Current track

Title

Artist


Εσωτερικευμένη Ενοχή και Σιωπή Γυναικών Θυμάτων Ενδοοικογενειακής Βίας: Τα «γιατί» μιας τραυματικής διαδρομής

Written by on 14/11/2025

Από το propago.gr / Αγγελική Καρδαρά 

Η ενδοοικογενειακή βία συνιστά ένα σοβαρό κοινωνικό φαινόμενο με πολυδιάστατες διαστάσεις και προεκτάσεις. Επιφέρει δυσμενείς και μακροχρόνιες επιπτώσεις στα θύματα, τα οποία συχνά είναι γυναίκες, επηρεάζοντας καθοριστικά τη ζωή τους σε πολλαπλά επίπεδα. Παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει σημειωθεί τόσο στη νομική προστασία όσο και στην ενημέρωση, καθώς και στην ευαισθητοποίηση μεγαλύτερων τμημάτων του πληθυσμού, η ενδοοικογενειακή βία εξακολουθεί να αποτελεί θέμα ταμπού για ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας. Συχνά παραμένει καλά κρυμμένη πίσω από κλειστές πόρτες, με αρκετά θύματα να νιώθουν αδύναμα να ζητήσουν βοήθεια και να ζουν υπό καθεστώς φόβου, εγκλωβισμένα σε μια «φυλακισμένη» καθημερινότητα.
Η ανοχή στη βία, ακόμα και για πολλά χρόνια σε ορισμένες περιπτώσεις, καθώς και η κάλυψη του δράστη είτε με τη σιωπή της γυναίκας θύματος και την απόκρυψη της σκληρής πραγματικότητας είτε με την περιγραφή μιας πλασματικής εικόνας στον ευρύτερο περίγυρο, αποτελούν πολύπλοκα φαινόμενα που συνδέονται με ποικίλες ψυχολογικές διεργασίες και κοινωνικές συνθήκες. Μπορούν να ερμηνευθούν, μεταξύ άλλων, ως αποτέλεσμα της εσωτερικευμένης ενοχής, της χαμηλής αυτοεκτίμησης και της υιοθέτησης μιας παθητικής στάσης, αλλά και ως εκφράσεις της κανονικοποίησης της βίας, την οποία το θύμα ενδέχεται να έχει βιώσει κατά τα ευαίσθητα παιδικά και εφηβικά χρόνια της ζωής του.
Καθίσταται σαφές ότι η κανονικοποίηση της βίας, είτε μέσω της ανοχής είτε μέσω της σιωπής, συμβάλλει στη διαιώνιση στερεοτυπικών αντιλήψεων και υπονομεύει τις προσπάθειες πρόληψης και αποτελεσματικής διαχείρισης του φαινομένου. Αυτή είναι μια πραγματικότητα που οφείλουμε να κοιτάξουμε κατάματα, ώστε να μπορέσουμε να την προσεγγίσουμε ολιστικά και σε βάθος. Η αντιμετώπισή της προϋποθέτει τη συστηματική ενίσχυση των θεσμικών μηχανισμών προστασίας, την ουσιαστική και δια βίου εκπαίδευση των επαγγελματιών που έρχονται σε επαφή με τα θύματα, την προώθηση μιας βαθύτερης κοινωνικής αλλαγής μέσα από την ενίσχυση της παιδείας, της επένδυσης στην εκπαίδευση της νέας γενιάς σε ζητήματα ενδοοικογενειακής βίας και αποδόμησης έμφυλων στερεοτύπων και βέβαια την ενδυνάμωση των θυμάτων σε ψυχολογικό και συναισθηματικό επίπεδο και όπου υπάρχει ανάγκη σε επαγγελματικό και οικονομικό επίπεδο.
Η πολύχρονη έρευνά μας για το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας και τη σκιαγράφηση δραστών και θυμάτων, στο Crime & Media Lab του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος, στο οποίο η γράφουσα είναι Επιστημονική Υπεύθυνη, έχει αναδείξει τα ψυχοκοινωνικά χαρακτηριστικά γυναικών θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας, εστιάζοντας στη σύνθετη αλληλεπίδραση μεταξύ ατομικών και κοινωνικών παραμέτρων που επηρεάζουν την απόφαση της γυναίκας να παραμείνει ακόμα και για χρόνια σε βίαιες σχέσεις ή να καλύψει τον δράστη. Η παρούσα ανάλυση επιδιώκει να αποσαφηνίσει τους μηχανισμούς που ενισχύουν την αίσθηση αδυναμίας της γυναίκας να αντιδράσει. Μέσω αυτού του άρθρου επομένως επιδιώκουμε να κατανοήσουμε βαθύτερα τις αιτίες πίσω από τη συμπεριφορά των θυμάτων, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τη σιωπή, την αυτοενοχοποίηση και την απομόνωση. Κρίνουμε σημαντικό να κατανοήσουμε τα «πώς» και τα «γιατί» αυτής της επώδυνης σιωπής, ώστε να μην οδηγείται ο δημόσιος λόγος σε μια δευτερογενή θυματοποίηση μιας ήδη τραυματισμένης ψυχής, όπως είναι μια κακοποιημένη γυναίκα.
Επιχειρώντας να σκιαγραφήσουμε το ψυχοκοινωνικό προφίλ της γυναίκας θύματος ενδοοικογενειακής βίας, εντοπίζουμε μια σειρά πολύπλοκων ψυχολογικών και κοινωνικών μηχανισμών που επηρεάζουν καθοριστικά τη ζωή της, την αυτοαντίληψη και τη δυνατότητα αντίδρασης απέναντι στην κακοποίηση. Ειδικότερα, έχουμε καταγράψει στο Crime & Media Lab στοιχεία που ασκούν τον δικό τους αρνητικό ρόλο στο να παραμένουν γυναίκες στην κακοποιητική σχέση και να μην αναζητούν βοήθεια ή να καθυστερούν να αναζητήσουν βοήθεια, τα οποία συνοψίζονται στα εξής:
1. Χαμηλή Αυτοεκτίμηση, Αμφισβήτηση της Αξίας της και «Απώλεια» της Ταυτότητάς της
Η ενδοοικογενειακή βία εκτείνεται πέρα από τη σωματική βλάβη, επηρεάζοντας βαθιά τον ψυχισμό της γυναίκας και επιδρώντας με αρνητικό πρόσημο στον συναισθηματικό της κόσμο. Η συνεχής κακοποίηση οδηγεί σε χαμηλή αυτοεκτίμηση, με τη γυναίκα να αρχίζει να αμφισβητεί την προσωπική της αξία. Ο κακοποιητής της, άλλωστε, είναι εκείνος που ακόμα και σε καθημερινή βάση και με την παραμικρή αφορμή την υποτιμά και -άλλοτε άμεσα άλλοτε έμμεσα- την μειώνει, αμφισβητώντας την ως σύντροφο, ως μητέρα, ως επαγγελματία. Αυτή η διαδικασία οδηγεί σε μια σταδιακή «απώλεια» της ταυτότητάς της, καθώς η αίσθηση του ποια είναι, τι αξίζει και τι μπορεί να επιτύχει υπονομεύεται, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο απογοήτευσης και αδυναμίας αντίστασης. Η γυναίκα φτάνει στο σημείο να αισθάνεται «λίγη», «ασήμαντη», χωρίς αξία. Χάνοντας σταδιακά την εμπιστοσύνη στον εαυτό της και τις δυνάμεις της, δυσκολεύεται να αναγνωρίσει την πραγματικότητα της κακοποίησης που βιώνει, φτάνοντας ακόμα και στο ακραίο σημείο να θεωρήσει ότι «αυτή η συμπεριφορά της αξίζει» και τελικά παγιδεύεται ψυχικά και συναισθηματικά σε μια κατάσταση η οποία έχει -τουλάχιστον σε παρελθούσες εποχές- ενισχυθεί από κοινωνικούς και πολιτισμικούς παράγοντες που απέδιδαν στη γυναίκα συγκεκριμένους ρόλους μέσα στην οικογένεια.
2. Ενοχές και Αυτοενοχοποίηση
Τα θύματα συχνά εσωτερικεύουν την ενοχή για τη βία που υφίστανται, πιστεύοντας ότι κατά κάποιο τρόπο προκάλεσαν την κακοποίηση ή ότι δεν έκαναν αρκετά για να την αποτρέψουν. Η αυτοενοχοποίηση ενισχύεται τόσο από τις ψυχολογικές στρατηγικές του δράστη ο οποίος μεταφέρει την ευθύνη στη γυναίκα, όσο και από το συγγενικό ή φιλικό περιβάλλον που μπορεί να αφήνει υπονοούμενα ή να θέτει ερωτήματα του τύπου «μα τι έκανες και προκάλεσες την οργή του;». Αυτή η συνεχής πίεση που υφίσταται η γυναίκα θύμα ενδοοικογενειακής βίας καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την αναζήτηση βοήθειας και τη σταδιακή «απελευθέρωσή» της από τον φαύλο κύκλο της βίας, εντείνοντας την αίσθηση αδυναμίας και εγκλωβισμού. Ακόμα και όταν το θύμα αποφασίζει να καταγγείλει τον δράστη, υπάρχουν περιπτώσεις όπου στη συνέχεια αποσύρει την καταγγελία ή ανησυχεί για τις συνέπειες που θα έχει ο δράστης, νιώθοντας ενοχές για μια κατάσταση για την οποία ασφαλώς και δεν ευθύνεται. Έτσι, οδηγούμαστε στο παράδοξο: να αισθάνεται το θύμα ενοχές αντί του δράστη και σε κάποιες τουλάχιστον περιπτώσεις να στιγματίζεται το θύμα από τον κοινωνικό περίγυρο. Στο σημείο αυτό υπογραμμίζουμε τη σπουδαιότητα της εκπαίδευσης σε ζητήματα έμφυλης βίας.

3. Ανασφάλεια και Ψυχολογική Εξάρτηση
Η γυναίκα που υφίσταται ενδοοικογενειακή βία είναι τρομοκρατημένη και φοβάται για τις συνέπειες της καταγγελίας, για τη σωματική βία, την κοινωνική απόρριψη και την ενδεχόμενη περιθωριοποίησή της από το άμεσο και ευρύτερο περιβάλλον της. Ο εν λόγω φόβος περιορίζει τις επιλογές της και ενισχύει την ψυχολογική εξάρτηση από τον δράστη. Διαπιστώνουμε ότι η εξάρτηση εντείνεται όταν ο δράστης προσπαθεί να κερδίσει τη συγχώρεσή της με πράξεις μεταμέλειας ή υποσχέσεις αλλαγής, δημιουργώντας ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο συναισθηματικής δέσμευσης. Έχουμε καταγράψει περιπτώσεις, στο πλαίσιο των ερευνητικών μας προσεγγίσεων, όπου το θύμα συνεχίζει να εκφράζει συναισθήματα προς τον δράστη παρά τη βία που υφίσταται. Αυτό συμβαίνει και λόγω της ψυχολογικής εξάρτησης, αλλά και γιατί μέσα στη σχέση μπορεί να υπάρξουν κάποιες καλές στιγμές που δημιουργούν στο θύμα την ψευδαίσθηση ότι ο δράστης μπορεί να αλλάξει. Πράγματι, ο δράστης για κάποια χρονικά διαστήματα μπορεί να δείχνει ηρεμία ή να περιορίζει τις επιθετικές του συμπεριφορές, ακόμα και να γίνεται φαινομενικά γενναιόδωρος και δοτικός, ωστόσο για να αλλάξει ουσιαστικά τη συμπεριφορά του πρέπει ο ίδιος να αναζητήσει βοήθεια και να συνειδητοποιήσει τη σοβαρότητα της κατάστασης. Συνεπώς, οι υποσχέσεις για αλλαγή μένουν στο κενό όταν δεν συνοδεύονται από συγκεκριμένες πράξεις και η γυναίκα όσο βρίσκεται εκτεθειμένη σε αυτό το περιβάλλον της βίας πρέπει να κατανοήσει ότι κινδυνεύει, γιατί η βία κλιμακώνεται και όπως δυστυχώς έχουμε δει σε υποθέσεις που έχουν απασχολήσει την επικαιρότητα μπορεί να φτάσει σε ακραία σημεία.
4. Ντροπή και Φόβος για Οικονομικές, Επαγγελματικές, Κοινωνικές και Γονικές Επιπτώσεις
Η ντροπή λειτουργεί ως φραγμός για την καταγγελία της βίας. Παρά τη μεγαλύτερη κοινωνική ευαισθητοποίηση, παραμένει ο φόβος για τον κοινωνικό στιγματισμό. Επιπλέον, η πιθανότητα σοβαρών οικονομικών, επαγγελματικών, κοινωνικών ή γονικών επιπτώσεων (π.χ. προβλήματα στην εργασία, στην επιμέλεια των παιδιών ή στην κοινωνική αποδοχή) οξύνει τα δυσάρεστα συναισθήματα και οδηγεί το θύμα σε απομόνωση και παθητική στάση. Ειδικά όταν ο δράστης απειλεί διαρκώς τη γυναίκα ότι θα την αφανίσει κοινωνικά, θα την εξοντώσει επαγγελματικά, θα της αφαιρέσει την επιμέλεια των παιδιών ή ακόμα ότι θα την σκοτώσει και θα κάνει κακό σε αγαπημένα της πρόσωπα, μπορούμε να αντιληφθούμε γιατί η γυναίκα διστάζει να λάβει την αναγκαία απόφαση να απομακρυνθεί από το κακοποιητικό περιβάλλον και «βυθίζεται» στη σιωπή.
5. Απομόνωση και Έλλειψη Υποστήριξης
Οι δράστες σε αρκετές περιπτώσεις επιχειρούν σταδιακά να απομονώσουν τα θύματά τους από οικογενειακούς και φιλικούς κύκλους, επιδιώκοντας να έχουν τον απόλυτο έλεγχο στη ζωή τους. Αυτή είναι μια μεγάλη παγίδα για κάθε γυναίκα που θα καταλήξει να είναι μόνη της, χωρίς πρόσωπα αναφοράς και έναν κύκλο εμπιστοσύνης. Χωρίς υποστήριξη, όμως, το θύμα αισθάνεται παγιδευμένο και ανήμπορο να αναζητήσει βοήθεια. Επομένως, είναι επιτακτική ανάγκη να αναδεικνύουμε στον δημόσιο λόγο τον σημαντικό ρόλο του περιβάλλοντος για κάθε θύμα ενδοοικογενειακής βίας. Ειδικότερα, το υποστηρικτικό περιβάλλον, η άμεση παρέμβαση και η αποτελεσματική προστασία από την Πολιτεία είναι κρίσιμοι παράγοντες για να μπορέσει η γυναίκα να «απεγκλωβιστεί» από το περιβάλλον βίας και κακοποίησης.
6. Παθητική Συμπεριφορά και Αίσθηση Αδυναμίας Αντίδρασης
Η παθητικότητα μπορεί να οφείλεται και σε ψυχολογική εξάντληση και συναισθηματική εξάρτηση του θύματος. Ο φόβος για σοβαρές συνέπειες αλλά και η εξάντληση των ψυχικών δυνάμεων της γυναίκας που έχει υποστεί μακροχρόνια κακοποίηση, μπορεί να την οδηγήσει σε αποδοχή της κατάστασης, πιστεύοντας ότι η μόνη επιλογή είναι να υπομείνει ή να καλύψει τον δράστη.
7. Εσωτερικευμένη Απογοήτευση και Αίσθηση Αδιεξόδου
Η μακροχρόνια έκθεση στη βία μπορεί να δημιουργήσει βαθιά αίσθηση απογοήτευσης και αδυναμίας για αλλαγή. Το θύμα βιώνει την πεποίθηση ότι οποιαδήποτε προσπάθεια αντίδρασης ή διαφυγής θα είναι μάταιη, οδηγώντας σε πλήρη ψυχική παραίτηση. Αυτή η εσωτερικευμένη αίσθηση αδιεξόδου ενισχύει την παθητικότητα στην οποία προαναφερθήκαμε, περιορίζει την πρωτοβουλία για αναζήτηση βοήθειας και τελικά παγιδεύει το θύμα σε έναν φαύλο κύκλο βίας.
8. Κανονικοποίηση της Βίας και Αντιγραφή Μοντέλων Συμπεριφοράς
Η κανονικοποίηση της βίας ενισχύει τη σιωπή και οδηγεί σε στασιμότητα. Γυναίκες που έχουν μεγαλώσει σε κακοποιητικά περιβάλλοντα, συνήθως με έναν βίαιο πατέρα και με μια μητέρα που υπέμενε τη βία για χρόνια, μπορεί να θεωρούν τη βία «φυσιολογική» ή αποδεκτή, αντιγράφοντας μοντέλα συμπεριφοράς και δυσχεραίνοντας την αναγνώριση της κακοποίησης και την ανάγκη για παρέμβαση. Και στο σημείο αυτό, ασφαλώς, θα τονίσουμε τη σπουδαιότητα της εκπαίδευσης της νέας γενιάς. Μάλιστα έχουμε καταγράψει περιπτώσεις στο πλαίσιο των ερευνητικών μας προσεγγίσεων όπου τα παιδιά ήταν εκείνα που, αντιλαμβανόμενα τον κίνδυνο, άσκησαν πίεση στη μητέρα να προβεί στην καταγγελία και να προστατεύσει τόσο τον εαυτό της όσο και τα ίδια. Η ενδοοικογενειακή βία έχει ένα πολύ σκληρό και επικίνδυνο «πρόσωπο» και αυτό είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό από τα θύματα. Οι εκπαιδεύσεις από την Πολιτεία είναι σκόπιμο επομένως να στοχεύουν στην έγκαιρη αναγνώριση των δυσλειτουργικών συμπεριφορών στο πλαίσιο μιας συντροφικής σχέσης.
Συμπερασματικά, η ανάλυση του προφίλ της γυναίκας θύματος ενδοοικογενειακής βίας αναδεικνύει ένα πολύπλοκο και αλληλένδετο πλέγμα συναισθηματικής, ψυχικής και κοινωνικής εξάρτησης. Οι μηχανισμοί ενοχής, φόβου, ντροπής και κοινωνικής πίεσης περιορίζουν σημαντικά την ικανότητα του θύματος να αναζητήσει βοήθεια ή να «σπάσει» τον φαύλο κύκλο της κακοποίησης. Η απομόνωση, η χαμηλή αυτοεκτίμηση και η αμφισβήτηση της αξίας ενισχύουν την αίσθηση αδυναμίας, ενώ η συνεχής έκθεση σε ψυχολογικές και σωματικές απειλές διατηρεί την κυριαρχία του δράστη και τη συναισθηματική παγίδευση του θύματος.
Η ψυχοκοινωνική κατάσταση του θύματος συνδέεται επίσης με φόβο για οικονομικό, επαγγελματικό και κοινωνικό αφανισμό, καθώς και με ενδεχόμενα προβλήματα στην εργασία, στην επιμέλεια των παιδιών ή στις κοινωνικές συναναστροφές, γεγονός που δυσχεραίνει περαιτέρω την «απόδραση» από τη βίαιη σχέση. Αυτές οι ψυχολογικές και κοινωνικές συνθήκες έχουν βαθιές ρίζες και υπογραμμίζουν την ανάγκη της κοινωνίας να αναπτύξει περισσότερο τους μηχανισμούς προστασίας, ψυχολογικής και νομικής υποστήριξης, καθώς και πολιτικές που προάγουν την πρόληψη, την εκπαίδευση και την αποδόμηση των στερεοτύπων που διαιωνίζουν τη βία. Ολοκληρώνοντας το παρόν άρθρο, θα τονίσουμε τη σημασία του να κατανοήσουμε την πολυπλοκότητα του φαινομένου της ενδοοικογενειακής βίας ώστε να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε το φαινόμενο ολιστικά και διεπιστημονικά και να αναδείξουμε στον δημόσιο λόγο τις σύνθετες διαστάσεις του.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Αρτινοπούλου, Β. (2006). Ενδοοικογενειακή Κακοποίηση Γυναικών. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Καρδαρά, Α. (2021). Νέοι Παγιδευμένοι στα Παιχνίδια της Βίας: Εγκλήματα με Δράστες και Θύματα Νέους. Αθήνα: Παπαζήσης.
Καρδαρά, Α. (2023). Έγκλημα & Γυναίκα. Αθήνα: Παπαζήσης.
Μελέτη Β. (2024). Έμφυλη Βία: Από τη ρητορική στη βίαιη πράξη. Αθήνα: Παπαζήσης.
Σπινέλλη, Κ.Δ. Κουράκης, Ν. Κρανιδιώτη, Μ.Π. επ.. ΛΕΞΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ. (2018). Αθήνα: Τόπος.
Στεφανίδου, Α. (2011). Ενδοοικογενειακή βία. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Τόλης. Ε. (2025). Ενδοοικογενειακή βία. Κατ΄άρθρο ερμηνεία και νομολογία των ποινικών διατάξεων του Ν 3500/2006. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Φυτράκης, Ε. (2025). Ενδοοικογενειακή Βία: Θεσμικό πλαίσιο. Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα.