26 Οκτωβρίου 1912: Η συναρπαστική ιστορία της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης – Η οξυδέρκεια του Βενιζέλου και οι αποφάσεις που έκριναν την νίκη
Γραμμένο απόv.psychogiosεπί 26/10/2024
Πηγή: Γενικό Επιτελείο Στρατού
Από το newpost.gr/ Δημήτρης Καϊμάς / 10.2023
Η απελευθέρωση της πόλης, μετά από 480 χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας, αποτελεί το αποκορύφωμα των Βαλκανικών Πολέμων.
Η 26η Οκτωβρίου έχει διπλή σημασία για τη Θεσσαλονίκη. Σαν σήμερα το 1912, η Θεσσαλονίκη απελευθερώθηκε, μετά από 480 χρόνια από τον Οθωμανικό ζυγό , ενώ γιορτάζει ο Αγιος Δημήτριος ο πολιούχος της πόλης.
Η Ελλάδα το 1912, δεν είχε την σημερινή μορφή. Είχε αρκετά μικρότερη έκταση και αντίστοιχο πληθυσμό. Τα σύνορα της έφθασαν στην Θεσσαλία.
Τα Βαλκάνια έβραζαν. Οι χριστιανικοί λαοί ζητούσαν την ελευθερία τους. Τα Βαλκανικά κράτη είχαν αρχίσει ήδη από τις αρχές του 1900 να ζητούν την αυτονομία τους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την ίδρυση ανεξάρτητων εθνικών κρατών. Σε αυτό το πλαίσιο, κύριος στόχος της εποχής εκείνης ήταν η αποχώρηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας από την περιοχή της ευρύτερης Μακεδονίας και το μοίρασμα της περιοχής ανάμεσα στα τρία κράτη που την διεκδικούσαν. Απόρροια όλων αυτών ήταν ο Βαλκανικός Συνασπισμός.
Ο Βαλκανικός Συνασπισμός ήταν μια συμμαχία που σχηματίστηκε με μια σειρά διμερών συνθηκών που συνήφθησαν το 1912 μεταξύ των Βαλκανικών βασιλείων της Ελλάδας, της Βουλγαρίας, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου και εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η συμμαχία παίρνει μορφή τον Αύγουστο του 1912 με τη μυστική Συμφωνία των Χριστιανικών Κρατών της χερσονήσου του Αίμου.
Οι τέσσερις αυτές χριστιανικές χώρες άσκησαν διπλωματική πίεση στην Οθωμανική αυτοκρατορία για ευρείες μεταρρυθμίσεις και για την απόδοση της αυτονομίας σε όλες τις χριστιανικές περιοχές. Το τελεσίγραφο τους, το έστειλαν με τη μορφή της Διακοίνωσης των Τεσσάρων Χριστιανικών Κρατών τον Οκτώβριο του 1912
Το «έπαθλο» του Α Βαλκανικού Πολέμου
Την Θεσσαλονίκη την διεκδικούσαν πέντε λαοί. Οι Οθωμανοί, που ήθελαν να την κρατήσουν, υπό την κυριαρχία τους, οι Έλληνες, οι Βούλγαροι, οι Σέρβοι και οι Αυστριακοί, που αναζητούσαν μια έξοδο, στο Αιγαίο, για να γίνουν μια υπερδύναμη της εποχής. Οι Αυστριακοί είχαν συνδέσει σιδηροδρομικώς την Βιέννη με την Θεσσαλονίκη. Η τότε Αυστροουγρική Αυτοκρατορία, ήθελε και την Θεσσαλονίκη, για να επεκτείνει το εμπόριο της. Με την προσθήκη της Θεσσαλονίκης, η Αυτοκρατορία, θα είχε και τρεις μεγάλες πρωτεύουσες, την Βιέννη, την Βουδαπέστη και την ελληνική πολη και από μεγάλη δύναμη της εποχής, θα μετατρέπονταν σε υπερδύναμη.
H Ελλάδα συμμετείχε στον πόλεμο με 110.000 άνδρες και όλον της τον στόλο. H Βουλγαρία με 270.000 στρατό, η Σερβία με 220.000 και το Μαυροβούνιο με 35.000.16 Η κατάσταση του Ελληνικού Στρατού είχε βελτιωθεί κατά πολύ από την εποχή του 1897. Στις διοικήσεις των συνταγμάτων υπήρχαν απόφοιτοι της Σχολής Ευελπίδων, εκπαιδευμένοι από Γάλλους ανώτερους αξιωματικούς, ενώ το πεζικό
ήταν εφοδιασμένο με το καινούργιο όπλο τύπου Μάνλιχερ-Σενάουερ και πολυβόλο τύπου Σαρτλόζε.
Η Θεσσαλονίκη ήταν ένα σημαντικό λιμάνι, με την θέση να είναι στρατηγικής σημασίας. Ήταν ένα σταυροδρόμι πολιτισμών και εμπορίου. Ο πληθυσμός ήταν μικτός και ξεπερνούσε τις 150.000.
Οι εθνικότητες της πόλης
Εβραίοι: 50.000
Τούρκοι: 45.000
Έλληνες: 40.000
Λοιπές εθνικότητες: 15.000
Όταν πιάνουν δουλειά οι κατάσκοποι
Ολες οι χώρες, αν και σύμμαχες, είχαν επιστρατεύσει τους κατασκόπους τους, προσπάθουν να συλλέξουν χρήσιμες πληροφορίες για τις κινήσεις των στρατών. Ο πράκτορας Θανάσης Σουλιώτης, με το ψευδώνυμο Νικολαΐδης μεταβαίνει στο Σιδηρόκαστρο, για να συναντήσει τον Βούλγαρο στρατηγό Τεοντόροφ. Στην είσοδο, του στρατιωτικού νοσοκομείο, κάποιος τον φωνάζει στα ελληνικά και του αποκαλύπτει την πιο κρίσιμη πληροφορία του πολέμου. Τα λόγια του ήταν τα εξής: «Γνωρίζω οτι σπεύδουν προς Θεσσαλονίκη, οι Βούλγαροι. Ειδοποίησε την Αθήνα».
Την πολύτιμη πληροφορία, έδωσε ο γιατρός του Βουλγαρικού στρατού, Φίλιππος Νίκογλου, Έλληνας γιατρός, αλλά με βουλγαρική υπηκοότητα. Ο Νίκογλου άκουσε στο νοσοκομείο, ότι ετοιμάζονταν η άμαξα του Βούλγαρου Τσάρου, για να μεταβεί στην Θεσσαλονίκη και ο στρατός καλπάζει χωρίς αντίσταση προς την πόλη.
Ο Νίκογλου, προσπαθούσε να βρει επαφή με την ελληνική κυβέρνηση και η τύχη τον έφερε να συναντήσει τον Σουλιώτη.
Ένας άλλος κατάσκοπος, ήταν ο γιατρός Απόστολος Δοξιάδης, που υπηρετεί στο Γενικό Στρατηγείο της Βουλγαρίας. Ο Δοξιάδης, έχει εξαιρετικές πληροφορίες και φροντίζει ο ίδιος να ενημερώνει την ελληνική κυβέρνηση.
Οι Βούλγαροι, τον αντίληφθηκαν και έβγαλαν ανακοίνωση συλλήψεως, αλλά ευτυχώς για τον ίδιο κατάφερε και ξέφυγε και μεταβεί στην Αθήνα.
Η μάχη των Γιαννιτσών
Πηγή: Βικιπαιδεια
Η σπουδαιότερη μάχη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, που διεξήχθη στις 19 και 20 Οκτωβρίου 1912. Η νίκη των ελληνικών όπλων άνοιξε το δρόμο για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.
Ο Ελληνικός Στρατός, νωρίτερα είχε απελευθερώσει, την Κατερίνη και τη Βέροια στις 17 Οκτωβρίου και στη συνέχεια τη Νάουσα και την Έδεσσα, διεξάγοντας συνεχείς μάχες με τον Τουρκικό Στρατό, ο οποίος συνεχώς οπισθοχωρούσε και έφθασε έξω, από τα Γιαννιτσά, την ιερή πόλη των Οθωμανών. Την αποκαλούσαν «Μακεδονική Μέκκα» , καθώς στα Γιαννιτσά είχε θαφτεί σε ένα μεγαλοπρεπές μαυσωλείο , ο Γαζή Αχμέτ Εβρενός και θεωρείται ο πρώτος Οθωμανός κατακτητής της Ευρώπης. Είχε καταλάβει την Μακεδονία και την Θράκη. Η οικογένεια «αγιοποιήθηκε» και η πόλη των Γιαννιτσών, έγινε τόπος προσκυνήματος των Μουσουλμάνων.
Πηγή: Δήμος Πέλλας
Η σπουδαιότερη σε σημασία μάχη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, που διεξήχθη στις 19 και 20 Οκτωβρίου 1912 στην τότε Γενιτσά (Γενιτζέ ι Βαρντάρ για τους Τούρκους) του σημερινού νομού Πέλλας, ανάμεσα στον ελληνικό στρατό υπό τον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο και τον οθωμανικό στρατό υπό τον στρατηγό Χασάν Ταξίν Πασά. Η νίκη των ελληνικών όπλων άνοιξε διάπλατα το δρόμο για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.
Το τέλος της ημέρας, οι ελληνικές απώλειες είχαν ανέλθει σε 188 νεκρούς και 785 τραυματίες, ενώ οι τουρκικές σε 250 νεκρούς, 1.000 τραυματίες και 3.000 αιχμαλώτους. Στα ελληνικά χέρια περιήλθαν 11 κανόνια του εχθρού και πολεμικές σημαίες. Η μάχη των Γιαννιτσών έγινε κάτω από καταρρακτώδη βροχή και οι Έλληνες στρατιώτες χρειάστηκε πολλές φορές να πραγματοποιήσουν επιθέσεις με τις λόγχες για να καταλάβουν τις εχθρικές οχυρώσεις.
Η ανατίναξη του «Φετχί Μπουλέντ»
Ενώ το πεζικό απελευθέρωνε, το Πολεμικό Ναυτικό, έσωσε το στίγμα και το σάλπισμα της νίκης. Ο τορπιλισμός του τουρκικού πλοίου ήταν προάγγελος της απελευθέρωσης της πόλης. Παραμονές της εισόδου του ελληνικού στρατού, μία ισχυρή έκρηξη συγκλόνισε την υπό τουρκική κατοχή Θεσσαλονίκη. Το τουρκικό θωρηκτό «Φετχί Μπουλέντ», που ήταν αγκυροβολημένο στο λιμάνι της πόλης, είχε χτυπηθεί και βυθιζόταν στον πάτο του Θερμαϊκού.
Οι κάτοικοι ξύπνησαν έντρομοι, νομίζοντας πως η πόλη δέχεται επίθεση. Οι Τούρκοι έκπληκτοι, καθώς δεν περίμεναν επίθεση από τη θάλασσα, αδυνατούσαν να συνειδητοποιήσουν τι είχε συμβεί.
Macedonia – The torpedoing of Fetchi Bulent
Το σαμποτάζ είχε πραγματοποιηθεί από τον υποπλοίαρχο Νικόλαο Βότση, γιο του γιατρού Ιωάννη Βότση και της Μαρίας Κουντουριώτη, αδελφής του ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη. Παππούς του ήταν ο Νικόλαος Βότσης, θρυλικός αξιωματικός του Nαυτικού κατά την ελληνική Eπανάσταση.
Ήταν το σημάδι για την νίκη του ελληνικού στρατού. Ο Βότσης με το Τορπιλοβόλο 11 έδωσε το σύνθημα της νίκης.
Πηγή: Ελληνικό Ινστιτούτο Ναυτικής Ιστορίας
Ο δρόμος προς την Θεσσαλονίκη
Οι Τούρκοι, μετά την ήττα τους, στα Γιαννιτσά και κατά την υποχώρησή τους είχαν καταστρέψει όλες τις γέφυρες του Αξιού και οι πολλές βροχές είχαν φουσκώσει τα νερά του ποταμού. Για να περάσει η ελληνική στρατιά έπρεπε να κατασκευαστούν πρόχειρες γέφυρες και αυτό συνεπαγόταν καθυστέρηση.
Μεγάλη ήταν η συνεισφορά του χριστιανικού πληθυσμού των γύρω χωριών, καθώς έφεραν ακόμα και τις πόρτες από τα σπίτια τους, για να κατασκευαστούν πρόχειρες γέφυρες για να περάσει ο στρατός. Ειδικά στην Χαλάστρα, έδωσαν σχεδόν όλη την ξυλεία των νοικοκυριών τους και κατασκευάστηκαν τέσσερις γέφυρες.
Ο Διάδοχος λαμβάνει τηλεγράφημα από τον Λάμπρο Κορομηλά που τον ενημερώνει ότι στις 24 Οκτωβρίου οι Βούλγαροι κατέλαβαν τις Σέρρες και συνεχίζουν την πορεία τους προς τη Θεσσαλονίκη. Στις 5 π.μ. έφτασαν στο Τοπσίν (σήμερα Γέφυρα), μετά από εντολή του Ταχσίν Πασά, ο ταξίαρχος του πυροβολικού Chefic πασάς με τον διευθυντή πολιτικών υποθέσεων, ελληνικής καταγωγής Καραμπιμπέρη. Τους δέχθηκε ο τότε επιτελάρχης Β. Δούσμανης με εντολή του Κωνσταντίνου και ζήτησε την παράδοση της πόλης άνευ όρων. Η αντιπροσωπεία των Τούρκων ζήτησε να παραμείνουν στη διάθεση του Ταχσίν πασά 5.000 όπλα για την εκγύμναση των νεοσύλλεκτων και την προστασία των άοπλων αιχμαλώτων. Το αίτημα δεν έγινε δεκτό και οι Τούρκοι ζήτησαν δίωρη προθεσμία για να απαντήσουν.
Ανταλλαγή τηλεγραφημάτων Πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου – Αρχιστράτηγου διάδοχου Κωνσταντίνου
Ο διάδοχος επιθυμούσε πρώτα την κατάληψη του Μοναστηρίου προς Βορρά, ενώ ο Βενιζέλος, βλέποντας την πιθανότητα να καταληφθεί η Θεσσαλονίκη από το βουλγαρικό στρατό, πίεζε τον Κωνσταντίνο να κατευθυνθεί προς τη φυσική πρωτεύουσα της Μακεδονίας, μια περιοχή με στρατηγική σημασία, η απελευθέρωση της οποίας αποτελούσε διακαή πόθο του ελληνισμού.
Ο Βενιζέλος, όμως που γνώριζε τις κινήσεις του Βουλγαρικού στρατού, τηλεγράφησε στον Κωνσταντίνο να κινηθεί ταχύτατα προς τη Θεσσαλονίκη, αλλά όταν διαπίστωσε ότι ο διάδοχος κωλυσιεργούσε απέστειλε το περίφημο τηλεγράφημα:
Βενιζέλος: «Αναμένω να μοι γνωρίσετε την περαιτέρω διεύθυνσιν ην θα ακολουθήση η προέλασις του στρατού Θεσσαλίας. Παρακαλώ μόνον να έχετε υπ’ όψιν ότι σπουδαίοι
πολιτικοί λόγοι επιβάλλουσι να ευρεθώμεν μίαν ώραν ταχύτερον εις την Θεσσαλονίκην».
Κωνσταντίνος: «Ο Στρατός δεν θα οδεύση κατά της Θεσσαλονίκης. Εγώ έχω καθήκον να στραφώ κατά του Μοναστηρίου, εκτός αν μου το απαγορεύετε».
Βενιζέλος: «Σας το απαγορεύω»! (Η ύπαρξη τέτοιας απάντησης του Βενιζέλου δεν είναι βεβαιωμένη και από μερικούς θεωρείται ότι δεν υπήρξε ή ότι τελικά δεν στάλθηκε, αλλά για την πρόθεση του Βενιζέλου να τη στείλει ενημερώθηκε βασιλιάς και γι’ αυτό αποφάσισε να πάει επιτόπου και να πιέσει τον γιο του και αρχιστράτηγο να μεταβάλει τη γνώμη που είχε για την ακολουθητέα πορεία).
Τελικά, ο Κωνσταντίνος πείθεται με τη μεσολάβηση του πατέρα του βασιλιά Γεωργίου Α’ και στις 25 Οκτωβρίου η εμπροσθοφυλακή του ελληνικού στρατού φθάνει προ των πυλών της Θεσσαλονίκης. Είχε προηγηθεί η καθοριστική νίκη στη Μάχη των Γιαννιτσών (19–20 Οκτωβρίου), που είχε κάνει ευκολότερη την προέλαση του ελληνικού στρατού. Ο Χασάν Ταξίν Πασάς που υπερασπιζόταν τη Θεσσαλονίκη δεν είχε άλλη δυνατότητα, παρά να ζητήσει μια έντιμη συμφωνία για την παράδοση της πόλης.
Την επομένη, έφθασαν στο Γενικό Στρατηγείο δύο Τούρκοι αξιωματικοί του επιτελείου του Ταξίν πασά για διαπραγματεύσεις. Ο Κωνσταντίνος τους δήλωσε ότι δεχόταν να παραιτηθεί από τη μάχη, με την προϋπόθεση να παραδοθεί ο Τουρκικός Στρατός αφοπλισμένος, ως αιχμάλωτος πολέμου, εκτός από τους αξιωματικούς που θα διατηρούσαν τα ξίφη τους, και να μεταφερθεί με δαπάνες της ελληνικής κυβερνήσεως σε λιμάνι της Μικράς Ασίας.
Η παράδοση της πόλης
Συνολικά τρεις ήταν και οι επισκέψεις της τούρκικης αντιπροσωπείας, με την τελευταία να είναι και η πιο καθοριστική.
Στις 25 Οκτωβρίου οι απεσταλμένοι του ζήτησαν από τον Κωνσταντίνο να επιτραπεί στον Ταχσίν να αποσυρθεί με το στρατό και τον οπλισμό του στο Καραμπουρνού και να παραμείνει εκεί μέχρι το τέλος του πολέμου. Ο Κωνσταντίνος, φυσικά, απέρριψε τον όρο του και του πρότεινε την παράδοση του στρατού του και τη μεταφορά του στη Μικρά Ασία με δαπάνες της ελληνικής κυβέρνησης.
Ο Οθωμανός αξιωματούχος δέχθηκε, τελικά, τους όρους του Κωνσταντίνου και στις 11 το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, ανήμερα της εορτής του Αγίου Δημητρίου, οι πληρεξούσιοι αξιωματικοί Ιωάννης Μεταξάς (και Βίκτωρ Δούσμανης μεταβαίνουν στο Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης και υπογράφουν τα σχετικά πρωτόκολλα παράδοσης της πόλης στον ελληνικό στρατό.
Το πρωτόκολλο παραδόσεως συντάχθηκε στα γαλλικά. Γράφει ο Ταχσίν Πασάς στην αυτοβιογραφία του: «Έτσι έληξε άδοξα και συντριπτικά για μας ο αγώνας και θριαμβευτικά για τον αντίπαλο. Η Θεσσαλονίκη χάθηκε αλλά και σώθηκε. Έχω την συνείδηση ότι έπραξα το καθήκον μου. Η ιστορία ας με κρίνει…».
Φέρεται μάλιστα να είπε της εξής φράση: «Από τους Έλληνες την πήραμε και στους Έλληνες θα την παραδώσουμε».
Πηγή: Γενικό Επιτελείο Στρατού
Το μεσημέρι της 26ης Οκτωβρίου 1912, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, του πολιούχου και προστάτη της Θεσσαλονίκης, η VII Mεραρχία και δύο αποσπάσματα Ευζώνων απελευθέρωναν την πρωτεύουσα της Μακεδονίας, προλαβαίνοντας τους Βουλγάρους στους οποίους επετράπη μόνο δύο τάγματα να εισέλθουν στην πόλη. Το βράδυ της ίδιας ημέρας, οι Βίκτωρ Δούσμανης και Ιωάννης Μεταξάς συνυπέγραψαν με τον Ταξίν πασά το πρωτόκολλο παράδοσης, σύμφωνα με το οποίο παραδίδονταν ως αιχμάλωτοι 25.000 Τούρκοι στρατιώτες, 1000 αξιωματικοί, 70 πυροβόλα και 70.000 τουφέκια.
Στις 11 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1912 ο Κωνσταντίνος εισήλθε με το επιτελείο του στη Θεσσαλονίκη και το μεσημέρι έγινε πανηγυρική δοξολογία στο ναό του Αγίου Μηνά. Την ίδια μέρα, κατέφθασαν έξω από τη Θεσσαλονίκη και οι Βούλγαροι, όμως για τους γείτονες ήταν ήδη αργά. Ο επικεφαλής της μεραρχίας τους στρατηγός Τεοντορόφ ζήτησε να εισέλθει στην πόλη για να στρατοπεδεύσει. Εισέπραξε την αρνητική απάντηση του Κωνσταντίνου και ύστερα από διαπραγματεύσεις, επιτράπηκε να μπουν στην πόλη για ολιγοήμερη ανάπαυση δύο τάγματα με επικεφαλής τους βούλγαρους πρίγκιπες Βόρι και Κύριλλο. Επικράτησε, όμως, σύγχυση και τελικά εισήλθε στη Θεσσαλονίκη ένα ολόκληρο βουλγαρικό σύνταγμα, γεγονός που εκνεύρισε τον Βενιζέλο. Οι Βούλγαροι δήλωναν εμφαντικά παρόντες στις εξελίξεις στη Μακεδονία. Ο σπόρος του Β’ Βαλκανικού Πολέμου είχε ριχτεί.
Το τέλος του Χασάν Ταχσίν
Μετά την παράδοση της Θεσσαλονίκης ο Χασάν Ταχσίν Πασάς καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο από στρατοδικείο της Κωνσταντινούπολης. Δεν απολογήθηκε ποτέ. Ο Βενιζέλός ήταν αυτός που φρόντισε να του προσφέρει την προστασία του Ελληνικού κράτους στέλνοντας τον για λόγους ασφάλειας αλλα και υγείας στην Γαλλία και στη συνέχεια στην Ελβετία
Ο Ταχσίν Πασάς πέθανε στη Λωζάννη το 1918. Τα οστά του μεταφέρθηκαν το 1937 στον οικογενειακό τάφο των Μεσαρέ στο αλβανικό νεκροταφείο της Τριανδρίας στη Θεσσαλονίκη. Όταν το νεκροταφείο καταπατήθηκε, το 1983, μεταφέρθηκαν στο οστεοφυλάκιο της Μαλακοπής. Σήμερα τα οστά μου βρίσκονται στο χωριό Γέφυρα του Νομού Θεσσαλονίκης, στη βίλα Μοδιάνο (Τοξίν), που λειτουργεί ως Μουσείο Βαλκανικών Πολέμων και είναι το κτίριο που υπογράφηκε η παράδοση της Θεσσαλονίκης στον ελληνικό Στρατό στις 26 Οκτωβρίου 1912 Στον ίδιο χώρο έχουν εναποτεθεί και τα οστά του υιού και υπασπιστού του, Κενάν Μεσαρέ.
Η οικογένεια του παρέμεινε στην Ελλάδα. Μετά την ήττα των Τούρκων και την αποχώρησή τους από τη Μακεδονία, ο γιος του Κενάν επέλεξε να μείνει στη Θεσσαλονίκη, παίρνοντας την ελληνική υπηκοότητα. Στην πόλη έμεινε πάνω από 25 χρόνια, είχε πολλούς φίλους και είχε τη στόφα και τη φήμη κοσμοπολίτη. Μετά το γάμο του το 1934 εγκαταστάθηκε στα Γιάννενα όπου γεννήθηκαν τα δυο παιδιά του. Ήταν αγαπητός στους Γιαννιώτες και ως το θάνατό του συνέχιζε να ζωγραφίζει εικόνες από τη φύση της Ηπείρου με ιδιαίτερη προτίμηση στην Παμβώτιδα λίμνη. Πέθανε το 1965 και η σορός του τάφηκε, σύμφωνα με την επιθυμία του, στον οικογενειακό τάφο στο αλβανικό νεκροταφείο της Τριανδρίας στη Θεσσαλονίκη, επιστρέφοντας για πάντα στην πόλη που αγαπούσε ιδιαίτερα. Ο δήμος Ιωαννιτών τον τίμησε για το έργο του και την προσφορά του δίνοντας το όνομά του σε δρόμο της πόλης.
Ο εγγονός του Χασάν Ταχσίν Πασά, τον Ίνη Μεσαρέ, ο οποίος επιμένει ότι «ο παππούς μου δεν ήταν Τούρκος. Οθωμανός, να λέτε» και διευκρινίζει ότι οι πρόγονοί του «ήταν Αλβανοί, όπως και ο Αλή Πασάς και άλλοι μη Τούρκοι στρατιωτικοί».
Ο απόγονος του στρατηγού που παρέδωσε τη Θεσσαλονίκη στους Έλληνες έζησε στα Εξάρχεια. Είναι φυσικά Έλληνας υπήκοος και έγινε χριστιανός για να παντρευτεί την αγαπημένη του, καθώς τα χρόνια του νεανικού τους έρωτα, δεν υπήρχε πολιτικός γάμος.
Πηγές:
Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού
Εθνικό Ιστορικό Μουσείο
Ελληνικό Ινστιτούτο Ναυτικής Ιστορίας
Σόλων Γρηγοριάδης, Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913, εκδόσεις Φυτράκης
Σαράντος Ι. Καργάκος, “Η Ελλάς κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους”, Αθήνα, 2011,
Α. Βακαλόπουλος “Ιστορία της Θεσσαλονίκης 316 π.Χ.-1983”, εκδοτικός οίκος Αντ. Σταμούλη 1983
Η Ελλάδα των Βαλκανικών Πολέμων 1910- 1914. ΕΛΙΑ (1993), Αθήνα