Το βράδυ της 5ης Ιουλίου 2015 όπως το έζησα
Γραμμένο απόv.psychogiosεπί 08/07/2023
Από το yanisvaroufakis.eu
Κάθε 5η Ιουλίου, από το 2016 μέχρι και χτες, τα κανάλια της διαπλοκής εξαπολύουν μπαράζ μαύρης προπαγάνδας εναντίον του ΟΧΙ που τόσο τους είχε στοιχίσει. Κάθε 5η Ιουλίου τα κανάλια της διαπλοκής προσπαθούν φιλότιμα να με πλήξουν (εν τη απουσία μου, βέβαια). Δεν είναι προσωπικό το θέμα. Απλά, έτυχε να ήμουν ο ΥπΟικ που τίμησα εκείνο το ΟΧΙ μέσα κι έξω από το Eurogroup και εξακολουθώ να το τιμώ μέσα κι έξω από τη Βουλή.
Έχοντας προβλέψει ότι αυτό θα γινόταν και χτες, τους προκατέλαβα με μια ενδελεχή απάντηση στο μόνο σοβαρό ερώτημα: «Ήταν αυταπάτη το ΟΧΙ;» – εξηγώντας γιατί δεν ήταν αυταπάτη. Δεν πέρασαν μερικές ώρες και τα κανάλια της διαπλοκής έδωσαν άλλο ένα ρεσιτάλ μαύρης προπαγάνδας εναντίον του ΟΧΙ και, βέβαια, εμού. Ειπώθηκαν αστειότητες για το τι έγινε εκείνο το βράδυ στο Μαξίμου και για συναντήσεις στις Βρυξέλλες όπου δεν θα μπορούσα να είμαι (καθώς έλαβαν χώρα μετά την παραίτηση μου από την κυβέρνηση). Τα συνηθισμένα δηλαδή – στα οποία έχω απαντήσει λεπτομερειακά στο ΑΝΙΚΗΤΟΙ ΗΤΤΗΜΕΝΟΙ (Πατάκη, 2017). Για όποια ή όποιον αναγνώστη θέλει να δει τί συνέβη εκείνη την εποχή, παραθέτω εδώ σχετικό απόσπασμα (από το Κεφ. 17). Εις το επανιδείν την 5η Ιουλίου του 2024 όταν τα κανάλια της διαπλοκής θα έχουν ανασύρει άλλα φαντάσματα από το παρελθόν στον μανιώδη αγώνα τους να εξορκίσουν εκείνο το σπουδαίο ΟΧΙ – το οποίο το τρέμουν ακόμα παρά τον πρόσφατο εκλογικό θρίαμβο του ΝΑΙ ΣΕ ΟΛΑ.
Εκείνο το βράδυ (Σημ. του Συλλαλητήριου υπέρ του ΟΧΙ, 3/7/2015) ένιωσα να ξεπλένεται από πάνω μου όλη η πικρή εμπειρία της σταθερής φθοράς των προηγούμενων εβδομάδων, κάθε φρικτή στιγμή στο Μαξίμου, κάθε απογοήτευση με τους συντρόφους μου, όλη η κακεντρέχεια που εισέπραξα κι όλη η αγωνία ενός ολοένα και μοναχικότερου αγώνα κεκλεισμένων των θυρών. Το μόνο που απέμεινε ήταν το αίσθημα ικανοποίησης.
Κι όμως, δεν ήμουν ακόμη πεπεισμένος πως το ΟΧΙ θα κέρδιζε δύο μέρες μετά. Το συλλαλητήριο στο Σύνταγμα έδειχνε ότι το ρεύμα στήριξης του ΟΧΙ είχε δυναμική, αλλά με τις τράπεζες κλειστές και τα μέσα ενημέρωσης να εξαπολύουν ενορχηστρωμένες επιθέσεις εναντίον όποιου σκεφτόταν να ψηφίσει ΟΧΙ, η νίκη φαινόταν δύσκολη. Το ίδιο εκείνο βράδυ, με τη Δανάη συναντηθήκαμε με τον Τζέιμι, που ήταν σαν μεθυσμένος μετά την εμπειρία του Συντάγματος, και μερικούς άλλους φίλους και συνεργάτες. Ρωτήθηκα αν ο Αλέξης κι ο Ευκλείδης θα πα- ραιτούνταν σε περίπτωση επικράτησης του ΝΑΙ. «Ο Αλέξης θα σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού με την αντιπολίτευση», ήταν η πρόβλεψή μου, «αφού παραιτηθούν ή εξοστρακιστούν πρώτα οι αληθινοί πιστοί». «Φυσικά, εγώ θα ανήκα ήδη στο μακρινό παρελθόν τους», κατέληξα.
Ο Τζέιμι επέμενε πως έσφαλλα. Θα κέρδιζε το ΟΧΙ, πίστευε, και η επιρροή μου στον Αλέξη θα εκτοξευόταν στα ύψη εξαιτίας της σημαντικής μου συμβολής στη νίκη. Παρά τη βαθιά δυσπιστία μου, σήκωσα το ποτήρι μου και ήπια στην αισιοδοξία του Τζέιμι. «Hasta la victoria siempre!» αναφώνησε εκείνος με έμφαση και σιγουριά – μέχρι τη νίκη, πάντα!
Την ημέρα του δημοψηφίσματος κατέβηκα στο Παλαιό Φάληρο, εκεί όπου μεγάλωσα κι όπου εξακολουθεί να ζει ο ενενηντάχρονος πατέρας μου, στον οποίο οφείλω την έφεση να μην υπογράφω ό,τι κι ό,τι μόνο και μόνο επειδή αυτό θα διευκόλυνε τη ζωή μου. Τον συνάντησα στο πατρικό μου και πήγαμε μαζί με το αυτοκίνητό μου στο εκλογικό κέντρο, το παλιό Δημοτικό δίπλα στην Παναγίτσα. Στο εσωτερικό του σχολείου οι περισσότεροι ψηφοφόροι με υποδέχθηκαν με ιδιαίτερη θέρμη, με εξαίρεση έναν-δυο που διαμαρτυρήθηκαν θυμωμένα για το κλείσιμο των τραπεζών. Μπροστά στις κάμερες, απάντησα σε έναν από αυτούς πως η τρόικα μας είχε δώσει τελεσίγραφο και πως μια συμφωνία με αυτό το τελεσίγραφο θα καθόριζε όχι μόνο το μέλλον του αλλά και το μέλλον των παιδιών του. Αυτό που είχαμε κάνει ήταν να του δώσουμε την ευκαιρία να το αποδεχτεί ή να το απορρίψει. «Ψήφισε ΝΑΙ αν πιστεύεις πως είναι διαχειρίσιμη η συμφωνία. Είμαστε η μοναδική κυβέρνηση που σεβάστηκε το δικαίωμά σου να αποφασίσεις εσύ. Το γεγονός ότι η τρόικα αποφάσισε να κλείσει τις τράπεζες πριν καν μπορέσεις να εκφραστείς είναι κάτι που μόνο εσύ μπορείς να το ερμηνεύσεις». Ο συνομιλητής μου φάνηκε να ηρεμεί.
Αφού ψηφίσαμε, βοηθούσα τον πατέρα μου να μπει στο αυτοκίνητο, όταν με πλησίασε μια ηλικιωμένη γυναίκα, περιτριγυρισμένη από τα γνωστά τηλεοπτικά συνεργεία. Με αυστηρό ύφος με ρώτησε αν γνώριζα πού έμενε. Παραδέχτηκα πως όχι. «Κοιμάμαι σ’ ένα ορφανοτροφείο εδώ στο Παλαιό Φάληρο. Και ξέρετε γιατί με αφήνουν; Γιατί η μητέρα σου δούλεψε σκληρά για να μπορούν άστεγοι σαν εμένα να έχουν μια στέγη». Την ευχαρίστησα για την αυθόρμητη και συγκινητική αναθύμηση της μητέρας μου. Δεν είχε τελειώσει όμως. «Τη μνημονεύω κάθε μέρα. Αυτά τα καθάρματα όμως το ξέρουν;» είπε δείχνοντας τις κάμερες και τα συνεργεία. «Πάω στοίχημα πως δεν το ξέρουν και δεν τους καίγεται καρφί».
«Δεν έχει σημασία», τη διαβεβαίωσα. Ακόμη κι αν δεν το γνώριζαν, για μένα αρκούσε πως το γνώριζε εκείνη, της είπα. Εκείνο το βράδυ στα δελτία ειδήσεων η τυχαία αλλά συγκινητική συνάντηση παρουσιάστηκε ως «προπηλακισμός του Βαρουφάκη από άστεγη ηλικιωμένη» ή ως περιστατικό κατά το οποίο «μια φτωχιά ηλικιωμένη επιτέθηκε στον Βα- ρουφάκη έξω από το εκλογικό κέντρο όπου ψήφισε ο υπουργός».
Ήταν αργά το απόγευμα όταν άρχισα να αισθάνομαι πως το ενδεχόμενο μιας ιστορικής νίκης μπορεί και να ήταν ανοιχτό. Στο γραφείο μου έγραψα και ανέβασα στο αγγλικό μπλογκ μου, απευθυνόμενος στη διεθνή κοινή γνώμη, τα εξής:
«Το 1967 ξένες δυνάμεις, σε αγαστή συνεργασία με τα εγχώρια ανδρείκελά τους, χρησιμοποίησαν τα τανκς για να ανατρέψουν τη δημοκρατία. Το 2015 οι ξένες δυνάμεις το ξαναδοκίμασαν, αυτή τη φορά χρησιμοποιώντας τις τράπεζες. Αλλά βρήκαν απέναντί τους έναν τολμηρά θαρραλέο λαό που αρνήθηκε να υποκύψει στον φόβο. Εδώ και πέντε μήνες η κυβέρνησή μας αντιμάχεται του φωτός το σβήσιμο. Σήμερα καλούμε κάθε Ευρωπαίο να συνεχίσει να μαίνεται μαζί μας ώστε το φως που τρεμοπαίζει να μη σβήσει πουθενά, από την Αθήνα στο Δουβλίνο, από το Ελσίνκι στη Λισαβόνα».
Στις οχτώ το βράδυ οι κυρτοί ώμοι και η σκυθρωπή έκφραση των τηλεπαρουσιαστών έδειχναν πως είχαμε κερδίσει. Αυτό που δε γνώριζα ήταν το μέγεθος της νίκης. Ο φόβος μου ήταν πως μια μικρή διαφορά θα πρόσφερε στον Αλέξη τη δικαιολογία να επικαλεστεί ότι ήμασταν μια διχασμένη κοινωνία και, ως εκ τούτου, δεν υπήρχε αρκετή στήριξη για ρήξη με την τρόικα. Είπα στην ομάδα μου πως το μαγικό ποσοστό ήταν το 55%. Αν οι ψήφοι υπέρ του ΟΧΙ ξεπερνούσαν το 55%, ο Αλέξης θα αναγκαζόταν να το σεβαστεί.
Σκέφτηκα προσεκτικά τι θα έλεγα στους δημοσιογράφους που είχαν συγκεντρωθεί στην αίθουσα Τύπου του υπουργείου μου. Στις εννέα το βράδυ είχα ολοκληρώσει το κείμενο της δήλωσής μου. Κατά παράδοση, οι υπουργοί περιμένουν τις δηλώσεις του πρωθυπουργού πριν προβούν οι ίδιοι σε δηλώσεις. Έτσι, περίμενα στο γραφείο μου τον Αλέξη να κάνει δηλώσεις στους δημοσιογράφους στο Μαξίμου.
Στις εννιάμισι το βράδυ άρχισα να αισθάνομαι πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Τα αποτελέσματα ήταν πάνω κάτω τα τελικά, και έδειχναν πως το όριο του 55% είχε επιτευχθεί, όμως ο Αλέξης παρέμενε κλεισμένος στο γραφείο του στο Μαξίμου. Ο διευθυντής του γραφείου μου με πίεζε να μεταβώ στην αίθουσα Τύπου του υπουργείου, όπου οι δημοσιογράφοι έχαναν την υπομονή τους και είχαν αρχίσει να τουιτάρουν πως κάτι περίεργο συνέβαινε. Περίμενα έως τις δέκα. Τηλεφώνησα στον Αλέξη. Δεν απάντησε, ούτε και οι γραμματείς του. Ο Βασίλης μπήκε στο γραφείο μου και με πληροφόρησε ότι οι άλλοι υπουργοί είχαν αρχίσει να μιλούν στα μέσα, κάνοντας χλιαρές δηλώσεις για ένα αποτέλεσμα που στην πραγματικότητα ήταν συνταρακτικό. Δε θα άφηνα να συνεχιστεί αυτό. Ο γενναίος λαός μας άξιζε μεγαλύτερο σεβασμό.
Έτσι, γύρω στις δέκα και μισή, μπήκα στην αίθουσα Τύπου για να κάνω τη δήλωσή μου, σκοπεύοντας αμέσως μετά να πάω στο Μαξίμου, ανήσυχος για το τι συνέβαινε. Ενώ έκανα τη δήλωσή μου, είχα το πολύ έντονο προαίσθημα πως θα ήταν η τελευταία μου δήλωση από τη θέση του υπουργού. Εκείνο το προαίσθημα, σε συνδυασμό με την ανάμνηση της νύχτας στο Σύνταγμα δύο μέρες νωρίτερα, με έκανε να μιλήσω έξω από τα δόντια:
Την 25η Ιανουαρίου ο ελληνικός λαός είπε όχι πια σε πέντε χρόνια υποκρισίας, σε πέντε χρόνια προσποίησης ότι η πτώχευση του ελ- ληνικού δημοσίου μπορούσε να ξεπεραστεί με νέα μη βιώσιμα δά- νεια που καλούνταν να αποπληρώνουν με το αίμα τους οι ασθενέ- στεροι Έλληνες, τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους.
Πέντε μήνες διαπραγματευτήκαμε για το δικαίωμα να ακουστεί αυτό το λογικό επιχείρημα: Όχι νέα δάνεια πριν αναδιαρθρωθούν τα παλαιά. Όχι νέες περικοπές των ισχνότερων εισοδημάτων. Ναι στις πραγματικές μεταρρυθμίσεις που πλήττουν τους πακτωλούς των εσόδων της διαφθοράς. Ο τερματισμός της ανερμάτιστης λιτότητας και η αναδιάρθρωση του μη βιώσιμου χρέους ήταν οι δύο διαπραγματευτικοί μας στόχοι.
Δυστυχώς, οι δανειστές αρνήθηκαν κάθε ουσιαστική συζήτηση. Από την πρώτη στιγμή σχεδίαζαν να μας κλείσουν τις τράπεζες ώστε να μας ταπεινώσουν στα δύο αυτά μέτωπα: της Λιτότητας και του Μη Βιώσιμου Χρέους. Να μας επιβάλουν δήλωση μετανοίας για την κριτική που ασκήσαμε στα αποτυχημένα μνημονιακά προγράμματα αρθρώνοντας για πρώτη φορά στο Eurogroup επιστημονικό λόγο στον οποίο δεν είχαν αντίλογο. Αυτός ήταν ο στόχος του τελεσι- γράφου της 25ης Ιουνίου, το οποίο σήμερα ο λαός τούς επέστρεψε.
Από αύριο, με το γενναίο αυτό ΟΧΙ με το οποίο μας προίκισε ο ελληνικός λαός, με το ΟΧΙ που είπε αγνοώντας τον φόβο που δημιούργησαν με τις κλειστές τράπεζες και τα ΜΜΕ της ολιγαρχίας, με αυτό το εργαλείο θα τείνουμε χείρα συνεργασίας προς τους εταίρους μας. Θα τους καλέσουμε έναν έναν για να βρούμε κοινό τόπο…
Από αύριο η Ευρώπη, της οποίας η καρδιά χτυπά στην Ελλάδα απόψε, αρχίζει να γιατρεύει τις πληγές της, τις πληγές μας.
Βγαίνοντας στο Σύνταγμα για να πάω με τα πόδια στο Μαξίμου, διέκρινα την αγαλλίαση στα πρόσωπα των ανθρώπων. Ένας περήφανος λαός ένιωθε δικαιωμένος και δικαιολογημένα το γιόρταζε. Η νύχτα έσφυζε από προσμονή και αυτοπεποίθηση. Η σιγή του Αλέξη με ανησυχούσε, αλλά αρνούμουν να πιστέψω ότι το Μαξίμου θα ήταν αποκομμένο από τον μεθυστικό αέρα ανυπακοής που έπνεε στους δρόμους. Σίγουρα, σκέφτηκα, αυτός ο ζωοποιός άνεμος θα καταφέρει να εισέλθει μέσα από κάποια σχισμή του φρουρίου ή μέσα από τις καρδιές των εργαζομένων στο Μαξίμου, που είχαν κι αυτοί ζυμωθεί πολιτικά στην Πλατεία Συντάγματος. Κι όμως, μπαίνοντας στο Μαξίμου, συνάντησα την παγωμένη ατμόσφαιρα νεκροτομείου, τη θλίψη νεκροταφείου.
Καθώς περνούσα την κύρια είσοδο του Μαξίμου, οι υπουργοί και πα- ρατρεχάμενοι που συνάντησα φαίνονταν μουδιασμένοι, λες και είχαν μόλις υποστεί βαριά εκλογική ήττα. Η παρουσία μου τους έκανε ακόμα νευρικότερους. Ο Αλέξης, μου είπαν, βρισκόταν σε συνάντηση με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στο γειτονικό Προεδρικό Μέγαρο και θα με δεχόταν αργότερα. Έτσι, περίμενα στην αίθουσα συσκέψεων με τους υπόλοιπους υπουργούς, παρακολουθώντας τα τελευταία αποτελέσματα στις οθόνες. Όταν εμφανίστηκε το τελικό ποσοστό στην οθόνη, 61,35% υπέρ του ΟΧΙ με ποσοστό συμμετοχής το εντυπωσιακό 62,5%, πετάχτηκα από την καρέκλα μου σηκώνοντας πανηγυρικά τη γροθιά στον αέρα. Τότε, κοιτάζοντας γύρω μου, συνειδητοποίησα ότι ήμουν ο μόνος στο δωμάτιο που πανηγύριζε.
Περιμένοντας τον Αλέξη, βρήκα μήνυμα στο κινητό μου από τον Νόρμαν Λάμοντ: «Αγαπητέ Γιάνη, συγχαρητήρια. Μια περίφημη νίκη. Δε γίνεται να μην εισακουστείτε τώρα. Καλή τύχη!» Θα εισακουστούμε, σκέφτηκα, αρκεί να αποφασίσουμε να μιλήσουμε. Εκεί που καθόμουν, παρακολουθώντας να ξετυλίγεται σε αργή κίνηση η ακύρωση της περίφημης νίκης μας, άρχισα να παρατηρώ τους παρευρισκομένους και τις μικρές λεπτομέρειες που μέχρι τότε μου είχαν διαφύγει. Οι άντρες είχαν εγκαταλείψει το απλό, καθημερινό ντύσιμο που χαρακτήριζε τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και έμοιαζαν με κοστουμάτους μεγαλοδικηγόρους σε βραδινή έξοδο. Οι γυναίκες ήταν ντυμένες λες και πήγαιναν σε προεδρική δεξίωση. Όταν έφτασε και η Δανάη, συνειδητοποίησα πως όχι απλώς ήμασταν οι μόνοι χαρούμενοι άνθρωποι εκεί μέσα, αλλά ήμασταν και οι μόνοι που φορούσαν τζιν και μπλουζάκια. Ένιωθα σαν να βρέθηκα ξαφνικά σε μια ταινία επιστημονικής φαντασίας, όπως εκείνες όπου οι εξωγήινοι καταλαμβάνουν ένα ένα τα σώματα των δικών σου ανθρώπων χωρίς να το έχεις πάρει είδηση.
Κάποια στιγμή ο Αλέξης επέστρεψε στο Μαξίμου και μισή ώρα αργότερα απηύθυνε διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό. Δύο φράσεις-κλειδιά στην ομιλία του ξεκλείδωσαν το σεντούκι των προθέσεών του. Η μία απέκλειε τη ρήξη με την τρόικα. Η δεύτερη ήταν η ανακοίνωση πως μόλις είχε ζητήσει από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να συγκαλέσει αμέσως το συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών: Το επόμενο πρωί κιόλας μετά τον εξευτελισμό τους στις κάλπες, οι αρχηγοί του μνημονιακού τόξου προσκαλούνταν να επιστρέψουν στα πράγματα, να καθοδηγήσουν τη συνέχεια. Στρεφόμενος στη Δανάη της είπα χαμηλόφωνα:
«Διασπά τον Σύριζα και προετοιμάζει συμμαχία με την αντιπολίτευση για να περάσει το νέο μνημόνιο. Η Νέα Αποστασία που μαγείρευαν τα παιδαρέλια του στις Βρυξέλλες δεν ανακόπηκε από το 62%».
Πέρασε μιάμιση ώρα ακόμη σε ξεχωριστές συναντήσεις με τους Σαγιά και Ρουμπάτη προτού με δεχτεί. Η ώρα είχε πάει σχεδόν δύο όταν μπήκα στο γραφείο του. Καθώς σηκωνόταν από την καρέκλα του γραφείου του για να με προϋπαντήσει, με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια και ύφος ψυχολογικής καθίζησης χειρότερο από ποτέ, με κοίταξε και είπε κάτι που δεν μπορεί να γραφτεί εδώ. Το νόημα της φράσης του ήταν ότι τα είχαμε κάνει θάλασσα. «Διαφωνώ», του απάντησα ορθά κοφτά. Γίνανε λάθη πολλά, αλλά ήταν μια νύχτα θριάμβου που απαιτούσε από εμάς να χαρούμε και να τιμήσουμε τη λαϊκή ετυμηγορία.
Πριν αρχίσουμε την κουβέντα, ο Αλέξης με ρώτησε αν θα με πείραζε να παραστεί στη συνάντησή μας ο Δημήτρης Τζανακόπουλος, ο νο- μικός σύμβουλος του Μαξίμου και βαθιά αντιμνημονιακός σύντροφος που τον Φλεβάρη με αντιμετώπιζε με σκεπτικισμό φοβούμενος ότι έσερνα τον Αλέξη προς τη συνθηκολόγηση με τους τροϊκανούς. Καθόλου, του απάντησα. Για την ακρίβεια ήθελα να είναι παρών, κάτι ως μάρτυρας. Ήταν φανερό πως δε θα ήταν μια απλή συνάντηση.
Ο Αλέξης ρώτησε αν οι τράπεζες θα άνοιγαν σύντομα. Ήταν ερώτηση-παγίδα. Γνώριζε την απάντηση και την εκμαίευε για να δικαιολογήσει την απόφασή του να συνθηκολογήσει. Προσποιήθηκα ότι δεν καταλάβαινα, λέγοντας πως για να σεβαστούμε το ΟΧΙ έπρεπε να ξεκινήσει εκείνη τη στιγμή το παράλληλο σύστημα πληρωμών (με έκδοση ηλεκτρονικών υποσχετικών IOU η αξία των οποίων θα βασιζόταν στη δυνατότητά τους να αποπληρώνουν μελλοντικούς φόρους) και να κουρέψουμε τα ομόλογα SMP του Ντράγκι. Αν δεν κάνουμε αυτές τις κινήσεις για να ενισχύσουμε τη διαπραγματευτική σου ισχύ, του είπα, το 61,3% θα σκορπιστεί στους πέντε ανέμους. Αν, αντίθετα, τις ανακοινώσουμε απόψε, με τη στήριξη του 61,3% των ψηφοφόρων, σε διαβεβαιώνω ότι ο Ντράγκι και η Μέρκελ αργά ή γρήγορα θα συζητήσουν για πρώτη φορά μαζί μας μια αμοιβαίως ικανοποιητική συμφωνία. Τότε μόνον, Αλέξη, θα ανοίξουν οι τράπεζες κανονικά. Αντίθετα, αν δεν προβείς σε αυτή την κίνηση, επέμεινα, «θα σε ισοπεδώσουν».
Εξήγησα ακόμα πως χρειαζόμουν μόνο δύο, τρεις το πολύ, μέρες για να ενεργοποιήσω την πρώτη φάση ανάπτυξης του συστήματος πληρωμών που θα οικοδομούνταν στο TAXISnet. Έκανε πως εντυπωσιάστηκε, δίνοντάς μου την ευκαιρία να συνεχίσω: Το αποτέλεσμα του 61,3% είναι ένα κεφάλαιο που πρέπει να το χρησιμοποιήσεις σωστά. Πρέπει να το διαχειριστείς με μεγαλύτερο σεβασμό προς τον λαό από αυτόν που έδειξες πριν από το δημοψήφισμα. Να σεβαστείς και τον εαυτό σου επίσης. Μετά την αποψινή βραδιά βρίσκεσαι μπροστά σ’ ένα πολύ απλό δίλημμα. Ή επαναφέρεις το σχέδιό μας, δίνοντάς μου τα εργαλεία που χρειάζομαι, ή παραδίδεσαι.
Μιλήσαμε για πολλή ώρα. Κάναμε ανασκόπηση των προηγούμενων μηνών, εβδομάδων, ημερών. Δε μάσησα τα λόγια μου, απαριθμώντας τα λάθη του, επισημαίνοντας τους τρόπους με τους οποίους μέλη του πολεμικού συμβούλιου υπονόμευσαν τον αγώνα μας, συχνά σε συνεργασία με την τρόικα και τους εντεταλμένους της. Του έδωσα αποδείξεις για έναν από αυτούς, ο οποίος λειτουργούσε με τρόπο που άγγιζε τα όρια της διαφθοράς. Φάνηκε να ξαφνιάζεται και ζήτησε τη γνώμη του Δημήτρη: Ήταν ο άνθρωπος στον οποίο αναφερόμουν τόσο μεγάλο πρόβλημα; Ο Δημήτρης με επιβεβαίωσε: «Ναι, κι ακόμα χειρότερο».
Η συζήτηση επεκτεινόταν σε άσχετα θέματα, γι’ αυτό αποφάσισα να τον ρωτήσω ευθέως: Θα σεβόταν το αποτέλεσμα του ΟΧΙ επιστρέφοντας στην αρχική μας συμφωνία; Ή θα εγκατέλειπε τον αγώνα; Η απάντησή του ήταν ελλειπτική αλλά δεν άφηνε περιθώρια παρερμηνείας ως προς την κατεύθυνση προς την οποία κινούνταν: παράδοση άνευ όρων. Η πρώτη φορά που μίλησε με αποφασιστικότητα σε όλη τη διάρκεια της συζήτησης ήταν όταν είπε:
Κοίτα, Γιάνη, ο μόνος που ό,τι μου είπε «έχει βγει» ήσουν εσύ. Όμως το πρόβλημα είναι το εξής: αν οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση τους είχε δώσει αυτά που τους έδωσα εγώ, η τρόικα θα είχε ήδη κλείσει τη συμφωνία. Τους έδωσα περισσότερα απ’ όσα θα έδινε ποτέ ο Σαμαράς. Και εξακολουθούν να θέλουν να μας τιμωρήσουν. Δε θέ- λουν να δώσουν μια συμφωνία, ούτε σε σένα ούτε σε μένα. Θέλουν να μας ανατρέψουν. Όμως, με το 61,3% δεν μπορούν να με αγγίξουν. Μπορούν όμως να καταστρέψουν εσένα.
«Μην ανησυχείς για μένα, Αλέξη», τον προέτρεψα. Του είπα να ανησυ-χεί για το πώς θα τιμήσει τον κόσμο που είχε βγει στους δρόμους να γιορτάσει το ΟΧΙ ενώ εκείνος κατάστρωνε σχέδια εγκατάλειψής του. Αν μέναμε ενωμένοι, αν ενεργοποιούσαμε τα όπλα μας και δείχναμε στους δανειστές πως είμαστε ενωμένοι, δε θα μπορούσαν να καταστρέψουν ούτε εκείνον, ούτε εμένα, ούτε τον λαό μας. Τότε ήταν που ο Αλέξης, βλέποντας ότι δεν κάμπτομαι, έβαλε στη συζήτηση το βαρύ πυροβολικό προηγούμενων ζοφερών εποχών λέγοντάς μου πως φοβόταν για εμάς, ότι, αν επιμέναμε, θα αντιμετωπίζαμε ένα νέο «Γουδή». Ομολογώ ότι, όσο και αν ο χωρισμός των δρόμων μας ήταν προδιαγεγραμμένος, δεν περίμενα από τον Αλέξη να φτάσει σε αυτό το σημείο. Ανίκανος να τον πάρω στα σοβαρά, ούτε καν να θυμώσω, το διακωμώδησα λέγοντας, μεταξύ αστείου και σοβαρού, ότι αν μας εκτελούσαν μετά το 61,3% υπέρ μας, η χρυσή σελίδα μας στο βιβλίο της ελληνικής ιστορίας ήταν εξασφαλισμένη.
Ο Αλέξης όμως δεν πτοήθηκε. Με πληροφόρησε ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Στουρνάρας, οι μυστικές μας υπηρεσίες, το βαθύ κράτος δηλαδή, αλλά και κάποια μέλη της κυβέρνησής μας βρίσκονταν σε «ετοιμότητα». Υπαινισσόταν εμμέσως πλην σαφώς κάποιου είδους πραξικόπημα. Άλλη μία φορά τον αντέκρουσα: «Ας προσπαθήσουν! Συνει- δητοποιείς τι σημαίνει 61,3%;»
Τότε άλλαξε κάπως ρότα λέγοντάς μου ότι ο Δραγασάκης προσπαθούσε να τον πείσει να με ξεφορτωθεί, όπως και όλους της Αριστερής Πλατφόρμας και των Ανεξάρτητων Ελλήνων του Καμμένου, και να ηγηθεί κυβέρνησης συνασπισμού με τη Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι. Τον διαβεβαίωνε μάλιστα, σύμφωνα πάντα με τον Αλέξη, ότι μόλις υπογραφόταν η συμφωνία με την τρόικα, ο Αλέξης θα μπορούσε να ξεφορτωθεί Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι και να με επαναφέρει! Του είπα ότι ήταν η πιο ηλίθια ιδέα που είχα ακούσει ποτέ στη ζωή μου. Χαμογέλασε συμφωνώντας, χρησιμοποιώντας μάλιστα μια έκφραση για να περιγράψει τον Δραγασάκη που κι αυτήν δεν μπορώ να την επαναλάβω εδώ.
Αυτό το διάλειμμα δευτερολέπτων θυμηδίας διεκόπη από τον ίδιο τον πρωθυπουργό με μια δική του πρόταση. «Όμως», πρόσθεσε, «δεν είναι άσχημη η ιδέα να προχωρήσουμε με δύο γραμμές: μια δημόσια και μια κρυφή. Δημοσίως μπορούμε να προσεγγίσουμε τους δανειστές παρουσιάζοντάς τους μια δεξιά εικόνα, που θα περιλαμβάνει ανασχηματισμό που να τους δηλώνει “είμαστε καλά παιδιά τώρα”. Και την ίδια στιγμή, στα κρυφά, να ετοιμάσουμε την αντεπίθεση».
Αν είχα μαλλιά, θα τα τράβαγα. Του απάντησα ότι η ιδέα του ήταν εξίσου εξωφρενική με εκείνη του Δραγασάκη. Εκείνη τη μέρα ο λαός έδωσε την ετυμηγορία του, του θύμισα. Αν του την πετάξεις στα σκουπίδια, ό,τι και να κάνεις μετά κεκλεισμένων των θυρών, μυστικά, θα τον έχεις στείλει στα τάρταρα της απελπισίας και στα πρόθυρα της παράδοσης στην τρόικα εσωτερικού. Δε θα ξαναβγούν ποτέ στους δρόμους να σε στηρίξουν. Οπότε για τι κρυφή αντίσταση μιλάς;
Ο Αλέξης με κοίταξε με βλέμμα μεταξύ κατατονίας και βαρεμάρας. Άδραξα την ευκαιρία να του πω, άλλη μία φορά, ότι καθήκον του ήταν να εκφραστεί δημοσίως, ενστερνιζόμενος αυτά που είχα πει νωρίτερα στη δήλωσή μου στο υπουργείο: Πως η ψήφος υπέρ του ΟΧΙ ήταν, από τη μία, ρητή απαγόρευση ακόμα και της σκέψης της συνθηκολόγησης και, από την άλλη, εντολή για την εξεύρεση λύσης εντός του ευρώ σε συνεργασία με τους Ευρωπαίους εταίρους μας, υπό τον όρο ότι θα τους καθιστούσαμε σαφές ότι δε μας τρομάζουν οι απειλές τους για Grexit. Πρόσθεσε, τον προέτρεψα, και κάποια κολακευτικά λόγια για την Επιτροπή, το ΔΝΤ, ακόμη και για την ΕΚΤ, για να δείξεις πως το εννοούμε όταν λέμε ότι επιθυμούμε μια συμβιβαστική λύση. Αλλά, παράλληλα, δείξε πυγμή. Άσε τις ανοησίες για ανταρτοπόλεμο στις κατακόμβες του κράτους μας.
Βλέποντάς τον να μην αντιδρά, έκρινα απαραίτητο να επιχειρηματολογήσω υπέρ της πλήρους διαφάνειας ως προς τις κινήσεις του. Ό,τι και να κάναμε τώρα, έπρεπε να γίνει ανοιχτά. Έπρεπε να δηλώσουμε ξεκάθαρα ότι προετοιμάζαμε τη δική μας ρευστότητα, εξηγώντας γιατί είχαμε καθήκον να το πράξουμε εφόσον η ΕΚΤ κρατούσε κλειστές τις τράπεζές μας. Και έπρεπε να δηλώσουμε πως τα ομόλογα SMP της ΕΚΤ θα αναδιαρθρώνονταν βάσει της ελληνικής νομοθεσίας που τα διέπει. Κανένα, όμως, από τα επιχειρήματά μου δεν ήταν ικανό να διαπεράσει το καβούκι της παράδοσης στο οποίο ήταν εγκλωβισμένος.
«Θα τους είναι πολύ δύσκολο να μας δώσουν συμφωνία, Γιάνη».
«Κάνεις συνέχεια το λάθος να βλέπεις τη συμφωνία σαν κάτι που “θα μας δώσουν”. Είναι λανθασμένος τρόπος σκέψης. Χρειάζονται τη λύση όσο τη χρειαζόμαστε κι εμείς. Δεν είναι κάτι που θα μας προσφέρουν, λες και πρόκειται για δώρο στη διακριτική τους ευχέρεια. Πρέπει να κερδίσουμε τη λύση με το σπαθί μας. Αυτό σημαίνει πως χρειαζόμαστε μια πειστική απειλή. Το κούρεμα SMP και η δική μας ρευστότητα είναι ακριβώς αυτό!»
Τελικά, το μόνο που κάναμε ήταν νοητικούς κύκλους γύρω από τα ίδια παγιωμένα επιχειρήματα, σωματικά καταρρακωμένοι κι οι δύο. Κάποια στιγμή έπρεπε να μπει ένα τέλος σ’ αυτό τον φαύλο κύκλο. Αποφάσισα να το θέσω εγώ ζητώντας του να μου πει τι είχε αποφασίσει να κάνει, δεδομένου ότι, εφόσον ήταν αποφασισμένος να παραδοθεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ενώ εγώ να μην υπογράψω τη συνθηκολόγηση με την τρόικα που μόνον υπουργός Οικονομικών μπορεί να την υπογράψει, η παραίτησή μου ήταν δεδομένη.
Απάντησε πως σκεφτόταν τον ανασχηματισμό του υπουργικού συμ- βουλίου για να σταματήσει… τη στοχοποίησή μου από την τρόικα, τους δανειστές και τα μέσα ενημέρωσης. Προσποιούμενος ότι δεν είδε το ειρωνικό μου βλέμμα, με ρώτησε ποιος πίστευα πως έπρεπε να με αντικαταστήσει στο υπουργείο Οικονομικών. Ήταν εμφανές ότι είχε ήδη αποφασίσει, αλλά αποφάσισα να παίξω το παιχνίδι του, προτείνοντας τον άνθρωπο που ήμουν σίγουρος ότι είχε ήδη δεχθεί να αναλάβει το πόστο μου: τον καλό μου φίλο τον Ευκλείδη.
«Θα δεχθεί;» με ρώτησε, όπως τον περασμένο Γενάρη που, πράγματι, η σύγκρουσή τους με είχε αναγκάσει να παρέμβω ώστε ο Ευκλείδης να δεχθεί τη θέση του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών. «Άσ’ το πάνω μου», του είπα και, όντως, μίλησα λίγο αργότερα στον Ευκλείδη συστήνοντάς του να δεχθεί να με αντικαταστήσει, παρόλο που γνώριζα ότι η αποδοχή της πρότασης εκ μέρους του ήταν προδιαγεγραμμένη.
Η συζήτηση μπήκε στην τελική της ευθεία με την ύστατη προσπάθεια του Αλέξη να με κρατήσει εντός της κυβέρνησης και μακριά από τα έδρανα και τις επάλξεις της αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης, την οποία, προφανώς, φοβόταν:
Α.Τ.: Θα ήθελα να σου ζητήσω να αναλάβεις το Υπουργείο Οικονομίας, ώστε να συνεχίσετε τη στενή συνεργασία με τον Ευκλείδη.
Γ.Β.: Κι ο Σταθάκης;
Α.Τ.: Θα χαιρόμουν πολύ να μην τον ξανάβλεπα μπροστά μου. Ας εξαφανιστεί στα πίσω έδρανα της Βουλής.
Γ.Β.: Όχι, Αλέξη, δεν ενδιαφέρομαι. Θέλησες να με γνωρίσεις χρόνια πριν γιατί ανέδειξα το δημόσιο χρέος ως τον δράκο που έπρεπε να νικηθεί και λόγω των προτάσεών μου για το πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό ήρεμα και λογικά. Ζω και αναπνέω, σκέφτομαι, ονειρεύομαι, όλο το βράδυ και κάθε μέρα, την αναδιάρθρωση του χρέους, τη μείωση των στόχων πρωτογενούς πλεονάσματος, το τέλος της λιτότητας, τη μείωση των φορολογικών συντελεστών και την αναδιανομή πλούτου και εισοδήματος. Δε με ενδιαφέρει τίποτα άλλο. Ποσώς νοιάζομαι να γίνω ο διαχειριστής των ευρωπαϊκών κονδυλίων, όταν η Ευρώπη επιβάλλει στον αμέσως πιο κάτω όροφο νέες πολιτικές λιτότητας υπό νέο τοξικό δανεισμό. Κι όλα αυτά για να παραμείνω… υπουργός! Θυμάσαι για ποιον λόγο γύρισα από την Αμερική; Επειδή μου ζήτησες να σε βοηθήσω να αποδράσουμε από τα μνημόνια. Έβαλα υποψηφιότητα στις βουλευτικές εκλογές όχι γιατί επιθυμούσα να γίνω βουλευτής, αλλά γιατί απαιτούσα τη δημοκρατική νομιμοποίηση στον αγώνα για την κατάργηση της χρεοδουλοπαροικίας. Τώρα, εφόσον εγκαταλείπεις αυτό τον σκοπό, κόντρα στη λαϊκή εντολή που μόλις πήραμε, δεν έχω κανέναν λόγο να είμαι υπουργός. Δεν πειράζει. Ας το κάνει κάποιος άλλος. Θα είμαι στη Βουλή, απ’ όπου και θα βοηθάω όσο καλύτερα μπορώ, εφόσον η αναδιάρθρωση του χρέους παραμείνει κύριος στόχος του Ευκλείδη.
Α.Τ.: Μπορείς να αναλάβεις κάποιο άλλο υπουργείο – ίσως του Πο- λιτισμού, που το γνωρίζετε τόσο καλά με τη Δανάη [σημ.: γελάκια μαζί με τον Τζανακόπουλο]. Τέλος πάντων, θα υπάρξουν πολλές θέσεις στο μέλλον…
Γ.Β.: Για άλλη μία φορά με μπερδεύεις με κάποιον που νοιάζεται για αξιώματα, Αλέξη. Ένα πράγμα μόνο με νοιάζει, και ξέρεις πολύ καλά ποιο είναι αυτό!
Α.Τ.: Ας το ξαναδούμε αύριο, ας το σκεφτούμε λίγο.
Γ.Β.: Δεν υπάρχει τίποτα να σκεφτούμε. Δεν υπάρχει χρόνος. Έχεις πολλά να κάνεις.
Όταν έφτασα σπίτι, η Δανάη με ρώτησε τι είχε συμβεί, γεμάτη αγωνία αλλά χωρίς καμία ψευδαίσθηση. «Απόψε είχαμε το αξιοπερίεργο φαινό- μενο της ανατροπής ενός λαού από την κυβέρνησή του», μονολόγησα.
Ενώ βρισκόμουν πλέον πεσμένος στον καναπέ του σαλονιού μας, λίγο πριν ανατείλει ο ήλιος της 6ης Ιουλίου, η Δανάη με υποχρέωσε να α- φηγηθώ τη συζήτησή μου με τον Αλέξη στην κάμερά της, για να κατα- γραφεί όσο ήταν ακόμα νωπή. Κατόπιν έγειρα να κοιμηθώ δύο ώρες πριν γράψω την έβδομη, και τελευταία, επιστολή παραίτησής μου. Αφού την ξαναδιάβασα μερικές φορές, την έστειλα στο γραφείο Τύπου, ενώ μόνος μου πόσταρα την αγγλική της εκδοχή στο μπλογκ μου. Ήταν το πιο δύσκολο κείμενο που χρειάστηκε ποτέ να γράψω, εξαιρουμένου του παρόντος «τόμου».
Από τη μία, είχα καθήκον να προειδοποιήσω τον λαό, τον δήμο της δημοκρατίας μας, πως η εντολή του επρόκειτο να πεταχτεί στα σκουπίδια. Από την άλλη, ένιωθα την υποχρέωση να μη γίνω εγώ ο καταλύτης της διάσπασης του ΣΥΡΙΖΑ και ο καταστροφέας της όποιας προοδευτικής δυναμικής είχε απομείνει στην κυβέρνησή μας και στο κόμμα. Σε εκείνη τη φάση ακόμη πίστευα ακράδαντα ότι σύντροφοι όπως ο Ευκλείδης, ο Σκουρλέτης, ο Κοτζιάς και πολλοί άλλοι δε θα συναινούσαν στο έγγραφο συνθηκολόγησης άνευ όρων που ετοίμαζαν Αλέξης, Χουλιαράκης, Δραγασάκης και Σία για τα μέσα Ιουλίου. Ιδίως για τον επιστήθιο φίλο μου τον Ευκλείδη αρνούμουν να πιστέψω ότι θα έθετε την επιρροή που διέθετε στο κόμμα στην υπηρεσία της παράδοσης – μια επιρροή που εγώ ποτέ δεν είχα.
Πράγματι, αποδεχόμενος να με αντικαταστήσει, ο Ευκλείδης γινόταν ο άνθρωπος-κλειδί, ο ένας υπουργός χωρίς τον οποίο ο Αλέξης δε θα μπορούσε να στρέψει την πλάτη του, όπως είχε αποφασίσει, στο 61% και στο βροντερό εκείνο ΟΧΙ. Η απώλεια ενός δεύτερου υπουργού Οι- κονομικών μέσα σε μερικές εβδομάδες, αν ο Ευκλείδης αρνιόταν να γίνει συνεργός στην υπόθεση της άνευ όρων παράδοσης, θα προκαλούσε ρήγμα στην κυβέρνηση και στο κόμμα. Αν μη τι άλλο, θα έφερνε εκλογές χωρίς πρώτα να έχει ψηφιστεί από τη Βουλή το 3ο μνημόνιο.
- Έτσι, τουλάχιστον η ήττα της Άνοιξης δε θα είχε επισημοποιηθεί με τη βούλα, με την υπογραφή, της επίσημης Αριστεράς.
- Έτσι, τουλάχιστον μεγάλο μέρος του ΣΥΡΙΖΑ, κι όχι μόνο ο πυρήναςτης Αριστερής Πλατφόρμας, θα είχε διασώσει την ενότητα και την υπόληψή του.
- Έτσι, το ΟΧΙ θα διατηρούσε ικανή κοινοβουλευτική εκπροσώπηση στις επόμενες εκλογές.
Αυτή ήταν η αγωνία μου, αυτό προσπάθησα να προωθήσω με τη συ- γκεκριμένη φρασεολογία την οποία επέλεξα κατά τη σύνταξη της επιστολής παραίτησης:
Το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου θα μείνει στην παγκόσμια ιστορία ως η μοναδική στιγμή που ένας μικρός ευρωπαϊκός λαός όρθωσε το ανάστημά του εναντίον της χρεοδουλοπαροικίας.
Όπως όλες οι δημοκρατικές κατακτήσεις, έτσι κι αυτή η ιστορική απόρριψη του τελεσιγράφου του Eurogroup της 25ης Ιουνίου έχει μεγάλο κόστος. Είναι λοιπόν απαραίτητο το κεφάλαιο του ΟΧΙ να επενδυθεί αμέσως ώστε να μετατραπεί σε ΝΑΙ σε κάποια έντιμη συμφωνία-επίλυση – με αναδιάρθρωση χρέους, χωρίς λιτότητα, με αναδιανομή υπέρ των μη εχόντων, με πραγματικές μεταρρυθμίσεις.
Λίγο μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος, μου κατέστη γνωστό ότι οι συμμετέχοντες στο Eurogroup, και λοιποί εταίροι, θα «εκτιμούσαν» την… απουσία μου από τις συνεδριάσεις του, κάτι που ο πρωθυπουργός έκρινε ότι ίσως βοηθήσει στην επίτευξη συμφωνίας. Γι’ αυτό και αποχωρώ από το Υπουργείο Οικονομικών.
Είναι καθήκον μου να βοηθήσω όσο μπορώ τον Αλέξη Τσίπρα να εκμεταλλευτεί, όπως εκείνος κρίνει, το κεφάλαιο που μας δώρισε ο ελληνικός λαός μέσω του δημοψηφίσματος.
Κι είναι τιμή μου η απαίτηση των δανειστών. Θα φέρω το μίσος τους στο πέτο ως τιμητικό παράσημο.
Η Αριστερά λειτουργεί συλλογικά, και οι αριστεροί δεν αγαπάμε τις καρέκλες. Θα στηρίξω τον Αλέξη Τσίπρα, τη νέα ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών, την κυβέρνηση της Αριστεράς.
Η υπερπροσπάθεια να τιμήσουμε τον γενναίο ελληνικό λαό, και το περίφημο ΟΧΙ που χάρισε χτες στους απανταχού δημοκράτες, μόλις ξεκινά!
Εκ των υστέρων, θεωρώ ότι η επιστολή μου ήταν απελπιστικά ήπια ενώ η στήριξη που έδινα στον Αλέξη δεν του έπρεπε. Έπρεπε να είχα κρούσει πιο δυνατά τον κώδωνα του κινδύνου για τις προθέσεις του πρωθυπουργού, ιδίως υπό το φως όσων είχε ψελλίσει στο γραφείο του ώρες νωρίτερα. Έπρεπε να προειδοποιήσω τους πολίτες ότι ο πρωθυπουργός τους είχε παραδώσει τα όπλα, ώστε τουλάχιστον να τους δοθεί η ευκαιρία να προσπαθήσουν οι ίδιοι να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους, στις πλατείες και στους δρόμους αν χρειαζόταν.
Το γεγονός ότι δεν το έκανα, πως προτίμησα τα παραπάνω λόγια κριτικής στήριξης και υπονόησης ότι η παραίτησή μου οφειλόταν στην υποταγή του Αλέξη στους δανειστές, αντανακλά την εσφαλμένη εκτίμησή μου ότι σημαντική μερίδα των συναδέλφων μου υπουργών, της πλειοψηφίας της Κεντρικής Επιτροπής του Σύριζα, κυρίως ο Ευκλείδης, θα εκπλήρωναν το καθήκον τους να αποτρέψουν τη μετεξέλιξη της κυβέρνησής μας σε μια πιο ροζ έκφανση της κυβέρνησης Σαμαρά.
Ήταν, προφανώς, άλλο ένα λάθος μου. Δεν είμαι όμως πεπεισμένος πως μια πιο ξεκάθαρη προειδοποίηση θα άλλαζε κάτι. Σχεδόν όλοι οι άνθρωποί μας με τους οποίους έχω μιλήσει έκτοτε, ακούγοντας την παραίτησή μου, διαβάζοντας το κείμενό της, κατάλαβαν πολύ καλά τι είχε συμβεί. Μια φίλη δημοσιογράφος που έκλαψε όταν της είπα τι είχε γίνει μου είπε ότι ο νεαρός γιος της, με το που άκουσε ότι παραιτήθηκα, και χωρίς καμία άλλη πληροφόρηση, μονολόγησε με πόνο: ΣΥΡΙΖΑ τέλος!
Ευτυχώς, εκτός από τους δανειστές μας και τους εν Ελλάδι εντολοδόχους τους, υπήρχε κι άλλο ένα πρόσωπο που καταχάρηκε με την παραίτησή μου. Η κόρη μου η Ξένια, που είχε έρθει να με επισκεφτεί από την Αυστραλία δύο εβδομάδες νωρίτερα, αλλά μετά βίας είχε καταφέρει να με δει. Βγαίνοντας από το δωμάτιό της κατά τις εννέα το πρωί αγουροξυπνημένη για να πάει στο μπάνιο, έπεσε πάνω μου. Δεν ήταν συνηθισμένη να με βρίσκει στο σπίτι. Ακούγοντας από το στόμα μου ότι μόλις είχα παραιτηθεί, γύρισε με μισάνοικτα μάτια να μου πει με ύφος «επιτέλους είδες το φως»: «Δόξα τω θεώ, μπαμπά! Γιατί άργησες τόσο;» Ικανοποιημένη, επέστρεψε στο κρεβάτι της να χουζουρέψει.