Μια ανάπαυλα στην καταιγίδα
Γραμμένο απόv.psychogiosεπί 18/09/2023
Από το efsyn.gr /
ΤΡΙΤΗ ΜΑΤΙΑ / Αρχοντία Κάτσουρα / 09-10.09.23Ολη εκείνη την ημέρα της μεγάλης νεροποντής ίδρωνε και ξεΐδρωνε προσπαθώντας να καθαρίσει το σπίτι. Τα δελτία έπαιζαν διαρκώς εικόνες καταστροφής -ακόμη μίας- και είτε από διαστροφή είτε από ενδιαφέρον είτε από την αρρώστια που σου προκαλούν τέτοια γεγονότα, δεν μπορούσε να πατήσει το κουμπί και να κλείσει την τηλεόραση.
Κοίταζε μια την οθόνη και μια όλα όσα έπρεπε να γίνουν ώστε να είναι στοιχειωδώς ευπαρουσίαστο το σπίτι για όσους θα έρχονταν. Εξω έβρεχε διαρκώς, ώρες ατελείωτες, κι αισθανόταν τυχερή -σίγουρα ανακουφισμένη- που είχε καθαρίσει την υδρορροή στο βεραντάκι της κουζίνας μόλις δυο μέρες πριν. Αν δεν το είχε κάνει, θα είχε πλημμυρίσει. Και ποιος να το φανταζόταν για πρώτο όροφο.
Εξω δεν κυκλοφορούσε κανείς. Μόνο ένα περιπολικό πέρασε αναβοσβήνοντας τα μπλε φώτα του – σπάνιο θέαμα στη γειτονιά, αλλά ποιος ξέρει, ίσως λόγω του καιρού και του φόβου για καταστροφές από την κακοκαιρία να είχαν κινητοποιηθεί οι αρχές. Μπορεί και να ήταν τυχαίο. Αλλά μέσα στο ημίφως του απογεύματος και της γκρίζας, σχεδόν μαύρης συννεφιάς, η θέα του γαλάζιου φωτός που αναβόσβηνε την τάραξε κάπως.
Κοίταξε το ρολόι. Ηταν πέντε και μισή. Επρεπε να πάει να ψωνίσει μερικά πράγματα. Ενα κονιάκ, λίγα κουλουράκια, καφέ – είχε, αλλά για να μην ξεμείνει. Η βροχή είχε κοπάσει. Ντύθηκε στα γρήγορα, έπιασε όπως όπως τα μαλλιά της, πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου και βγήκε. Ο κεντρικός δρόμος είχε κίνηση. Κάποιοι γύριζαν από τις δουλειές τους, άλλοι ποιος ξέρει… Σημειωτόν πήγαιναν τα αυτοκίνητα. Ετσι, όμως, στην υποχρεωτική αργία της, ένιωθε τόσο κουρασμένη… Ηθελε μόνο να είναι ξαπλωμένη στον καναπέ, να πίνει καφέ και να διαβάζει κάτι. Αδύνατον.
Η βροχή δυνάμωσε πάλι και όπως έβλεπε το νερό να πέφτει, θυμήθηκε τις ινδικές ταινίες που έβλεπε παλιά. Δεν υπήρχε περίπτωση να απουσιάζει σκηνή με βροχή, βροχή που να έρχεται απότομα και με δύναμη και ξαφνικά όλα να πλημμυρίζουν. Ισως γιατί οι άνθρωποι αυτοί έχουν μάθει να ζουν με τους μουσώνες, με τις πολυήμερες βροχές, τη ζέστη και την υγρασία. Ετσι ένιωθε, σαν να είχε ξεκινήσει η περίοδος των μουσώνων, σε μια χώρα που κάποτε είχε κλίμα εύκρατο, μεσογειακό…
Κάποτε έφτασε στον φούρνο. Μόλις είχε σταματήσει να βρέχει, αν και τίποτα δεν προοιωνιζόταν ότι η κακοκαιρία είχε περάσει. Τότε ήταν που άρχισαν τα κινητά τηλέφωνα όλων να χτυπάνε σαν τρελά: προειδοποίηση για την καταιγίδα που ερχόταν. «Παραμείνετε στα σπίτια σας. Μη μετακινήστε όσο διαρκούν τα φαινόμενα».
Το μήνυμα, με υπόκρουση σειρήνα κινδύνου, δεν πρόλαβε να τελειώσει, ούτε καν να επιτρέψει στους ανθρώπους να συνέλθουν από την τρομάρα τους, και μια αστραπή έσκισε τον ουρανό, ακολούθησε μια μεγάλη βροντή και ξαφνικά όλα έγιναν νερό κι αέρας, που έρχονταν από παντού με μανιώδη ταχύτητα, δημιουργώντας εικόνες σαν αυτές που έβλεπε στα ρεπορτάζ από τους κυκλώνες στην Καραϊβική. Πελάτες και υπάλληλοι στον φούρνο σταμάτησαν να κάνουν ό,τι έκαναν και κοίταζαν έξω από την τζαμαρία. Για πέντε, δέκα λεπτά; Τόσο κράτησε. Αλλά ήταν αρκετό να γίνουν οι δρόμοι ποτάμια και τα δέντρα να ρίξουν πολύ πρόωρα τα φύλλα τους. Μετά όλα ησύχασαν. Και αφού συζητήθηκε το απότομο και πρωτόγνωρο του φαινομένου, γύρισαν όλοι σε αυτό που έκαναν.
Τέλειωσε κι εκείνη τα ψώνια της. Μέχρι να μπει στο αυτοκίνητο, ανάμεσα από τα σύννεφα ξετρύπωναν μερικές αδύναμες αχτίδες του απογευματινού ήλιου. Κοίταξε ψηλά. Εκεί, προς τα ανατολικά της πόλης. Ενα μεγάλο ουράνιο τόξο είχε βγει στον ουρανό, μπροστά από τα σύννεφα, που ήταν κίτρινα και φαιά ταυτόχρονα.
Ενιωσε ανακούφιση. Δεν ήξερε αν ήταν γιατί θα πήγαινε με μεγαλύτερη ασφάλεια στο σπίτι ή γιατί το ουράνιο τόξο τής έφτιαξε τη διάθεση. Κι ύστερα, τι πιο φυσικό μετά τη βροχή…
Αλλο ήταν αυτό που ήξερε. Ολο αυτό δεν ήταν παρά μια ανάπαυλα. Μια μικρή ανάσα, πριν η καταιγίδα ξεσπάσει ξανά και τα παρασύρει όλα. Οπως και έγινε.