Το θέατρο και το παιχνίδι
Written by v.psychogios on 26/05/2025
Διάβαζα ξανά το κλασικό έργο του Ολλανδού ιστορικού και θεωρητικού του πολιτισμού Johan Huizinga «Ο άνθρωπος και το παιχνίδι» (γνωστό και ως Homo Ludens), για μένα ένα από τα σημαντικότερα βιβλία του 20ού αιώνα. Στο έργο αυτό o Huizinga περιγράφει: «Ο πολιτισμός γεννιέται από την έμφυτη στον άνθρωπο τάση να παίζει και οι διάφορες πολιτισμικές μορφές, από το δίκαιο και τη φιλοσοφία ώς την ποίηση και την τέχνη, μπορούν να κατανοηθούν ως εκδηλώσεις ή μεταμορφώσεις της θεμελιώδους ορμής προς το παιχνίδι». Μοιάζει, σκεφτόμουν, παράδοξο το γεγονός πως ο Huizinga δεν αφιερώνει κάποιο κεφάλαιο στο θέατρο. Ενώ αντίθετα εξετάζει τη σχέση του παιχνιδιού με τη γλώσσα, τους νόμους, τον πόλεμο την φιλοσοφία κ.ά., το θέατρο απουσιάζει. Και το παράδοξο εντοπίζεται ακριβώς στο γεγονός πως απ’ όλες τις πολιτισμικές εκφάνσεις του σύγχρονου ανθρώπου το θέατρο θυμίζει το παιχνίδι περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.
Σε κάποιο σημείο του «Homo Ludens» o Huizinga διευκρινίζει: «Η λειτουργία του παιχνιδιού στις ανώτερες μορφές που μας ενδιαφέρουν εδώ μπορεί γενικά να παράγεται από τις δύο βασικές όψεις κάτω από τις οποίες τη συναντούμε: 1. Ως αγώνας για να κερδηθεί κάτι, 2. Ως παράσταση που απεικονίζει κάτι». Αυτός όμως ακριβώς δεν είναι και ο ορισμός του θεατρικού συμβάντος; Μια αναπαράσταση που απεικονίζει την επιθυμία του πρωταγωνιστή να κερδίσει κάτι, να κινηθεί ενάντια σε όλα τα εμπόδια με σκοπό να διεκπεραιώσει το «θέλω» της επιθυμίας ή της ανάγκης του;
Ακριβώς αυτό περιγράφει και ο Huizinga στη συνέχεια: «Οι δύο αυτές λειτουργίες μπορούν να ενωθούν κατά τρόπο ώστε το παιχνίδι να «παριστάνει» έναν αγώνα ή αλλιώς γίνεται ένας αγώνας για την καλύτερη αναπαράσταση κάποιων πράξεων».
Εδώ ενυπάρχει ένας ορισμός για το θέατρο ως έκφανση της έμφυτης τάσης του ανθρώπου προς το παιχνίδι. Αυτό τον ορισμό επιχειρώ στη συνέχεια του κειμένου.
Προσαρμόζοντας την περιγραφή του παιχνιδιού που μας δίνει ο Huizinga στο θεατρικό φαινόμενο, θα μπορούσαμε να πούμε πως το θέατρο είναι μια δραστηριότητα ελεύθερη από τις συμβάσεις του κανονικού κόσμου, η οποία παραμένει απολύτως συνειδητά έξω από τον συνήθη βίο αλλά συγχρόνως απορροφά έντονα και απόλυτα τον ηθοποιό και τον θεατή. Κινείται μέσα στα δικά της όρια χρόνου (η διάρκεια της παράστασης και η επανάληψή της) και χώρου (ο χώρος του θεάτρου) σύμφωνα με καθορισμένους κανόνες και κατά πειθαρχημένο τρόπο. Προωθεί τον σχηματισμό ομάδων ηθοποιών οι οποίες τείνουν να περιβάλλονται από την κοινή παραδοχή της σύμβασης και να τονίζουν τη διαφορά τους από τον κοινό κόσμο με την μεταμφίεση ή με άλλα μέσα.
Γεννημένο από τη θρησκευτική τελετουργία, η οποία επικοινωνεί άμεσα με τους όρους του παιχνιδιού (σύμφωνα με τον Huizinga), το θέατρο κουβαλά μέχρι και σήμερα τα στοιχεία της καταγωγής του. Τον προσδιορισμένο χώρο της τέλεσης, τους ρόλους -ενσαρκώσεις, την αίσθηση πως ο ηθοποιός ακροβατεί ανάμεσα στον πραγματικό και τον πλαστό κόσμο, τους απόλυτους κανόνες της σύμβασης ώστε να αφηγηθεί ένα συμβάν, την απόλαυση κατά τη διάρκεια της πράξης ή της θέασης. Η ελληνική γλώσσα (που προφανώς δεν είναι η μόνη) μαρτυρά τη στενή σχέση με το παιχνίδι. Ενας θίασος «παίζει» ένα θεατρικό έργο και ένας ηθοποιός «παίζει» έναν ρόλο.
Το θέατρο λοιπόν αποτελεί μια αναπτυγμένη μορφή παιχνιδιού από την ίδια του τη σύμβαση. Χρησιμοποιεί το σύνολο των υπόλοιπων τεχνών (οι οποίες και αυτές μπορούν να ιδωθούν ως μορφές παιχνιδιού με διαφορετικούς όρους), ώστε να δημιουργήσει μια ανώτερη σύμβαση στην οποία υπάρχει η δυνατότητα να συγκατοικήσουν τα πιο προωθημένα στοιχεία του πολιτισμού με τα πιο πρωταρχικά στοιχεία της τελετουργίας και του παιχνιδιού.
Οσο περισσότερο ένα θεατρικό έργο ή μια παράσταση απομακρύνονται από την πτυχή του παιχνιδιού, τόσο αρνούνται την ίδια τους τη θεατρική φύση. Γιατί αν το θέατρο είναι παιχνίδι, άλλο τόσο και το παιχνίδι είναι θέατρο.