Ο χρόνος και η πόλη
Γραμμένο απόv.psychogiosεπί 17/02/2024
photo EUROKINISSI
Από το efsyn.gr / ΝΗΣΙΔΕΣ / ΑΝΟΧΥΡΩΤΗ ΠΟΛΗ / Θωμάς Τσαλαπάτης
Ο χρόνος στην πόλη επιμερίζεται. Δεν βιώνεται ποτέ ως κάτι το συνεχές. Λιγότερο ως μια διαδικασία και περισσότερο ως κάτι αποσπασματικό. Κάτι που συνεχίζεται και σταματά, ξεχνιέται και ύστερα ξαφνικά συνεχίζει. Είναι που η πόλη είναι γεμάτη σημεία όπου τίποτα δεν συμβαίνει, τρύπες που απορροφούν τον χρόνο, πεδία όπου η φθορά, η διάλυση ή η παρακμή ταυτίζονται με την ίδια την ύπαρξη. Ερειπωμένα σπίτια που άδειασαν, παραιτήθηκαν και συνεχίζουν να ερημώνουν στο διηνεκές. Χορταριασμένες εκτάσεις που κανείς δεν γνωρίζει για πόσο καιρό είναι έτσι. Διαλυμένα φώτα, ξεχασμένες πλατείες πίσω από κάποια στροφή. Ανθρωποι που έζησαν εδώ χωρίς να αφήσουν έστω μια χαρακιά στο δέρμα του κόσμου και τώρα φεύγουν. Ξεχασμένα αντικείμενα που ακόμη και αν έκρυβαν κάποια ιστορία ακόμα και αυτά την έχουνε ξεχάσει. Κατευθύνσεις που εδώ και καιρό δεν βγάζουν πουθενά.
Τρέχουμε μέσα στην πόλη, κοιτάμε να προλάβουμε. Και όμως ο χρόνος δεν είναι ποτέ εκεί. Είναι ο δικός μας χρόνος αυτός που διασχίζουμε. Και έτσι όπως τον βιώνουμε πιστεύουμε πως μέσα σε αυτόν βιώνουμε την πόλη. Δεν είναι όμως ποτέ έτσι. Ο δικός της χρόνος παραμένει ανέπαφος. Συνεχίζει να μεγαλώνει και να μικραίνει ταυτόχρονα. Χωρά τον δικό μας χρόνο και ταυτόχρονα δεν έχει χώρο για αυτόν. Τον συμπληρώνει και την ίδια στιγμή τον αδειάζει. Τον υιοθετεί και την ίδια στιγμή τον αποκληρώνει.
Στην πόλη είμαστε όλοι μας θύματα του χρόνου. Αλλοι δεν προλαβαίνουμε, άλλοι βρισκόμαστε εδώ πολύ νωρίς και άλλοι γερνάμε ξαφνικά και φεύγουμε απότομα. Είναι που η πόλη δεν έχει χρόνο για εμάς. Αποδέχεται με δυσφορία τις διαθέσεις μας, ανέχεται τους τρόπους μας, κάνει τα στραβά μάτια στις χρονικές μας συνήθειες. Ο δικός της όμως χρόνος μένει μακριά από εμάς. Υπάρχει άλλοτε ως ιστορία και άλλοτε ως ματαιότητα. Καταγράφεται σε ιστορικά γεγονότα και μεγάλες ημερομηνίες, περιστατικά που άλλαξαν τη μορφή της και καθόρισαν τη ροή της. Και άλλοτε με τη ματαιότητα ενός βράχου που το χτυπούν οι εποχές αλλά αυτός ελάχιστα αλλάζει, χωρίς ακροατήριο, χωρίς μάρτυρες, χωρίς καταγραφές.
Και όμως εμείς επιμένουμε. Τοποθετούμε σημάδια σε όλη της την επικράτεια, απλώνουμε αναμνήσεις στα σημεία της που θα μας πληροφορήσουν για τον χρόνο που διανύσαμε από αυτές, διαρκώς παρατηρούμε τις αλλαγές της εμβαθύνοντας στο παρελθόν προσπαθώντας να εφεύρουμε ένα μέλλον. Τοποθετούμε σημάδια που θα μας ενημερώνουν για τον χρόνο, παραπλανώντας τον εαυτό μας, πιστεύοντας τελικά πως αυτά τα ίδια είναι ο χρόνος. Ρολόγια, ηλεκτρονικές πινακίδες για την άφιξη των λεωφορείων, ταμπέλες με το έτος ίδρυσης της ταβέρνας. Μα η πόλη δεν βρίσκεται στην ίδια ζώνη ώρας με εμάς, δεν χτυπάει εισιτήριο, σνομπάρει τις ταβέρνες μας. Η πόλη γερνάει από τον δικό της χρόνο και εμείς από τον δικό μας.
Είναι μόνο κάποιες φορές, όταν παρατηρήσεις ένα παιδί. Ενα παιδί που παίζει κάπου μόνο του με μια φωνή συγκρατημένα θριαμβική για τα κατορθώματά του, σε έναν κόσμο που είναι διαρκώς ο δικός μας κόσμος και μαζί ο πέρα κόσμος των δικών του κατορθωμάτων, σε έναν ρόλο που είναι αυτός και μαζί ο εαυτός του ενώ τον φαντάζεται. Το παιδί είναι μικρό. Δεν έχει έκταση. Ο χρόνος δεν το κατοικεί ακόμη. Είναι τότε που η πόλη του παραχωρεί όσο χρόνο χρειάζεται. Χρόνο από τον χρόνο της, χρόνο από όσα δεν έγιναν ακόμη. Οσο χρόνο χρειάζεται ώστε να μην αναγκαστεί να μεγαλώσει. Είναι τότε που η ίδια η πόλη σταματάει να γερνά. Και γίνεται πάλι ένα ενδεχόμενο. Το ενδεχόμενο μιας άκτιστης έκτασης, το ενδεχόμενο της ερημιάς. Μια πόλη μελλοντική που μπορεί να χτιστεί από την αρχή. Και χτίζεται. Και φτάνει και πάλι στο παρόν της. Μια πόλη όμοια με την πόλη που ξέρουμε. Μια πόλη όμως σε όλα της διαφορετική. Αφού για λίγο έζησε ξανά τον χρόνο της από την αρχή. Μέσα από ένα παιδί. Μέσα απ’ όλο τον χρόνο που έχει μπροστά του ένα παιδί. Μέσα απ’ όλο τον χρόνο που εμείς αφήσαμε πίσω μας ώστε να μεγαλώσουμε. Και συνεχίζουμε. Και η πόλη συνεχίζει. Και όπως πάντα η πόλη γερνάει από τον χρόνο της και εμείς από τον δικό μας.