Το κόκκινο μπαλόνι
Γραμμένο απόv.psychogiosεπί 06/04/2024
Παρίσι, δεκαετία του 1950: Ενα 5χρονο αγόρι, ο Πασκάλ, βρίσκει δεμένο στην άκρη του δρόμου, πάνω σε έναν φανοστάτη, ένα κόκκινο μπαλόνι. Το ελευθερώνει και δεν το αφήνει πια από το χέρι του. Το ακολουθεί παντού – του αφοσιώνεται ολοκληρωτικά. Ο μικρός αισθάνεται υπεύθυνος για τον νέο, κατακόκκινο, ολοστρόγγυλο και τόσο γενναία εύθραυστο φίλο του.
Τρέχει μαζί του, τον γλιτώνει από άλλα παιδιά που θέλουν να το πάρουν, το προστατεύει από τη βροχή, βάζοντάς το κάτω από την ομπρέλα ενός περαστικού, περπατάει σε όλο το Παρίσι μαζί του, ενώ ταυτόχρονα κρατάει και τη σάκα του σχολείου του. Σε ένα Παρίσι που έχει γκριζάρει από τον ναζισμό… Ο μικρός ωστόσο δεν βλέπει παρά μόνο τον νέο του φίλο. Ζει σε έναν κόσμο σχεδόν βουβό, σχεδόν ασπρόμαυρο, προστατεύοντας το πιο πολύτιμό του χρώμα.
Περπατάει αυτόν τον κόσμο, μαζί με το μόνο δημιούργημα που φέρει αυτό το χρώμα. Μέχρι και ελεύθερο το αφήνει, κι εκείνο τον ακολουθεί. Στο δρόμο, στο τραμ… Σαν του φεύγει, το φωνάζει κι εκείνο επιστρέφει στο χέρι του. Μέσα σε λίγες ώρες, ο μικρός παύει να είναι πια μικρός: ενηλικιώνεται απότομα. Κάποια παιδιά σπάνε το μπαλόνι που εκείνα δεν μπορούν να έχουν… Η ταινία «Το κόκκινο μπαλόνι» (1956) του Αλμπέρ Λαμορίς με τον γιο του στον ρόλο του Πασκάλ είναι η μοναδική μικρού μήκους ταινία που παίρνει Οσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου. Εχει ελάχιστους διαλόγους: «Μπορείτε να κρατήσετε το μπαλόνι μου, όσο θα είμαι στην τάξη; Αλλά μην το αφήσετε να φύγει»…
Θεσσαλονίκη, 13 Μαρτίου 2024: Από το παράθυρο ένα κορίτσι, ένα κάπως σαν κορίτσι, βλέπει ένα κόκκινο μπαλόνι στη μέση της Τσιμισκή – ενός από τους μεγαλύτερους δρόμους της πόλης. Το μπαλόνι δεν πετάει. Παραμένει στο επίπεδο του δρόμου, μπερδεύεται ανάμεσα στους περαστικούς και τ’ αυτοκίνητα. Το κορίτσι, αυτό το κάπως σαν κορίτσι, παρατηρεί από το παράθυρο το μπαλόνι: μα πώς γίνεται να μην του δίνει κανείς σημασία; Μα, κανείς δεν του δίνει σημασία! Ούτε καν τα μικρά παιδιά, τα κάπως σαν μικρά παιδιά, ούτε οι γυναίκες, οι κάπως σαν γυναίκες και οι άντρες, οι κάπως σαν άντρες, που περπατάνε και διασχίζουν τον δρόμο.
Ούτε οι οδηγοί – μέχρι και λεωφορείο πέρασε από πάνω του. Τότε το κορίτσι, το κάπως σαν κορίτσι, τρόμαξε! Αλλά το μπαλόνι επέζησε. Πώς επέζησε; Και δεν έφυγε. Εμενε εκεί στη μέση του δρόμου, έφτανε ώς το πεζοδρόμιο, πεταγόταν στα δέντρα της άκρης του δρόμου, έμενε λίγο κοντά στον κορμό τους, μετά πάλι ανάμεσα σε βιαστικά βήματα και αυτοκίνητα – μα πόσα αυτοκίνητα έχει αυτή η πόλη;
Το κορίτσι, το κάπως σαν κορίτσι, συγκεντρώνεται στις σκέψεις των περαστικών. Ηθελε να τους ακούσει, γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει πώς γίνεται και δεν βλέπουν ένα τόσο κόκκινο μπαλόνι που κατορθώνει να μένει ως τέτοιο ανάμεσά τους! «Επρεπε να έχω φύγει νωρίτερα. Γιατί κοιμήθηκα παραπάνω; Αλλά πόσο ακόμη να μην κοιμάμαι; Είναι δουλειά αυτή; Και τι να κάνω; Δεν βλέπεις τι γίνεται γύρω; Κανείς δεν βρίσκει δουλειά» λέει ο ένας, ένας κάπως σαν ακόμα ένας.
«Πέθανε. Αυτοκτόνησε. Δεν μπορούσε να βρει το φάρμακο για τον καρκίνο. Στην Κρήτη. Καρκινοπαθής δεν μπορούσε να βρει το φάρμακό του και αυτοκτόνησε. Και ο Αδωνις είπε πως έφταιγε, λέει, η ψυχολογία του!… Α, ένα μπαλόνι… Χθες τον είδε η μάνα μου. Πήγε στο νοσοκομείο στην Αλεξανδρούπολη – μα τι κάνει εδώ αυτό το μπαλόνι; – και έκανε σόου πως δεν θα πληρώσουν εκείνη τη μέρα οι ασθενείς τα απογευματινά ιατρεία. Τον χειροκρότησαν. Ναι, αλήθεια! Νοσηλεύεται ο πατέρας μου εκεί, δεν θυμάσαι; Μπροστά ήταν. Τον χειροκρότησαν. Αντί να τον… μα, ακόμα εδώ είναι αυτό το μπαλόνι; Φύγε! Θα σπάσεις!» έλεγε μία νέα κοπέλα, κάπως σαν νέα κοπέλα, στο κινητό της. «Το βράδυ έχει αγώνα. Πάλι καλά. Να έχω κάτι να περιμένω – τι είναι αυτό; Μπαλόνι; Δεν είμαστε καλά!» σκεφτόταν ο κύριος, ο κάπως σαν κύριος, με την καμπαρντίνα.
Το μπαλόνι δεν πέταξε ποτέ. Ούτε έσπασε. Οχι εκείνη τη μέρα.