Κουράστηκα
Written by v.psychogios on 21/11/2024
Από το efsyn.gr / ΝΗΣΙΔΕΣ / Παύλος Μεθενίτης / Φωτ.: en.wikipedia.org
Στο Βυζάντιο όμως, τον διαπομπευόμενο τον «εκούραζαν», δηλαδή τον κούρευαν.
Τον Οκτώβριο του 1945, στο Ναγκασάκι, λίγους μήνες μετά το πυρηνικό ολοκαύτωμα του Αυγούστου, ένα δεκάχρονο αγόρι είχε στηθεί με τις ώρες σε στάση προσοχής έξω από το κρεματόριο, με το νεκρό αδελφάκι του δεμένο στην πλάτη του, περιμένοντας τη σειρά του για να παραδώσει το κορμάκι του μωρού στη νεκρική πυρά. Ενας φαντάρος τού πρότεινε να τον απαλλάξει από το βάρος και να κρατήσει αυτός για όσο χρειαζόταν το πεθαμένο παιδάκι. Ο μικρός αρνήθηκε, λέγοντας πως δεν κουράστηκε, «γιατί δεν είναι βάρος, είναι ο αδελφός μου».
Συνομήλικη με τον μικρό Γιαπωνέζο του 1945 πρέπει να είναι η Παλαιστίνια του 2024 στη Γάζα που κουβαλούσε για μία ώρα την αδερφούλα της, η οποία δεν μπορούσε να περπατήσει γιατί ήταν χτυπημένη από αυτοκίνητο. «Κουράστηκα», είπε σ’ έναν δημοσιογράφο αυτό το ξυπόλητο, βρόμικο, εξαντλημένο, σκιαγμένο κορίτσι, που κάπως όμως είχε βρει το κουράγιο να κουβαλήσει στην πλάτη τη μικρή της αδελφή μέχρι εκεί που θα τη φρόντιζαν.
Δύο παιδιά, με 79 χρόνια να τα χωρίζουν, αλλά με τη φρίκη του πολέμου και την αφοσίωση προς τα μικρότερα αδέλφια τους, νεκρά ή ζωντανά, να τα ενώνουν σπαρακτικά. Δύο παιδιά, που και τα δύο κουράστηκαν, γιατί ασφαλώς και ο μικρός Γιαπωνέζος είχε αποκάμει, αλλά η περηφάνια του δεν του επέτρεψε να το παραδεχτεί. Δύο παιδιά κουρασμένα, όχι από παιχνίδι, όχι από μελέτη των μαθημάτων τους, αλλά από ό,τι τους έφερε η ζωή, καθώς είχαν την τύχη, ή την ατυχία, να παραμείνουν ζωντανά μέσα σ’ έναν κρανίου τόπο, χωρίς να ‘χουν τίποτα απ’ όσα απολαμβάνουν (και καλώς) τα παιδιά του ανώτερου, του Πρώτου Κόσμου: ασφάλεια, περίθαλψη, φαγητό, φροντίδα, αγάπη, ξενοιασιά…
Σε πιάνει δέος ν’ ακούς ένα παιδί να λέει «κουράστηκα». Ομως, η ίδια η λέξη είναι τρομακτική. Σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, «κουράζω» σημαίνει «επιφέρω σε κάποιον κόπωση», καταπονώ, καταβάλλω. Επίσης, «προκαλώ σε κάποιον ενόχληση», ενοχλώ, δυσαρεστώ. Η «κούραση» είναι το αίσθημα εξάντλησης και αδυναμίας, που προέρχεται από έντονη δραστηριότητα ή δυσάρεστη ψυχολογική κατάσταση. Η αρχική (μεσαιωνική) σημασία της λέξης ήταν «τιμωρώ με καταναγκαστικό κούρεμα», από την αρχαία λέξη «κουρά», δηλαδή κόψιμο των μαλλιών.
Τώρα, πώς σχετίζεται η κούραση με το καταναγκαστικό κούρεμα, αυτό είναι κάτι που οφείλουμε στο ένδοξο Βυζάντιο… Οταν κάποιος ή κάποια υφίστατο τον μαρτυρικό εξευτελισμό της διαπόμπευσης, πάντα δημόσιο προς τέρψιν του φιλοθεάμονος κοινού, η πρώτη αγριότητα που του έκαναν ήταν να τον κουρέψουν γουλί – κάτι που θεωρούνταν μεγάλη προσβολή, και όχι μόνο τότε. Θυμηθείτε τις κουρεμένες εν χρω ερωμένες των ναζί μετά την Κατοχή και τους «τεντιμπόηδες», τους παραβάτες του νόμου 4000 περί τεντιμποϊσμού του 1958, που διαπομπεύονταν κουρεμένοι γουλί από την Αστυνομία στις γειτονιές.
Στο Βυζάντιο όμως, τον διαπομπευόμενο, καθώς τον «εκούραζαν», δηλαδή τον κούρευαν, τον χτυπούσαν κιόλας. Από τότε η πράξη της κουράς συνδέθηκε με την καταπόνηση! Κι από τότε λέμε «άντε να κουρεύεσαι!», δηλαδή «είσαι τόσο άθλιος, που σου αξίζει η διαπόμπευση του κουρέματος, η κούραση»… Κι από τότε επίσης, έχουμε το «κορόιδο», από το κο(υ)ρό(γ)ιδο, δηλαδή το κουρεμένο γίδι, όπως δηλαδή καταντούσε ο διαπομπευόμενος…
Πόσο σκοτεινά τα έγκατα της λέξης «κουράστηκα», που δεν θα έπρεπε να τη λένε τα παιδιά, παρά μόνο αν έπαιζαν χαρούμενα όλη μέρα.