Τα παπουτσάκια του Βανκ Γκονγκ
Written by v.psychogios on 04/12/2024
Τα ”παπουτσάκια” λέει….. Έτσι
προσονομάζουν χαριτωμένα αυτόν τον πινάκα του Βανγκ Γκονγκ. Ας κάνουμε λοιπόν
και λιγουλάκι, κάτι σαν προσωπική αισθητική ανάλυση του έργου. Για να γίνει όμως
βαθειά κατανοητός αυτός ο υπέροχος δραματικός πίνακας, θα πρέπει όποιος τον βλέπει,
να έχει γνωρίσει κάποτε την αθλιότητα της έσχατης φτώχειας. Προ πάντων στα παιδικά
του χρόνια. Για το έργο αυτό, είδα πως διάφοροι αναλυτές είπαν διάφορα, όπως, ότι
τα είδε κάπου, τα αγόρασε, τα φόρεσε, τα λάσπωσε, και μετά τα ζωγράφισε. Άσχετες
σαχλαμάρες. Το έργο μιλάει βαθειά μόνο του, και δε χρειάζεται υποθετικές επεξηγήσεις.
Κατ’ αρχήν έχουν τα κέρινο μουντό χρώμα, σχεδόν μονοχρωμία, της πρώτης εικαστικής
περιόδου του, όταν εντρυφούσε μέσα στο δράμα των φτωχών ανθρακωρύχων της Μπορινάζ,
στο Βέλγιο. Όταν τότε ο ίδιος τους ρωτούσε με απορία ”άδω ζείτε? ”, και αυτοί
του απαντούσαν ”όχι εδώ μόνο κοιμόμαστε ! Ζούμε κάτω από τη γη στις τρύπες όλη
μέρα, δε βλέπουμε τον ήλιο, και τη νύχτα ανεβαίνουμε στη γη για να κοιμηθούμε.
Το πρωί ξανακατεβαίνουμε….! ”. Ήταν τότε που ζωγράφισε και τον περίφημο εξπρεσιονιστικό
του πινάκα ”Οι πατατοφάγοι”. Μια οικογένεια στο μισοσκόταδο να μοιράζεται με πολύ
προσμονή και περίσκεψη, σκέτες βραστές πατάτες, σαν να πρόκειται για πλούσιο Πασχαλινό
τραπέζι. Αυτοί βέβαια κάπως έτσι θα ένοιωθαν, μια κάποια παρομοία χαρά, μετά
τον εξαθλιωτικό μόχθο και τη μουντζούρα των ανθρακωρυχείων. Ο Βανκ Γκονγκ είναι
πάντα ένας μεγάλος Μεταϊμπρεσιονιστής Καλλιτέχνης. Δηλαδή της ομάδας αυτής των ζωγράφων,
που ακολούθησαν τους Εμπρεσιονιστές, αλλά εισήγαγαν επί πλέον και το Συναίσθημα
κυρίως ή το Ένστικτο. Εδώ ο Βανγκ Γκονκ, δε διαλέγει ένα ανθρώπινο πρόσωπο, έναν
ταλαιπωρημένο πτωχό ανθρακωρύχο για να αποτυπώσει το δράμα του στο πρόσωπο,
στις ρυτίδες, και στην έκφραση. Διαλέγει τις ταλαιπωρημένες αρβύλες του. Καταπληκτική
επινόηση ! Είχατε ιδεί παλιότερα πλανόδιους ζητιάνους από τόπο σε τόπο, να φορούν
λυτές παλιές στρατιωτικές αρβύλες, τις όποιες ποιος να ξέρει που τις έβρισκαν ?
Στο χωριό μας φορούσε μόνο ο Παναής. Τότε λοιπόν θα αναγνωρίζετε καλά και στο βάθος
τη σημασία αυτού του πινάκα. Οδηγεί σε συνειρμικούς συσχετισμούς, και αποδόσεις
από βιώματα και εικόνες, που σήμερα σχεδόν λείπουν από την κοινωνία, εκτός ίσως
από κάποιες αντίστοιχες αστέγων, και εγκαταλελειμμένων ατόμων. Όχι βιοπαλαιστών.
Αποτυπώνει τα στραβοπατήματα, χωρίς ευθύ βηματισμό, κάποιου που περπατά ξεθεωμένος,
ή που στρίβει να αφουγκραστεί, ή που βλέπει κάτι για βοήθεια. Είναι ξεχειλωμένα
από το βαρύ συρτό βάδισμα και την κούραση, χωρίς πλέον να αποδίδουν το κανονικό
σχήμα ενός ποδιού. Πρόχειρα και βιαστικά βγαλμένα από τα πόδια, για να ξαπλώσει
κατάκοπος προς τα πίσω να ξεκουραστεί. Και τέλος τα κορδόνια. Απόλυτα φυσική η ανέλιξη
τους, καθώς απλώνονται προς το δάπεδο. Ναι, αλλ’ όμως αποδίδουν τέτοια έκφραση,
σαν να σχηματίζουν λέξεις που μιλούν για κούραση, για εξάντληση, για καταδίκη ενός
φτωχού σε ένδεια, που δε βλέπει άλλη αχτίδα ΕΛΠΙΔΑΣ, και έχει παραδοθεί στη μοίρα
του, απλώς και μόνον για να επιζήσει. Για μια βραστή πατάτα ίσως, που θα του δώσει
λίγη ακόμη χαρά…… Μπορεί να φαίνονται όλα αυτά, ένας υπερβολικός παραπανίσιος
συναισθηματισμός. Αλλά είπαμε πως όποιος γνωρίζει τη φύση της φτώχειας από προσωπική
εμπειρία, μπορεί να τα αναγνωρίσει όλα, στην έκφραση και στο νόημα που αποδίδουν,
αυτά τα δυο παλιοάρβυλα. Η Τέχνη σε οποιαδήποτε μορφή έχει τη δική της Αληθινή Γλωσσά
!
προσονομάζουν χαριτωμένα αυτόν τον πινάκα του Βανγκ Γκονγκ. Ας κάνουμε λοιπόν
και λιγουλάκι, κάτι σαν προσωπική αισθητική ανάλυση του έργου. Για να γίνει όμως
βαθειά κατανοητός αυτός ο υπέροχος δραματικός πίνακας, θα πρέπει όποιος τον βλέπει,
να έχει γνωρίσει κάποτε την αθλιότητα της έσχατης φτώχειας. Προ πάντων στα παιδικά
του χρόνια. Για το έργο αυτό, είδα πως διάφοροι αναλυτές είπαν διάφορα, όπως, ότι
τα είδε κάπου, τα αγόρασε, τα φόρεσε, τα λάσπωσε, και μετά τα ζωγράφισε. Άσχετες
σαχλαμάρες. Το έργο μιλάει βαθειά μόνο του, και δε χρειάζεται υποθετικές επεξηγήσεις.
Κατ’ αρχήν έχουν τα κέρινο μουντό χρώμα, σχεδόν μονοχρωμία, της πρώτης εικαστικής
περιόδου του, όταν εντρυφούσε μέσα στο δράμα των φτωχών ανθρακωρύχων της Μπορινάζ,
στο Βέλγιο. Όταν τότε ο ίδιος τους ρωτούσε με απορία ”άδω ζείτε? ”, και αυτοί
του απαντούσαν ”όχι εδώ μόνο κοιμόμαστε ! Ζούμε κάτω από τη γη στις τρύπες όλη
μέρα, δε βλέπουμε τον ήλιο, και τη νύχτα ανεβαίνουμε στη γη για να κοιμηθούμε.
Το πρωί ξανακατεβαίνουμε….! ”. Ήταν τότε που ζωγράφισε και τον περίφημο εξπρεσιονιστικό
του πινάκα ”Οι πατατοφάγοι”. Μια οικογένεια στο μισοσκόταδο να μοιράζεται με πολύ
προσμονή και περίσκεψη, σκέτες βραστές πατάτες, σαν να πρόκειται για πλούσιο Πασχαλινό
τραπέζι. Αυτοί βέβαια κάπως έτσι θα ένοιωθαν, μια κάποια παρομοία χαρά, μετά
τον εξαθλιωτικό μόχθο και τη μουντζούρα των ανθρακωρυχείων. Ο Βανκ Γκονγκ είναι
πάντα ένας μεγάλος Μεταϊμπρεσιονιστής Καλλιτέχνης. Δηλαδή της ομάδας αυτής των ζωγράφων,
που ακολούθησαν τους Εμπρεσιονιστές, αλλά εισήγαγαν επί πλέον και το Συναίσθημα
κυρίως ή το Ένστικτο. Εδώ ο Βανγκ Γκονκ, δε διαλέγει ένα ανθρώπινο πρόσωπο, έναν
ταλαιπωρημένο πτωχό ανθρακωρύχο για να αποτυπώσει το δράμα του στο πρόσωπο,
στις ρυτίδες, και στην έκφραση. Διαλέγει τις ταλαιπωρημένες αρβύλες του. Καταπληκτική
επινόηση ! Είχατε ιδεί παλιότερα πλανόδιους ζητιάνους από τόπο σε τόπο, να φορούν
λυτές παλιές στρατιωτικές αρβύλες, τις όποιες ποιος να ξέρει που τις έβρισκαν ?
Στο χωριό μας φορούσε μόνο ο Παναής. Τότε λοιπόν θα αναγνωρίζετε καλά και στο βάθος
τη σημασία αυτού του πινάκα. Οδηγεί σε συνειρμικούς συσχετισμούς, και αποδόσεις
από βιώματα και εικόνες, που σήμερα σχεδόν λείπουν από την κοινωνία, εκτός ίσως
από κάποιες αντίστοιχες αστέγων, και εγκαταλελειμμένων ατόμων. Όχι βιοπαλαιστών.
Αποτυπώνει τα στραβοπατήματα, χωρίς ευθύ βηματισμό, κάποιου που περπατά ξεθεωμένος,
ή που στρίβει να αφουγκραστεί, ή που βλέπει κάτι για βοήθεια. Είναι ξεχειλωμένα
από το βαρύ συρτό βάδισμα και την κούραση, χωρίς πλέον να αποδίδουν το κανονικό
σχήμα ενός ποδιού. Πρόχειρα και βιαστικά βγαλμένα από τα πόδια, για να ξαπλώσει
κατάκοπος προς τα πίσω να ξεκουραστεί. Και τέλος τα κορδόνια. Απόλυτα φυσική η ανέλιξη
τους, καθώς απλώνονται προς το δάπεδο. Ναι, αλλ’ όμως αποδίδουν τέτοια έκφραση,
σαν να σχηματίζουν λέξεις που μιλούν για κούραση, για εξάντληση, για καταδίκη ενός
φτωχού σε ένδεια, που δε βλέπει άλλη αχτίδα ΕΛΠΙΔΑΣ, και έχει παραδοθεί στη μοίρα
του, απλώς και μόνον για να επιζήσει. Για μια βραστή πατάτα ίσως, που θα του δώσει
λίγη ακόμη χαρά…… Μπορεί να φαίνονται όλα αυτά, ένας υπερβολικός παραπανίσιος
συναισθηματισμός. Αλλά είπαμε πως όποιος γνωρίζει τη φύση της φτώχειας από προσωπική
εμπειρία, μπορεί να τα αναγνωρίσει όλα, στην έκφραση και στο νόημα που αποδίδουν,
αυτά τα δυο παλιοάρβυλα. Η Τέχνη σε οποιαδήποτε μορφή έχει τη δική της Αληθινή Γλωσσά
!
Μιμης Τσατσαρος.
Όλες οι αντιδράσεις:22Giannis Xarchakos, Dimitris Tsatsaros και 20 ακόμη