά τότε, μετά και για αρκετά χρόνια μέχρι και πρόσφατα σε συνεργασία με την εταιρεία Basement του φίλου μου Νίκου Γιατράκου έκανα διάφορες μουσικές για διαφημιστικά. Επίσης έγραψα διάφορα μουσικά σήματα για τηλεοπτικές εκπομπές. Και φυσικά έκανα χιουμοριστικά βίντεο για 8 χρόνια στην εκπομπή ΟΛΑ με τον Θέμο Αναστασιάδη και τον Βαγγέλη Περρή. Σου είπα μου άρεσαν όλα τα σχετικά με την μουσική.
Πως φθάσατε στο τέλος των Ταξιαρχιών και πώς συνέχισες στο συγκρότημα του Τζιμάκου; Έως πότε κράτησε αυτό;
Μετά τον πρώτο δίσκο ο Γιάννης (Δρόλαπας) δήλωσε ότι κουράστηκε και ότι οι ρυθμοί αυτοί δουλειάς είναι too much γι’ αυτόν και έτσι αποφάσισε να αποχωρήσει. Έτσι συνεχίσαμε για τον δεύτερο δίσκο “Αν η Γιαγιά Μου Είχε Ρουλεμάν” χωρίς τον Γιάννη. Και μάλιστα στον δίσκο που τον είχα ενορχηστρώσει εγώ είχα βάλει και πολλά keyboards για αυτό στις εμφανίσεις μας στο ΚΚΚ στα μισά τραγούδια έπαιζα keyboards και είχαμε μαζί τον Πιερ Χωρέμη να παίζει κιθάρα. Μετά το τέλος του δίσκου και κατά την διάρκεια των παραστάσεων μας στο ΚΚΚ ήρθαν σε ρήξη ο Βαγγέλης με τον Τζίμη (πραγματικά ποτέ δεν έμαθα τι ακριβώς είχε γίνει) και αποχώρησε και ο Βαγγέλης. Συνεχίσαμε έτσι μέχρι και τον δίσκο Live στο Κύτταρο και μετά ο Τζίμης ξεκίνησε την σόλο πορεία του πιά σαν Τζίμης Πανούσης. Εγώ ήμουν εκεί μαζί του μέχρι το 2004.
Είχε αλλάξει κάτι; Πώς βιώσες την μετα -Ταξιαρχική εποχή;
Στην πραγματικότητα για μένα δεν άλλαξε τίποτα αφού το μεγαλύτερο κομμάτι της δουλειάς ανήκε στον Τζίμη, εγώ είχα κυρίως την επιμέλεια στο φτιάξιμο και στην ενορχήστρωση των τραγουδιών, οπότε συνεχίσαμε όπως πριν. Βέβαια μέχρι το 2004 μεσολάβησαν πολλά πράγματα, όπως τα προβλήματα υγείας του Τζίμη που τον ανάγκασαν να δουλεύει λιγότερο, να ασχολείται περισσότερο με τα γραπτά του και τις ραδιοφωνικές εκπομπές και να δίνει λιγότερο βάρος στην μουσική. Όλα αυτά τα χρόνια μαζί (γιατί μιλάμε για τα σπουδαιότερα και δημιουργικότερα χρόνια της ζωής μας) είχαμε μεταξύ μας άπειρες όμορφες στιγμές και ελάχιστες κακές.
Στο studio Libra με τον φίλο του από το Βέλγιο Τόλη Κετσελίδη (δεξιά) και τον Ζωρζ Πιλαλί (στη μέση)
Πότε άρχισε να γράφεις τραγούδια για άλλους και να συμμετέχεις σε δουλειές τους; Πώς ήταν αυτό;
Τραγούδια δεν έγραφα, μουσικές έγραφα πολλές, instrumental θέματα όπου δεν υπήρχε φωνή και το μέρος της μελωδίας το έπαιζε κάποιο όργανο. Όταν κάποια στιγμή άκουσε ο Άκης Γκολφίδης (φίλος και γνωστός από το Βέλγιο) κάποιες μουσικές, μού είπε “θέλω σε αυτές τις τρεις μουσικές να βάλουμε στίχο και να τα πει η Ελένη Δήμου”. Ανάμεσα σε αυτά ήταν το “Δεν με νοιάζει” και η “Γυναίκα κάτσε σήκω”. Ο δίσκος πήγε πολύ καλά και έγινε χρυσός. Έτσι ξεκίνησε η ιστορία μου ως συνθέτης. Μετά άρχισαν οι προτάσεις για συνεργασίες και με άλλους καλλιτέχνες (Κ.Γαρμπή, Σ.Αρβανίτη, Αλέξια κλπ), που πήγαν όλες πολύ καλά. Άλλωστε την εποχή τότε οι αμοιβές για να δώσεις τραγούδια σε κάποιον ήταν πολύ ψηλές και έτσι το συνέχισα για αρκετά χρόνια εξυπηρετώντας κυρίως τις ανάγκες μου για ταξίδια. Όταν διαπίστωσα ότι άρχισε να με επηρεάζει μουσικά το σταμάτησα. Οι συμμετοχές μου ως μουσικός περιορίζονταν στις ενορχηστρώσεις των τραγουδιών μου. Ζωντανά έπαιξα (παράλληλα με τον Τζίμη) για ένα χρόνο, μόνο με τον Στέφανο Κορκολή. Γνωριστήκαμε στο studio Libra όταν εγώ έγραφα κι έκανα την παραγωγή του δίσκου “Νερομπογιές” με την Αλέξια, και αυτός έγραφε τον δικό του δίσκο “Οι μέρες της φωτιάς”. Μια μέρα που είχα πάει πιο νωρίς τον παρακολουθούσα που έπαιζε και είχα πάθει πλάκα με την μουσικότητα του και την δεξιοτεχνία του. Μεγάλο ταλέντο. Ο παραγωγός του Βαγγέλης Γιαννόπουλος μου είπε “Ρε συ μιά και είσαι εδώ δεν μας παίζεις μια κιθάρα που θέλουμε σε ένα τραγούδι”. Αυτό ήταν, κατέληξα να παίξω σε όλο τον δίσκο τις κιθάρες (και στον επόμενο δίσκο του) και με χαρά συμφωνήσαμε να στήσουμε μία μπάντα για να υποστηρίξουμε live τον δίσκο.
Η παλιοπαρέα ξανάσμιξε επί σκηνής στο reunion των Μουσικών Ταξιαρχιών το Μάρτιο του 2015 στο «Κύτταρο»: Γιάννης Δρόλαπας, Δημήτρης Δασκαλοθανάσης, Τζίμης Πανούσης, Σπύρος Πάζιος
Πώς φθάσατε στο θρυλικό και ιστορικό reunion των Ταξιαρχιών; Πώς έπεσε η ιδέα, τι διάθεση υπήρχε, πώς συντονιστήκατε τόσα άτομα, πρώτη φορά χωρίς πρόζα μόνο τραγούδια, πώς το έζησες όλο αυτό;
Η ιδέα προφανώς ήταν του Τζίμη, για να προλάβουμε το Χάρο όπως λέγαμε, και μάλιστα και μετά τον χαμό του Βαγγέλη το επισπεύσαμε. Μετά από αρκετά χρόνια που είχαμε να βρεθούμε με τον Τζίμη έπρεπε πριν συμφωνήσουμε για το reunion να λύσουμε τις όποιες τυχόν παρεξηγήσεις και αναπάντητα ερωτήματα από την εποχή (2004) που αποχώρησα εγώ από το σχήμα. Είχα αποφασίσει μετά το 2014 όταν έπαθα έμφραγμα και την γλύτωσα στο πάρα πέντε να μην αφήνω πιά στις σχέσεις μου (αυτές που θεωρώ ότι αξίζουν) ούτε υπόλοιπα ούτε ερωτηματικά, αλλά να συζητάω για τα πάντα με ειλικρίνεια και να μην αφήνω τίποτε να με τρώει στο μέλλον, του τύπου γιατί δεν το είπα αυτό, γιατί δεν το ρώτησα κλπ. Έτσι λοιπόν και με τον Τζίμη το προηγούμενο βράδυ πριν την πρώτη πρόβα κάναμε μία τεράστια συζήτηση από τις 23.00 ως τις 4.00 το πρωί (συζήτηση που δεν είχε να κάνει ούτε με οικονομικά ούτε με διαδικαστικά, αλλά με τα συναισθηματικά) και αφού όπως είπε ο Τζίμης κάναμε την ψυχανάλυσή μας είμασταν έτοιμοι για να περάσουμε ΚΑΛΑ στο reunion, που για μένα προσωπικά ήταν ο μόνος λόγος για να το κάνω. Στην ουσία κάναμε δύο πρόβες και αυτές με πολλές διακοπές αφού πάντα θυμόμαστε πράγματα που είχαμε ζήσει τότε όλοι μαζί και συζητούσαμε και γελάγαμε παρά παίζαμε. Το απίστευτο ήταν ότι ξαφνικά σαν να γύρισε ο χρόνος πίσω και όταν ξεκινήσαμε να παίζουμε ήταν σαν να μην πέρασε μια μέρα από τότε. Η συνεννόηση στην σκηνή γινόταν αυτόματα χωρίς κουβέντες και όλα ήταν όπως παλιά. Ήταν πολύ συγκινητικό να βλέπεις στοιβαγμένους όλους αυτούς τους συνομήλικους αλλά και μικρότερους ανθρώπους με τα παιδιά τους τώρα πιά, να χορεύουνε, να τραγουδάνε όλα τα τραγούδια και να το διασκεδάζουν τόσο πολύ. Αυτός ήταν και ο λόγος που συζητώντας με τον Γιάννη Δρόλαπα κάποια στιγμή μετά και την απώλεια του Τζιμάκου, έπεσε η ιδέα του να κάνουμε κάτι ώστε όλα αυτά τα νέα παιδιά να έχουν την δυνατότητα να μάθουν από πρώτο χέρι την ιστορία των Μουσικών Ταξιαρχιών. Έτσι μου ήρθε η ιδέα της δημιουργίας ενός δίσκου των Μ.Ταξιαρχιών (με εμάς τους τρείς που απομείναμε, τον Γ.Δρόλαπα, τον Δ.Δασκαλοθανάση κι εμένα) με ανέκδοτα και αδισκογράφητα τραγούδια του ξεκινήματος του γκρουπ μέχρι τον πρώτο δίσκο, που θα συνοδευόταν από ένα στικάκι με ανέκδοτες φωτογραφίες, ανέκδοτα βίντεο της εποχής και αφηγήσεις δικές μας αλλά και ανθρώπων που ήταν κοντά μας τότε. Για λόγους αδειοδότησης δεν προχώρησε ποτέ αυτή η δουλειά, αντ’αυτού μετά από πίεση φίλων ξεκίνησε η δημιουργία του προσωπικού μου δίσκου.
Σπύρος Πάζιος – Γιάννης Δρόλαπας, δύο αχώριστοι φίλοι
Η φυσική καταστροφή σας έφερε κοντά με τον Γιάννη Δρόλαπα και μένατε μαζί. Προέκυψε κάτι καλλιτεχνικά, νέο υλικό;
Με τον Γιάννη πάντα είχαμε άριστη σχέση και φιλική και επαγγελματική. Όταν παίζαμε μαζί, πάντα χωρίς πολλές κουβέντες μοιράζαμε τα μέρη του καθενός με γνώμονα ποιός θα υπηρετήσει καλύτερα το τραγούδι και όχι ποιός θα παίξει περισσότερο σόλο και θα φανεί πιό πολύ. Ο Γιάννης παίζει με το δικό του μοναδικό στυλ το σόλο π.χ στην διασκευή του τραγουδιού “Τεκές”, που αν το έπαιζα εγώ θα ήταν στην καλύτερη περίπτωση γελοίο. Στις τελευταίες πυρκαγιές (παρεμπιπτόντως το σπίτι του έχει καεί άλλες δύο φορές) επειδή κινδύνευε πολύ και δεν μπορούσε να μείνει εκεί του είπα να έρθει να μείνει κάποιες μέρες σε μένα μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα. Ευτυχώς αυτή τη φορά δεν είχε μεγάλες απώλειες, το σπίτι την γλύτωσε, όχι όμως και ο κήπος. Περάσαμε τέλεια, θυμηθήκαμε ιστορίες από τα παλιά και όταν αποφάσισα να προχωρήσω στην δημιουργία του δικού μου δίσκου ο Γιάννης ήταν ο πρώτος που με βοήθησε και δέχτηκε να συμμετέχει. Το διάστημα που έμεινε μαζί μου ήταν τόσο κρίσιμα τα πράγματα με τις φωτιές στο σπίτι του που δεν κάναμε καλλιτεχνικές και επαγγελματικές συζητήσεις. Άλλωστε με τον Γιάννη όποτε βρισκόμαστε προτιμάμε να συζητάμε άσχετα πράγματα από την μουσική.
Τι έμεινε από όλο αυτό που έζησες σε μια εποχή που κάναμε όνειρα στα 80s ακούγοντας εμείς Ταξιαρχίες κι εσείς κάνατε μια καλλιτεχνική υπέρβαση που έγραψε ιστορία;
Τότε προσωπικά εγώ, δεν θεωρούσα ποτέ ότι κάναμε κάτι σπουδαίο η ότι γράφαμε ιστορία. Για μένα η μουσική ήταν πάντα διασκέδαση, ήθελα να περνάω καλά παίζοντας, αν δεν περνούσα καλά προτιμούσα να σταματήσω. Δεν σκεφτόμουνα κάτι άλλο. Κάποιοι φίλοι που ήρθαν στο reunion στο Κύτταρο μου είπαν “εσύ δεν μπορείς να το καταλάβεις, αλλά για εμάς ήταν τόσο σημαντικό αυτό που κάνατε τότε”. Αισθάνομαι πολύ τυχερός που μου έτυχαν στην ζωή μου όλοι αυτοί οι ταλαντούχοι άνθρωποι με τους οποίους συνεργάστηκα και περάσαμε τόσα χρόνια της ζωής μας μαζί. Νομίζω ότι δυστυχώς με την αναχώρηση του Τζιμάκου μένει ένα τεράστιο κενό που δεν νομίζω να αναπληρωθεί ποτέ. Ο προφήτης γερο-Τζίμ όπως τον έλεγα εγώ, δικαιώνεται και θα δικαιώνεται για πάντα.
Ο Σπύρος Πάζιος με τον Τζίμη Πανούση στο Λονδίνο ψωνίζουν μουσικά όργανα για την παράσταση “Με λένε Πόπη”.
Μια αποτίμηση για το Ελληνικό Rock όπως το έζησες από μέσα τόσα χρόνια…
Με λίγες λέξεις “τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου”. Υπήρξαν τόσα μεγάλα ταλέντα τότε και μουσικοί και τραγουδοποιοί που άνετα οι περισσότεροι θα έκαναν καριέρα στο εξωτερικό. Δυστυχώς για όλους στην χώρα μας δεν υπήρχε ούτε υπάρχει μετά από τόσα χρόνια καμία αναγνώριση η μέριμνα για τους μουσικούς. Οι ευκαιρίες σ’ αυτή τη χώρα που ζούμε για τους καλλιτέχνες είναι ελάχιστες και για να προχωρήσει κάποιος πρέπει η να συνταχθεί με την εκάστοτε κυβέρνηση η κόμμα, έτσι ώστε να έχει πρόσβαση στα κρατικά μέσα (εκπομπές στην τηλεόραση, ραδιόφωνο κλπ) ή να κλείνει συναυλίες με τους δήμους. Η δουλειά πιά του μουσικού δεν υπάρχει, με ένα μεροκάματο την εβδομάδα δεν ζει κανείς. Θλίβομαι που οι περισσότεροι μουσικοί με 40+ χρόνια υπηρεσίας φτάνουν στο σημείο να παρακαλάνε για μία σύνταξη της πείνας των 500 ευρώ. Μπράβο σε όλα τα νέα παιδιά που ακόμα προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανό το Ελληνικό Ροκ στην σημερινή του μορφή. Don’t give up
Ο Σπύρος Πάζιος στο “Gagarin 205” στην μουσική παράσταση του Τζίμη Πανούση με τις Μουσικές Ταξιαρχίες “MasturNation Hellass” τέλη του 2015.