Current track

Title

Artist


Θεσσαλονίκη: Για γίδα βραστή στον Θόδωρα, ένα καφενείο άλλης εποχής

Written by on 05/10/2025

Από το gastronomos.gr / Γεωργία Παπαστάμου  / Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Τσακαλίδης / Sooc

Τριάντα χρόνια ο Πόντιος Θόδωρος Οφλίδης μαγειρεύει στο καφενεδάκι του, που είναι στο κέντρο της Θεσσαλονίκης και ας μοιάζει να βγήκε από κάποιο ορεινό χωριό. Στην ξυλόσομπα τον χειμώνα, σε κουζίνα μια σταλιά τον υπόλοιπο καιρό.

Είναι φιγούρα ο Θόδωρας. Ευγενικός, ήρεμος, με ωραία, βαριά προφορά που στρογγυλεύει τα λόγια. Θα τραβήξει καρέκλα και θα κάτσει δίπλα στο τραπέζι για να πάρει την παραγγελία. Θα σε προσέξει, θα τσεκάρει αν θες κάτι άλλο, αν έφαγες, άμα σου άρεσε. Πού και πού θα σκάσει και κανένα χαμόγελο και, αν τον ρωτήσεις, θα σου πει καμιά ιστορία ή καμία από αυτές τις συμπυκνωμένες ατάκες που άνθρωποι ψημένοι από τη ζωή ξέρουν να λένε. Ολομόναχος, χωρίς βοήθεια δουλεύει τον καφενέ του, ο οποίος μοιάζει να βγήκε από κάποιο ορεινό χωριό και ας είναι στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, κρυμμένος σε κοινή θέα, στο στενάκι της Μπακατσέλου, δυο βήματα από τη Ρωμαϊκή Αγορά. Τον χειμώνα μαγειρεύει σε ξυλόσομπα τα πέντε-έξι φαγητά του. Αλλιώς, η δουλειά γίνεται στο μικροσκοπικό κουζινάκι του. Άλλωστε, όπως λέει, ο μάγειρας ο σωστός «μπορεί και στη μικρή την κατσαρόλα και στη μεγάλη».
Είναι φιγούρα ο Θόδωρας. Ευγενικός, ήρεμος, με ωραία, βαριά προφορά που στρογγυλεύει τα λόγια.
Γίδα βραστή στο θεσσαλονικιό καφενείο. Φωτογραφία: Γεωργία Παπαστάμου
Ένα στενόμακρο δωμάτιο με 5-6 τραπέζια είναι το μαγαζί. Σε μια άκρη το οικιακό ψυγείο, στη μέση η ξυλόσομπα, στους τοίχους καρδαρισμένες αφίσες, ένας χάρτης του Πόντου. Ο ίδιος σε υποδέχεται, μαγειρεύει, σερβίρει. Όταν βρει ευκαιρία, το μεσημέρι, θα κάτσει σε μια άκρη να φάει και αυτός. «Τριάντα χρόνια είναι το μαγαζί. Μπήκα νέος και βγήκα…», λέει ο ίδιος που ήρθε στην Ελλάδα το 1990 από το Σοχούμι και το 1996 άνοιξε τον καφενέ του, σερβίροντας αποκλειστικά καφέ για τους ανθρώπους της γειτονιάς.
Αργότερα αυτό άλλαξε και πλέον ο Θόδωρας ετοιμάζει κάθε μέρα και από λίγα φαγητά, άλλα πιο άτεχνα, άλλα αξιομνημόνευτα, όπως η βραστή γίδα με το επικό ζουμάκι της, χωρίς πατάτες ή τίποτε άλλο. Μπορεί να πετύχεις γίγαντες, λαχανοντολμάδες, πατσά, τουρλού (σε εμάς το ζέστανε και το έφερε με μια κορφούλα φρέσκο άνηθο από πάνω και λίγο τυρί από δίπλα, χωρίς να το ζητήσουμε καν), σουτζουκάκια τηγανητά, πατάτες φρέσκες, λεπτοκομμένες στο μαντολίνο, επίσης τηγανητές. Μου έκανε εντύπωση η σαλάτα με το ρεπάνι. Δικής του εμπνεύσεως, με τα ραπανάκια χτυπημένα με το σφυρί για το κρέας «για να βγάλουν τα ζουμιά τους», φρέσκο κρεμμύδι, αγγούρι, άνηθο και καυτερή πιπεριά κέρατο. Τον χειμώνα που ανάβει η ξυλόσομπα φαντάζομαι ότι τα φαγητά θα παίρνουν άλλη νοστιμιά.
Με την τηλεόραση να παίζει και τον Θόδωρα να φροντίζει την ετερόκλητη πελατεία (κι όμως, ήταν και ένας τουρίστας που έτρωγε γίδα και χάζευε βίντεο στο κινητό), αφήσαμε το καφενείο που δεν μοιάζει με κανένα άλλο μαγαζί που έχω δει στη Θεσσαλονίκη. Γύρω στις 8 το απόγευμα θα έκλεινε. Για να ξανανοίξει πάλι αύριο στις 8 το πρωί.