Ζεϊμπέκικο
Γραμμένο απόv.psychogiosεπί 11/09/2023
Ζεϊμπέκικο, Γιάννης Τσαρούχης
Από το efsyn.gr / νησίδες / Παύλος Μεθενίτης
Το ζεϊμπέκικο είναι ένας μοναχικός, πεισμωμένος, αντάρτικος και θλιμμένος χορός.
Για ένα ζεϊμπέκικο, το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου» (1969), των Πλέσσα/Παπαδόπουλου, που τραγούδησε ιδανικά ο Στράτος Διονυσίου και χόρεψε εμβληματικά ο Νίκος Κούρκουλος στην ταινία «Ορατότης μηδέν», γι’ αυτό το ζεϊμπέκικο λοιπόν, που χόρεψε ο Γιώργος Πατούλης στο Ζάππειο σε μια εκδήλωση Ομογενών, χοροστατούσης της Κατερίνας Στανίση, όταν η μισή Ελλάδα καιγόταν, ο νυν περιφερειάρχης έχασε το χρίσμα της Νέας Δημοκρατίας για τις επικείμενες αυτοδιοικητικές εκλογές, παρ’ όλο που μετανόησε για την πράξη του δημοσίως. Βεβαίως, οι οπερετικές ζεϊμπεκιές του Πατούλη δεν ήταν η αιτία, αλλά η αφορμή για να τον καρατομήσει το κόμμα του, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Τώρα θα πούμε την ετυμολογική ιστορία της λέξης, που είναι ενδιαφέρουσα. Σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, το ζεϊμπέκικο (ή ο ζεϊμπέκικος) είναι ένας λαϊκός αυτοσχεδιαστικός χορός, πιθανώς μικρασιατικής προέλευσης, που χορεύεται συνήθως από ένα άτομο – είναι επίσης και η αντίστοιχη μουσική.
Το ζεϊμπέκικο είναι ο χορός των ζεϊμπέκηδων (τουρκ. «zeybek») που ήταν χωροφύλακες ή επαγγελματίες στρατιώτες της οθωμανικής Τουρκίας, προερχόμενοι από εξισλαμισθέντες Ελληνες της Μικράς Ασίας. Η Γουικιπίντια αναφέρει πως οι Ζεϊμπέκοι ήταν μειονότητα του πληθυσμού της Προύσας, του Αϊδινίου και της Ερυθραίας, που τελούσαν υπό διωγμόν λόγω της παραβατικής συμπεριφοράς τους. Οσο για το όνομά τους, σύμφωνα με τον Onur Akdogu, προέρχεται από το «saybek», δηλαδή «δυνατός φύλακας» στα παλιά τουρκικά. Το ζεϊμπέκικο εμφανίστηκε στα τέλη του 17ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, ενώ ο Εβλιγιά Τσελεμπή αναφέρει πως χορευόταν στη Μαγνησία και στο Αϊδίνιο ως ένας αντικριστός χορός δύο ένοπλων ανδρών, που εξελίχθηκε σε μοναχικό. Στα αστικά κέντρα της Ελλάδας, το ζεϊμπέκικο, ο βασικός ρυθμός του ρεμπέτικου και αργότερα του λαϊκού τραγουδιού, διαδόθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα.
Το ζεϊμπέκικο είναι ένας μοναχικός, πεισμωμένος, αντάρτικος και θλιμμένος χορός. Ο χορευτής έχει τα χέρια τεντωμένα, σαν ανοιχτά φτερά, σαν να προσπαθεί συνεχώς να πετάξει, όμως το κεφάλι του είναι σκυμμένο προς τη γη, προς το ένα τετραγωνικό μέτρο του εδάφους όπου χορεύει στριφογυρίζοντας, σαν να αναγνωρίζει πως αυτό το χώμα κάποια στιγμή θα τον καταπιεί, όπως όλους μας άλλωστε, κι αυτός ο χορός είναι η μοναδική του ευκαιρία να δηλώσει λεβέντικα την επίγνωση της θνητότητάς του.
Δεν ξέρω εάν το ζεϊμπέκικο είναι ένας αυστηρά αντρικός χορός. Ασφαλώς δεν κάνουν μόνο οι άντρες χορευτικό οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου και τις αποτυχίες τους, τα βάσανα και τους καημούς τους. Σίγουρα, όμως, το ζεϊμπέκικο δεν είναι κανένα γελοίο, παρδαλό, κοσμικό μπαλέτο, όπου ο μεγάλος χορεύει τον αρκουδιάρικο, καθώς τα φιλαράκια του χειροκροτούν γονυπετείς, έκθαμβοι από την τσαχπινομαγκιά του. Δεν χορεύεις ζεϊμπέκικο για να αποδείξεις πόσα κιλά άντρακλας είσαι, ούτε για να διαφημίσεις τη λαϊκότητά σου, παρ’ όλο που φοράς κουστουμιά και ρολογιά που αξίζουν όσο μια γκαρσονιέρα στην Κυψέλη.
Επίσης, δεν χορεύεις ζεϊμπέκικο για να σε δούνε και να σε θαυμάσουν, ή να σε ψηφίσουν, χορεύεις επειδή δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά, επειδή κάποια συναισθήματα, βαθιά και σκοτεινά, δεν εκφράζονται παρά μόνο με τον χορό. Ο Καζαντζάκης, βάζοντας τον Ζορμπά να μαθαίνει στον συγγραφέα τον «άγριο, παλικαρίσιο» ζεϊμπέκικο, κάποια στιγμή του λέει «…έχω πολλά να σου πω, μα δεν τα πάει η γλώσσα μου… Θα τα χορέψω το λοιπόν!…».
📌 Από τον χορό «αρτοζήν» με τον ρυθμό των εννέα ογδόων που διαφαίνεται στις ωδές της Σαπφούς θεωρεί μερίδα ειδικών τον ζεϊμπέκικο να έχει καθαρή αρχαιοελληνική προέλευση