Το γουρούνι
Written by v.psychogios on 09/11/2025
«Σκοτώνω 80 γουρούνια τη μέρα.
Γυρίζω σπίτι, και η κόρη μου μού ζητά να χαϊδέψω το σκυλάκι μας.
Με λένε Μάσιμο. Δουλεύω σε βιομηχανική φάρμα.
Είμαι το χέρι. Είμαι ο εκτελεστής.
Ο μηχανισμός που μετατρέπει τον τρόμο σε σιωπή.
Ο ήλιος εδώ δεν λάμπει ποτέ.
Οι μέρες μετριούνται με μυρωδιές:
χλώριο, σκατά, αίμα.
Κάθε μέρα. Κάθε μέρα.
Φτάνουν.
Τους λέμε “υλικό”.
Στοιβαγμένα, το ένα πάνω στ’ άλλο. Εξαντλημένα. Τρομαγμένα.
Είναι η τελευταία τους μέρα· το καταλαβαίνουν απόλυτα.
Ηλεκτροσόκ.
Μερικά χτυπήματα, μπουνιές.
Μετά ένα χτύπημα στο κεφάλι.
Μαχαίρι στο λαιμό.
Κάποια μένουν συνειδητά, αλλά σε πέντε λεπτά όλα τελειώνουν.
Είναι ένα βαλς.
Ένα, δύο, τρία: κοιτά γύρω. Του ρίχνω ηλεκτροσόκ.
Ένα, δύο, τρία: καταλαβαίνει τι πρόκειται να συμβεί. Μια μπουνιά.
Ένα, δύο, τρία: προσπαθεί να τρέξει. Του κρατάω το κεφάλι.
Ένα, δύο, τρία: ουρλιάζει. Ένα χτύπημα στο κεφάλι και μια λεπίδα.
Κάθε χρόνο στην Ιταλία, “επεξεργαζόμαστε” 13 εκατομμύρια από αυτά έτσι.
Το αποκαλούν “αλυσίδα παραγωγής”.
Η γραμμή συναρμολόγησης του θανάτου.
Χτες όμως, ένα “υλικό” φέρθηκε αλλιώς.
Έμεινε ακίνητο. Σιωπηλό.
Με κοίταξε στα μάτια.
Και μετά, με τη βρεγμένη του μουσούδα, έγλειψε το χέρι μου.
Μια παράκληση; Μια απελπισμένη ικεσία για έλεος; Ναι, ήταν το τελευταίο μήνυμα κάποιου που ξέρει ότι τελειώνει.
Τότε ο επιστάτης φώναξε:
«Έχουμε προθεσμίες!»
Ένα χτύπημα και μια λεπίδα.
Λένε ότι είναι έξυπνα όσο ένα παιδί τριών χρονών, ξέρεις;
Καταλαβαίνουν. Νιώθουν. Ελπίζουν.
Αναγνωρίζουν το όνομά τους.
Τριών χρονών. Όπως η Σοφία.
Γι’ αυτήν το κάνω αυτό.
Όταν ανοίγω την πόρτα, τρέχει προς εμένα:
«Μπαμπά, χάιδεψε τον Άρθουρ!»
Ο Άρθουρ με γλείφει.
Με κοιτάει κατευθείαν στα μάτια.
Με εμπιστεύεται.
Ο Άρθουρ με κοιτάζει και με εμπιστεύεται…
Έχει το ίδιο βλέμμα, καθαρό, κρυστάλλινο, αθώο, το ίδιο βλέμμα πριν από τη σφαγή.
Οπότε, σήμερα το πρωί, δεν ήταν έλεος;
Γιατί με κοίταζε στα μάτια;
Αυτό το γουρούνι δεν ζητούσε έλεος· ήθελε να με εμπιστευτεί.
Πώς τόλμησε;
Πώς τόλμησε να με εμπιστευτεί, γαμώτο;
Δεν μπορώ να ανασάνω.
Λίγα λεπτά μετά, είμαι στο τραπέζι.
Η γυναίκα μου έχει μαγειρέψει λουκάνικα.
«Φάε τα, θα κρυώσουν.»
Συγγνώμη.
Αλλά απόψε… δεν μπορώ.
Δεν μπορώ.»
Ο Μάσιμο δούλεψε για 15 χρόνια στο σφαγείο μιας βιομηχανικής φάρμας στη Λομβαρδία.
Σήμερα δεν τρώει πια ζώα.
(Άνταμο Ρομάνο)
Nick Aristotelous
