Τα Κουρέλια τραγουδάνε ακόμα, Μήτσο. Αντίο Αρχηγέ.
Written by v.psychogios on 11/06/2025
Το καλοκαίρι του 2023, λίγες μέρες μετά το νταμπλ της ΑΕΚ, βρέθηκα με τον Δημήτρη Χατζηχρήστο σε μια καφετέρια στην πλατεία Αργεντινής, λίγα μέτρα δίπλα από το Δωματιάκι. Δεν γνωριζόμασταν καλά, τετ-α-τετ τα είχαμε πει μόλις μια φορά και τηλεφωνικά άλλες τρεις-τέσσερις. Καθίσαμε κοιτώντας και οι δυο την λεωφόρο Αλεξάνδρας και νομίζοντας πως γνωρίζω την απάντηση τον ρώτησα: «Εσύ εδώ δίπλα δεν μένεις;».
«Ε, εδώ έμενα όλη μου τη ζωή αλλά έχουμε μετακομίσει τελευταία στην Αγία Παρασκευή, οι γιατροί μου είπαν ότι είναι καλύτερο να μένω μακριά από το κέντρο, να αποφεύγω το καυσαέριο, δεν βοηθάει την κατάστασή μου. Αλλά ρε φίλε δεν μπορώ να μείνω μακριά», μου απάντησε, «κάθε μέρα παίρνω τη μηχανή και κατεβαίνω, εδώ είναι η δική μου εξοχή, η Αλεξάνδρας είναι η θάλασσά μου. Δώσε μου ένα μηχανάκι να γυρίζω άσκοπα εδώ γύρω και δεν θέλω τίποτα άλλο, να κάνω βόλτες εδώ, Γκύζη, Αμπελόκηπους, Εξάρχεια, Κάνιγγος, Βάθης, Βικτώρια, Πατησίων, Αλεξάνδρας και πάλι από την αρχή, μπορώ να γυρνάω εδώ για ώρες. Αλλά η Αλεξάνδρας είναι ο πιο αγαπημένος μου δρόμος».
«Εγώ δεν την μπορώ την Αλεξάνδρας, μου την σπάει, είναι εντελώς απρόσωπη και αγχωτική», του απάντησα, «εμένα ο αγαπημένος μου δρόμος είναι η Πατησίων. Τον δίεσχισα και πρόσφατα από την αρχή του μετά τη φιέστα στην Νέα Φιλαδέλφεια με τον Βόλο, το πήρα με τα πόδια από το γήπεδο, τα πανηγύρια έφταναν μέχρι τα Πατήσια όποτε τα ακολούθησα, έκοψα μέσα από τα Πατήσια, βγήκα Πατησίων και την έκανα όλη με τα πόδια χαζεύοντάς την, έβλεπες και παντου ΑΕΚτσήδες να γυρίζουν χαρούμενοι από το γήπεδο, ήταν πολύ ωραία».
Το πρόσωπο του «άστραψε» ακούγοντας αυτή την πληροφορία, μπήκε με τη μία σε μουντ ονειροπώλησης. «Φίλε, την επόμενη φορά που θα πάρουμε πρωτάθλημα…», ξεκίνησε να λέει. «Του χρόνου δηλαδή…», τον διέκοψα. «Την επόμενη φορά που θα πάρουμε πρωτάθλημα», επανέλαβε επιτακτικά και με αυστηρό ύφος τονίζοντας τη λέξη «επόμενη» και μαλώνοντάς με: «Είσαι ΑΕΚ. Δεν θα είσαι υπερόπτης. Την επόμενη φορά λοιπόν που θα πάρουμε πρωτάθλημα», συνέχισε ξαναμπαίνοντας σε μουντ ονειροπώλησης, «θα την κάνουμε οι δυο μας αυτή την διαδρομή, θα ξεκινήσουμε παρέα από το γήπεδο, θα βγούμε μόνοι μας στην Πατησίων ενώ όλοι θα πανηγυρίζουν στην Φιλαδέλφεια και όσο θα περπατάμε, κόσμος θα βγαίνει από τα στενά και θα ενώνεται μαζί μας και στενό με το στενό θα γινόμαστε όλο και περισσότεροι και τελικά, η Πατησίων θα γεμίσει από μια μεγάλη, κιτρινόμαυρη πορεία και όταν φτάσουμε στο Πεδίο του Άρεως οι μισοί θα στρίψουμε στην Αλεξάνδρας και οι άλλοι μισοί θα συνεχίσουμε προς Ομόνοια και Μεταξουργείο και από εκεί που ήμασταν δύο άτομα θα γεμίσουμε όλη την Αθήνα. Άντε με τους μλκες, έχουν στριμώξει την ΑΕΚ στην Νέα Φιλαδέλφεια λες και είμαστε ομάδα γειτονιάς».
Αυτός ήταν ο Χατζηχρήστος: ένα ονειροπώλο, βολονταριστικό πνεύμα που πίστευε πως μπορούσε να πετύχει τα πάντα, εκστασιαζόταν με την προοπτική του πολλαπλασιασμού της κοινότητας που είχε επιλέξει να είναι μέρος της και θεωρούσε πως για να γίνει κάτι αρκεί να το θες – τα υπόλοιπα ήταν λεπτομέρειες. Είμαι σίγουρος πως ο ίδιος δεν θα έδινε την έγκρισή του στην παρακάτω διατύπωση αλλά θα την επιχειρήσω έτσι κι αλλιώς: ο Χατζηχρήστος δεν αγάπησε ακριβώς την ΑΕΚ ή τέλος πάντων δεν αγάπησε την ΑΕΚ τόσο πολύ όσο αγάπησε κάτι άλλο. Στην πραγματικότητα, ο Χατζηχρήστος αγάπησε το «να είσαι ΑΕΚ». Για την ακρίβεια, αγάπησε την διαδικασία, το μοτίβο, την καθημερινότητα του να είσαι ΑΕΚ. Κυρίως, αγάπησε τις συνυπάρξεις και τις αλληλεπιδράσεις εντός αυτού του μοτίβου, αυτής της καθημερινότητας, αυτής της διαδικασίας. Η διαφορά είναι λεπτή μα υπαρκτή και ουσιώδης: εκεί βρίσκεται η αληθινή ρίζα της απόλυτης αποδοχής που εκφράζεται σήμερα και χθες για το πρόσωπό του.
Τα τρία μικρά ΑΕΚτσάκια από την Νεάπολη Εξαρχείων που πήγαιναν σχολείο στο καταπράσινο από οπαδούς του Παναθηναϊκού, Γκύζη, η πρώτη αίσθηση κοινότητας, μια εμβρυακή μορφή συλλογικοποίησης απέναντι στην κυριαρχία της πραγματικότητας, η γοητεία της μαγικής διαδρομής, να διασχίσουμε την Αλεξάνδρας με κρυμμένα κασκόλ, να στρίψουμε Πατησιών, να μπούμε στον Ηλεκτρικό στη Βικτώρια, να δούμε το φουγάρο πλάι στο γήπεδο από τα τζάμια του βαγονιού, να φορέσουμε επιτέλους τα κασκόλ κατεβαίνοντας στον Περισσό, να προσγειωθούμε στον Πλανήτη ΑΕΚ εκεί που κανείς πια δεν μας απειλεί, η παρέα που με τα χρόνια μεγαλώνει, ενισχύεται με παιδιά από άλλες γειτονιές, από την Καισαριανή, από τον Κορυδαλλό, παρέες που ενώνονται πάνω στην κίνηση προς τον Πλανήτη των ομοίων τους, γίνονται συμμορία, γλυκιά συμμορία, αγαπησιάρικη και αλληλέγγυα, η συμμορία θέλει να πάει και εκτός έδρας, διασχίζει τα νοητά σύνορα της Αθήνας με τον Πειραιά, μαζεύει λεφτά και κλείνει πούλμαν για την Τούμπα, ματς με το ματς η συμμορία μεγαλώνει, γίνεται κοινότητα, γίνεται καθημερινότητα, γίνεται φιλία, συντροφικότητα, σχέσεις ζωής, να βοηθήσουμε τον Αδερφό από το Πέραμα που δεν έχει γονείς και έμεινε άνεργος, σήμερα θα του πάω εγώ λεφτά, αύριο θα του μαγειρέψει η μάνα μου, να του βάλουμε μεθαύριο το εισιτήριο για το βόλεϊ, παραμεθαύριο το εισιτήριο για το μπάσκετ, όποιο άθλημα παίζουμε μεσοβδόμαδα μια υπέροχη ευκαιρία να βρεθούμε ξανά όλοι μαζί, να πάμε μαζί, να φύγουμε μαζί, να πιούμε μπύρες μαζί, να φωνάξουμε μαζί, να πανηγυρίσουμε μαζί, να ξενερώσουμε μαζί, να εντάξουμε και άλλους σε αυτό το εθιστικό Εμείς, μην αφήσουμε μόνο του αυτόν τον αδερφό, να στεγάσουμε τα παιδιά που δεν χωράνε πουθενά, να ανοίξουμε τα σπίτια μας ο ένας στον άλλο, να διευρύνουμε τον Πλανήτη μας: ο Χατζηχρήστος δεν θα έδινε ποτέ την έγκριση του για την παρακάτω διαπίστωση -ήταν αληθινός οπαδός, ούτε ρομαντικός ούτε ολντσκουλ ούτε τίποτα, απλά αληθινός οπαδός- αλλά θα την επιχειρήσω έτσι κι αλλιώς: η ΑΕΚ ήταν απλά η αφορμή για όλα αυτά. «ΑΕΚ σ’ αγαπώ, Original σε λατρεύω». Εντάξει, δεν γίνεται να μην αγαπάς την αφορμή αλλά κυρίως, δεν γίνεται να μην λατρεύεις το αποτέλεσμα.
Όσο ο ελληνικός αθλητισμός γινόταν όλο και περισσότερο μια μεγάλη μούργα, η αποδοχή του Χατζηχρήστου γινόταν όλο και πιο καθολική, όλο και πιο οριζόντια ανάμεσα στους οπαδούς: σήμερα τον θρηνούν ακόμα και άνθρωποι που βρέθηκαν στην απέναντι κερκίδα από αυτόν βλέποντας στο πρόσωπό του εκείνον που θα ήθελε να οργανώνει το δικό τους πέταλο. Νομίζω πως η αιτία βρίσκεται στην ανάγκη για συλλογικοποίηση που ο ίδιος εξέφραζε και που είναι μια ανάγκη που αφορά τους πάντες, ειδικά ετούτη την περίοδο, άσχετα από την αφορμή (την ΑΕΚ στην περίπτωσή του). Καταλαβαίνω πως στις συνειδήσεις πολλών από εμάς μοιάζει παραλογισμός το ότι μια τέτοια φιγούρα παρέμεινε για πάντα πολιτικά αταξινόμητη, καταλαβαίνω ότι πολλές κινήσεις του και λογικές του μοιάζουν αντιφατικές σε σχέση με το ρομαντικό προφίλ που εκπέμπει, ότι κάποιους (ίσως ανάμεσά τους και εμένα με τις δικές μου προβολές και προσλήψεις) θα τους πιάνει το γαμώτο που εν τέλει είναι μόνο η ταυτότητα του οπαδού που καθόρισε τον Μήτσο, που όλο αυτό που εκπροσωπούσε δεν επιχείρησε να το κάνει ποτέ εν γένει γηπεδική κουλτούρα, που το κράτησε εντός της μεγάλης του παρέας για να καταλήξει εν τέλει -αναπόφευκτα- μειοψηφικό ακόμα και εντός ΑΕΚ. Θα (μας) απαντούσα πως στην πραγματικότητα αυτές οι αντιφάσεις βρίσκονται μόνο στο μυαλό μας, μόνο στη δική μας οπτική, πως αν ο Μήτσος ήταν αυτό που τόσοι και τόσοι πιστεύαν πως μπορούσε να είναι, τότε δεν θα ήταν ο Μήτσος, αλλά κάποιος άλλος, λιγότερο πολύτιμος.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Μήτσος είχε μετουσιωθεί σε έναν αφηγητή μιας εποχής και ενός κόσμου που οι περισσότεροι από εμάς δεν μπορούμε να φανταστούμε: κάτι σαν παππούς που μαζεύει τα εγγόνια του γύρω από το τζάκι και τους λέει ιστορίες ενώ αυτά κρέμονται από τα λόγια του. Ο Χατζηχρήστος ήταν με ένα τρόπο μια γνήσια προσωπικότητα της Μεταπολίτευσης. Δεν ήταν πολιτικοποιημένος αλλά ανακατεύτηκε με μια δημόσια ιστορία -την Ορίτζιναλ, το γήπεδο, την ΑΕΚ- σε μια περίοδο που η πολιτική ήταν παντού και που αν ανακατευοσουν με κάτι δημόσιο με τους όρους που το έκανε εκείνος δεν μπορούσες να αποφύγεις την αλληλεπίδραση μαζί της. Οι ιστορίες του θύμιζαν πολλές φορές ταινία του Γκάι Ρίτσι, από εκείνες που διαφορετικές φυλές και μικρόκοσμοι της μεγαλούπολης μπλέκονται μεταξύ τους σε ένα μεγάλο κουλουβάχατο. Σε ορισμένες από αυτές εμπλεκόντουσαν ταυτόχρονα γνωστοί αντιεξουσιαστές, θρυλικοί χουλιγκάνοι, ΠΑΣΟΚοι δήμαρχοι και δεξιοί υπουργοί με συνδετικούς κρίκους τον ίδιο, την Σκεπαστή και την ΑΕΚ: το σύμπαν του ήταν η μεγάλη, χαοτική μαρμίτα της μεταπολίτευσης με επίκεντρο εκείνη την μια ομάδα που στον κόσμο αγαπούσε.
Ο Μήτσος έζησε μια ζωή με το γκάζι πατημένο, συγκρουσιακά και ταυτόχρονα συνθετικά, αλλά πάνω από όλα με την αγάπη, την ανιδιοτέλεια και την συλλογικότητα ως αυθόρμητες αλλά αδιαπραγμάτευτες πυξίδες ζωής. Δεν καθόταν ποτέ ήσυχος, του ήταν αδύνατο ακόμα και όταν τον προειδοποιούσαν πως πρέπει να ξεκουραστεί και να χαλαρώσει. Έζησε μια ζωή γεμάτη πάθος, λάθη και σωστά, μεγάλες νίκες και τρανταχτές ήττες, έζησε μια ζωή θορυβώδη, ανυπόταχτη, μέσα στην άρνηση να απαλλαγεί από την υπερένταση της διαρκούς κίνησης, έζησε αντιλαμβανόμενος την ίδια την ζωή σαν μια μεγάλη, κατάμεστη κερκίδα που κάποιος πρέπει να την οργανώσει, να της δώσει ήχο, να την κάνει φωνακλάδικη και γιορτινή, να την ρωτήσει ρητορικά: «Είμαστε καλά;».
Τα Κουρέλια τραγουδάνε ακόμα, Μήτσο.