Κύπρος: 50 χρόνια από τον «Αττίλα» / Μισός αιώνας, μισή πατρίδα, μισές αλήθειες
Γραμμένο απόv.psychogiosεπί 14/08/2024
Από το efsyn.gr / Του Κυριάκου Πιερίδη* / Photos AP & ΑΠΕ
Η πεντηκοστή επέτειος της αιματηρής εισβολής στην Κύπρο θα μπορούσε και θα έπρεπε να είναι διαφορετική. Η προοπτική της επανένωσης θα μπορούσε να μην είναι τόσο μακρινή, οι συνομιλίες θα μπορούσαν να μην είναι άκαρπες και προσχηματικές, τα κανάλια θα μπορούσαν να δείχνουν τη διέξοδο αντί να αναμασούν τη φρίκη του ’74, η ελληνοκυπριακή ηγεσία θα μπορούσε να δείξει μια κάποια γενναιότητα. Το «άλυτο πρόβλημα» έφτασε λίγο πριν από την επίλυσή του το 2017, όμως τότε γενναιότητα δεν υπήρξε. Και τώρα, τι;
Στην Κύπρο σήμερα συμπληρώνονται ακριβώς πενήντα χρόνια από την τουρκική εισβολή και κατοχή του 37% του νησιού. Στον μισό αιώνα που πέρασε ο καθένας οφείλει πρώτα να στραφεί στο παρελθόν με σεβασμό στον ανθρώπινο πόνο. Με εκδηλώσεις στο νησί, παρουσία του πρωθυπουργού της Ελλάδας Κυριάκου Μητσοτάκη, ξυπνούν οι μνήμες όσων βίωσαν τα γεγονότα που οδήγησαν στην τραγωδία: το πραξικόπημα, η εισβολή, ο ξεσπιτωμός, η καταστροφή. H επιχείρηση «Αττίλας» στις 20 Ιουλίου ξεκίνησε και τότε ίδια μέρα, Σάββατο όπως σήμερα, χαράματα στην παραλία Πέντε Μίλι, δυτικά της Κερύνειας.
Τελείωσε το Κυπριακό;
Από το ’74 δύο γενιές Κυπρίων γεννήθηκαν ακούγοντας κάθε χρόνο τις μαρτυρίες των ανθρώπων που έχασαν τους δικούς τους, τα σπίτια και τις περιουσίες τους. Η πολιτική ηγεσία των Ελληνοκυπρίων επαναλαμβάνει το «Δεν ξεχνώ». Φέτος καταλήγει ξανά σε γενικόλογες διακηρύξεις για «συνέχιση του αγώνα» και διαπιστώσεις ότι «αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί» (ομιλία του Ν. Χριστοδουλίδη σε μνημόσυνο πεσόντων, 13/7).
Αυτή η επέτειος όμως θα έπρεπε να ήταν διαφορετική. Ποιος έχει να προτείνει κάτι στην εξουθενωμένη κοινή γνώμη, ώστε να ξαναδώσει βάσιμη προοπτική για επίλυση-επανένωση; Τα όσα λέγονται από τον Κύπριο πρόεδρο για «θετικές εξελίξεις τον Σεπτέμβριο» δεν σημαίνουν τίποτα. Ο Κ. Μητσοτάκης είναι πιο συγκρατημένος (17/7, τηλεόραση ΣΚΑΪ): «Θα έχουμε ακόμα μία ευκαιρία οι δύο κοινότητες να καθίσουν στο τραπέζι, να υπάρχει μια επανέναρξη των συνομιλιών στο πλαίσιο των αποφάσεων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών».
Οι παλαιότεροι έχουν κουραστεί να ακούνε για συνομιλίες. Οι νεότεροι απέχουν, δεν συγκινούνται. Αρκετοί διερωτώνται αν αξίζει να ασχολείται κανείς.
Κι όμως, πέρασε μισός αιώνας! Tο άλυτο πρόβλημα δεν «τέλειωσε». Αλλάζει μορφές, παραμένοντας μια μόνιμη συγκρουσιακή διαίρεση, ένας αναχρονισμός που καθηλώνει την πρόοδο στην Κύπρο, περιορίζει ασφυκτικά τις δυνατότητες της οικονομίας, δίνει τροφή στους κάθε λογής λαϊκιστές και δηλητηριάζει τα μυαλά των ανθρώπων.
Ενοχή και ευθύνη
Τα τηλεοπτικά κανάλια ανασύρουν τα αρχεία τους αναπαράγοντας τον ανθρώπινο πόνο, τις ακρότητες μεταξύ των δύο Κοινοτήτων, τη φρίκη της εισβολής. Η ιστορική και δημοσιογραφική έρευνα στο νησί έχει δώσει αξιοσημείωτα δείγματα γραφής: με διασταύρωση πηγών, υπεύθυνη διαχείριση της μνήμης για να αντληθούν διδάγματα. Δυστυχώς όμως αυτά δεν υπερέχουν στη δημόσια συζήτηση. Το «εμπόριο του πόνου» διαχέεται στα καθιερωμένα (mainstream) ΜΜΕ, αντανακλώντας ως συνήθως μονοδιάστατα αφηγήματα. Οι πολλές όψεις της αλήθειας όμως στην τραγική διαδρομή του Κυπριακού βρίθουν από τεκμήρια. Αφορούν τα σοβαρά ελλείμματα πολιτικής ηγεσίας, χαμένες ευκαιρίες, αλλά και αμέτρητες σκοτεινές πράξεις. Για τα ελλείμματα ηγεσίας το επίσημο αφήγημα είναι ότι για όλα τα δεινά «φταίει η τουρκική αδιαλλαξία». Για τις σκοτεινές πράξεις υποκριτικά λένε: «Ας μην… αυτομαστιγωνόμαστε».
Ετσι πέρασε μισός αιώνας. Σε μισή πατρίδα, με μισές αλήθειες…
Κανένας από τους υπαίτιους του πραξικοπήματος εναντίον του Μακαρίου δεν καταδικάστηκε όταν ήταν νωπά τα γεγονότα. Για κανέναν από τους γνωστούς τυφλούς φανατικούς δεν υπήρξε ουσιαστική έρευνα για τα κοινά εγκλήματα που διέπραξαν σε βάρος των δύο Κοινοτήτων. Οι Κύπριοι απέτυχαν ακόμα να επεξεργαστούν το παρελθόν τους για να προσεγγίσουν την αλήθεια με τις πολλές όψεις της. Ετσι ο λαός έμεινε χωρίς να αποβάλει την ενοχή των ολίγων παράφρονων. Οι δε ηγέτες τους, χωρίς την αίσθηση της υπευθυνότητας για να αποφύγουν τα ίδια λάθη στο μέλλον.
Ομοσπονδία
Η Κύπρος είναι φορτωμένη σήμερα με αδιέξοδα. Μια ανάγνωση των Κυπρίων πολιτευτών προδίδει το καθεστώς σύγχυσης για το τι επιδιώκουν. Η επιλογή για Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία (ΔΔΟ) από τον Μακάριο ήταν ο «οδυνηρός συμβιβασμός» το 1977. Τον υιοθέτησαν όλοι οι Κύπριοι πρόεδροι, όπως και η διεθνής κοινότητα (ΟΗΕ, Ε.Ε.) με δεκάδες ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Πενήντα χρόνια μετά ακμάζουν οι πολιτικοί που αμφισβητούν, είτε ανοιχτά είτε συγκεκαλυμμένα, τη ΔΔΟ και συστηματικά την υποσκάπτουν. Πώς θα πείσουν διεθνώς; Ζητούν στο Εθνικό Συμβούλιο να κλείσουν οι δίοδοι και να υψωθούν ξανά τείχη, φράχτες και οδοφράγματα. Αυτοί συγκυβερνούν με τον νυν πρόεδρο Ν. Χριστοδουλίδη, ο δε τελευταίος δεν βάζει το χέρι του στη φωτιά.
Υπάρχει εξήγηση! Σε διάφορες συγκυρίες από το 1977 μέχρι σήμερα, ηγέτες των Ελληνοκυπρίων αρνήθηκαν τον συμβιβασμό που οι ίδιοι διαπραγματεύτηκαν. Επιλέγουν την απόρριψη σε κάθε πρόταση του ΟΗΕ. Γι’ αυτό ήθελαν πάντα να έχουν σημείο διαφυγής. Ο «ανένδοτος» και «μακροχρόνιος» αγώνας όμως αποδείχτηκε μια πλάνη. Ενα φλερτ με το στάτους κβο που συνεχώς αλλάζει προς το χειρότερο.
Ευρωπαϊκή Ενωση
Η διαπραγματευτική οδός για τη ΔΔΟ απηχεί όλα τα κείμενα του ΟΗΕ και καλύπτει πολλά καίρια ζητήματα ως σύνολο: ασφάλεια, εδαφικό, περιουσιακό, διαμοιρασμός εξουσίας. Με την προσθήκη της ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε. ο συμβιβασμός αυτός απέκτησε πολύ συγκεκριμένο περιεχόμενο, ώστε να είναι και λειτουργικός και εφαρμόσιμος στο ευρωπαϊκό πλαίσιο αφαιρώντας αγκάθια του παρελθόντος. Για πρώτη φορά η Ελληνοκυπριακή Κοινότητα έχει στα χέρια της όλο το ευρωπαϊκό οπλοστάσιο για να γίνει φυσιολογικό και επανενωμένο κράτος εντός της Ε.Ε. Μάλιστα η Τουρκοκυπριακή Κοινότητα συμμερίζεται το ίδιο όραμα. Είναι άξιον απορίας που η ελληνοκυπριακή ηγεσία δεν προσαρμόστηκε στον ζωτικό χρόνο (2004-2017) για να εδραιώσει ουσιώδεις βελτιώσεις και να πετύχει το μέγιστο εφικτό για την επανένωση.
Η κυπριακή ηγεσία σήμερα, 20 χρόνια από την ένταξη, μοιάζει πιο φοβική, πιο συντηρητική και ανελαστική, πιο ακατανόητη για το τι πραγματικά επιδιώκει.
Το χαοτικό εσωτερικό μέτωπο
Το 2004 η ελληνοκυπριακή ηγεσία δέχτηκε σοβαρό πλήγμα διεθνώς από τον τρόπο που χειρίστηκε το κομβικό ορόσημο για ένταξη. Η απόρριψη του Σχεδίου του ΟΗΕ και η μετάβαση με άλυτο Κυπριακό σε ένα νέο προνομιούχο καθεστώς -αυτό του πλήρους μέλους της Ε.Ε.- προφανώς δεν ήταν το τέλος του δρόμου. Σήμερα διεθνώς υπάρχει μεγάλη καχυποψία ότι η κυπριακή ηγεσία βολεύεται με την κατάσταση γιατί τη θεωρεί ως τη «δεύτερη καλύτερη λύση». Το αδιέξοδο στο Κραντ Μοντανά ήρθε να το επιβεβαιώσει. Ομως το στάτους κβο δεν θα συνεχιστεί για πολύ ακόμα –μπορεί δε να συμπέσει με την παρούσα προεδρική θητεία του Ν. Χριστοδουλίδη.
Δεν έφτανε αυτό, το ναυάγιο γέννησε και την ιδέα «δύο κράτη». Οι μαρτυρίες διασταυρώνονται από πολλούς το τελευταίο διάστημα ότι ο τέως πρόεδρος Ν. Αναστασιάδης συζήτησε τα «δύο κράτη» μυστικά με τον Τσαβούσογλου για να «τουμπάρει» τη λύση. Ακολούθως βάλθηκε με κυνισμό να διαλύσει το εσωτερικό μέτωπο στην Κύπρο και να παρασύρει την κοινή γνώμη στην εντύπωση «καλά είμαστε». Το Κυπριακό είχε πολλούς «μοιραίους» ηγέτες. Πιο αμφιλεγόμενος από αυτούς αποδεικνύεται ο Αναστασιάδης. Ο πρόεδρος με τις πολλαπλές ενασχολήσεις, αφού το γραφείο του «Νίκος Αναστασιάδης & ΣΙΑ» ΔΕΠΕ βεβαιωμένα πώλησε 61 «χρυσά» διαβατήρια (έκθεση Νικολάτου).
*Το άρθρο αναδημοσιεύεται στην εφημερίδα «Πολίτης» της Κύπρου
Χένρι Κίσινγκερ και Μακάριος
| AP PHOTO
Το πραξικόπημα και η τουρκική εισβολή
Η «Εφ.Συν.» παρουσιάζει την αλληλουχία των γεγονότων που οδήγησαν στην τουρκική εισβολή και κατοχή στην Κύπρο: το πραξικόπημα στη Λευκωσία, ο ρόλος της ελληνικής χούντας και των ΗΠΑ, η ευκαιρία που άρπαξε η Τουρκία, η στρατιωτική επιχείρηση «Αττίλας»
Του Γιώργου Πετρόπουλου
Η κυπριακή τραγωδία είναι μια χαίνουσα πληγή που άνοιξε εδώ και μισό αιώνα και δεν φαίνεται να κλείνει. Κορυφαίο εθνικό ζήτημα για τους Ελληνοκυπρίους και τους Ελληνες, αλλά πρωτίστως κορυφαίο διεθνές πρόβλημα καθώς πάνω στο μαρτυρικό νησί διαπράχθηκε και διαπράττεται καθημερινά το κουρέλιασμα κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου, είτε αυτό αφορά τη χάρτα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είτε τη διεθνή νομιμότητα όπως αυτή καταγράφεται στις αποφάσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Η Κύπρος έχει γενικά μια τραγική ιστορία. Αλλά όταν λέμε «κυπριακή τραγωδία», στην πραγματικότητα αναφερόμαστε στη χειρότερη κατάσταση που δημιουργήθηκε ποτέ αναφορικά με το κυπριακό ζήτημα, το οποίο εκτείνεται βαθύτερα στον χρόνο. Αναφερόμαστε, δηλαδή, στην εισβολή και την κατοχή του 36,3% του κυπριακού εδάφους από τουρκικά στρατεύματα, η οποία τείνει να εξελιχτεί σε ντε φάκτο διχοτόμηση.
Η κυπριακή τραγωδία εδράζεται σε δύο ιστορικά γεγονότα τα οποία διαμόρφωσαν τους όρους και τις προϋποθέσεις της σημερινής κατάστασης. Το πρώτο αφορά το πραξικόπημα και την ανατροπή του Μακαρίου, στις 15 Ιουλίου του 1974. Το δεύτερο, την τουρκική εισβολή που εξελίχτηκε σε δύο φάσεις: η πρώτη ξεκίνησε στις 20 Ιουλίου 1974 και η δεύτερη στις 14 Αυγούστου του ίδιου έτους. Πρόκειται για την επιχείρηση «Αττίλας 1» και «Αττίλας 2».
Δεν γνωρίζουμε αν η τουρκική εισβολή θα πραγματοποιούνταν στην περίπτωση που δεν είχε γίνει το πραξικόπημα. Γνωρίζουμε όμως ότι αυτό αποτέλεσε ένα ανέλπιστο δώρο για την πραγματοποίηση των τουρκικών σχεδιασμών. Γιατί είναι απολύτως ξεκάθαρο πως η εισβολή δεν σχεδιάστηκε στις πέντε ημέρες που τη χωρίζουν από την ημέρα της πραγματοποίησης του πραξικοπήματος. Ηταν σίγουρα σχεδιασμένη προ πολλού και αναζητούνταν η αιτία για την υλοποίησή της.
Δεν γνωρίζουμε, επίσης, αν η Τουρκία θα πραγματοποιούσε την εισβολή ακόμα και στην περίπτωση που είχε εκδηλωθεί προηγουμένως σθεναρή αντίδραση σε αυτήν από τις Ηνωμένες Πολιτείες και, φυσικά, τη Μεγάλη Βρετανία, που ήταν και εγγυήτρια δύναμη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Γνωρίζουμε, όμως, ότι τέτοια αντίδραση δεν υπήρξε ποτέ. Και ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο είναι απολύτως ορθή η άποψη ότι η τουρκική εισβολή έγινε αν όχι με τις ευλογίες, τουλάχιστον με την ανοχή Αμερικανών και Εγγλέζων.
Ας δούμε, όμως, όλα αυτά τα γεγονότα πιο αναλυτικά.
AP PHOTO
Πραξικόπημα στη Λευκωσία – πανηγυρισμοί στην Αθήνα
Το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, όπως προαναφέραμε, έγινε το πρωί της 15ης Ιουλίου 1974. Ξεκίνησε γύρω στις 8.15, όταν άρχισαν να κινούνται τανκς και στρατιωτικές δυνάμεις στους δρόμους της Λευκωσίας με κατεύθυνση το προεδρικό μέγαρο. Εκτός του προεδρικού μεγάρου χτυπήθηκαν, επίσης, το μέγαρο της Αρχιεπισκοπής, το κτίριο των τηλεπικοινωνιών, το αρχηγείο της αστυνομίας, το στρατόπεδο του εφεδρικού σώματος (αποτελούνταν από πιστούς οπαδούς του Μακαρίου) και το Ραδιοφωνικό Ιδρυμα Κύπρου (ΡΙΚ), ενώ άνδρες της ΕΛΔΥΚ επιτέθηκαν στον αερολιμένα της Λευκωσίας. Αν και εκδηλώθηκε σθεναρή αντίσταση, η δύναμη των πραξικοπηματιών ήταν απείρως ισχυρότερη και σε δύο ώρες, περίπου, είχαν πλήρως κυριαρχήσει στην κυπριακή πρωτεύουσα.
Μισή με μία ώρα πριν εκδηλωθεί το πραξικόπημα στην Κύπρο, στην Αθήνα ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγός Γρ. Μπονάνος συγκέντρωσε στο γραφείο στο Πεντάγωνο τους αρχηγούς των κλάδων του στρατεύματος ανακοινώνοντάς τους το βαρυσήμαντο γεγονός πριν ακόμη αυτό εκδηλωθεί!
«Κύριοι –είπε ο αρχηγός–, στην Κύπρο η Εθνοφρουρά ανέτρεψε τον Μακάριο, όστις μάλλον έχει φονευθεί».
Ο τότε αρχηγός της πολεμικής αεροπορίας, αντιπτέραρχος Αλέξανδρος Παπανικολάου, σε απόρρητη έκθεσή του που παρέδωσε στην κυβέρνηση Καραμανλή, μετά τη μεταπολίτευση, περιγράφει τη σκηνή ως εξής: «Η αυλαία του δράματος υψώθη την 15ην Ιουλίου 1974. Ο στρατηγός Μπονάνος εκάλεσεν εις το γραφείον του άπαντας τους αρχηγούς Κλάδων Ενόπλων Δυνάμεων την 08.00 ώραν και ανεκοίνωσεν εις αυτούς ότι η Εθνοφρουρά ανέτρεψε τον Μακάριον, όστις μάλλον είχε φονευθεί. Ητο η πρώτη φορά καθ’ ην ο υποφαινόμενος επληροφορείτο περί τοιαύτης εξελίξεως, εις σχετικήν δε ερώτησίν του έλαβεν ως απάντησιν ότι “όλα θα εξελιχθούν καλώς”» (Ολόκληρη η απόρρητη έκθεση του αντιπτεράρχου Αλ. Παπανικολάου στο Στ. Ψυχάρη: «Τα παρασκήνια της Αλλαγής», Αθήνα 1975, σελ. 205-239).
Ο στρατηγός Μπονάνος, όμως, παρουσιάζει τα πράγματα κάπως διαφορετικά. Διαβάζουμε: «Το πρωί της Δευτέρας, 15 Ιουλίου, έφτασα στο γραφείο μου πολύ ενωρίτερον της συνήθους ώρας προσελεύσεώς μου… Περί την 7ην πρωινήν, εισέρχεται εις το γραφείον μου ο Ματάτσης και μου αναφέρει ότι η ενέργεια ανατροπής του Μακαρίου ήρχισε και ότι μέχρι στιγμής ουδέν εμπόδιον παρουσιάζεται διά την επιτυχίαν της. Μετ’ ολίγον με επεσκέφθη ο Ιωαννίδης περιχαρής διά την επιτυχίαν και μου λέγει ότι ο Μακάριος είναι νεκρός. Κατόπιν αυτού, την 7.30 ώραν καλώ τους αρχηγούς των τριών κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων. Τους ενημέρωσα διά την αναληφθείσαν ενέργειαν ανατροπής και ανέφερα την πληροφορίαν του Ιωαννίδη, ότι ο Μακάριος μάλλον εφονεύθη. Ο Γαλατσάνος, βέβαια, εγνώριζε διότι τον είχα, ως προανέφερα, ενημερώσει. Αλλά και οι Αραπάκης και Παπανικολάου μου έδωσαν την εντύπωσιν ότι εγνώριζαν, διότι ουδόλως εξεπλάγησαν και εδέχθησαν με ικανοποίησιν την ενημέρωσιν, και ως να μη έλεγα κάτι άγνωστον. Εδωσα εντολήν να παρακολουθούν στενώς την κατάστασιν, ώστε να είμεθα έτοιμοι διά την αντιμετώπισιν παντός ενδεχομένου και ούτοι απεχώρησαν, επιστρέψαντες στα γραφεία των. Περί την 8ην πρωινήν, μου ετηλεφώνησεν ο Ντάβος, που ευρίσκετο εις Αθήνας λόγω της συνόδου του Ανωτάτου Στρατιωτικού Συμβουλίου, και με συνεχάρη διά την ενέργειαν. “Επρεπε να το είχαμε κάνει ενωρίτερα”, πρόσθεσε» (Στρατηγού Γρ. Μπονάνου: «Η Αλήθεια», σελ. 224).
Η προετοιμασία του πραξικοπήματος και η εκτέλεσή του
Η χούντα των Αθηνών –όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των πρωταγωνιστών της στην επιτροπή της Βουλής που εξέτασε τον φάκελο της Κύπρου– είχε αποφασίσει, τουλάχιστον, από τις αρχές του 1974, την πραξικοπηματική ανατροπή του Μακαρίου. Η σχετική απόφαση ελήφθη σε σύσκεψη που έγινε με πρωτοβουλία του αόρατου δικτάτορα Δ. Ιωαννίδη, στο σπίτι του «πρωθυπουργού» Ανδρουτσόπουλου και με τη συμμετοχή του «προέδρου Δημοκρατίας» του καθεστώτος, Φ. Γκιζίκη, καθώς και του αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγού Μπονάνου (Κ. Κάππου: «Εγκλημα εναντίον της Κύπρου», εκδόσεις Γνώσεις, σελ. 57). Ετσι τον Ιούλιο του 1974 είχαν γίνει ουσιαστικά όλες οι σχετικές προετοιμασίες.
Στις 2 Ιουλίου σε σύσκεψη που έγινε στο γραφείο του στρατηγού Μπονάνου στο Πεντάγωνο –με τη συμμετοχή του ίδιου, του Δ. Ιωαννίδη, του διοικητή της Γ’ Ανωτέρας Στρατιωτικής Διοικήσεως της Κυπριακής Εθνοφρουράς ταξίαρχου Μ. Γεωργίτση, του διοικητή των ΛΟΚ Κύπρου συνταγματάρχη Κ. Κομπόκη και του επιτελάρχη της κυπριακής εθνοφρουράς υποστράτηγου Π. Παπαδάκη– δόθηκε προφορική διαταγή να ανατρέψει η εθνοφρουρά τον Μακάριο. Γι’ αυτή τη σύσκεψη ο Μπονάνος γράφει: «Το βράδυ της επομένης ημέρας συγκεντρώθηκαν στο γραφείο μου ο Παπαδάκης, ο Γεωργίτσης και ο Κομπόκης. Ο Ιωαννίδης είχεν έλθη μόνος του ενωρίτερα και μάλιστα μου εζήτησε να ομιλήση μόνον εκείνος. Δεν τον ήκουσα και ενημέρωσα τους άλλους αξιωματικούς διά τον λόγον της προσκλήσεώς των στο αρχηγείον. Εν συνεχεία ο Ιωαννίδης εξήγησε δι’ ολίγον τι θα γίνη και πώς πρέπει να σχεδιασθή. Ο Παπαδάκης και οι δύο άλλοι, ετόνισαν ότι πρέπει απαραιτήτως να απομακρυνθεί εκ Κύπρου ο Αρχηγός του ΓΕΕΦ [Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς] Ντενίσης, διότι έχει, λόγω του κινδύνου επεισοδίων, δεσμεύσει όλας τας μονάδας της Εθνικής Φρουράς να μη κινούνται άνευ προσωπικής διαταγής του. Ανέλαβα να καλέσω τον Ντενίσην εις Αθήνας, ετόνισα δε εις τους άλλους, ότι η ενέργεια πρέπει να εκτελεσθή από τας μονάδας της Εθνικής φρουράς που εδρεύουν εις Λευκωσίαν και ότι ουδεμία άλλη μονάς θα μετακινηθή εκ των άλλων σημείων της νήσου προς την Κυπριακήν πρωτεύουσαν. Συνεφώνησαν όλοι και έφυγαν διά το γραφείον του Ιωαννίδη, όπου θα κατήρτιζαν το σχέδιον ενεργείας, το οποίον θα μου υπεβάλλετο την επομένην, διά να το μελετήσω. Το πρωί της επομένης, με επεσκέφθησαν οι Παπαδάκης, Γεωργίτσης και Κομπόκης, διά να με αποχαιρετήσουν. Τους ηρώτησα διατί δεν έφεραν το σχέδιον και μου είπον ότι το είχε ο Ιωαννίδης, ο οποίος και θα μου το υποβάλη μετ’ ολίγον. Δεν γνωρίζω εάν τελικώς κατηρτίσθη σχέδιον και εάν πράγματι κατηρτίσθη, ουδέποτε το είδον».
Ο Μπονάνος αναφέρεται σε ακόμη μία σύσκεψη ανάμεσα σε αυτόν, τον Ιωαννίδη και τον Γκιζίκη που έγινε στο σπίτι του τελευταίου στις 11 Ιουλίου, λίγες, δηλαδή, μέρες πριν από το πραξικόπημα (Στρατηγού Γρ. Μπονάνου, στο ίδιο, σελ. 218-219).
Το πραξικόπημα και ο ρόλος των ΗΠΑ – Τι λένε τα αμερικανικά αρχεία
Ασφαλώς δεν μπορεί να είναι κανείς τόσο αφελής ώστε να πιστέψει πως το πραξικόπημα στην Κύπρο ήταν έργο μόνο της χούντας του Ιωαννίδη και των οργάνων της. Οτι δηλαδή έγινε εν αγνοία των ΗΠΑ ή παρά και ενάντια στη θέλησή τους.
Η κοινή λογική λέει ότι το δικτατορικό καθεστώς Αθηνών ήταν αδύνατο να προχωρήσει σε οποιαδήποτε ενέργεια στην Κύπρο χωρίς να έχει εξασφαλίσει τις στοιχειώδεις εγγυήσεις ότι θα έχει την κάλυψη ή τουλάχιστον την ανοχή των Ηνωμένων Πολιτειών.
Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται και από τα αποχαρακτηρισμένα αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, παρ’ όλο που τα πιο σοβαρά έγγραφα –ακόμη και φράσεις στα δημοσιευμένα– δεν έχουν ακόμη αποχαρακτηριστεί.
Το 2007 κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ ο 30ός τόμος με έγγραφα που αφορούν τις «Εξωτερικές Σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών, 1969-1976» σχετικά με την Ελλάδα, την Κύπρο και την Τουρκία. Εκεί διαβάζουμε το τηλεγράφημα που έστειλε ο Κίσινγκερ στις 15 Ιουλίου του 1974 –την ημέρα δηλαδή του πραξικοπήματος– στην πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα ζητώντας να αναζητηθεί άμεσα ο Ιωαννίδης και να του μεταφερθούν τα παρακάτω ως θέση των Ηνωμένων Πολιτειών:
«1. Επιθυμούμε να λάβουμε αμέσως από την κυβέρνηση της Κύπρου μια εκτίμηση της κατάστασης στην Κύπρο.
2. Οσον αφορά την πολιτική μας, επιθυμούμε να γνωρίζει η κυβέρνηση της Ελλάδας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να θεωρούν την Κύπρο ως ενιαίο, κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος και οι ενέργειές μας σε αυτό το θέμα θα διέπονται από αυτό το συνεχιζόμενο θεμελιώδες δόγμα. Το ίδιο επισημάναμε και στην κυβέρνηση της Τουρκίας.
3. Σύμφωνα με την παραπάνω αρχή, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να συγχωρήσουν οποιαδήποτε ενέργεια της κυβέρνησης της Ελλάδας για την αλλαγή της πολιτικής και συνταγματικής δομής του νησιού.
4. Συνεχίζουμε να υποστηρίζουμε την ειρηνική επίλυση του κυπριακού προβλήματος μέσω των διακοινοτικών συνομιλιών με σκοπό τη διασφάλιση κατάλληλων εγγυήσεων για την ασφάλεια της τουρκικής κοινότητας.
5. Καλούμε σθεναρά όλα τα μέρη να επιδείξουν τη μέγιστη αυτοσυγκράτηση και να αποφύγουν ενέργειες που θα μπορούσαν να αποσταθεροποιήσουν περαιτέρω την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο, να επιδεινώσουν τις σχέσεις μεταξύ δύο συμμάχων του ΝΑΤΟ και να δώσουν την ευκαιρία σε δυνάμεις ξένες προς την περιοχή να εκμεταλλευτούν την κατάσταση εις βάρος των δυτικών συμφερόντων ασφαλείας» (Foreign Relations of the United States, 1969-1976, Volume XXX, Greece, Cyprus, Turkey, 1973-1976, Washington 2007, έγγραφο 82).
Από το έγγραφο αυτό και από όσα ακολουθήσουν προκύπτει ξεκάθαρα πως οι ΗΠΑ δεν είχαν την παραμικρή ενόχληση για το πραξικόπημα και την ανατροπή του Μακαρίου. Ανησυχούσαν, όμως, για το ενδεχόμενο μιας μονομερούς ενέργειας της Αθήνας που θα άλλαζε το στάτους του νησιού –για παράδειγμα, μια διακήρυξη ένωσης με την Ελλάδα– αλλά και για κάθε ενέργεια που θα αποσταθεροποιούσε τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ ή θα έδινε την ευκαιρία ανάμειξης τρίτων, δηλαδή της Σοβιετικής Ενωσης.
Η συνάντηση με τον Ιωαννίδη έγινε, όπως προκύπτει από τηλεγράφημα της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ελλάδα, προς το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών με ημερομηνία 16-7-1974. Στο τηλεγράφημα αυτό αναφέρεται πως χρησιμοποιήθηκε από την πρεσβεία «ασφαλές αξιόπιστο κανάλι απευθείας στον στρατηγό Ιωαννίδη» ώστε να μεταφερθούν στον δικτάτορα οι προαναφερόμενες θέσεις των ΗΠΑ. Η αντίδραση του δικτάτορα ήταν εκρηκτική (μάλλον, όμως, θεατρική). Ισχυρίστηκε δε, μεταξύ άλλων, στον απεσταλμένο της πρεσβείας ότι «οι Ελληνοκύπριοι στην Εθνική Φρουρά […] είχαν ικετεύσει την πατρίδα για ευκαιρία να δράσουν εναντίον του Μακαρίου» και ότι ο ίδιος «βοήθησε μόνο αφού βρέθηκε προ τετελεσμένου γεγονότος». Η απάντηση του Αμερικανού συνομιλητή του ήταν αφοπλιστική και άκρως αποκαλυπτική. Διαβάζουμε: «Ο απεσταλμένος παρενέβη και είπε στον Ιωαννίδη ευθέως ότι, με πραξικόπημα μόλις είκοσι τέσσερις ώρες μετά την αναφορά του σε εμάς σχετικά με πιθανή ανατροπή του Μακαρίου, αυτό ήταν πολύ δύσκολο να το πιστέψει κανείς» (Στο ίδιο, έγγραφο 88).
Από αυτό και μόνο το σημείο του εγγράφου είναι σαφές ότι οι Αμερικανοί είχαν ειδοποιηθεί από τον ίδιο τον Ιωαννίδη, τουλάχιστον ένα 24ωρο πριν, ότι επίκειται πραξικόπημα κατά του Μακαρίου στην Κύπρο. Δεν έκαναν όμως τίποτα για να το αποτρέψουν.
Στα δημοσιευμένα αμερικανικά έγγραφα βρίσκουμε επίσης σαφείς αποδείξεις ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ γνώριζε τις τουρκικές κινήσεις για εισβολή στο νησί πολύ πριν αυτή συμβεί.
Συγκεκριμένα, στις 16 Ιουλίου από τις 10.36 έως τις 11.20 το πρωί συνεδρίασε στην Ουάσινγκτον, υπό την προεδρία του Κίσινγκερ, η «Ομάδας Ειδικών Δράσεων», με τη συμμετοχή κυβερνητικών, στρατιωτικών παραγόντων, παραγόντων της CIA κ.λπ. Το θέμα φυσικά ήταν η Κύπρος και την εισήγηση έκανε ο τότε διευθυντής της CIA Ουίλιαμ Κόλμπι. Από τα πρακτικά της συνάντησης που έχουν δημοσιευτεί φαίνεται καθαρά πως ο Κόλμπι εκτιμούσε ότι οι κινήσεις των Τούρκων θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα πως «σκοπεύουν να μετακινήσουν τις δυνάμεις τους στην Κύπρο».
Ο Κίσινγκερ αναρωτήθηκε: «Απλά δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό. Απλά δεν μπορώ να πιστέψω ότι θέλουν τον Μακάριο πίσω στην εξουσία». Για να λάβει βεβαίως την απάντηση από τον υφυπουργό Εξωτερικών Τζόζεφ Σίσκο: «Οι Τούρκοι θα παρέμβουν για (α) να προστατεύσουν την τουρκοκυπριακή κοινότητα και (β) να αποτρέψουν την επέλευση της ένωσης». Παρ’ όλα αυτά ο Κίσινγκερ επέμενε: «Μου φαίνεται αδιανόητο ότι θα τον υποστήριζαν [τον Μακάριο]» (Στο ίδιο, έγγραφο 86).
Αδιανόητο φαίνεται και σε μας που ο Κίσινγκερ έδειχνε να μην καταλαβαίνει αυτό που καταλάβαιναν όλοι οι συνομιλητές του σ’ εκείνο το τραπέζι. Το πιο πιθανό είναι πως καταλάβαινε πολύ καλά αυτό που ερχόταν, αλλά δεν ενδιαφερόταν να το αποτρέψει. Η δε αντιπάθειά του προς τον Μακάριο είναι εμφανής και αποτελεί αδιάσειστο στοιχείο ότι οι Αμερικανοί αν δεν έδωσαν το πράσινο φως για το πραξικόπημα σίγουρα δεν άναψαν κόκκινο και δεν έκαναν το παραμικρό για να το αποτρέψουν.
Ισως νόμιζαν ότι η ανατροπή του Μακαρίου ήταν αρκετή για τα γεωστρατηγικά τους σχέδια στην περιοχή αλλά και η τουρκική εισβολή ανεκτή εφόσον μπορούσαν να τη διαχειριστούν. Ακριβώς εκεί προσανατόλισαν όλη την πολιτική τους παρέμβαση. Αλλωστε στην ίδια σύσκεψη ο Κίσινγκερ ήταν απολύτως σαφής: «Ο πρώτος μας στόχος είναι να αποτρέψουμε τη διεθνοποίηση της κατάστασης». Ηθελαν ό,τι γίνει να γίνει υπό τον έλεγχό τους και δεν νοιάζονταν για το τι θα γίνει εφόσον το ήλεγχαν.
Η Τουρκία αρπάζει την ευκαιρία
Από την πρώτη στιγμή που εκδηλώθηκε το πραξικόπημα στην Κύπρο, η Τουρκία είδε πως είχε μπροστά της την ευκαιρία που γύρευε για να προωθήσει τα διχοτομικά της σχέδια στο νησί. Στις 16-7-1974 ο Τούρκος κυβερνητικός εκπρόσωπος Ορχάν Μπιργκίτ δήλωνε πως «η Τουρκία θα ζητήσει την επέμβαση της Μεγάλης Βρετανίας στην Κύπρο. Αν το Λονδίνο δεν ανταποκριθεί σ’ αυτό το αίτημα, η Τουρκία θα αντιδράσει όπως εκείνη νομίζει καλύτερα» (Ν. Ψυρούκη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας», εκδόσεις Επικαιρότητα, τόμος Δ’ σελ. 383). Ηταν φανερό πως βρισκόταν προ των πυλών μια τουρκική στρατιωτική επέμβαση στο νησί.
Ως εγγυήτρια δύναμη της Κυπριακής Δημοκρατίας η Τουρκία είχε μια σειρά δικαιώματα που απέρρεαν από τις συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, τα οποία φυσικά δεν ήταν διατεθειμένη να απεμπολήσει. Επίσης από χρόνια έπαιζε το χαρτί της ένοπλης επέμβασης και είχε προετοιμαστεί στρατιωτικά για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Μόνο στην Αθήνα κοιμούνταν τον ύπνο του δικαίου. Ο Ιωαννίδης έλεγε στους πάντες ότι είχε διαβεβαιώσεις από τους Αμερικανούς ότι οι Τούρκοι δεν επρόκειτο να κινηθούν. Ο «Πρόεδρος» μάλιστα της Χουντικής Δημοκρατίας στρατηγός Φ. Γκιζίκης κατέθεσε στην επιτροπή της Βουλής που εξέτασε τον φάκελο της Κύπρου ότι όλοι είχαν διαβεβαιώσεις από τους Αμερικανούς: και ο Ιωαννίδης και ο «πρωθυπουργός» Αδ. Ανδρουτσόπουλος και ο αρχηγός της ΚΥΠ Σπ. Σταθόπουλος και ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγός Γρ. Μπονάνος (Κ. Κάππου: «Εγκλημα εναντίον της Κύπρου», εκδόσεις Γνώσεις, σελ. 76-77).
Η στάση της Μ. Βρετανίας και των ΗΠΑ
Πριν προχωρήσει στην εισβολή η Τουρκία θέλησε να πάρει την έγκριση των δύο μεγάλων δυνάμεων του ΝΑΤΟ, της Βρετανίας –που ήταν και εγγυήτρια δύναμη της Κυπριακής Δημοκρατίας– και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Στις 17 Ιουλίου ο… σοσιαλιστής Τούρκος πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετζεβιτ επισκέφθηκε το Λονδίνο όπου ζήτησε από τη βρετανική κυβέρνηση την από κοινού επέμβαση στην Κύπρο βάσει των όσων προέβλεπαν οι συνθήκες εγγυήσεων. Οι Βρετανοί, σε ό,τι τους αφορούσε, απέκρουσαν την τουρκική πρόταση αλλά δεν πήραν το παραμικρό μέτρο για να εμποδίσουν μια ενδεχόμενη μονομερή στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας. Αντίθετα, σύμφωνα με μαρτυρία του Γλαύκου Κληρίδη, οι κυβερνώντες στη Βρετανία στις 16-7-1974 «σε υπουργικό συμβούλιο αποφάσισαν να μην επέμβουν και σε περίπτωση τουρκικής εισβολής» («ΤΟ ΒΗΜΑ» 17-7-1981 και Ν. Ψυρούκη, στο ίδιο, σελ. 384-385). Είναι φανερό, επομένως, πως ο Ετζεβίτ πήρε, ουσιαστικά, την έγκριση των Βρετανών να προχωρήσει στον ΑΤΤΙΛΑ.
Ποια όμως ήταν η στάση των Αμερικανών; «Ο Κίσσιγκερ –γράφει ο Ν. Κρανιδιώτης– που απέδιδε ιδιαίτερη σημασία στη θέση της Τουρκίας μέσα στην Ατλαντική συμμαχία, ευνοούσε τα Τουρκικά σχέδια στην Κύπρο, ήθελε όμως να τα επιβάλει με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποφευχθεί ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος (που θα παρέλυε τη Νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ), και να μη δοθεί στη Σοβιετική Ενωση η ευκαιρία να παρέμβει. Γι’ αυτό, από τις πρώτες κι όλας μέρες του πραξικοπήματος, εξαπέλυσε τον υφυπουργό εξωτερικών Τζόζεφ Σίσκο…» (Ν. Κρανιδιώτη: «Ανοχύρωτη Πολιτεία», εκδόσεις Εστία, τόμος β’, σελ. 395-396).
Πράγματι ο Σίσκο πέτυχε στην αποστολή του, επισκεπτόμενος την Αθήνα και την Αγκυρα, αφού κατάφερε να μην προκληθεί ελληνοτουρκικός πόλεμος και να μην αποτραπεί η τουρκική εισβολή και η διά των όπλων διχοτόμηση του νησιού.
Ο «ΑΤΤΙΛΑΣ»
Η τουρκική εισβολή ξεκίνησε στις 5 το πρωί της 20ής Ιουλίου 1974, όταν οι ναυτικοί σταθμοί επιτήρησης ΣΕΠ «Α» και ΣΕΠ «Δ» δέχτηκαν τα πρώτα πυρά. Μέχρι τα χαράματα της 22ας Ιουλίου που καταλήφθηκε η συμφωνία ανακωχής, τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στις εξελίξεις τον είχαν οι Αμερικανοί. Οι Τούρκοι έκαναν τον δικό τους πόλεμο έχοντας απέναντί τους μόνο τη σθεναρή αντίσταση του κυπριακού λαού και των ενόπλων δυνάμεων που βρίσκονταν στο νησί. Στην Αθήνα, όμως, κυβέρνηση δεν υπήρχε. Οι πάντες είχαν εξαφανιστεί τουλάχιστον από τις 21 Ιουλίου και ο ναύαρχος Αραπάκης –βάσει των όσων ο ίδιος λέει στην απόρρητη έκθεσή του– άρχισε τις διαπραγματεύσεις με τον Σίσκο και τον Κίσινγκερ ώστε να σταματήσουν οι εχθροπραξίες (Στ. Ψυχάρη, στο ίδιο, σελ. 249-252).
Στις 4.30 π.μ. της 14ης Αυγούστου 1974 ξεκίνησε η δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής που έχει μείνει στην Ιστορία με την επωνυμία «ΑΤΤΙΛΑΣ 2». Με την ολοκλήρωση αυτής της επιχείρησης στα χέρια των Τούρκων πέρασε το 36,3% του κυπριακού εδάφους, το νησί διχοτομήθηκε και η κατάσταση αυτή παραμένει μέχρι σήμερα η ίδια.
Η τότε κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που είχε προέλθει από την πολιτική μεταβολή της 24ης Ιουλίου 1974, υποχρεώθηκε να προχωρήσει στο μέτρο της αποχώρησης της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. «Κατόπιν της αποδείξεως της ανικανότητας της Ατλαντικής Συμμαχίας –έλεγε η σχετική κυβερνητική ανακοίνωση– όπως αναχαιτίση την Τουρκίαν από του να δημιουργήση κατάσταση συρράξεως μεταξύ δύο Συμμάχων, ο πρόεδρος της Κυβερνήσεως κ. Κ. Καραμανλής έδωσεν εντολήν όπως αι ελληνικαί Ενοπλοι Δυνάμεις αποσυρθούν από την Συμμαχίαν του ΝΑΤΟ» (Εφημερίδες 15-8-1974).