Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ
Γραμμένο απόv.psychogiosεπί 27/10/2023
Οι Αιγύπτιοι διασχίζουν τη Διώρυγα του Σουέζ, εισβάλλοντας στη Χερσόνησο του Σινά
Από το el.wikipedia.org
Ο Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ, ή αλλιώς Δ’ Αραβοϊσραηλινός Πόλεμος, που έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 1973, ήταν ο τελευταίος της σειράς των αραβοϊσραηλινών πολέμων, εξαιρουμένων των εισβολών στον Λίβανο το 1982 και το 2006 και των εισβολών σε παλαιστινιακά εδάφη, όπως στη Γάζα το 2008 και το 2014.
Γιομ Κιπούρ ονομάζεται η ισραηλινή εορτή του Εξιλασμού.
Η πολυσήμαντη αυτή πολεμική σύρραξη διεξήχθη από τις 6 έως τις 26 Οκτωβρίου 1973, από έναν συνασπισμό αραβικών κρατών, υπό την ηγεσία της Αιγύπτου και της Συρίας, εναντίον του Ισραήλ. Ο πόλεμος ξεκίνησε από μια αιφνιδιαστική κοινή επίθεση της Συρίας και της Αιγύπτου τη μέρα του Γιομ Κιπούρ, της μεγαλύτερης εβραϊκής εορτής. Η Αίγυπτος και η Συρία πέρασαν τις γραμμές κατάπαυσης του πυρός στο Σινά στον Νότο και τα Υψώματα του Γκολάν στον Βορρά, εδάφη που αμφότερα κατέχονταν από το Ισραήλ από το 1967 και τον Πόλεμο των Έξι Ημερών. Η σύγκρουση είχε όλα τα στοιχεία μιας σοβαρής διεθνούς κρίσης και ολοκληρώθηκε με μια έμμεση σύγκρουση των δύο πυρηνικών υπερδυνάμεων, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, οι οποίες εφοδίασαν σε μεγάλη κλίμακα τους εμπόλεμους συμμάχους τους.
Οι Αιγύπτιοι και οι Σύριοι προήλασαν στις πρώτες 24-48 ώρες, μετά τις οποίες όμως η πλάστιγγα άρχισε να γέρνει υπέρ του Ισραήλ. Ως τη δεύτερη εβδομάδα του πολέμου, οι Σύριοι απωθήθηκαν από τα Υψώματα Γκολάν. Στο Σινά προς τον Νότο, οι Ισραηλινοί χτύπησαν ως σφήνα στη γραμμή ανάμεσα στις δύο επιτιθέμενες αιγυπτιακές στρατιές, διέσχισαν τη Διώρυγα του Σουέζ (όπου βρισκόταν η παλιά γραμμή κατάπαυσης του πυρός του ’67), αποκόπτοντας την αιγυπτιακή Τρίτη Στρατιά ακριβώς μόλις ενεργοποιήθηκε η κατάπαυση του πυρός από τα Ηνωμένα Έθνη.
Ο πόλεμος είχε τεράστιες συνέπειες σε όλο τον κόσμο. Ο αραβικός κόσμος, ο οποίος είχε ταπεινωθεί από τη συντριπτική ήττα στον Πόλεμο των Έξι Ημερών, ένιωσε ψυχολογικά δικαιωμένος από τη σειρά των νικών στην αρχή της σύγκρουσης. Αυτή η δικαίωση έστρωσε τον δρόμο για την ειρηνευτική διαδικασία που ακολούθησε, όπως και φιλελευθεροποιήσεις στην πολιτική της “infitah” («ανοιχτής πόρτας») από την Αίγυπτο. Οι Συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ, που ήρθαν λίγο αργότερα, οδήγησαν σε ομαλοποίηση των σχέσεων μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ – η πρώτη φορά που ένα αραβικό κράτος αναγνώρισε το ισραηλινό κράτος. Η Αίγυπτος, που είχε ήδη αρχίσει να απομακρύνεται από τη Σοβιετική Ένωση, απεκόπη της σοβιετικής σφαίρας επιρροής ολοκληρωτικά.
Ο πόλεμος τελείωσε με στρατιωτική νίκη του Ισραήλ, που ακολουθήθηκε από μακροσκελείς διαπραγματεύσεις, καταλήγοντας στο Συνέδριο της Γενεύης. Η Συνθήκη Ειρήνης υπογράφηκε τον Μάιο του 1974. Το Ισραήλ εξαρχής επιθυμούσε ειρήνη γι’ αυτό και συμφώνησε σε υποχωρήσεις.
Πριν τη σύρραξη
Μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών, το Ισραήλ εκτός από τις εκτάσεις που είχε καταλάβει, όπως η Χερσόνησος του Σινά (Αίγυπτος) και όλα τα εδάφη της Ιορδανίας δυτικά του ποταμού Ιορδάνη (Δυτική Όχθη), απέκτησε και αρκετά διπλωματικά όπλα, τα οποία χρησιμοποίησε για να ισχυροποιήσει περαιτέρω τη θέση του στην περιοχή. Η στάση αυτή υπήρξε ομολογουμένως σκληρή, καθώς η τότε πρωθυπουργός του Ισραήλ Γκόλντα Μεΐρ, αρνείτο συστηματικά ικανοποιητικές παραχωρήσεις προς τα αραβικά κράτη. Επιπλέον, ο πρωθυπουργός της Αιγύπτου, Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ, μετά την ανάκληση της παραίτησής του, υιοθέτησε υπό τη νέα υφιστάμενη κατάσταση ιδιαίτερα σκληρή στάση, η οποία έγινε γνωστή ως πολιτική των Τριών Όχι (όχι στην αναγνώριση του Ισραήλ, στις διαπραγματεύσεις με αυτό και στην ειρήνη).
Ο Νάσερ άρχισε ένα εντατικό εξοπλιστικό πρόγραμμα, κατά το οποίο αναπληρώθηκε όλο το στρατιωτικό υλικό που χάθηκε στον Πόλεμο των Έξι Ημερών του 1967 μέσα σε δύο χρόνια. Κύριος προμηθευτής αυτών των εξοπλισμών, με αντισταθμιστικά βεβαίως οφέλη ήταν η ΕΣΣΔ, η οποία και ενίσχυσε με επιπλέον 3.000 στρατιωτικούς συμβούλους το Κάιρο, ανεβάζοντας τον τότε αριθμό των Σοβιετικών στρατιωτικών στην Αίγυπτο στις 20.000. Τον Ιούλιο του ’69 εγκαινιάστηκε από τον Νάσερ ο Πόλεμος της Φθοράς, με την πρόκληση μικρής κλίμακας σποραδικών συγκρούσεων στην ανατολική όχθη της Διώρυγας του Σουέζ, σε αντιστάθμιση παρόμοιων δραστηριοτήτων των Ισραηλινών, επιβάρυνσης της ισραηλινής κοινωνίας λόγω της αδιάκοπης παρενόχλησης στα κατεχόμενα εδάφη και στην προσπάθεια διατήρησης στο αιγυπτιακό συλλογικό υποσυνείδητο του άσβεστου πόθου επανάκτησης του Σινά και της διατήρησης υψηλού φρονήματος γι΄αυτό τον σκοπό. Ωστόσο το σχέδιο αυτό εγκαταλείφθηκε με τον θάνατο του Νάσερ τον Σεπτέμβριο του 1970.
Ο μέχρι τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ανουάρ Σαντάτ, που ανέλαβε στη συνέχεια πρόεδρος της Αιγυπτιακής Δημοκρατίας, ακολούθησε τη γραμμή του Νάσερ με μια πιο συντηρητική όμως πολιτική. Τον Ιανουάριο του 1971, ο μεσολαβητής του ΟΗΕ στην περιοχή, Γκούναρ Γιάρινγκ, σε συνεννόηση με την κυβέρνηση Νίξον και τον Χένρυ Κίσινγκερ, ζήτησε υποχωρήσεις και από τις δύο πλευρές. Τον Φεβρουάριο, ο Ανουάρ Σαντάτ, μετά από αμερικανικές υποσχέσεις οικονομικής βοήθειας έδωσε το πρώτο αιγυπτιακό “ναι” σε διαπραγματεύσεις. Από το Ισραήλ η Γκόλντα Μεΐρ, έδωσε αρνητική απάντηση, κατηγορώντας τον Γιάρινγκ και τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ, Ου Θαντ, ότι απαιτούσε την αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων από τις νεοκατεχόμενες περιοχές, στην προ του ’67 εποχή.
Στα χρόνια που ακολούθησαν τον πόλεμο του ’67, το Ισραήλ ανήγειρε οχυρωματικές γραμμές και στο Σινά και στα Υψώματα Γκολάν. Το 1971 το Ισραήλ ξόδεψε 500 εκατομμύρια δολάρια οχυρώνοντας τις θέσεις του στη Διώρυγα του Σουέζ, μια αλυσίδα οχυρώσεων και γιγαντιαίων αναχωμάτων γνωστή ως Γραμμή Μπαρ-Λεβ, η οποία ονομάστηκε έτσι από τον Ισραηλινό στρατηγό Χαΐμ Μπαρ-Λεβ, τότε Αρχηγό ΓΕΕΘΑ του Ισραήλ, ο οποίος και τη σχεδίασε.
Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τον Χαΐμ Χέρτσογκ:
«Στις 19 Ιουνίου 1967, η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Ισραήλ ψήφισε ομόφωνα την επιστροφή του Σινά στην Αίγυπτο και των Υψωμάτων Γκολάν στη Συρία, ως αντάλλαγμα για ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις. Τα Γκολάν θα αποστρατικοποιούνταν και θα γινόταν διαπραγμάτευση ειδικού διακανονισμού για τα Στενά του Τιράν. Η κυβέρνηση αποφάσισε επίσης να ανοίξει δίαυλο διαπραγματεύσεων με τον βασιλιά Χουσεΐν της Ιορδανίας σχετικώς με το ανατολικό σύνορο».
Η ισραηλινή απόφαση θα μεταβιβαζόταν στα αραβικά κράτη από την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ πληροφορήθηκαν την απόφαση του Ισραήλ να κάνει αυτήν την πρόταση, όχι όμως και ότι θα τη μεταβίβαζαν εκείνοι. Δεν υπάρχει απόδειξη πως η απόφαση αυτή μεταβιβάστηκε στην Αίγυπτο και τη Συρία, οι οποίες δεν απάντησαν ποτέ. Η απόφαση αυτή κρατήθηκε ένα καλά κρυμμένο μυστικό μέσα στους κύκλους της ισραηλινής κυβέρνησης και αποσύρθηκε τον Οκτώβριο του 1967.
Ο Ανουάρ Σαντάτ ήλπιζε πως αν επέφερε έστω και ένα περιορισμένο πλήγμα στους Ισραηλινούς, το υπάρχουν καθεστώς πραγμάτων θα μπορούσε να αλλάξει. Ο Χάφεζ Αλ Άσαντ, κεφαλή της Συρίας, είχε διαφορετική άποψη. Ενδιαφερόταν ελάχιστα για διαπραγματεύσεις και ένιωθε πως η ανακατάληψη των Υψωμάτων Γκολάν θα έπρεπε να είναι αποτέλεσμα καθαρά στρατιωτικής ενέργειας. Αμέσως μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών, ο Άσαντ είχε ξεκινήσει μια τεράστια διαδικασία σταδιακής στρατιωτικής ανασυγκρότησης, φιλοδοξώντας να κάνει τη Συρία τη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη στα αραβικά κράτη. Ο Άσαντ πίστευε πως, με τη βοήθεια της Αιγύπτου, ο ισχυροποιημένος του στρατός θα μπορούσε να νικήσει αποφασιστικά το Ισραήλ και να εξασφαλίσει έτσι για τη χώρα του τον ηγετικό ρόλο στην περιοχή. Ο Άσαντ ήθελε να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις μόνο μετά την ανακατάληψη των Υψωμάτων Γκολάν διά της βίας, ώστε το Ισραήλ, αποδυναμωμένο και ταπεινωμένο από αυτήν την απώλεια, να αναγκαστεί να αφήσει τη Δυτική Όχθη, τη Λωρίδα της Γάζας, και να κάνει γενικώς μεγάλες παραχωρήσεις.
Ο Σαντάτ ήθελε επίσης τον πόλεμο και εξαιτίας της εσωτερικής κατάστασης στη χώρα του. «Στα τρία χρόνια αφότου πήρε το αξίωμα του ο Σαντάτ… ήταν από πλευράς ηθικού τα χαμηλότερα στην αιγυπτιακή ιστορία… Μια αποξηραμένη οικονομία προστέθηκε στην απελπισία του έθνους. Ο πόλεμος ήταν επιλογή απελπισίας». Στη βιογραφία του για τον Σαντάτ, ο ιστορικός Ραφαέλ Ισραέλι υποστηρίζει πως ο Σαντάτ ένιωθε ότι η ρίζα του προβλήματος βρισκόταν στη μεγάλη ντροπή του “Πολέμου των Έξι Ημερών” του ΄67, και πριν να γίνουν οποιεσδήποτε μεταρρυθμίσεις, ένιωθε πως υπήρχε επιτακτική ανάγκη ξεπλύματος της ντροπής, που είχε κλονίσει συθέμελα τη ζωτικότητα, το αίσθημα τιμής και την αυτοπεποίθηση του λαού του. Η οικονομία της Αιγύπτου παρέπαιε, αλλά ο Σαντάτ ήξερε πως οι βαθιές μεταρρυθμίσεις που ήταν απόλυτα αναγκαίες θα ήταν βαθιά αντιδημοφιλείς σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Μια στρατιωτική νίκη θα του έδινε τη δημοτικότητα που χρειαζόταν για να κάνει τις αλλαγές, ενώ παράλληλα θα ένωνε το έθνος δημιουργώντας υπόστρωμα συλλογικότητας, αναγκαίας κάθε ιστορικής προόδου και συλλογικής δραστηριότητας. Μια μερίδα του αιγυπτιακού πληθυσμού, κυρίως οι φοιτητές που πραγματοποιούσαν ευρείες διαδηλώσεις, ήθελαν σφοδρά έναν πόλεμο για να ξαναπάρουν το Σινά και να κατανικήσουν τα σύνδρομα οργής και ταπείνωσης, που εύλογα τους διακατείχαν, έναντι των νικητών εχθρών Ισραηλινών, ενώ υπήρχε μεγάλη δυσαρέσκεια επειδή ο Σαντάτ δεν τον πραγματοποίησε στα πρώτα τρία του χρόνια ως πρόεδρος της χώρας.
Τα άλλα αραβικά κράτη ήταν πολύ πιο απρόθυμα για να δεσμευτούν απόλυτα σε ένα νέο πόλεμο. Ο βασιλιάς Χουσεΐν της Ιορδανίας φοβόταν ακόμα μια μεγάλη απώλεια της επικράτειάς του, όπως έγινε στον Πόλεμο των Έξι Ημερών, στον οποίο η Ιορδανία έχασε το μισό της πληθυσμό, που κατοικούσε στην απωλεσθείσα Δυτική Όχθη του Ιορδάνη. Ο Σαντάτ επίσης υποστήριζε τις εδαφικές διεκδικήσεις της ΟΑΠ (Δυτική Όχθη και Λωρίδα της Γάζας) και υποσχέθηκε στον αρχηγό της, τον Γιάσερ Αραφάτ, πως θα έδινε τις περιοχές αυτές στην οργάνωσή του σε περίπτωση νικηφόρου πολέμου. Ο Χουσεΐν έβλεπε ακόμα τη Δυτική Όχθη ως μέρος της Ιορδανίας, και την ήθελε για να αποκατασταθεί το βασίλειό του. Ακόμα περισσότερο, στη διάρκεια της κρίσης του “Μαύρου Σεπτέμβρη” το 1970, ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος μεταξύ της ΟΑΠ και της ιορδανικής κυβέρνησης. Σ’ εκείνον τον πόλεμο, η Συρία είχε παρέμβει στρατιωτικά στο πλευρό της ΟΑΠ, και οι σχέσεις Άσαντ και Χουσεΐν σχεδόν τερματίστηκαν.
Το Ιράκ και η Συρία επίσης είχαν τεταμένες σχέσεις, και οι Ιρακινοί αρνήθηκαν να ενταχθούν στην αρχική επίθεση. Ο Λίβανος, που είχε στα νότια κοινά σύνορα με το Ισραήλ, δεν ήταν αναμενόμενο να ενταχθεί στην αραβική πολεμική προσπάθεια, εξαιτίας του μικρού του στρατού και της ήδη φανερής αστάθειάς του στο εσωτερικό της χώρας, λόγω της πολυφυλετικότητας και πολυθρησκευτικότητάς του. Τους μήνες πριν τον πόλεμο, ο Σαντάτ ανέλαβε μια διπλωματική επίθεση σε μια προσπάθεια να κερδίσει υποστήριξη για την επερχόμενη σύγκρουση. Μέχρι το φθινόπωρο του 1973, διεκδίκησε την υποστήριξη περισσότερων από εκατό κρατών. Αυτά ήταν κυρίως από τις χώρες του Αραβικού Συνδέσμου, του Κινήματος των Αδεσμεύτων, και του Οργανισμού της Αφρικανικής Ενότητας. Ο Σαντάτ είχε δουλέψει επίσης για να κερδίσει εύνοια στην Ευρώπη και είχε κάποια επιτυχία πριν από τον πόλεμο. Η Βρετανία και η Γαλλία για πρώτη φορά πήραν το μέρος των αραβικών δυνάμεων εναντίον του Ισραήλ στο Συμβούλιο Ασφάλειας του ΟΗΕ.
Τα γεγονότα που οδήγησαν στον πόλεμο
Ο Ανουάρ Σαντάτ το 1972 δήλωσε δημόσια πως η Αίγυπτος ήταν δεσμευμένη να πάει σε πόλεμο με το Ισραήλ, και πως ήταν προετοιμασμένος να «θυσιάσει ένα εκατομμύριο Αιγύπτιους στρατιώτες». Από το τέλος του 1972, η Αίγυπτος ξεκίνησε μια μεθοδική προσπάθεια να επαυξήσει σταδιακά τις δυνάμεις της, παραλαμβάνοντας αεριωθούμενα μαχητικά MiG-21, σοβιετικούς αντιαεροπορικούς πυραύλους SA-2, SA-3, SA-6 και SA-7, σοβιετικά τεθωρακισμένα άρματα μάχης T-55 και T-62, αντιαρματικά RPG-7, καθώς και τους αντιαρματικούς κατευθυνόμενους πυραύλους AT-3 Sagger από τη Σοβιετική Ένωση, βελτιώνοντας και τις στρατιωτικές της τακτικές, βασισμένες σε σοβιετικά δόγματα για το πεδίο της μάχης. Οι στρατηγοί που είχαν μεγάλο μέρος της ευθύνης για την πανωλεθρία του 1967, αντικαταστάθηκαν με ικανότερους.
Ο ρόλος των υπερδυνάμεων επίσης, ήταν ένας βασικός παράγοντας στην έκβαση των δύο πολέμων. Η πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης ήταν μια από τις αιτίες της στρατιωτικής αδυναμίας της Αιγύπτου. Ο Νάσερ μπορούσε να πάρει το υλικό για αντιαεροπορική πυραυλική άμυνα μόνο αφότου πήγαινε στη Μόσχα και εκλιπαρούσε τους ηγέτες του Κρεμλίνου. Ο Σαντάτ τους είπε πως αν δεν του δίνονταν οι προμήθειες και τελευταίας τεχνολογίας πολεμικό υλικό, έπρεπε να γυρίσει στην Αίγυπτο και να πει στον αιγυπτιακό λαό πως η Μόσχα τον εγκατέλειψε, και μετά έπρεπε να παραδώσει την εξουσία σε έναν από τους ισότιμούς του, που θα μπορούσε να συνδιαλλαγεί με τους Αμερικανούς. Οι Αμερικάνοι μετά απ’ αυτό θα είχαν το πάνω χέρι στην περιοχή, κάτι που η Μόσχα δεν εδύνατο να επιτρέψει.
Ένας από τους κρυφούς στόχους της Αιγύπτου στον “Πόλεμο της Φθοράς” ήταν να αναγκάσει τη Σοβιετική Ένωση να προμηθεύσει την Αίγυπτο με πιο εξελιγμένα όπλα και πολεμικό υλικό. Η Αίγυπτος ένιωθε πως ο μόνος τρόπος για να πείσει τους Σοβιετικούς ηγέτες για την ανεπάρκεια σχεδόν του συνόλου του αεροπορικού και αντιαεροπορικού οπλικού υλικού που της είχαν δώσει μετά το 1967, ήταν να δοκιμάσει τα σοβιετικά όπλα εναντίον του ανεπτυγμένου οπλικού συνόλου των ΗΠΑ, τον οποίο κατείχε το Ισραήλ.
Η πολιτική του Νάσερ μετά την ήττα του 1967 συγκρούστηκε μ’ αυτήν της Σοβιετικής Ένωσης. Οι Σοβιετικοί ήθελαν να αποφύγουν μια νέα σύγκρουση μεταξύ των Αράβων και των Ισραηλινών, έτσι ώστε να μη συρθούν σε αντιπαράθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η πραγματικότητα της κατάστασης έγινε προφανής όταν οι υπερδυνάμεις συναντήθηκαν στο Όσλο και συμφώνησαν στη διατήρηση του στάτους κβο. Αυτό ήταν απαράδεκτο για τους Αιγύπτιους ηγέτες, και όταν ανακαλύφθηκε πως οι αιγυπτιακές προετοιμασίες για το πέρασμα της Διώρυγας του Σουέζ διέρρευσαν, έγινε επιβεβλημένη η απομάκρυνση των Σοβιετικών από την Αίγυπτο. Τον Ιούλιο του 1972, ο Σαντάτ έδιωξε σχεδόν όλους εκ του συνόλου των 20.000 Σοβιετικών στρατιωτικούς συμβούλους στη χώρα και αναπροσανατόλισε την εξωτερική πολιτική με πιο ευνοϊκή στάση έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι Σύριοι παραταύτα έμειναν κοντά στη Σοβιετική Ένωση.
Οι Σοβιετικοί είχαν την πίστη πως οι πιθανότητες του Σαντάτ σε έναν πόλεμο θα ήταν λίγες. Προειδοποίησαν πως κάθε προσπάθεια να περάσουν τη βαριά οχυρωμένη και φρουρούμενη Διώρυγα του Σουέζ, θα προκαλούσε τεράστιες απώλειες. Οι Σοβιετικοί, που επιζητούσαν τη διπλωματική αποκλιμάκωση, δεν είχαν συμφέρον να δουν αποσταθεροποιημένη τη Μέση Ανατολή. Σε μια συνάντησή του τον Ιούνιο του 1973 με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον, ο Σοβιετικός ηγέτης Λεονίντ Μπρέζνιεφ είχε προτείνει την υποχώρηση του Ισραήλ στα σύνορα του 1967 (πριν τον τότε πόλεμο). Ο Μπρέζνιεφ είπε πως αν δεν το έκανε το Ισραήλ, «θα δυσκολευτούμε να κρατήσουμε την ανάφλεξη της στρατιωτικής κατάστασης» – μια ένδειξη πως η Σοβιετική Ένωση δεν εδύνατο να συγκρατήσει τον Σαντάτ και να ανασχέσει τα σχέδιά του.
Σε μια συνέντευξή του που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Νιούζγουικ” (9 Απριλίου 1973), ο πρόεδρος Σαντάτ απείλησε ξανά με πόλεμο το Ισραήλ. Πολλές φορές κατά το 1973, οι αραβικές δυνάμεις πραγματοποιούσαν μεγάλης κλίμακας ασκήσεις που αυτομάτως έθεταν τον στρατό του Ισραήλ στο υψηλότερο επίπεδο συναγερμού, μόνο και μόνο για να ανακληθούν λίγες μέρες αργότερα. Η ισραηλινή ηγεσία πίστευε τότε πως αν γινόταν μια επίθεση, η Ισραηλινή Αεροπορία θα μπορούσε να την αποκρούσει, καταστρέφοντας τόσο τα εναέρια όσο και στη συνέχεια τα επίγεια μέσα του εχθρού.
Σχεδόν ένα ολόκληρο χρόνο πριν τον πόλεμο, σε σύσκεψη στις 24 Οκτωβρίου 1972 με το Ανώτατο Συμβούλιο των Ενόπλων Δυνάμεων, ο Σαντάτ διακήρυξε την πρόθεσή του να πάει σε πόλεμο με το Ισραήλ, ακόμα και χωρίς την κατάλληλη σοβιετική υποστήριξη. Ο σχεδιασμός είχε ήδη αρχίσει από το 1971 και ολοκληρώθηκε σε απόλυτη μυστικότητα – ακόμα και οι ανώτεροι αξιωματικοί δεν εγνώριζαν τα πολεμικά σχέδια, σχεδόν έως την τελευταία εβδομάδα πριν την επίθεση, ενώ οι στρατιώτες έμαθαν για την επίθεση ελάχιστες ώρες πριν γίνει. Το σχέδιο διπλής επίθεσης εναντίον του Ισραήλ, από κοινού με τη Συρία, πήρε το κωδικό όνομα “Επιχείρηση Μπαντρ” (Badr,, η αραβική λέξη για την “πανσέληνο”), από την ιστορική για το Ισλάμ Μάχη του Μπαντρ, στην οποία οι μουσουλμάνοι, με αρχηγό τον Προφήτη Μωάμεθ νίκησαν τη φυλή των Κουραϊσιτών της Μέκκας το 624 μ.Χ.
Η προετοιμασία για την αιφνιδιαστική επίθεση
Το Τμήμα Ερευνών της Διεύθυνσης Στρατιωτικής Αντικατασκοπίας των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων (εν συντομία “Aman”) ήταν υπεύθυνο για τη σχηματοποίηση της ισραηλινής αντικατασκοπευτικής αποτίμησης. Οι αποτιμήσεις τους στην πιθανότητα της εισβολής ήταν βασισμένες σε διάφορες υποθέσεις. Αρχικώς έγινε, σωστά όπως αποδείχθηκε αργότερα, η υπόθεση πως η Συρία δεν έμπαινε σε πόλεμο αν δεν έμπαινε και η Αίγυπτος. Δεύτερον, το τμήμα έμαθε από υψηλόβαθμο Αιγύπτιο πληροφοριοδότη, πως η Αίγυπτος ήθελε να ξαναπάρει όλο το Σινά, αλλά δεn θα έμπαινε σε πόλεμο ώσπου να παραλάβει τα μαχητικά-βομβαρδιστικά MiG-23 για να εξουδετερώσει την Ισραηλινή Αεροπορία, και πυραύλους Scud για να χρησιμοποιηθούν εναντίον των ισραηλινών πόλεων, ώστε να εμποδίσουν ισραηλινές επιθέσεις εναντίον των αιγυπτιακών υποδομών. Από τη στιγμή που δεν πήραν τα MiG-23, και οι πύραυλοι Scud είχαν φτάσει στην Αίγυπτο μόνο από τη Βουλγαρία στα τέλη Αυγούστου και η εκπαίδευση των αιγυπτιακών επίγειων πληρωμάτων θα έπαιρνε τέσσερις μήνες, η Aman προέβλεψε πως ο πόλεμος με την Αίγυπτο δεν ήταν άμεσος. Αυτή η υπόθεση σχετικώς με τα στρατηγικά σχέδια της Αιγύπτου, γνωστή ως «το concept», προκαταλάμβανε σε μεγάλο βαθμό τη σκέψη του τμήματος και το οδήγησε να απορρίπτει άλλες πολεμικές προειδοποιήσεις. Αργότερα αποκαλύφθηκε σ’ ένα βιβλίο που εκδόθηκε από τον Ισραηλινό ιστορικό Ρόνι Μπρέγκμαν, με έδρα το Λονδίνο, πως ο πληροφοριοδότης (ή πιθανώς και διπλός πράκτορας) δεν ήταν άλλος από τον επιχειρηματία Ασράφ Μαρουάν, ισχυρό Αιγύπτιο οικονομικό και πολιτικό παράγοντα και γαμπρό του προέδρου Νάσερ (όταν ο επιχειρηματίας πέθανε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες το 2007 στο Λονδίνο, παρασημοφορήθηκε και από την αιγυπτιακή, και από την ισραηλινή κυβέρνηση, που αμφότερες δήλωσαν πως πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες στις χώρες τους, οι οποίες όμως, για «ειδικούς λόγους», έπρεπε να μείνουν απόρρητες).
Οι Αιγύπτιοι έκαναν πάρα πολλά για να προάγουν αυτή την παρανόηση. Και οι Ισραηλινοί και οι Αμερικανοί πίστευαν πως η έξωση των Σοβιετικών στρατιωτικών παρατηρητών είχε μειώσει σοβαρά την αποτελεσματικότητα του Αιγυπτιακού Στρατού. Οι Αιγύπτιοι εξασφάλιζαν την ύπαρξη ενός συνεχούς κύματος ψευδών πληροφοριών, πως υπήρχαν προβλήματα συντήρησης και έλλειψης προσωπικού για να λειτουργήσει τον πιο εξελιγμένο εξοπλισμό. Οι Αιγύπτιοι έκαναν επαναλαμβανόμενες παραπλανητικές αναφορές για έλλειψη ανταλλακτικών, οι οποίες έφτασαν στους Ισραηλινούς. Ο Σαντάτ είχε μπει σε μια πολιτική των άκρων εδώ και τόσο καιρό, που οι συνεχείς πολεμικές του απειλές είχαν κουράσει όλο τον κόσμο σε τέτοιο βαθμό, ώστε τις αγνοούσε. Τον Μάιο και τον Αύγουστο του 1973, ο αιγυπτιακός στρατός είχε ξεκινήσει ασκήσεις στα σύνορα και το αποτέλεσμα ήταν οι δύο επιστρατεύσεις που πραγματοποίησε ως απάντηση το Ισραήλ, να του στοιχίσουν περίπου 10 εκατομμύρια δολάρια.
Την εβδομάδα πριν το Γιομ Κιπούρ, ο Αιγυπτιακός Στρατός πραγματοποίησε εκπαιδευτική άσκηση διάρκειας μιας εβδομάδας δίπλα από τη Διώρυγα του Σουέζ. Η ισραηλινή αντικατασκοπεία, ανιχνεύοντας μεγάλες κινήσεις στρατευμάτων προς τη διώρυγα, τις εξέλαβε ως απλές εκπαιδευτικές ασκήσεις. Κινήσεις των συριακών στρατευμάτων προς τα σύνορα ήταν αινιγματικές, αλλά δεν συνιστούσαν απειλή, επειδή η Aman πίστευε πως δε μπορούσαν να επιτεθούν χωρίς την Αίγυπτο και η Αίγυπτος δεν θα έκανε επίθεση χωρίς να φτάσει το οπλικό υλικό που περίμενε. Στις 27 και στις 30 Σεπτεμβρίου, κλήθηκαν στον Αιγυπτιακό Στρατό δύο κλάσεις εφέδρων για να συμμετέχουν σ’ αυτές τις ασκήσεις. Δύο μέρες πριν την έκρηξη του πολέμου, στις 4 Οκτωβρίου, η αιγυπτιακή κυβέρνηση ανακοίνωσε δημόσια την αποστράτευση μέρους των εφέδρων που κλήθηκαν στις 27 Σεπτεμβρίου, για να αποκοιμίσουν τις ισραηλινές υποψίες. Αποστρατεύθηκαν 20.000 άνδρες, και ακολούθως κάποιοι απ’ αυτούς έφυγαν απευθείας για να πραγματοποιήσουν το ετήσιο προσκύνημα στη Μέκκα.
Ο προφανής λόγος για τον οποίο επιλέχθηκε η εβραϊκή γιορτή του “Γιομ Κιπούρ” («Εξιλασμός» στα Ελληνικά), για την εκδήλωση της αιφνιδιαστικής επίθεσης εναντίον του Ισραήλ, ήταν πως εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα, σε αντίθεση με κάθε άλλη εβραϊκή εορτή, τα πάντα στο Ισραήλ “νεκρώνουν”. Στο Γιομ Κιπούρ, την ιερότερη μέρα των Εβραίων, όχι μόνο οι θρησκευόμενοι, αλλά το σύνολο των Εβραίων νηστεύουν, αποφεύγουν κάθε χρήση φωτιάς, ηλεκτρικού, μηχανών, επικοινωνιών κτλ., και οι οδικές μεταφορές και Η γενικότερη κυκλοφορία σταματούν. Πολλοί στρατιώτες έπαιρναν άδεια για να γιορτάσουν στο σπίτι τους και το Ισραήλ ήταν σε μεγάλο βαθμό ευάλωτο, ειδικά με μεγάλο μέρος του στρατού ανενεργό. Ο πόλεμος επίσης συνέπιπτε με τον μουσουλμανικό μήνα του Ραμαζανιού, που σήμαινε πως οι περισσότεροι μουσουλμάνοι στρατιώτες νήστευαν κι αυτοί. Πολλοί άλλοι πιστεύουν πως η επίθεση τη μέρα του Γιομ Κιπούρ, όσο κι αν δεν είναι εύκολα πιστευτό, βοήθησε το Ισραήλ να κινητοποιήσει τους εφέδρους του από τα σπίτια και τις συναγωγές τους, επειδή η φύση της εορτής σήμαινε πως οι δρόμοι και οι επικοινωνίες ήταν ολάνοιχτες, και βοηθήθηκε η οργάνωση, επιστράτευση και άμεση προώθηση των στρατιωτών.
Παρά την άρνησή του να συμμετάσχει στην επίθεση, ο βασιλιάς Χουσεΐν της Ιορδανίας είχε συναντηθεί με τον Σαντάτ και τον Άσαντ στην Αλεξάνδρεια, δύο εβδομάδες προηγουμένως. Έχοντας υπόψη την αμοιβαία καχυποψία που επικρατούσε ανάμεσα στους Άραβες ηγέτες, μάλλον δεν του ειπώθηκαν συγκεκριμένα πολεμικά σχέδια. Είναι όμως πιθανόν πως ο Σαντάτ και ο Άσαντ είχαν εκφράσει την προοπτική τους για πόλεμο εναντίον του Ισραήλ με γενικούς όρους, για να εκμαιεύσουν την πιθανότητα να τους ακολουθήσει η Ιορδανία. Τη νύχτα της 25ης Σεπτεμβρίου, ο Χουσεΐν πήγε μυστικά στο Τελ Αβίβ για να προειδοποιήσει την Ισραηλινή πρωθυπουργό Γκόλντα Μεΐρ, πως επίκειται άμεση επίθεση από τη Συρία.
«“Θα πάνε σε πόλεμο χωρίς τους Αιγυπτίους;”, ρώτησε η κυρία Μεΐρ. Ο βασιλιάς είπε πως δεν το πιστεύει αυτό. “Πιστεύω πως εκείνοι (οι Αιγύπτιοι), θα συνεργαστούν”».
Προς έκπληξη, αυτή η προειδοποίηση έπεσε στο κενό. Η Aman κατέληξε πως ο Ιορδανός βασιλιάς δεν τους είπε κάτι που δεν το ήξεραν ήδη. «Έντεκα προειδοποιήσεις για πόλεμο πήρε το Ισραήλ τον Σεπτέμβριο από καλά πληροφορημένες πηγές. Αλλά ο Ζβι Ζαμίρ (ο αρχηγός της Μοσάντ) συνέχισε να επιμένει πως ο πόλεμος δεν ήταν στις επιλογές των Αράβων. Ακόμα και οι προειδοποιήσεις του Χουσεΐν δεν πέτυχαν να τον συνταράξουν». Αργότερα δήλωσε πως «Απλώς δε νιώθαμε πως ήταν ικανοί (για πόλεμο)». Αποδείχτηκε πως αυτό ήταν το μεγαλύτερο φιάσκο των περιβόητων για την υψηλή αποτελεσματικότητά τους, ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών.
Τελικά, ο Ζβι Ζαμίρ μετέβη προσωπικά στην Ευρώπη για να συναντηθεί με τον Ασράφ Μαρουάν, τα μεσάνυχτα της 5ης-6ης Οκτωβρίου 1973. Ο Μαρουάν τον πληροφόρησε πως επέκειτο άμεσα, από κοινού επίθεση Συρίας-Αιγύπτου, εναντίον του Ισραήλ. Αυτή η συγκεκριμένη προειδοποίηση, συνδυασμένη μ΄ ένα μεγάλο αριθμό άλλων προειδοποιήσεων, ώθησαν τελικά την ισραηλινή ανώτατη στρατιωτική διοίκηση να αναλάβει δράση. Λίγες ώρες πριν να αρχίσει η επίθεση, βγήκαν διαταγές για μερική κατάταξη των Ισραηλινών εφέδρων. Ειρωνικά, η κλήση των εφέδρων αποδείχτηκε ευκολότερη από το κανονικό, αφού σχεδόν όλοι οι στρατιώτες ήταν στις συναγωγές ή στα σπίτια τους για τη μεγάλη εβραϊκή γιορτή.
Οι Ισραηλινοί δεν πραγματοποιούν προληπτική επίθεση
Η ισραηλινή στρατηγική ήταν, για το μεγαλύτερο της μέρος, βασισμένη στη γενική αρχή πως αν ο πόλεμος ήταν άμεσα επικείμενος, το Ισραήλ θα εξαπέλυε ένα προληπτικό χτύπημα. Είχε υπολογιστεί πως οι υπηρεσίες αντικατασκοπίας του Ισραήλ θα έδιναν, στη χειρότερη περίπτωση, προειδοποίηση περίπου 48 ωρών πριν μια αραβική επίθεση.
Η Γκόλντα Μεΐρ, ο Μοσέ Νταγιάν, και ο Ισραηλινός στρατηγός και Αρχηγός ΓΕΕΘΑ Νταβίντ Ελαζάρ, συναντήθηκαν στις 8:05 το πρωινό του Γιομ Κιπούρ, έξι ώρες πριν να αρχίσει ο πόλεμος. Ο Νταγιάν άνοιξε τη συνάντηση υποστηρίζοντας πως ο πόλεμος δεν ήταν μια βεβαιότητα. Ο Ελαζάρ ακολούθως παρουσίασε τη διαφωνία του, υπερθεματίζοντας για προληπτική επίθεση εναντίον των συριακών αεροδρομίων νωρίς το μεσημέρι, εναντίον των συριακών πυραύλων στις 15:00, και εναντίον των συριακών κυρίως ενόπλων δυνάμεων στις 17:00. «Όταν ολοκληρώθηκαν οι παρουσιάσεις, η πρωθυπουργός κόμπιαζε για λίγα λεπτά αλλά μετά κατέληξε σε καθαρή απόφαση. Δεν θα γινόταν προληπτική επίθεση. Το Ισραήλ ίσως να χρειαζόταν αμερικανική βοήθεια σύντομα και θα ήταν επιβεβλημένο να μην κατηγορηθεί πως άρχισε τον πόλεμο. “Αν χτυπήσουμε πρώτοι, δεν θα πάρουμε βοήθεια από κανέναν”, είπε». Τα ευρωπαϊκά κράτη, υπό την απειλή εμπορικού μποϋκοτάζ και ενός αραβικού πετρελαϊκού εμπάργκο που θα εκτίναζε στα ύψη τις τιμές του πετρελαίου, είχαν σταματήσει να τροφοδοτούν το Ισραήλ με πολεμοφόδια. Συνεπώς, το Ισραήλ εξαρτάτο αποκλειστικώς από τις Ηνωμένες Πολιτείες για το στρατιωτικό του επανεφοδιασμό, και είχε καταστεί ιδιαιτέρως ευαίσθητο σε οτιδήποτε μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο αυτή τη σχέση. Αφότου η Μεΐρ πήρε την απόφαση της, πληροφόρησε τις Ηνωμένες Πολιτείες πως το Ισραήλ δεν σκόπευε να ενεργήσει πρώτο και ζήτησε όπως οι προσπάθειες των ΗΠΑ να κατευθυνθούν στην αποτροπή του πολέμου. Αργότερα έφτασε ένα μήνυμα από τον τότε (εβραϊκής καταγωγής) Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Χένρυ Κίσινγκερ, το οποίο έλεγε: «Μην ενεργήσετε πρώτοι». Την ίδια ώρα, ο Κίσινγκερ προέτρεψε τους Σοβιετικούς να χρησιμοποιήσουν την επιρροή τους για να αποτρέψουν τον πόλεμο, ήλθε σε επικοινωνία με την Αίγυπτο και της ανέφερε το μήνυμα του Ισραήλ πως δεν θα ενεργούσε πρώτο, και έστειλε μηνύματα σε άλλες αραβικές κυβερνήσεις για να στρατολογήσει τη βοήθειά τους στον σκοπό του μετριοπαθούς χειρισμού της καταστάσεως. Αυτές οι προσπάθειες έγιναν την τελευταία στιγμή και ήταν μάταιες. Σύμφωνα με τον Χένρυ Κίσινγκερ, αν το Ισραήλ χτυπούσε πρώτο, δε θα είχαν πάρει “ούτε νύχι”.
Ο Νταβίντ Ελαζάρ πρότεινε την κινητοποίηση ολόκληρης της Αεροπορίας και τεσσάρων τεθωρακισμένων μεραρχιών, συνολικά 100.000 με 120.000 άντρες, ενώ ο Νταγιάν ήταν υπέρ την κινητοποίησης της Αεροπορίας και δύο τεθωρακισμένων μεραρχιών, συνολικά περίπου 70.000 άντρες. Η Μεΐρ τάχθηκε υπέρ της πρότασης του Ελαζάρ, και ξεκίνησε η επιστράτευση.
Ο αιφνιδιασμός της 6ης Οκτωβρίου
Η επίθεση των Αιγυπτίων στο κανάλι του Σουέζ
Η νέα συνοριακή μεθόριος Αιγύπτου – Ισραήλ εκτεινόταν στα 145 χλμ., ενώ της Συρίας – Ισραήλ σε 64 χλμ. Μετά τον πόλεμο του ’67 οι Ισραηλινοί δημιούργησαν οχυρώματα στη διώρυγα του Σουέζ. Οι οχυρώσεις αυτές πήραν το όνομα “Γραμμή Μπαρ-Λεβ”, από τον ομώνυμο στρατηγό που την εμπνεύστηκε. Καθώς η Διώρυγα του Σουέζ αποτελούσε άριστη φυσική οχύρωση, λόγω των πλευρικών της αναχωμάτων, οι Ισραηλινοί έκαναν παράλληλα έργα εκβάθυνσης των αναχωμάτων, ενώ έχτιζαν περιμετρικά ένα τσιμεντένιο οχύρωμα κάθε 7-10 χλμ., με περίμετρο 300 μέτρα, προστατευμένα από συρματοπλέγματα και ναρκοθετημένες περιοχές. Η λάσπη και η άμμος που μαζεύονταν συσσωρεύονταν στην ανατολική όχθη, δημιουργώντας υψίπεδα ύψους 20 μέτρων και βάθους 10 μέτρων.
Οι αιγυπτιακές μονάδες δεν θα προωθούνταν πέρα από ένα ρηχό πέρασμα επειδή φοβούνταν να μην χάσουν την προστασία των πυραύλων τους εδάφους-αέρος, οι οποίοι βρίσκονταν στη δυτική πλευρά της διώρυγας. Στον Πόλεμο των Έξι Ημερών, η Ισραηλινή Αεροπορία είχε κυριολεκτικά κοπανήσει τις ανυπεράσπιστες αιγυπτιακές στρατιές. Η Αίγυπτος (και η Συρία) είχαν οχυρώσει βαριά την πλευρά τους στη γραμμή κατάπαυσης του πυρός με πυραύλους εδάφους-αέρος που τους έδωσε η Σοβιετική Ένωση, εναντίον των οποίων το Ισραήλ δεν είχε αποτελεσματικά αντίμετρα. Το Ισραήλ, που είχε επενδύσει πολλά στον αμυντικό του προϋπολογισμό δημιουργώντας την ισχυρότερη αεροπορική δύναμη στην περιοχή, θα έβλεπε την αεροπορία του να καθίσταται άχρηστη από την παρουσία των πυραύλων εδάφους-αέρος.
Προβλέποντας μια άμεση αντεπίθεση με τεθωρακισμένα από τις τρεις τεθωρακισμένες ταξιαρχίες πίσω από τη γραμμή Μπαρ-Λεβ, οι Αιγύπτιοι είχαν εξοπλίσει τη δύναμη επίθεσής τους με μεγάλους αριθμούς ατομικών αντιαρματικών όπλων – RPG (rocket propelled grenades, ρουκετοβόλα) και λιγότερους, αλλά πιο εξελιγμένους, κατευθυνόμενους πυραύλους Sagger, που αποδείχτηκαν καταστροφικοί για την πρώτη ισραηλινή αντεπίθεση με άρματα μάχης. Κάθε μια από τις πέντε μεραρχίες πεζικού που θα περνούσαν το κανάλι ήταν εξοπλισμένη με ρουκετοβόλα RPG-7 και χειροβομβίδες RPG-43, και ενισχύθηκαν από ένα αντιαρματικό τάγμα κατευθυνόμενων πυραύλων αφού δεν θα είχαν υποστήριξη για σχεδόν 12 ώρες. Το πρόβλημα της μεταφοράς αυτού του εξοπλισμού ξεπεράστηκε με τη χρήση των ανδρών σε ζευγάρια, που τραβούσαν δίτροχα κάρα. Αυτό αύξησε τη δυνατή ποσότητα για μεταφορά, καθώς δύο άνδρες κουβαλούσαν εξοπλισμό ανάλογο έξι ανδρών. Συνολικά μεταφέρθηκαν 336 τόνοι στη διώρυγα και πέρα, σε περίπου 2.240 κάρα. Επιπρόσθετα, οι Αιγύπτιοι είχαν κατασκευάσει χωριστές ράμπες στα σημεία διάβασης, με ύψος 21 μέτρα για να εκμηδενίσουν τις ισραηλινές ράμπες, να προσφέρουν πυρά κάλυψης για το πεζικό που θα πραγματοποιούσε την επίθεση, και να αντιπαρέλθουν τις πρώτες ισραηλινές τεθωρακισμένες αντεπιθέσεις. Η κλίμακα και η αποτελεσματικότητα της αιγυπτιακής στρατηγικής στην ανάπτυξη αυτών των αντιαρματικών όπλων ταίριαξε με την αδυναμία των Ισραηλινών να περιορίσουν τη χρήση τους με χαμηλή αεροπορική υποστήριξη (εξαιτίας της ασπίδας των πυραύλων εδάφους-αέρος) και συνεισέφερε τα μέγιστα στις απώλειες των Ισραηλινών στην αρχή του πολέμου.
Ο Αιγυπτιακός Στρατός έκανε μεγάλη προσπάθεια στο να βρει ένα γρήγορο και αποτελεσματικό τρόπο να διασπάσει τις ισραηλινές γραμμές άμυνας. Οι Αιγύπτιοι μηχανικοί αρχικά πειραματίστηκαν με εκρηκτικά και μπουλντόζες για να καθαρίσουν τα εμπόδια, αλλά αυτές οι μέθοδοι αποδείχτηκαν χρονοβόρες. Τελικά ένας κατώτερος αξιωματικός πρότεινε να χρησιμοποιήσουν κανόνια νερού υψηλής πίεσης. Η ιδέα δοκιμάστηκε και αποδείχτηκε εξαιρετική, με αποτέλεσμα να εισαχθούν πολλά κανόνια νερού από τη Βρετανία και από την Ανατολική Γερμανία. Οι αιγυπτιακές δυνάμεις χρησιμοποίησαν τα κανόνια νερού γεμισμένα από τη διώρυγα. Αυτά τα κανόνια γκρέμισαν αποτελεσματικά τα οδοφράγματα.
Στις 14:05, ξεκίνησε η Επιχείρηση Μπαντρ με ένα μεγάλο αεροπορικό χτύπημα. Περίπου 200-250 αιγυπτιακά αεροσκάφη πέταξαν σε πολύ χαμηλό υψόμετρο πραγματοποιώντας επιθέσεις εναντίον τριών αεροπορικών βάσεων και αεροδρομίων, δέκα θέσεων πυραύλων εδάφους-αέρος Hawk, βασικών διοικητικών στρατοπέδων, μπλόκαραν ηλεκτρονικά τους σταθμούς ραντάρ, επιτέθηκαν εναντίον δύο μεγάλης έκτασης χώρων τάξης πυροβολικού, και ενός οχυρωμένου ειδικού τομέα ανατολικά του Πορτ Φουάντ. Η Αιγυπτιακή Στρατιωτική Διοίκηση υπολόγισε πως η Αιγυπτιακή Πολεμική Αεροπορία εκτέλεσε το 95% των αποστολών που της δόθηκαν με μηδαμινές απώλειες (5 αεροσκάφη). Αυτή η αεροπορική επίθεση συνδυάστηκε με ένα μπαράζ από 2000 πυροβόλα για 53 λεπτά, εναντίον της άμυνας της Γραμμής Μπαρ-Λεβ και των τσιμεντένιων πολυβολείων, και επίσης εναντίον των διοικητικών θέσεων και των χώρων τάξης των αρμάτων μάχης.
Υπό την κάλυψη αυτού του φράγματος πυρός από το πυροβολικό, 4.000 Αιγύπτιοι στρατιώτες πέρασαν τη Διώρυγα του Σουέζ στις 14:05 με σχεδόν 720 ελαστικές σχεδίες, σ’ αυτό που έγινε αργότερα γνωστό ως Το Πέρασμα, και σ’ αυτούς εντάχθηκαν σταδιακά κι άλλα επιθετικά κύματα ώσπου το σύνολο της δύναμης κρούσης, 32.000 άνδρες, πέρασαν τη διώρυγα σε τρεισήμισι ώρες. Το πεζικό, χωρίς υποστήριξη από τεθωρακισμένα, κατάφερε να καταλάβει και να καταστρέψει όλα τα οχυρά της Γραμμής Μπαρ-Λεβ εκτός από ένα. Αποσπάσματα καταδρομέων παρέκαμψαν την άμυνα και κατευθύνθηκαν στις πλατφόρμες των αρμάτων μάχης, βάζοντας νάρκες και πραγματοποιώντας ενέδρες εναντίον των ισραηλινών αρμάτων, αποτρέποντας τα τεθωρακισμένα των Ισραηλινών να σταματήσουν τα κύματα των αιγυπτιακών δυνάμεων που περνούσαν τη διώρυγα. Στις 14:30 η αιγυπτιακή σημαία υψώθηκε στην ανατολική πλευρά της διώρυγας και στις 14:46 οι Αιγύπτιοι στρατιώτες κατέλαβαν την πρώτη οχυρωμένη θέση. Τα σώματα του Μηχανικού άρχισαν να κατασκευάζουν γέφυρες στη διώρυγα με κάλυψη πυροβολικού και υποστήριξη από το πεζικό. Στις 17:50, τάγματα καταδρομέων μεταφέρθηκαν με ελικόπτερα βαθιά μέσα στο Σινά, έως τα 40 χιλιόμετρα ανατολικά της διώρυγας, για να εμποδίσουν τις εφεδρείες των Ισραηλινών να επέμβουν. Η Ισραηλινή Αεροπορία πραγματοποίησε επιχειρήσεις αεροπορικής απαγόρευσης για να εμποδίσει την κατασκευή των γεφυρών, αλλά βρήκε σθεναρή αντίσταση από πυροβολαρχίες εδάφους-αέρος· από την ώρα του περάσματος έως τις 17:00 καταρρίφθηκαν δεκατρία ισραηλινά αεροπλάνα. Αυτές οι επιθέσεις συνολικά ήταν αναποτελεσματικές, αφότου οι γέφυρες γρήγορα επισκευάστηκαν και έγιναν λειτουργικές από το αιγυπτιακό Μηχανικό. Η ισραηλινή ταξιαρχία που φρουρούσε τα οχυρά της Γραμμή Μπαρ-Λεβ συνετρίβη. Σε διάστημα λιγότερο των έξι ωρών, είχαν καταληφθεί δεκαπέντε οχυρά, και οι αιγυπτιακές δυνάμεις προωθήθηκαν πολλά χιλιόμετρα. Μόλις απλώθηκαν οι γέφυρες, πέρασε επιπλέον πεζικό με τα εναπομείναντα ατομικά και αντιαρματικά ΠΑΟ (Πυροβόλα Άνευ Οπισθοδρομήσεως), ενώ τα πρώτα αιγυπτιακά τεθωρακισμένα άρχισαν τη διάβασή τους στις 20:30, και δεκαοχτώ ώρες μετά την επίθεση, είχαν περάσει τη διώρυγα πέντε μεραρχίες πεζικού και 850 άρματα μάχης.
Το πέρασμα συνδυάστηκε με επιθέσεις σε ισραηλινά ραντάρ και ηλεκτρονικές εγκαταστάσεις κατά μήκος των Περασμάτων Μίτλα και Γκίντι στις 7 και 8 Οκτωβρίου από μια αμφίβια ταξιαρχία. Η ταξιαρχία είχε περάσει στις Πικρές Λίμνες στις 6 Οκτωβρίου, και επέδραμε επίσης στην αεροπορική βάση Μπιρ ελ Θαμάντα, πριν να επιστρέψει στις αιγυπτιακές γραμμές.
Μόνο ένα οχυρό, με τον κωδικό Βουδαπέστη (το βορειότερο της Γραμμής Μπαρ-Λεβ), παρέμεινε σε ισραηλινό έλεγχο έως το τέλος του πολέμου. Η διάβαση ολοκληρώθηκε με λίγες απώλειες από αιγυπτιακής πλευράς: 280 άνδρες νεκροί, απώλεια 5 αεροσκαφών και 20 τεθωρακισμένων. Από την άλλη πλευρά, οι ισραηλινές απώλειες έως το πρωινό της 7ης Οκτωβρίου ήταν κατά πολύ υψηλότερες· ο στρατηγός Μάντλερ ανέφερε πως τα άρματα της μεραρχίας του από 291 είχαν μείνει 100, ενώ η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία Shomron στον νότο έπεσε από τα 100 άρματα στα 23. Συνολικά, κατά την αιγυπτιακή επίθεση στη γραμμή Μπαρ-Λεβ καταστράφηκαν 300 ισραηλινά άρματα μάχης, και η ταξιαρχία πεζικού που επάνδρωνε τη Γραμμή Μπαρ-Λεβ εξολοθρεύτηκε. Περίπου στις 16:00 ο Ελαζάρ έμαθε πως οι απώλειες της Ισραηλινής Αεροπορίας τις πρώτες 27 ώρες είχαν φτάσει τα τριάντα αεροπλάνα.
Σε μια σχολαστικά προβαρισμένη επιχείρηση, οι αιγυπτιακές δυνάμεις προωθήθηκαν περίπου 4 με 5 χιλιόμετρα μέσα στην έρημο του Σινά με τις συνδυασμένες δυνάμεις δύο στρατιών (και των δύο σε μέγεθος σωώματος, κατά τα δυτικά πρότυπα, που περιλάμβανε τη Β’ Μεραρχία Πεζικού στη βόρεια 2η Στρατιά). Οι αιγυπτιακές δυνάμεις ακολούθως ενίσχυσαν τις αρχικές τους θέσεις. Στις 7 Οκτωβρίου τα άκρα των γεφυρών επεκτάθηκαν ακόμα 4 χιλιόμετρα, αποκρούοντας την ίδια ώρα τις ισραηλινές αντεπιθέσεις. Ως το απόγευμα της 7ης Οκτωβρίου η 18η Αιγυπτιακή Μεραρχία Πεζικού είχε καταφέρει να ελέγξει το μεγαλύτερο μέρος την πόλης Καντάρα, και τελικά την απελευθέρωσε την επόμενη νύχτα μετά από σκληρές οδομαχίες.
Στις 7 Οκτωβρίου, ο Νταβίντ Ελαζάρ επισκέφθηκε τον Σμούελ Γκονέν, διοικητή του Ισραηλινού Νοτίου Μετώπου – ο οποίος είχε αναλάβει τη θέση μόλις 3 μήνες πριν την αφυπηρέτηση του Αριέλ Σαρόν – και συναντήθηκε με τους εκεί Ισραηλινούς διοικητές. Οι Ισραηλινοί σχεδίασαν μια προσεκτική αντεπίθεση για την επόμενη μέρα από την 162η Τεθωρακισμένη Μεραρχία του Αβραχάμ Αντάν. Στις 8 Οκτωβρίου όμως, αφότου έφυγε ο Ελαζάρ, ο Γκονέν άλλαξε τα σχέδια στη βάση των υπεραισιόδοξων αναφορών από τα πεδία των μαχών. Η μεραρχία του Αντάν αποτελούνταν από τρεις ταξιαρχίες, με σύνολο 183 άρματα μάχης. Μία από τις ταξιαρχίες βρισκόταν ακόμα καθ’ οδόν προς την περιοχή, και θα συμμετείχε στην επίθεση το μεσημέρι, μαζί με μια ταξιαρχία υποστήριξης μηχανοκίνητου πεζικού με ακόμα 44 άρματα. Η ισραηλινή αντεπίθεση έγινε στη διεύθυνση των ισχυρών σημείων της Μπαρ-Λεβ, απέναντι από την πόλη της Ισμαηλίας, εναντίον των τάφρων του αιγυπτιακού πεζικού που είχε αντιαρματικό εξοπλισμό, και συγκεκριμένα τα AT-3 Sagger. Σε μια σειρά κακοσυντονισμένων επιθέσεων, που βρήκαν πυκνή αιγυπτιακή αντίσταση, οι Ισραηλινοί υπέστησαν βαριές απώλειες. Εκείνο το απόγευμα, οι αιγυπτιακές δυνάμεις επεξέτειναν ακόμα περισσότερο τις γέφυρές τους, και το αποτέλεσμα ήταν οι Ισραηλινοί να χάσουν πολλές στρατηγικές θέσεις. Οι περαιτέρω ισραηλινές επιθέσεις για να ξαναπάρουν το χαμένο έδαφος αποδείχτηκαν μάταιες. Συνολικά, η αντεπίθεση ήταν καταστροφική για τους Ισραηλινούς. Προς το σούρουπο, μια αντεπίθεση από τους Αιγυπτίους ανακόπηκε από την 143η Τεθωρακισμένη Μεραρχία του Αριέλ Σαρόν – ο Σαρόν είχε επανατοποθετηθεί ως ο διοικητής της μεραρχίας μόλις ξέσπασε ο πόλεμος. Οι μάχες υποχώρησαν, χωρίς καμιά πλευρά να θέλει να πραγματοποιήσει μεγάλη επίθεση εναντίον της άλλης. Οι ισραηλινές απώλειες σ’ αυτές τις πρώτες μάχες στο Σινά ήταν 49 αεροπλάνα και περίπου 500 άρματα μάχης. Παρά το γεγονός αυτό, η Ισραηλινή Αεροπορία αύξησε τις επιθέσεις της στις επόμενες μέρες στις αιγυπτιακές θέσεις κατά μήκος της διώρυγας.
Σ’ ολόκληρο το μέτωπο στις 9 Οκτωβρίου, οι αιγυπτιακές δυνάμεις συνέχισαν να πραγματοποιούν διερευνητικές επιθέσεις για να εξασφαλίσουν και να επεκτείνουν τα προγεφυρώματά τους. Οι Ισραηλινοί συνέχισαν τις αντεπιθέσεις τους με τον ίδιο τρόπο από την προηγούμενη μέρα, έχοντας βαριές απώλειες. Στον τομέα του Σαρόν, οι αιγυπτιακές δυνάμεις πραγματοποίησαν πολλές επιθέσεις, και σε απάντηση, ο Σαρόν διέταξε έναν αριθμό αντεπιθέσεων σ’ όλη τη διάρκεια της μέρας, σε μια καθαρή ανυπακοή της απόφαση του Ελαζάρ να κρατήσει αμυντική στάση. Εν τω μεταξύ, δύο ισραηλινές τεθωρακισμένες ταξιαρχίες πραγματοποίησαν επιθέσεις για να ξαναπάρουν τις θέσεις που έχασαν στις 8 Οκτωβρίου, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Έως το σούρουπο, ο Σαρόν είχε χάσει ακόμα 50 άρματα χωρίς να κερδίσει τίποτα, αν και οι Ισραηλινοί κατάφεραν να αποσπάσουν το φρούριο στο Purkan.
Μόλις έμαθε την ανυπακοή του Σαρόν, ο Ελαζάρ εξοργίστηκε. Αλλά αποφάσισε αντί να αποσύρει τον Σαρόν, ο οποίος θεωρούνταν καινοτόμος, να αντικαταστήσει τον Γκονέν, ο οποίος είχε αποδείξει πως δεν ήταν κατάλληλος, με τον Χαΐμ Μπαρ-Λεβ, τον οποίο επανέφερε από την αποστρατεία του. Επειδή θεωρήθηκε επικίνδυνη για το ηθικό η αντικατάσταση του διοικητή του μετώπου εν μέσω της μάχης, αντί να απολυθεί, ο Γκονέν τοποθετήθηκε ως επιτελάρχης του νεοδιορισμένου Μπαρ-Λεβ. Έως τις 10 Οκτωβρίου, και οι δύο πλευρές είχαν σταθεροποιηθεί σε μια επιχειρησιακή παύση.
Στις επόμενες μέρες αναμονής, έγινε καθαρό στην Αιγυπτιακή Διοίκηση πως οι ισραηλινές προσπάθειες ήταν συγκεντρωμένες εναντίον των συριακών δυνάμεων στο Γκολάν. Ο Σαντάτ, θέλοντας να χαλαρώσει την πίεση που δέχονταν οι Σύριοι, διέταξε τους αρχιστρατήγους του (Σαάντ Ελ Σαζλί και Άχμεντ Ισμαΐλ Άλι ανάμεσά τους) να επιτεθούν. Η 2η και η 3η Στρατιά θα έκαναν την επίθεση ανατολικά την ίδια ώρα με τις δυνάμεις τους, αφήνοντας πίσω πέντε μεραρχίες πεζικού για να κρατήσουν τα προγεφυρώματα. Οι επιθετικές δυνάμεις, που αποτελούνταν από 400 άρματα μάχης, δεν θα είχαν πυραυλική κάλυψη, έτσι η Αιγυπτιακή Αεροπορία ανέλαβε την άμυνά τους από τις ισραηλινές αεροπορικές επιθέσεις. Τεθωρακισμένες και μηχανοκίνητες μονάδες άρχισαν την επίθεση στις 14 Οκτωβρίου με υποστήριξη πυροβολικού. Βρέθηκαν εναντίον 600 ισραηλινών τεθωρακισμένων, υποστηριγμένων από πεζικό με καλωδιωμένους πυραύλους SS.11 και τους άρτι αφιχθέντες πυραύλους BGM-71 TOW (οι Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις είχαν με δυσκολία 60.000 πεζικάριους στο Σινά στις 14 Οκτωβρίου). «Η επίθεση, η μεγαλύτερη από την αρχική αιγυπτιακή επίθεση στο Γιομ Κιπούρ, ήταν απόλυτη αποτυχία, η πρώτη αιγυπτιακή ανατροπή του πολέμου. Αντί να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους σε ελιγμούς, εκτός από τη γεωλογική ύφεση της κοιλάδας, τις επέκτειναν σε μετωπική επίθεση εναντίον των ισραηλινών ταξιαρχιών που τις περίμεναν. Οι αιγυπτιακές απώλειες εκείνης της μέρας υπολογίστηκαν σε 150 με 250 άρματα μάχης».
Την επόμενη μέρα, 15 Οκτωβρίου, οι Ισραηλινοί εξαπέλυσαν την Επιχείρηση Abiray-Lev («Γενναίοι/Πεισματάρηδες Άντρες») – την αντεπίθεση εναντίον των Αιγυπτίων και τη διάβαση της Διώρυγας του Σουέζ. Η επίθεση ήταν μια τρομερή αλλαγή τακτικής για τους Ισραηλινούς, που βασιζόταν προηγουμένως σε αεροπορική και τεθωρακισμένη υποστήριξη – η οποία υποστήριξη είχε αποδεκατιστεί από τις καλά προετοιμασμένες αιγυπτιακές δυνάμεις. Έτσι, οι Ισραηλινοί χρησιμοποίησαν πεζικό για να παρεισφρήσουν στις θέσεις των αιγυπτιακών πυραύλων εδάφους-αέρος και στις αντιαρματικές πυροβολαρχίες, που ήταν αδύνατο να συνταχθούν τόσο καλά όσο οι πεζικές δυνάμεις. Βασισμένοι στην υπόθεση πως οι Αιγύπτιοι είχαν επιστρέψει στη μορφή διάλυσης που είχαν το 1967 μετά την αποτυχημένη τους επίθεση στις 14 Οκτωβρίου, οι Γενναίοι Άντρες πήραν εντολή να περάσουν σε μια μέρα τη Διώρυγα του Σουέζ και μέσα σε ακόμα μια μέρα να διενεργήσουν κεραυνοβόλα έφοδο προς την πόλη του Σουέζ. Αυτά τα χρονοδιαγράμματα αποδείχτηκαν όμως υπερβολικά αισιόδοξα.
Η 143η Τεθωρακισμένη Μεραρχία με διοικητή τον υποστράτηγο Αριέλ Σαρόν και η 162η Τεθωρακισμένη Μεραρχία του Αντάν, επιτέθηκαν στις αιγυπτιακές γραμμές βόρεια της Πικρής Λίμνης, στα περίχωρα της Ισμαηλίας. Οι Ισραηλινοί χτύπησαν σ’ ένα αδύνατο σημείο της αιγυπτιακής γραμμής, τη «ραφή» μεταξύ της Αιγυπτιακής 2ης Στρατιάς στον βορρά και της Αιγυπτιακής 3ης Στρατιάς στον νότο. Μετά από τρεις μέρες κτηνωδών μαχών μέσα και γύρω από την Κινέζικη Φάρμα (ένα ερευνητικό έργο άρδευσης ανατολικά της διώρυγας και βόρεια από το σημείο διάβασης), οι Ισραηλινοί άνοιξαν μια τρύπα στην αιγυπτιακή γραμμή και έφτασαν στη Διώρυγα του Σουέζ. Μπροστά από τις κύριες ισραηλινές δυνάμεις μια ταξιαρχία αλεξιπτωτιστών με διοικητή τον συνταγματάρχη Ντάνυ Ματτ πέρασε τη διώρυγα ακολουθούμενη από κοντά από 30 άρματα μάχης τις πρώτες ώρες της 16ης Οκτωβρίου, χωρίς αντίσταση, και επακόλουθα δημιούργησε προγεφύρωμα βάθους 5 χιλιομέτρων. Η ταξιαρχία αποκόπηκε από τις ισραηλινές μονάδες για σχεδόν 24 ώρες ενώ συνεχιζόταν η μάχη στην Κινέζικη Φάρμα. Μια αιγυπτιακή ταξιαρχία πεζικού επιτέθηκε το πρωινό της 16ης Οκτωβρίου, προωθήθηκε λίγο κάτω από ένα μίλι από τη διώρυγα, οι μεγάλες της απώλειες όμως την ανάγκασαν να υποχωρήσει. Ο Σαρόν έστειλε τις επιθετικές του μονάδες εναντίον των μονάδων πυραύλων εδάφους-αέρος, και παρ’ όλο που μόνο τρεις πυροβολαρχίες τέθηκαν εκτός μάχης, η Αιγυπτιακή Διοίκηση αποφάσισε να μεταφέρει τις πυροβολαρχίες που είχαν απομείνει σε ασφαλέστερες θέσεις, μειώνοντας την αποτελεσματικότητά τους και επιτρέποντας στην Ισραηλινή Αεροπορία να υποστηρίξει τις φίλιες χερσαίες δυνάμεις της.
Πριν τον πόλεμο, φοβούμενο μια διάβαση της διώρυγας από τους Ισραηλινούς, κανένα δυτικό κράτος δεν έδινε στους Ισραηλινούς εξοπλισμό διάβασης γεφυρών. Οι Ισραηλινοί μπόρεσαν να αγοράσουν και να ανακαινίσουν απαρχαιωμένο εξοπλισμό αρθρωτών πλωτών γεφυρών με βάρκες από μια γαλλική χωματερή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Επίσης οι Ισραηλινοί κατασκεύασαν μια αρκετά πολύπλοκη ντόπια «κυλινδρική γέφυρα», αλλά λογιστικές καθυστερήσεις που περιλάμβαναν μεγάλη κυκλοφοριακή συμφόρηση στους δρόμους που οδηγούσαν στο σημείο διάβασης ανέβαλαν την άφιξή της στο κανάλι για αρκετές μέρες. Αναπτύσσοντας την πλωτή γέφυρα τη νύχτα της 16ης-17ης Οκτωβρίου, η 162η Μεραρχία του Αντάν πέρασε με τη γέφυρα στην άλλη όχθη τη νύχτα της 17ης – 18ης Οκτωβρίου. Μια αιγυπτιακή ταξιαρχία αλεξιπτωτιστών, η οποία κατεύθυνε αποτελεσματικά τα πυρά του πυροβολικού εναντίον του ισραηλινού σημείου διάβασης, απωθήθηκε βορειότερα από τη μεραρχία του Σαρόν, ώσπου έχασε οπτική επαφή με το σημείο διάβασης. Αυτό μείωσε την αποτελεσματικότητα του αιγυπτιακού πυροβολικού, και ως το πρωί της 19ης Οκτωβρίου οι Ισραηλινοί τοποθέτησαν και τη δεύτερή τους γέφυρα, αν και τα ραδιοφωνικά μηνύματα που υπέκλεψαν οι Αιγύπτιοι συνέχιζαν να δείχνουν βαριές απώλειες για τους Ισραηλινούς. Η μεραρχία του Σαρόν την οποία αποτελούσε μια ταξιαρχία αλεξιπτωτιστών και τρεις τεθωρακισμένες ταξιαρχίες, συνέχισε να προωθείται βόρεια σε μια προσπάθεια να καταλάβει την Ισμαηλία και να κόψει τις προμήθειες της Δεύτερης Στρατιάς. Μια συνδυασμένη δύναμη δύο ταξιαρχιών αλεξιπτωτιστών και μιας τεθωρακισμένης ταξιαρχίας σταμάτησαν αυτή τη διείσδυση 10 χιλιόμετρα νότια της Ισμαηλίας μετά από τέσσερις μέρες μάχης, από τις 18 έως τις 22 Οκτωβρίου, προκαλώντας βαριές απώλειες στα ισραηλινά τεθωρακισμένα και τους αλεξιπτωτιστές του Ματτ. Εν τω μεταξύ ο Αντάν, έχοντας διαβεί τη διώρυγα στις 17 ΧουσεΐνΟκτωβρίου, κατευθύνθηκε νότια, με πρόθεση να αποκόψει την Αιγυπτιακή Τρίτη Στρατιά. Στις 19 Οκτωβρίου, ο Σαντάτ έστειλε τον Σαάντ Ελ Σαζλί στο μέτωπο για να αποτιμήσει την κατάσταση. Από τότε ένας βαθμός αμφισβήτησης τυλίγει τα γεγονότα που συνέβησαν μετά την επιστροφή του Σαζλί από το μέτωπο, όταν πρότεινε μια απόσυρση ενός αριθμού αιγυπτιακών στρατευμάτων ώστε να αντιμετωπιστεί η ισραηλινή διείσδυση. Οποιεσδήποτε κι αν ήταν οι προτάσεις του Σαζλί, απορρίφθηκαν όλες από τον Σαντάτ και τον Άχμεντ Ισμαΐλ Άλι. Ο Σαντάτ διέταξε αμέσως να μην αποσυρθεί καμιά αιγυπτιακή δύναμη.
Έως το τέλος του πολέμου οι Ισραηλινοί ήταν για τα καλά μέσα στην Αίγυπτο, φτάνοντας σε απόσταση 101 χιλιομέτρων από την πρωτεύουσα του Καΐρου. Οι Αιγύπτιοι διατηρούσαν τον έλεγχο της καταληφθείσας Γραμμής Μπαρ-Λεβ και είχαν 70.000 άνδρες και 720 άρματα μάχης στην ανατολική όχθη της διώρυγας.
Στα Υψώματα Γκολάν
Στα Υψώματα του Γκολάν, οι Σύριοι επιτέθηκαν στις αμυντικές γραμμές του Ισραήλ που αποτελούνταν από δύο ταξιαρχίες και έντεκα μοίρες πυροβολικού, με πέντε μεραρχίες και 188 μοίρες πυροβολικού. Στην έναρξη της μάχης, 180 ισραηλινά άρματα μάχης και 60 πυροβόλα βρέθηκαν εναντίον περίπου 1.300 συριακών αρμάτων μάχης. Κάθε ισραηλινό άρμα που αναπτύχθηκε στα Υψώματα Γκολάν μπήκε στον πόλεμο από τις πρώτες μάχες. Σύριοι καταδρομείς που έπεσαν από ελικόπτερα κατέλαβαν επίσης το σημαντικότερο ισραηλινό οχυρό στο Τζεμπάλ αλ Σεΐχ (Όρος Ερμών), το οποίο είχε μια ποικιλία εξοπλισμού εποπτείας.
Η Ανώτατη Ισραηλινή Στρατιωτική Διοίκηση έδωσε προτεραιότητα στον πόλεμο στα Υψώματα Γκολάν. Ο πόλεμος στο Σινά ήταν αρκετά μακριά από τα ισραηλινά αστικά και πληθυσμιακά κέντρα ώστε να απειλούνται άμεσα· ενώ αν έπεφταν τα Υψώματα Γκολάν, οι Σύριοι θα μπορούσαν να προωθηθούν εύκολα προς την Τιβεριάδα, το Σαφέντ, τη Χάιφα, τη Νετάνια και το Τελ Αβίβ. Οι έφεδροι κατευθύνθηκαν στα Γκολάν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Τοποθετήθηκαν στα τεθωρακισμένα και στέλνονταν άμεσα στο μέτωπο μόλις έφταναν στις στρατιωτικές αποθήκες, χωρίς να περιμένουν να φτάσουν τα πληρώματα με τα οποία εκπαιδεύτηκαν, χωρίς να περιμένουν τα εγκατασταθούν στα άρματά τους τα πολυβόλα, και χωρίς να ασχοληθούν με τη ρύθμιση των όπλων τους στα άρματα (μια χρονοβόρα διαδικασία γνωστή ως bore-sighting).
Όπως έκαναν και οι Αιγύπτιοι στο Σινά, οι Σύριοι στα Υψώματα Γκολάν φρόντισαν να μείνουν υπό την κάλυψη των πυραύλων εδάφους-αέρος τους. Επίσης όπως και στο Σινά, οι Σύριοι χρησιμοποίησαν σοβιετικά αντιαρματικά όπλα (τα οποία, εξαιτίας του ανομοιόμορφου εδάφους, δεν ήταν τόσο αποτελεσματικά όσο στην επίπεδη έρημο του Σινά).
Οι Σύριοι είχαν υπολογίσει πως θα έπαιρνε στους Ισραηλινούς εφέδρους τουλάχιστον 24 ώρες για να φτάσουν στην πρώτη γραμμή· στην πραγματικότητα, οι ισραηλινές εφεδρικές μονάδες έφτασαν στις γραμμές μάχης δεκαπέντε ώρες μόνο αφότου ξεκίνησε ο πόλεμος.
Έως το τέλος την πρώτης μέρας των μαχών, οι Σύριοι (που υπερτερούσαν αριθμητικά των Ισραηλινών στα Γκολάν με ποσοστό 5 προς 1, και σε κάποιες περιπτώσεις, με 11 προς 1, τα δε συριακά άρματα μάχης υπερτερούσαν των αντίστοιχων ισραηλινών με 10 προς 1) είχαν επιτύχει μέτρια επιτυχία. Οι Ισραηλινοί προέβαλαν σθεναρή αντίσταση, ενώ τα άρματα μάχης και το πεζικό προσπαθούσε απεγνωσμένα να απωθήσει τους Σύριους. Χρησιμοποίησαν αυτοκινούμενο πυροβολικό, και το χρησιμοποίησαν με θανατηφόρες συνέπειες – οι Ισραηλινοί πυροβολητές είχαν ασκηθεί πολλές φορές στα Υψώματα Γκολάν – και ήταν αποτελεσματικοί. Οι συριακές μοίρες πυραύλων εδάφους-αέρος κατέρριψαν 40 ισραηλινά αεροπλάνα, αλλά σύντομα οι Ισραηλινοί πιλότοι υιοθέτησαν διαφορετική τακτική – πετώντας χαμηλά πάνω από την Ιορδανία – εφόρμησαν πάνω από τα Υψώματα Γκολάν, έπιασαν τους Σύριους στα άκρα και απέφυγαν πολλές από τις μοίρες τους. Οι Ισραηλινοί πιλότοι έριξαν και συμβατικές βόμβες και βόμβες ναπάλμ, και σύντομα βομβάρδισαν συριακά οχήματα τα οποία σκορπίστηκαν στο έδαφος. Όμως μέσα σε έξι ώρες, η πρώτη ισραηλινή γραμμή άμυνας υπερκεράστηκε από τους ετεροβαρείς αριθμούς εναντίον της.
Ένα συριακό άρμα μάχης περνώντας από το Φαράγγι του Rafid γύρισε βορειοδυτικά προς ένα δρόμο που τον χρησιμοποιούσαν σπάνια γνωστό ως Δρόμο Tapline, ο οποίος περνά διαγώνια μέσα στα Γκολάν. Αυτός ο δρόμος θα αποδεικνυόταν ένας από τους καθοριστικότερος στρατηγικούς παράγοντες της μάχης. Οδηγούσε κατευθείαν από τα συριακά σημεία προσπέλασης προς το Nafah, που δεν ήταν μόνο η θέση του ισραηλινού αρχηγείου της μεραρχίας αλλά και το σημαντικότερο σταυροδρόμι στα υψώματα.
Στη διάρκεια της νύχτας, ο υπολοχαγός Ζβίκα Γκρήνγκολντ, ο οποίος είχε μόλις φτάσει στη μάχη χωρίς να έχει τοποθετηθεί ακόμα σε κάποια μονάδα, τους πολέμησε μόνο με το άρμα του, ώσπου να φτάσει βοήθεια. Για τις επόμενες 20 ώρες, η Δύναμη Ζβίκα, όπως έγινε γνωστή στο ραδιοφωνικό δίκτυο, πολέμησε συνέχεια και εν κινήσει τα συριακά άρματα μάχης, κάποιες φορές μόνος του, κάποιες ως μέρος μεγαλύτερης μονάδας, αλλάζοντας άρμα έξι φορές ώσπου εξαντλήθηκε. Τραυματίστηκε και κάηκε αλλά παρέμεινε μάχιμος και έφτασε επανειλημμένα σε κρίσιμες στιγμές από απρόσμενη κατεύθυνση για να αλλάξει την πορεία μιας αψιμαχίας. Για τις πράξεις του, ο Ζβίκα Γκρήνγκολντ έγινε εθνικός ήρωας στο Ισραήλ και πήρε το Μετάλλιο Ανδρείας, την ανώτατη διάκριση στο Ισραήλ.
Σε διάρκεια πάνω από τεσσάρων ημερών πολέμου, η Ισραηλινή 7η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία στον βορρά (υπό τη διοίκηση του Γιανούς Μπεν Γκαλ) μπόρεσε να κρατήσει τη βραχώδη γραμμή του λόφου η οποία προστάτευε τα βόρεια πλευρά του αρχηγείου της στο Nafah. Για κάποιον μέχρι σήμερα αδιευκρίνιστο λόγο, οι Σύριοι, ενώ βρίσκονταν κοντά στις ισραηλινές γραμμές στο Nafah, σταμάτησαν την προώθησή τους στους φράχτες του Nafah, επιτρέποντας στους Ισραηλινούς να παγιώσουν μια αμυντική γραμμή. Η πιο λογική εξήγηση γι’ αυτό είναι πως οι Σύριοι είχαν υπολογίσει τις πιθανές προελάσεις, και οι διοικητές στο πεδίο της μάχες δεν ήθελαν να βγουν εκτός του σχεδίου. Στα νότια, όμως, η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία Μπαράκ, χωρίς να έχει φυσικές άμυνες, άρχισε να δέχεται βαριές απώλειες. Ο Ισραηλινός διοικητής της ταξιαρχίας συνταγματάρχης Shoham σκοτώθηκε τη δεύτερη μέρα των μαχών μαζί με τον υπαρχηγό του και τον ΑΞ.ΕΠ. (Αξιωματικός Επιχειρήσεων), ο καθένας σε διαφορετικό άρμα, ενώ οι Σύριοι προσπαθούσαν απεγνωσμένα να προωθηθούν προς τη Θάλασσα της Γαλιλαίας και το Nafah. Σ’ εκείνο το σημείο, η Ταξιαρχία σταμάτησε να λειτουργεί ως συνεκτική δύναμη, αν και τα άρματα που είχαν απομείνει και τα πληρώματά τους συνέχισαν να πολεμούν ανεξάρτητα. Όμως, οι Σύριοι είχαν κι εκείνοι βαριές απώλειες. Το κύμα βομβαρδισμών από τα ισραηλινά άρματα στους προωθημένους Σύρους προκάλεσαν μεγάλες απώλειες, και ο Σύρος ταξίαρχος Ομάρ Αμπράς σκοτώθηκε όταν το άρμα διοίκησής του δέχτηκε ευθεία βολή.
Η τροπή στα Γκολάν άρχισε να γυρίζει με την άφιξη των Ισραηλινών εφεδρικών δυνάμεων οι οποίες μπόρεσαν να συγκρατήσουν και, από τις 8 Οκτωβρίου, να απωθήσουν τη συριακή επίθεση. Τα μικροσκοπικά Υψώματα Γκολάν ήταν πολύ μικρά για να λειτουργήσουν ως αποτελεσματική εδαφική ενδιάμεση ουδέτερη ζώνη, σε αντίθεση με τη Χερσόνησο του Σινά στον νότο, αλλά αποδείχτηκε να είναι στρατηγικό γεωγραφικό οχυρό και κρίσιμο κλειδί στην αποτροπή του Συριακού Στρατού από το να βομβαρδίζει τις πόλεις που βρίσκονταν κάτω από τα υψώματα. Έως την Τετάρτη, 10 Οκτωβρίου, η τελευταία συριακή μονάδα στον κεντρικό τομέα απωθήθηκε πίσω από την Πορφυρή Γραμμή, που ήταν το προπολεμικό σύνορο (από το 1967).
Τώρα έπρεπε να παρθεί μια απόφαση – για το αν θα σταματούσαν στα σύνορα του 1967, ή θα συνέχιζαν τον πόλεμο στο συριακό έδαφος. Η Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση του Ισραήλ ξόδεψε ολόκληρη τη 10η Οκτωβρίου για να συζητήσει αυτό και στη διάρκεια της νύχτας. Κάποιοι ήταν υπέρ της απεμπλοκής, που θα επέτρεπε στους στρατιώτες να ανασυνταχθούν στο Σινά (η ήττα του Σμουέλ Γκονέν στο Σινά είχε συμβεί δύο μέρες προηγουμένως). Άλλοι ήταν υπέρ της συνέχισης του επίθεσης μέσα στη Συρία, προς τη Δαμασκό, κάτι που θα έβγαζε έξω από τον πόλεμο τη Συρία· επίσης θα αποκαθιστούσε την εικόνα του Ισραήλ ως της ανώτερης στρατιωτικής δύναμης στη Μέση Ανατολή και θα τους έδινε ένα πολύτιμο διαπραγματευτικό χαρτί μόλις τελείωνε ο πόλεμος. Άλλοι υπολόγιζαν πως η Συρία είχε δυνατές άμυνες – αντιαρματικές τάφρους, ναρκοπέδια και ισχυρά σημεία – και πως θα ήταν καλύτερο να πολεμήσουν από τις αμυντικές θέσεις στα Υψώματα Γκολάν (παρά στο επίπεδο ανάγλυφο της Συρίας) στην περίπτωση ενός άλλου πολέμου με τη Συρία. Ωστόσο, η πρωθυπουργός Γκόλντα Μεΐρ αντιλήφθηκε το κρισιμότερο σημείο της όλης συζήτησης:
«Θα έπαιρνε τέσσερεις μέρες να πάρουν μια μεραρχία στο Σινά. Αν τέλειωνε σ’ εκείνη την περίοδο ο πόλεμος, θα τελείωνε με εδαφική απώλεια για το Ισραήλ στο Σινά και κανένα κέρδος στον βορρά – μια απόλυτη ήττα. Αυτό ήταν ένα πολιτικό ζήτημα και η απόφασή της ήταν απόλυτη – να περάσουν την Πορφυρή Γραμμή… Η επίθεση θα γινόταν αύριο, Πέμπτη, στις 11 Οκτωβρίου».
Από τις 11 έως τις 14 Οκτωβρίου, οι ισραηλινές δυνάμεις προωθήθηκαν στη Συρία, αλλά οι Σύριοι έφεδροι επέδειξαν σθεναρή αντίσταση από τις προετοιμασμένες τους άμυνες. Οι Ισραηλινοί συνέχισαν την προώθησή τους, και έφτασαν στη βασική αμυντική γραμμή γύρω από το Σάσσα. Οι Ισραηλινοί είχαν κατακτήσει μια περιοχή ακόμα 50 τετραγωνικών χιλιομέτρων της περιφέρειας του Bashan. Από κει θα μπορούσαν να βομβαρδίσουν τα περίχωρα της Δαμασκού, που βρισκόταν μόνο 40 χιλιόμετρα μακριά, χρησιμοποιώντας βαρύ πυροβολικό. Συριακά μαχητικά αεροσκάφη MiG εφόρμησαν στους Ισραηλινούς, ως μέρος της απεγνωσμένης άμυνας για τη Δαμασκό.
«Ενώ επιδεινωνόταν η αραβική θέση στα πεδία των μαχών, ανέβηκε η πίεση πάνω στον βασιλιά Χουσεΐν να στείλει τον στρατό του για να βοηθήσει. Βρήκε ένα τρόπο να ικανοποιήσει αυτές τις απαιτήσεις χωρίς να ανοίξει το βασίλειό του σε ισραηλινή αεροπορική επίθεση. Αντί να επιτεθεί στο Ισραήλ από τα κοινά τους σύνορα, έστειλε μια εκστρατευτική δύναμη στη Συρία. Επέτρεψε στο Ισραήλ να μάθει τις προθέσεις του, μέσω των Αμερικανών μεσαζόντων, με την ελπίδα πως αν αυτό (το Ισραήλ) θα αποδεχόταν πως αυτό δεν ήταν casus belli που να δικαιολογούσε μια επίθεση εναντίον της Ιορδανίας… ο Νταγιάν αρνήθηκε να προσφέρει τέτοιες εγγυήσεις, αλλά το Ισραήλ δεν είχε καμιά πρόθεση να ανοίξει νέο μέτωπο».
Και το Ιράκ έστειλε μια εκστρατευτική δύναμη στα Γκολάν, αποτελούμενη από περίπου 30.000 άνδρες, 250-500 άρματα μάχης, και 700 ΤΟΜΠ. Οι ιρακινές μεραρχίες ήταν στην πραγματικότητα μια στρατηγική έκπληξη για τις Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις, οι οποίες περίμεναν πως θα γνώριζαν τέτοιες κινήσεις 24 ώρες πριν να γίνουν. Αυτό αποδείχτηκε μια επιχειρησιακή έκπληξη, αφού οι Ιρακινοί επιτέθηκαν στο εκτεθειμένο νότιο πλευρό των προωθημένων ισραηλινών τεθωρακισμένων, αναγκάζοντας τις μπροστινές μονάδες να υποχωρήσουν λίγα χιλιόμετρα, με σκοπό να αποτρέψουν την περικύκλωσή τους.
Συνδυασμένες συριακές, ιρακινές και ιορδανικές αντεπιθέσεις απέτρεψαν περισσότερα Ισραηλινά κέρδη. Όμως, κι αυτές δεν μπόρεσαν να απωθήσουν τους Ισραηλινούς από την αμυντική γραμμή του Bashan, την οποία οι τελευταίοι κρατούν μέχρι σήμερα.
Στις 22 Οκτωβρίου, η Ταξιαρχία Γκολάνι και οι καταδρομείς του Σαγιερέτ Ματκάλ (Μονάδα Αναγνώρισης Γενικού Επιτελείου) ανακατέλαβαν το προκεχωρημένο φυλάκιο στο Όρος Ερμών, αφότου υπέστησαν βαριές απώλειες από οχυρωμένους Σύρους ελεύθερους σκοπευτές που είχαν τοποθετηθεί στρατηγικά στο όρος. Μια επίθεση δύο εβδομάδες πριν είχε κοστίσει 25 νεκρούς και 67 τραυματίες, ενώ αυτή η δεύτερη επίθεση κόστισε επιπρόσθετα 55 νεκρούς και 79 τραυματίες. Μία μπουλντόζα D9 μαζί με ισραηλινό πεζικό άνοιξε δρόμο στην κορυφή, αποτρέποντάς την να πέσει σε συριακά χέρια μετά τον πόλεμο. Μια ταξιαρχία αλεξιπτωτιστών κατέλαβε τα αντίστοιχα συριακά φυλάκια στο βουνό.
Συμμετοχή από άλλα κράτη
Βοήθεια στην Αίγυπτο και τη Συρία
Αρχίζοντας από τις 9 Οκτωβρίου, η Σοβιετική Ένωση άρχισε να προμηθεύει την Αίγυπτο και τη Συρία μέσω αέρος και θαλάσσης. Οι Σοβιετικοί μετέφεραν 15.000 τόνους προμηθειών, από τις οποίες πάνω από το μισό, και σχεδόν όλα τα άρματα μάχης, πήγαν στη Συρία. Επίσης προμήθευσαν ακόμα 63.000 τόνους κυρίως στη Συρία μέσω θαλάσσης. Όμως ήταν δύσκολο για την Αίγυπτο και τη Συρία να διαλέξουν ποιες προμήθειες θα έπαιρναν, με συχνό αποτέλεσμα σημαντικά υλικά να μην βρίσκονται εκεί όπου ήταν περισσότερο αναγκαία.
Εκτός από τις Αίγυπτο, Συρία, Ιορδανία και Ιράκ, πολλές άλλες αραβικές χώρες αναμείχθηκαν στον πόλεμο, δίνοντας επιπλέον όπλα και χρηματοδότηση. Η Αλγερία έστειλε μια μοίρα MiG-21 και μια μοίρα Su-7 στην Αίγυπτο, οι οποίες έφτασαν μεταξύ 9 και 11 Οκτωβρίου. Επίσης έστειλε μια τεθωρακισμένη ταξιαρχία, της οποίας τα προωθημένα στοιχεία άρχισαν να καταφθάνουν από τις 17 Οκτωβρίου. Λιβυκές δυνάμεις στάθμευαν στην Αίγυπτο πριν το ξέσπασμα του πολέμου. Η Λιβύη έδωσε μια τεθωρακισμένη ταξιαρχία και δύο μοίρες από μαχητικά Mirage III, από τις οποίες τη μία χειρίζονταν Αιγύπτιοι πιλότοι και την άλλη Λίβυοι. Το Μαρόκο έστειλε μια ταξιαρχία πεζικού στην Αίγυπτο, και ένα σύνταγμα τεθωρακισμένων στη Συρία. Μια ταξιαρχία πεζικού αποτελούμενη από Παλαιστινίους βρισκόταν στην Αίγυπτο πριν την έκρηξη του πολέμου. Η Σαουδική Αραβία και το Κουβέιτ έδωσαν οικονομική βοήθεια και έστειλαν μια ενδεικτική δύναμη για τις μάχες. Το Πακιστάν έστειλε δεκαέξι πιλότους και μια νοσοκομειακή μονάδα στην Αίγυπτο και άλλη μια στη Συρία. Το Μπαγκλαντές έστειλε μια ιατρική ομάδα και προμήθειες περίθαλψης.
Μαζί με τις δυνάμεις της στη Συρία, το Ιράκ έστειλε μια μοίρα Hawker Hunter στην Αίγυπτο. Η μοίρα γρήγορα κέρδισε τον σεβασμό ανάμεσα στους Αιγύπτιους διοικητές για την ικανότητά της, και πιο συγκεκριμένα για να αντιαρματικά χτυπήματά της.
Η Αλγερινή τεθωρακισμένη ταξιαρχία από σχεδόν 200 άρματα μάχης έφτασε προς το μέτωπο στις 24 Οκτωβρίου, και επομένως δεν συμμετείχε στις μάχες. Η σουδανική ταξιαρχία εμφανίστηκε κι αυτή αργά, έφτασε στις 28 Οκτωβρίου, πολύ αργά για να συμμετέχει στον πόλεμο. Σχεδόν όλες οι αραβικές ενισχύσεις έφτασαν χωρίς σχέδιο επιμελητείας, περιμένοντας από τους οικοδεσπότες τους να τους προμηθεύσουν, και προκαλώντας πολλές φορές προβλήματα επιμελητείας. Στο συριακό μέτωπο, η έλλειψη συντονισμού μεταξύ των αραβικών δυνάμεων είχε ως αποτέλεσμα αρκετές περιπτώσεις ανταλλαγής φίλιων πυρών.
Μετά τον πόλεμο, στις πρώτες μέρες του Νοέμβρη, η Αλγερία κατέθεσε περίπου 200 εκατομμύρια δολάρια μαζί με τη Σοβιετική Ένωση για να χρηματοδοτήσει αγορές όπλων για την Αίγυπτο και τη Συρία. Το κρατικό ραδιόφωνο της Ουγκάντα ανέφερε πως ο Ιντί Αμίν έστειλε στρατιώτες εναντίον του Ισραήλ. Επίσης η Κούβα έστειλε περίπου 1.500 στρατιώτες, μαζί με ένα άρμα μάχης και πληρώματα ελικοπτέρων, που έλαβαν μέρος σε πολλές επιχειρήσεις εναντίον των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων.
Βοήθεια προς το Ισραήλ
Με την έναρξη των εχθροπραξιών, οι Αμερικάνοι ηγέτες περίμεναν να γυρίσει γρήγορα η τροπή του πολέμου υπέρ του καλύτερα εξοπλισμένου Ισραηλινού Στρατού και πως οι αραβικές στρατιές θα έχαναν ολοκληρωτικά μεταξύ 72 και 96 ωρών. Έως τότε οι αμερικανικές προμήθειες προς το Ισραήλ ήταν κυρίως πυρομαχικά, κυρίως αντιαρματικά και αντιαεροπορικά. Όμως έως τις 9 Οκτωβρίου έγινε ξεκάθαρο πως τέτοια γρήγορη μεταστροφή δεν θα γινόταν, και πως οι απώλειες των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων ήταν αναπάντεχα υψηλές.
Το απόγευμα τις 7ης Οκτωβρίου, ο Νταγιάν τρομαγμένος είπε στην Γκόλντα Μεΐρ πως «αυτό είναι το τέλος του τρίτου ναού». «Τρίτος Ναός» ήταν η αλληγορική ονομασία του Ισραηλινού Κράτους (μετά τους δύο πρώτους Ναούς στην Ιερουσαλήμ κατά την Αρχαιότητα), αλλά ήταν επίσης και ο κωδικός για τα πυρηνικά όπλα. Η Μεΐρ στις 8 Οκτωβρίου εξουσιοδότησε τη συναρμολόγηση 13 ατομικών βομβών των 20 κιλοτόνων. Οι δεκτικοί σε πυρηνικά πύραυλοι Τζέριχο στο Χιρμπάτ Ζακάρια και οι F-4 στο Τελ Νοφ ετοιμάστηκαν να αναλάβουν δράση εναντίον συριακών και αιγυπτιακών στόχων. Ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρυ Κίσινγκερ, ενημερώθηκε για τον πυρηνικό συναγερμό το πρωινό της 9ης Οκτωβρίου. Εκείνη τη μέρα, ο Πρόεδρος Νίξον διέταξε την έναρξη της επιχείρησης Νικελωμένο Γρασίδι, μιας αμερικανικής αερομεταφοράς για να αντικατασταθούν όλες οι υλικές απώλειες του Ισραήλ. Ανέκδοτες μαρτυρίες υποστηρίζουν πως ο Κίσινγκερ είπε στον Σαντάτ πως ο λόγος για την αερομεταφορά των ΗΠΑ ήταν πως οι Ισραηλινοί ήταν πολύ κοντά στο να «γίνουν πυρηνικοί».
Το Ισραήλ άρχισε να παίρνει τις προμήθειες στις 13 Οκτωβρίου, αν και, κάποιος εξοπλισμός, όπως οι πύραυλοι TOW είχαν φτάσει πριν τις 11 Οκτωβρίου. Σύμφωνα με τον Αβραάμ Ραμπίνοβιτς, «ενώ η αμερικανική αερομεταφορά των προμηθειών δεν αντικατέστησε αμέσως τις ισραηλινές υλικές απώλειες, επέτρεψε στο Ισραήλ να σπαταλήσει ό,τι είχε ήδη πιο ελεύθερα». Ως το τέλος του Νικελωμένου Γρασιδιού, οι ΗΠΑ είχαν στείλει 22.395 τόνους υλικού στο Ισραήλ. Ο Ισραηλινός Αεροπορικός Φορέας El Al πήρε μέρος στην αερομεταφορά και μετέφερε 5.500 τόνους υλικού. Ανάμεσα στις προμήθειες που στάλθηκαν στο Ισραήλ ήταν εξοπλισμός τελευταίας λέξης της τεχνολογίας, όπως οι πύραυλοι AGM-65 Maverick και οι BGM-71 TOW, που είχαν μπει στην παραγωγή τρία χρόνια πριν, όπως και εξαιρετικά ανεπτυγμένος εξοπλισμός ηλεκτρονικών παρεμβολών, μαζί με εκπαιδευτές του Αμερικανικού Στρατού για να εκπαιδεύσουν τάχιστα τις Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις στη χρήση αυτών των όπλων.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες σχημάτισαν επίσης τη δική τους θαλάσσια επιχείρηση μεταφοράς, δίνοντας στο Ισραήλ 33.210 τόνους έως τις 30 Οκτωβρίου.
Οι Αιγύπτιοι διοικητές σημείωσαν πως στις 13 και στις 15 Οκτωβρίου, τα ναυτικά ραντάρ τους εντόπισαν αεροσκάφος σε ύψος 25.000 μέτρων και με ταχύτητα Mach 3, που καθιστούσαν αδύνατη την καταδίωξή του είτε με μαχητικό είτε με πυραύλους εδάφους-αέρος. Το αεροπλάνο πέρασε τη ζώνη της διώρυγας, τα λιμάνια της Ερυθράς Θάλασσας (Χουργκάντα και Σαφάγκα), πέταξε πάνω από τις αεροπορικές βάσεις και τις αντιαεροπορικές άμυνες στο Δέλτα του Νείλου και τελικά εξαφανίστηκε από τις οθόνες των ραντάρ πάνω από τη Μεσόγειο. Το ύψος και η ταχύτητα ήταν αυτά των αμερικανικών SR-71 Blackbird, ενός μεγάλης εμβέλειας στρατηγικού αναγνωριστικού αεροπλάνου. Σύμφωνα με τους Αιγύπτιους διοικητές, η κατασκοπεία που πραγματοποίησαν αυτές οι δύο πτήσεις βοήθησαν τους Ισραηλινούς να προετοιμαστούν για την αιγυπτιακή επίθεση στις 14 Οκτωβρίου, και βοήθησαν στην πραγματοποίηση της Επιχείρησης Πεισματάρηδες Άντρες.
Η παγιδευμένη Τρίτη Στρατιά της Αιγύπτου
Η απόπειρα περικύκλωσης της Αιγυπτιακής Τρίτης Στρατιάς
Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ πέρασε (με 14-0), μετά από διαπραγματεύσεις ΗΠΑ-ΕΣΣΔ, στις 22 Οκτωβρίου, το Ψήφισμα 338 το οποίο καλούσε για κατάπαυση του πυρός. Καλούσε «όλες τις εμπόλεμες πλευρές» να «τερματίσουν κάθε στρατιωτική δραστηριότητα αμέσως». Ενεργοποιήθηκε 12 ώρες αργότερα στις 18:52 ώρα Ισραήλ. Επειδή ενεργοποιήθηκε μετά τη δύση του ηλίου, ήταν αδύνατον για τη δορυφορική εποπτεία να καθορίσει που βρίσκονταν οι γραμμές των μετώπων στο υποτιθέμενο σημείο όπου έγινε η κατάπαυση του πυρός. Πριν η τελευταία ενεργοποιηθεί, ο Χένρυ Κίσινγκερ είχε πει στην Γκόλντα Μεΐρ, «Δεν θα πάρεις βίαιες διαμαρτυρίες από την Ουάσιγκτον αν γίνει κάτι στη διάρκεια της νύχτας, ενώ εγώ πετάω. Δεν μπορεί να γίνει τίποτα έως αύριο το μεσημέρι».
Όταν ξεκίνησε η κατάπαυση του πυρός, οι ισραηλινές δυνάμεις ήταν λίγες εκατοντάδες μέτρα κοντά από τον στόχο τους – τον τελευταίο δρόμο που συνέδεε το Κάιρο και το Σουέζ, και η μεραρχία του Σαρόν είχε αποτύχει στις επαναλαμβανόμενες απόπειρες να καταλάβει την Ισμαηλία και να αποκόψει τις εφοδιοπομπές της Δεύτερης Στρατιάς. Η κίνηση του Αντάν προς τον νότο είχε αφήσει τις ισραηλινές και αιγυπτιακές μονάδες σκορπισμένες σε κάθε σημείο του πεδίου της μάχης, χωρίς καθαρές γραμμές μεταξύ τους. Οι αιγυπτιακές και οι ισραηλινές μονάδες προσπάθησαν να ανασυνταχθούν, και ξέσπασαν τακτικές μάχες πυροβολικού την ώρα που και οι δύο πλευρές παραβίαζαν την ανακωχή. Κατά τη νύχτα, εννιά ισραηλινά άρματα μάχης είχαν καταστραφεί σε διάφορες θέσεις. Δεν είναι ξεκάθαρο ποια πλευρά άρχισε πρώτη, αλλά οι Ισραηλινοί διοικητές, απογοητευμένοι επειδή δεν μπόρεσαν να καταλάβουν τον δρόμο Καΐρου-Σουέζ, χρησιμοποίησαν τις αψιμαχίες ως δικαιολογία για να συνεχίσουν την πορεία τους προς τον νότο. Ο Αντάν αποφάσισε να συνεχίσει την επίθεσή του στις 23 Οκτωβρίου. Ο Νταβίντ Ελαζάρ ζήτησε άδεια για να συνεχίσει την επίθεση, και ο Μοσέ Νταγιάν του την έδωσε. Σε καθαρή παραβίαση της κατάπαυσης του πυρός, τα ισραηλινά στρατεύματα τερμάτισαν την προώθησή τους νότια, κατέλαβαν τον δρόμο, και παγίδευσαν την Αιγυπτιακή Τρίτη Στρατιά ανατολικά της Διώρυγας του Σουέζ. Οι Ισραηλινοί προώθησαν τεράστιες ποσότητες εξοπλισμού πέρα από τη διώρυγα, παραβιάζοντας ξανά την κατάπαυση του πυρός. Όταν ο Σαντάτ διαμαρτυρήθηκε για τις παραβιάσεις της ανακωχής, το Ισραήλ υποστήριξε πως οι Αιγύπτιοι στρατιώτες είχαν πυροβολήσει πρώτοι. Ισραηλινός οπλισμός και αλεξιπτωτιστές μπήκαν στο Σουέζ σε μια προσπάθεια να καταλάβουν την ομώνυμη πόλη, αλλά έπεσαν σε ενέδρα από στρατεύματα της Τρίτης Στρατιάς και περικυκλώθηκαν. Στη μάχη που ακολούθησε, οι Ισραηλινοί αλεξιπτωτιστές κατάφεραν να φύγουν από την πόλη, αλλά δέχτηκαν υψηλές απώλειες και δεν αποκόμισαν κανένα τακτικό όφελος.
Το επόμενο πρωινό, 23 Οκτωβρίου, διαταράχθηκε η διπλωματική δραστηριότητα. Σοβιετικά αναγνωριστικά αεροσκάφη είχαν επιβεβαιώσει πως οι ισραηλινές δυνάμεις κινούνταν νότια, και οι Σοβιετικοί κατηγόρησαν τους Ισραηλινούς για δολιότητα. Σε τηλεφωνική συνομιλία με την Γκόλντα Μεΐρ, ο Χένρυ Κίσινγκερ ρώτησε «Πώς μπορεί κάποιος να ξέρει που μπορεί να είναι ή να ήταν μια γραμμή στην έρημο;», και η Μεΐρ απάντησε, «Θα ξέρουν, εντάξει». Ο Κίσινγκερ έμαθε για τον παγιδευμένο Αιγυπτιακό Στρατό λίγο μετά.
Ο Κίσινγκερ αντιλήφθηκε πως η κατάσταση έδινε στις Ηνωμένες Πολιτείες μια τεράστια ευκαιρία – η Αίγυπτος ήταν απόλυτα εξαρτημένη από τις ΗΠΑ για να αποτρέψουν το Ισραήλ από το να καταστρέψει την παγιδευμένη στρατιά της, που τώρα δεν είχε πρόσβαση σε τροφή ή νερό. Αυτή η στάση θα κεφαλαιοποιούνταν αργότερα όταν θα επέτρεπε στις ΗΠΑ να διαμεσολαβήσουν στη διαμάχη, και να ωθήσουν την Αίγυπτο έξω από τη σοβιετική επιρροή.
Ως αποτέλεσμα, οι ΗΠΑ άσκησαν τεράστια πίεση στους Ισραηλινούς να μην καταστρέψουν την παγιδευμένη στρατιά, ακόμα και με την απειλή να υποστηρίξουν ένα ψήφισμα του ΟΗΕ που θα ανάγκαζε τους Ισραηλινούς να υποχωρήσουν στις θέσεις που είχαν πριν τις 22 Οκτωβρίου αν δεν επέτρεπαν μη στρατιωτικές προμήθειες να φτάσουν στη στρατιά. Σε ένα τηλεφώνημα με τον Ισραηλινό πρέσβη Σίμτσα Ντίνιτζ, ο Κίσινγκερ είπε στον πρέσβη πως η καταστροφή της Αιγυπτιακής Τρίτης Στρατιάς «είναι μια επιλογή που δεν υπάρχει». Παρά την περικύκλωσή της, όμως, η Τρίτη Στρατιά είχε καταφέρει να διατηρήσει τη μαχητική της ακεραιότητα ανατολικά της διώρυγας και να κρατήσει τις αμυντικές της θέσεις.
Πυρηνικός συναγερμός
Εν τω μεταξύ, ο Μπρέζνιεφ έστειλε μια επιστολή στον Νίξον στα μέσα της νύχτας της 23ης-24ης Οκτωβρίου. Σ’ εκείνο το γράμμα, ο Μπρέζνιεφ πρότεινε να σταλούν αμερικανικά και σοβιετικά αποσπάσματα για να διασφαλιστεί πως και οι δύο πλευρές θα τιμούσαν την κατάπαυση του πυρός. Επίσης απείλησε πως «Θα το πω ξεκάθαρα πως αν το βρείτε αδύνατον να δράσετε από κοινού με εμάς σ’ αυτό το ζήτημα, θα βρεθούμε αντιμέτωποι με την αναγκαιότητα να μελετήσουμε επειγόντως τη λήψη των απαραίτητων βημάτων μονομερώς. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε την αυθαιρεσία εκ μέρους του Ισραήλ». Εν συντομία, οι Σοβιετικοί απειλούσαν να επέμβουν στον πόλεμο υπέρ της Αιγύπτου.
Οι Σοβιετικοί έθεσαν σε συναγερμό επτά αεροπορικές μεραρχίες και οργανώθηκε μια αερομεταφορά για να τους μεταφέρει στη Μέση Ανατολή. Στήθηκε δε ένα αεροπορικό αρχηγείο στη νότια Σοβιετική Ένωση. Επίσης πολλές αεροπορικές μονάδες τέθηκαν σε συναγερμό. «Οι αναφορές επίσης έδειχναν πως τουλάχιστον μια από τις μεραρχίες και μια μοίρα μεταγωγικών αεροπλάνων είχαν μετακινηθεί από τη Σοβιετική Ένωση σε μια αεροπορική βάση στη Γιουγκοσλαβία». Επίσης οι Σοβιετικοί είχαν αναπτύξει εφτά αμφίβια πολεμικά σκάφη με περίπου 40.000 ναυτικό πεζικό στη Μεσόγειο.
Το μήνυμα έφτασε αφότου ο Νίξον είχε πέσει για ύπνο. Ο Κίσινγκερ συγκάλεσε αμέσως σύσκεψη των κύριων αξιωματούχων, ανάμεσα στους οποίους και ο Υπουργός Άμυνας Τζέημς Σλέσινγκερ, ο Διευθυντής της CIA Ουίλλιαμ Κόλμπυ, και ο Επιτελάρχης του Λευκού Οίκου Αλεξάντερ Χαίηγκ. Το σκάνδαλο Ουότεργκεϊτ είχε φτάσει στο απόγειο του, και ο Νίξον ήταν τόσο ταραγμένος και συγχυσμένος ώστε αποφάσισαν να χειριστούν την υπόθεση χωρίς αυτόν.
Όταν ο Κίσινγκερ ρώτησε τον Χαίηγκ αν έπρεπε να τον ξυπνήσουν (τον Νίξον), ο Επιτελάρχης του Λευκού Οίκου απάντησε κάθετα «Όχι». Ο Χαίηγκ μοιραζόταν ξεκάθαρα τα αισθήματα του Κίσινγκερ πως ο Νίξον δεν βρισκόταν σε κατάσταση για να πάρει κρίσιμες αποφάσεις.
Αποτέλεσμα της σύσκεψης ήταν μια συμβιβαστική απάντηση που στάλθηκε στον Μπρέζνιεφ (με το όνομα του Νίξον). Την ίδια ώρα, αποφασίστηκε να αυξηθεί η Κατάσταση Άμυνας (DEFCON) από τέσσερα σε τρία. Τέλος, ενέκριναν ένα μήνυμα προς τον Σαντάτ (πάλι με το όνομα του Νίξον) ζητώντας του να παραιτηθεί από το αίτημά του για σοβιετική βοήθεια, και απειλώντας πως αν επενέβαιναν οι Σοβιετικοί, θα επενέβαιναν και οι ΗΠΑ.
Οι Σοβιετικοί εντόπισαν γρήγορα την αυξανόμενη αμερικανική κατάσταση άμυνας, και έμειναν έκπληκτοι και μπερδεμένοι με την απάντηση. «Ποιός θα μπορούσε να φανταστεί πως οι Αμερικάνοι θα φοβόντουσαν τόσο εύκολα», είπε ο Νικολάι Ποντγκόρνι. «Δεν είναι λογικό να μπεις σε πόλεμο με τις ΗΠΑ εξαιτίας της Αιγύπτου και της Συρίας», είπε ο πρωθυπουργός Αλεξέι Κοσύγκιν, ενώ ο αρχηγός της Κα Γκε Μπε Γιούρι Αντρόποφ πρόσθεσε πως «Δεν θα ξεκινήσουμε Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο». Στο τέλος, οι Σοβιετικοί συμβιβάστηκαν με μια αραβική ήττα. Το γράμμα από το αμερικανικό υπουργικό συμβούλιο έφτασε κατά τη διάρκεια της συνάντησης. Ο Μπρέζνιεφ αποφάσισε πως οι Αμερικάνοι ήταν πολύ ταραγμένοι, και πως η καλύτερη πορεία δράσης θα ήταν να περιμένουν να απαντήσουν. Το επόμενο πρωί, οι Αιγύπτιοι συμφώνησαν με την αμερικανική πρόταση, και απέσυραν το αίτημά τους για βοήθεια από τους Σοβιετικούς, τερματίζοντας την κρίση.
Η αποκλιμάκωση του Βορείου Μετώπου
Στο βόρειο μέτωπο, έγινε μια μεγάλη αερομαχία στις 23 Οκτωβρίου κοντά στη Δαμασκό με περίπου δεκαέξι ισραηλινά αεροσκάφη. Η Συριακή και η Ισραηλινή Αεροπορία έχασαν περίπου δέκα αεροπλάνα. Οι Σύριοι είχαν αρχίσει προετοιμασίες για μια μαζική αντεπίθεση, προγραμματισμένη για τις 23 Οκτωβρίου. Επιπρόσθετα με τις πέντε μεραρχίες της Συρίας, το Ιράκ έδωσε δύο, και υπήρχαν μικρότερα αποσπάσματα από άλλες αραβικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ιορδανίας. Οι Σοβιετικοί είχαν αντικαταστήσει τις περισσότερες από τις απώλειες της Συρίας σε άρματα μάχης των πρώτων εβδομάδων του πολέμου.
Ωστόσο, μια μέρα πριν να αρχίσει η επίθεση, τα Ηνωμένα Έθνη εφάρμοσαν την κατάπαυση του πυρός (μετά τη συγκατάθεση Ισραήλ και Αιγύπτου). Ο Αβραάμ Ραμπίνοβιτς λέει «Η αποδοχή από την Αίγυπτο της κατάπαυσης του πυρός τη Δευτέρα [22 Οκτωβρίου] δημιούργησε μεγάλο δίλημμα για τον Άσαντ. Η κατάπαυση του πυρός δεν τον δέσμευε, αλλά οι συνέπειές της δεν μπορούσαν να αγνοηθούν. Κάποιοι από το Συριακό Γενικό Επιτελείο ήταν υπέρ της συνέχισης της επίθεσης, υποστηρίζοντας πως αν το έκαναν η Αίγυπτος θα ένιωθε υποχρεωμένη να συνεχίσει τον πόλεμοι. Άλλοι, ωστόσο, υποστήριζαν πως αυτή η συνέχιση του πολέμου θα νομιμοποιούσε τις προσπάθειες του Ισραήλ να καταστρέψει την Αιγυπτιακή Τρίτη Στρατιά. Σ’ αυτή την περίπτωση, η Αίγυπτος δεν θα βοηθούσε τη Συρία όταν το Ισραήλ θα γύριζε όλη τη δύναμή του προς βορρά, καταστρέφοντας τις υποδομές της Συρίας και ίσως πραγματοποιώντας επίθεση εναντίον της Δαμασκού».
Τελικά, ο Άσαντ αποφάσισε να ακυρώσει την επίθεση, και στις 23 Οκτωβρίου η Συρία ανακοίνωσε πως είχε αποδεχτεί την κατάπαυση του πυρός, και η ιρακινή κυβέρνηση διέταξε τις δυνάμεις της να γυρίσουν πίσω.
Διαπραγματεύσεις μετά την κατάπαυση του πυρός
Στις 24 Οκτωβρίου, το Συμβούλιο Ασφαλείας πέρασε το Ψήφισμα 339, καλώντας εκ νέου όλες τις πλευρές να σεβαστούν τους όρους της κατάπαυσης του πυρός που όρισε το Ψήφισμα 338. Κάθε οργανωμένη σύγκρουση σ’ όλα τα μέτωπα τερματίστηκε ως τις 26 Οκτωβρίου. Έγιναν πολλές αεροπορικές επιθέσεις εναντίον της Τρίτης Στρατιάς από τις 25 μέχρι τις 28 Οκτωβρίου. Η κατάπαυση του πυρός δεν τερμάτισε τις σποραδικές αψιμαχίες ανάμεσα στις γραμμές, ούτε χαλάρωσε τις στρατιωτικές εντάσεις.
Το Ισραήλ έλαβε την απειλή του Κίσινγκερ να υποστηρίξει μια λύση απόσυρσης στον ΟΗΕ, αλλά πριν να μπορέσει να απαντήσει, ο σύμβουλος της εθνικής ασφαλείας της Αιγύπτου Χάφεζ Ισμαΐλ έστειλε στον Κίσινγκερ ένα εκπληκτικό μήνυμα – η Αίγυπτος ήταν πρόθυμη να μπει σε απευθείας διάλογο με τους Ισραηλινούς, με τον όρο οι τελευταίοι να συμφωνήσουν να επιτραπεί η διακίνηση μη στρατιωτικών προμηθειών στη στρατιά τους και να συμφωνήσουν σε μια πλήρη κατάπαυση του πυρός.
Οι συνομιλίες έγιναν στις 28 Οκτωβρίου, μεταξύ του Ισραηλινού υποστράτηγου Αχαρόν Γιαρίβ και του Αιγύπτιου υποστράτηγου Άμπντελ Γκάνι ελ-Γκαμασί. Εν τέλει, ο Κίσινγκερ έφερε την πρόταση στον Σαντάτ, ο οποίος συμφώνησε σχεδόν χωρίς δεύτερη σκέψη. Τα σημεία ελέγχου των Ηνωμένων Εθνών θα αντικαθιστούσαν τα ισραηλινά σημεία ελέγχου, θα επιτρεπόταν η διακίνηση μη στρατιωτικών προμηθειών, και θα γινόταν ανταλλαγή των αιχμαλώτων πολέμου. Θα ακολουθούσε μια σύνοδος κορυφής στη Γενεύη, και τελικά, μια συμφωνία προσωρινής παύσης πυρός θα επεξεργαζόταν. Στις 18 Ιανουαρίου, το Ισραήλ υπέγραψε μια συμφωνία να υποχωρήσει στην ανατολική πλευρά της διώρυγας, και ο τελευταίος στρατιώτης του αποσύρθηκε από τη δυτική πλευρά της διώρυγας στις 5 Μαρτίου 1974. Μεταξύ της κατάπαυσης του πυρός από τον ΟΗΕ και της συμφωνίας ανακωχής τον Ιανουάριο, ένας μικρός πόλεμος φθοράς έγινε εναντίον των ισραηλινών δυνάμεων που βρίσκονταν δυτικά της διώρυγας, στον οποίο σκοτώθηκαν 187 Ισραηλινοί στρατιώτες, καταστράφηκαν 41 άρματα μάχης, και καταρρίφθηκαν 11 αεροπλάνα.
Στο συριακό μέτωπο, η δορυφορική διπλωματία από τον Χένρυ Κίσινγκερ τελικά είχε ως αποτέλεσμα μια συμφωνία απεμπλοκής στις 31 Μαΐου 1974, βασισμένη στην ανταλλαγή των αιχμαλώτων, την απόσυρση του Ισραήλ στην Πορφυρή Γραμμή και τη δημιουργία μιας ενδιάμεσης ουδέτερης ζώνης από τον ΟΗΕ. Το Ισραήλ κατηγόρησε τη Συρία πως βασάνισε τους αιχμαλώτους, και παραβίασε τη Σύμβαση της Γενεύης. Η συμφωνία τερμάτισε τις αψιμαχίες και τις ανταλλαγές βολών πυροβολικού που ήταν συχνές στην ισραηλινοσυριακή γραμμή κατάπαυσης του πυρός. Η Δύναμη Απεμπλοκής και Παρατήρησης του ΟΗΕ (UNDOF) δημιουργήθηκε ως ειρηνευτική δύναμη στα Υψώματα Γκολάν.
Συνέπειες του πολέμου
Οι ειρηνευτικές συνομιλίες στο τέλος του πολέμου ήταν η πρώτη φορά που Άραβες και Ισραηλινοί αξιωματούχοι συναντήθηκαν σε απευθείας συνομιλίες από τον πόλεμο του 1948.
Ο πόλεμος μπορούσε να περιγραφεί ως αδιέξοδο. Σε τακτικό επίπεδο, το τέλος του είδε το Ισραήλ με εδαφικά κέρδη στα Υψώματα Γκολάν και την περικύκλωση της Αιγυπτιακής Τρίτης Στρατιάς. Κάποιοι πιστεύουν πως η κατάπαυση του πυρός απέτρεψε το Ισραήλ από το να εξαπολύσει τη σκληρότερή του επίθεση, αφού μια αναφορά του Αμερικανικού Ναυτικού ισχυρίζεται:
«Τώρα ήταν σε θέση να απειλήσουν τις οπισθοφυλακές των διοικητικών περιοχών, και τις προμήθειες όλου του Αιγυπτιακού Στρατού. Κυρίως χάρη στις προσπάθειες της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία φοβόταν την πιθανότητα μιας μεγάλης αιγυπτιακής ήττας, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ επέβαλε μια κατάπαυση του πυρός από τις 22 Οκτωβρίου».
Η αναφορά επίσης υποστηρίζει πως η αραβική πλευρά κατάφερε να αιφνιδιάσει το Ισραήλ και όλες τις μυστικές υπηρεσίες στον πλανήτη και στρατηγικά και τακτικά:
«Από καθαρά στρατιωτική άποψη, η πρώτη και σημαντικότερη αραβική επιτυχία ήταν η επίτευξη απόλυτου στρατιωτικού και τακτικού αιφνιδιασμού. Ενώ αυτό βοηθήθηκε από τα σε όχι μικρό βαθμό λάθη που έγιναν από την ισραηλινή αντικατασκοπεία και την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία στο Ισραήλ, το μεγαλύτερο μέγεθος επαίνου πρέπει να πάει στο εξαιρετικά περίπλοκο σχέδιο παραπλάνησης που εκτελέστηκε από τους Αιγυπτίους. Κατάφεραν να πείσουν την ισραηλινή διοίκηση πως η έντονη στρατιωτική δραστηριότητα στα δυτικά της Διώρυγας το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1973 δεν ήταν τίποτα από μια σειρά εκπαιδευτικών ασκήσεων και ελιγμών. Αυτή η παραπλάνηση θεωρείται ένα από τα εκπληκτικότερα σχέδια εξαπάτησης που έγιναν σ’ όλη τη στρατιωτική ιστορία. Το σχέδιο ήταν επιτυχές όχι μόνον όσον αφορά την ισραηλινή αντικατασκοπεία, αλλά και τις μυστικές υπηρεσίες όλου του κόσμου».
Για τα αραβικά κράτη (και την Αίγυπτο ειδικότερα), το ψυχολογικό τραύμα της ήττας τους στον Πόλεμο των Έξι Ημερών γιατρεύτηκε. Με πολλούς τρόπους, τους επέτρεψε να διαπραγματευτούν με τους Ισραηλινούς ως ίσοι. Όμως, έχοντας δεδομένο πως ο πόλεμος είχε αρχίσει τόσο καλά όσο θα ήθελαν οι Άραβες ηγέτες, στο τέλος είχαν μόνο περιορισμένα εδαφικά κέρδη στο μέτωπο του Σινά, ενώ το Ισραήλ κέρδισε περισσότερο έδαφος στα Υψώματα Γκολάν απ’ όσο κρατούσε πριν από τον πόλεμο· επίσης με το δεδομένο πως το Ισραήλ μπόρεσε να κρατήσει αφρικανικό έδαφος δυτικά της διώρυγας, ο πόλεμος βοήθησε στο να πεισθούν πολλοί στον αραβικό κόσμο πως το Ισραήλ δεν μπορούσε να ηττηθεί στρατιωτικά, και συνεπώς ενδυνάμωσε τα ειρηνευτικά κινήματα. Ο πόλεμος είχε ως αποτέλεσμα τον τερματισμό της αραβικής φιλοδοξίας να καταστραφεί το Ισραήλ διά της βίας.
Επίσης, η αρχική επιτυχία των Αιγυπτίων και των Σύρων, έδειχνε ότι οι Άραβες είχαν επιτελέσει προόδους στον στρατιωτικό τομέα και ήταν σε θέση να εφαρμόσουν μια αιφνιδιαστική στρατιωτική τακτική.
Ο πόλεμος είχε μια μεγάλη συνέπεια στον πληθυσμό του Ισραήλ. Μετά τη νίκη του στον Πόλεμο των Έξι Ημερών, ο Ισραηλινός Στρατός είχε γίνει αλαζονικός. Το σοκ και οι ξαφνικές ήττες που συνέβησαν στην αρχή του πολέμου ήταν ένα τρομερό ψυχολογικό χτύπημα για τους Ισραηλινούς, που πίστευαν πως είχαν τη στρατιωτική υπεροχή στην περιοχή. Όμως, με τον καιρό, άρχισαν να καταλαβαίνουν τί εκπληκτική, σχεδόν πρωτοφανή, αλλαγή πορείας είχαν επιτύχει:
«Παραπαίοντας από μια αιφνιδιαστική επίθεση σε δύο μέτωπα με την πλειοψηφία του στρατού ακόμα μη κινητοποιημένη, και αντιμέτωπη με εκπληκτικές νέες πολεμικές πραγματικότητες, η κατάσταση του Ισραήλ ήταν τέτοια που θα γονάτιζε ακόμα και τα ισχυρότερα κράτη. Κι όμως, μέσα σε μέρες, ανέκτησε τον βηματισμό του και σε λιγότερο από δύο εβδομάδες απειλούσε τις πρωτεύουσες και των δύο εχθρών του, ένα επίτευγμα που έχει ελάχιστα ιστορικά παράλληλα».
Στο Ισραήλ, όμως, ο δείκτης απωλειών ήταν υψηλός. Κατά κεφαλή, το Ισραήλ υπέστη τριπλάσιες απώλειες σε τρεις εβδομάδες πολέμου απ’ όσες είχαν οι ΗΠΑ σε μια δεκαετία στον Πόλεμο του Βιετνάμ. Ο Πόλεμος του 1973 είχε ως αποτέλεσμα πρωτοφανή αριθμό στρατιωτών που υπέφεραν από σοκ στη μάχη και άλλα ψυχιατρικά προβλήματα. Η αναλογία των ψυχιατρικών περιπτώσεων ήταν τόσο υψηλή που έφτανε το 23,1% όλων των μη θανάσιμων περιπτώσεων. Οι Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις ήταν απροετοίμαστες να αντιμετωπίσουν τέτοιες περιπτώσεις επειδή, σ’ όλους τους προηγούμενους πολέμους (με την εξαίρεση του 1948), οι Ισραηλινοί συχνά επιτύγχαναν γρήγορες νίκες με λίγες απώλειες. Όμως ο Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ, στιγματίστηκε για τη φονικότητα και την έντασή του, και τις παρατεινόμενες μάχες, που δημιούργησαν τέτοια μεγάλα περιστατικά νευρικών κλονισμών από τη μάχη. Ο Αριέλ Σαρόν, ένας παράτολμος στρατηγός, τόνισε αυτή την πραγματικότητα: «Πολεμάω 25 χρόνια, και όλα τα άλλα που έζησα ήταν απλά μάχες. Αυτός ήταν πραγματικός πόλεμος».
Ως απάντηση στην αμερικανική υποστήριξη στο Ισραήλ, τα αραβικά μέλη του ΟΠΕΚ, με την καθοδήγηση της Σαουδικής Αραβίας, αποφάσισαν να μειώσουν την πετρελαϊκή παραγωγή κατά 5% ανά μήνα στις 17 Οκτωβρίου. Στις 19 Οκτωβρίου, ο Πρόεδρος Νίξον εξουσιοδότησε μια μεγάλη διανομή οπλικών προμηθειών και 2,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων στο Ισραήλ. Ως απάντηση, η Σαουδική Αραβία κήρυξε εμπάργκο εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών, στο οποίο αργότερα εντάχθηκαν και άλλοι πετρελαϊκοί εξαγωγείς, και το οποίο επεκτάθηκε εναντίον της Ολλανδίας και άλλων κρατών, προκαλώντας την ενεργειακή κρίση του 1973.
Η αρχική επιτυχία αύξησε θεαματικά τη δημοτικότητα του Σαντάτ, δίνοντάς του πιο σταθερό έλεγχο στο αιγυπτιακό κράτος και την ευκαιρία να ξεκινήσει πολλές από τις μεταρρυθμίσεις που θεωρούσε αναγκαίες. Στα επόμενα χρόνια η δημοτικότητά του θα ξεθώριαζε, και τα καταστροφικά αντικυβερνητικά επεισόδια του 1977 με αφορμή την έλλειψη τροφίμων είχαν ως σύνθημα, «Ήρωα του περάσματος, πού είναι το πρωινό μας;».
Ένταση στο Ισραήλ
Αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, ξέσπασε η έντονη διαμαρτυρία του iσραηλινού λαού εναντίον της κυβέρνησής του. Καθοδηγήθηκε από τον Μόττι Ασκενάζι, διοικητή της Βουδαπέστης, του βορειότερου από τα οχυρά της Μπαρ-Λεβ και του μόνου που στον πόλεμο δεν καταλήφθηκε από τους Αιγυπτίους. Η οργή εναντίον της ισραηλινής κυβέρνησης (και ειδικά εναντίον του Νταγιάν) ήταν μεγάλη. Ζητήθηκε από τον Σιμόν Αγκρανάτ, Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Ισραήλ, να ηγηθεί μιας έρευνας, της επονομασθείσας Επιτροπής Αγκρανάτ, στα γεγονότα που προετοίμασαν τον πόλεμο και των συνεχών ηττών στις πρώτες μέρες του πολέμου.
Η Επιτροπή Αγκρανάτ δημοσίευσε τα προκαταρκτικά ευρήματά της στις 2 Απριλίου 1974. Έξι συγκεκριμένα άτομα θεωρήθηκαν υπεύθυνα για τις αποτυχίες του Ισραήλ:
• Ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων Νταβίντ Ελαζάρ προτάθηκε για απόλυση, αφότου η Επιτροπή βρήκε πως έφερε «προσωπική ευθύνη για την αποτίμηση της κατάστασης και την πολεμική ετοιμότητα των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων».
• Ο Αρχηγός της Αντικατασκοπείας, Στρατηγός Έλι Ζεΐρα, και ο πληρεξούσιός του, κεφαλή της Έρευνας, Ταξίαρχος Άριεχ Σάλεβ, προτάθηκαν για απόλυση.
• Ο Αντισυνταγματάρχης Μπάντμαν, επικεφαλής του γραφείου της ΑΜΑΝ για την Αίγυπτο, και ο Αντισυνταγματάρχης Γκεντέλια, αρχηγός αντικατασκοπείας της Νότιας Διοίκησης, προτάθηκαν να μετατεθούν μακριά από υπηρεσίες αντικατασκοπείας.
• Ο Σμούελ Γκονέν, διοικητής του Νοτίου Μετώπου, προτάθηκε από την αρχική αναφορά να απαλλαχθεί από ενεργό καθήκον. Αναγκάστηκε να φύγει από το στράτευμα μετά τη δημοσίευση της τελικής αναφοράς της Επιτροπής, στις 30 Ιανουαρίου 1975, η οποία βρήκε πως «απέτυχε να εκπληρώσει τα καθήκοντα του επαρκώς, και φέρει μεγάλη ευθύνη για την επικίνδυνη κατάσταση στην οποία βρέθηκαν τα στρατεύματά μας».
Αντί να ησυχάσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια, η αναφορά – η οποία «είχε τονίσει πως έκρινε την ευθύνη των υπουργών για τις ελλείψεις στην ασφάλεια, όχι την κοινοβουλευτική τους ευθύνη, η οποία ήταν εκτός της εντολής της» – την ερέθισε. Αν και είχε απαλλάξει την Γκόλντα Μεΐρ και τον Μοσέ Νταγιάν από κάθε ευθύνη, οι φωνές που απαιτούσαν την παραίτησή τους (ειδικά του Νταγιάν) έγιναν εντονότερες.
Τελικά, στις 11 Απριλίου 1974, η Γκόλντα Μεΐρ παραιτήθηκε. Την ακολούθησε το υπουργικό της συμβούλιο, περιλαμβανομένου και του Νταγιάν, που υπέβαλε δύο φορές την παραίτησή του αλλά η Μεΐρ δεν την είχε κάνει αποδεκτή. Ο Γιτζάκ Ράμπιν, που είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος του πολέμου ως ένας ανεπίσημος σύμβουλος του Νταγιάν, έγινε επικεφαλής της νέας κυβέρνησης που ανέλαβε τον Ιούνιο.
Το 1999, το θέμα ανακινήθηκε πάλι από την ισραηλινή πολιτική ηγεσία για να αποτρέψει την επανάληψη παρόμοιων ελλείψεων. Δημιουργήθηκε το Ισραηλινό Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας για να βελτιώσει το συντονισμό μεταξύ των διαφορετικών σωμάτων ασφαλείας και αντικατασκοπείας, και τον πολιτικό κλάδο της κυβέρνησης.
Οι Συμφωνίες του Καμπ Ντέηβιντ
Η κυβέρνηση του Ράμπιν ταλαντευόταν από μια σειρά σκανδάλων, και αναγκάστηκε να παραιτηθεί το 1977. Το δεξιό κόμμα “Λικούντ”, υπό την πρωθυπουργία του Μεναχέμ Μπεγκίν, κέρδισε τις επακόλουθες εκλογές. Αυτό σημείωσε μια ιστορική αλλαγή στο ισραηλινό πολιτικό σκηνικό αφού ήταν η πρώτη φορά από την ίδρυση του Ισραήλ που ένας συνασπισμός που δεν ήταν υπό την ηγεσία του Εργατικού Κόμματος ήλεγχε την κυβέρνηση.
Ο Σαντάτ, που είχε μπει στον πόλεμο με σκοπό να ξαναπάρει το Σινά από το Ισραήλ, απογοητεύτηκε από τον αργό ρυθμό της ειρηνευτικής διαδικασίας. Το 1977 σε μια συνέντευξή του με τον δημοσιογράφο του CBS News, Γουόλτερ Κρόνκαϊτ, ο Σαντάτ παραδέχτηκε μετά από μια σειρά αιχμηρών ερωτήσεων πως ήταν ανοικτός σε έναν πιο εποικοδομητικό ειρηνευτικό διάλογο, που θα περιελάμβανε επισκέψεις αρχηγών κρατών. Αυτό φαινόταν να ανοίγει τη ροή των γεγονότων, αφού σε συνέντευξή του με τον ίδιο δημοσιογράφο, ο συνήθως ανένδοτος Μπεγκίν – που ίσως δεν ήθελε να συγκριθεί δυσμενώς με τον Σαντάτ – είπε πως κι εκείνος θα ήταν υποκείμενος σε καλύτερες σχέσεις και προσφέρθηκε να προσκαλέσει τον ομόλογό του. Έτσι τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, ο Σαντάτ προχώρησε στο άνευ προηγουμένου βήμα να επισκεφθεί το Ισραήλ, και έγινε ο πρώτος Άραβας ηγέτης που το έπραξε, και έτσι εν δυνάμει αναγνώρισε το Ισραήλ.
Αυτή η πράξη προώθησε την ειρηνευτική διαδικασία. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζίμι Κάρτερ προσκάλεσε τον Σαντάτ και τον Μπεγκίν σε μια σύνοδο κορυφής στο Καμπ Ντέηβιντ για να διαπραγματευτούν μια τελική ειρήνη. Οι συνομιλίες έγιναν από τις 5 μέχρι τις 17 Σεπτεμβρίου 1978. Τελικά, οι συνομιλίες πέτυχαν, και το Ισραήλ και η Αίγυπτος υπέγραψαν την Ισραηλινοαιγυπτιακή Συνθήκη Ειρήνης το 1979. Το Ισραήλ απέσυρε τα στρατεύματα και τους εποίκους του από το Σινά, σε αντάλλαγμα με κανονικές σχέσεις με την Αίγυπτο και μια διαρκή ειρήνη. Πολλοί στην αραβική κοινότητα εξοργίστηκαν με την ειρήνη της Αιγύπτου με το Ισραήλ και ως αποτέλεσμα η Αίγυπτος αποβλήθηκε από τον Αραβικό Σύνδεσμο. Έως τότε, η Αίγυπτος βρισκόταν «στο πηδάλιο του αραβικού κόσμου». Οι εντάσεις της Αιγύπτου με τους Άραβες γείτονές της αποκορυφώθηκαν με τον σύντομο Λιβυοαιγυπτιακό Πόλεμο του 1977.
Ο Σαντάτ δολοφονήθηκε δυο χρόνια αργότερα, στις 6 Οκτωβρίου 1981, ενώ παρακολουθούσε την παρέλαση για την όγδοη επέτειο της έναρξης του πολέμου, από συνωμότες ισλαμιστές στρατιώτες που δεν του συγχώρησαν την υπογραφή συνθήκης ειρήνης με το Ισραήλ.
info
Αντιμαχόμενοι
Ισραήλ
v.s.
Αίγυπτος
Συρία
Ιράκ
Άλλη Ενίσχυση
Σαουδική Αραβία
Μαρόκο
Αλγερία
Παλαιστίνη
Ιορδανία
Ηγετικά πρόσωπα
Μοσέ Νταγιάν
Νταβίντ Ελαζάρ
Ισραέλ Ταλ
Χαΐμ Μπαρ-Λεβ Σαάντ Ελ Σαζλί
Μουσταφά Τλας
Ανουάρ Σαντάτ
Χάφεζ Αλ Άσαντ
Άχμεντ Ισμαΐλ Άλι
Δυνάμεις
415.000 στρατιώτες,
2.300 άρματα μάχης,
3.000 ΤΟΜΠ (Τεθωρακισμένα Οχήματα Μεταφοράς Προσωπικού),
945 πυροβόλα,
561 αεροπλάνα,
84 ελικόπτερα,
38 πολεμικά πλοία
Αίγυπτος: 800.000 στρατιώτες (300.000 αναπτύχθηκαν, 80.000 πέρασαν στο Σινά), 1.700 άρματα μάχης (1.020 πέρασαν στο Σινά), 2.400 ΤΟΜΠ, 1.120 πυροβόλα, 400 μαχητικά αεροσκάφη, 140 ελικόπτερα, 104 πολεμικά πλοία
Συρία: 150.000 στρατιώτες (60.000 αναπτύχθηκαν), 1.400 άρματα μάχης, 800–900 ΤΟΜΠ, 600 πυροβόλα, 350 αεροπλάνα, 36 ελικόπτερα, 21 πολεμικά πλοία
Ιράκ: 30.000 στρατιώτες, 250-500 άρματα μάχης, 500 ΤΟΜΠ, 200 πυροβόλα, 73 αεροπλάνα