Η κλοπή
Written by v.psychogios on 09/10/2023
Από το
efsyn.gr / Ελεύθερος Σκοπευτής / 03.09.2023Η αποκατάσταση του χάους μετά την κλοπή γίνεται αναγκαστικά μια ανακεφαλαίωση στιγμιότυπων μιας ζωής που χώρεσε σε μερικές δεκάδες τετραγωνικά. Για την επίγευση της ανακεφαλαίωσης επιφυλάσσομαι, όταν και το τελευταίο βιβλίο βρει τη νέα θέση του στο ράφι, όταν και το τελευταίο ζευγάρι κάλτσες μπει στο συρτάρι ή πεταχτεί.
Θα πουλήσω για πολλοστή φορά τον εαυτό μου. Κι όπου βγει. Θα το ρίξω και στις θεωρίες συνωμοσίας, ίσως και στον μυστικισμό, παρότι τα πράγματα που ταράζουν τη ρουτίνα μας και την όποια κανονικότητά μας είναι σε μεγάλο βαθμό τυχαία. Αλλά το να αναζητάς εξήγηση και αιτία είναι μια κάποια παρηγοριά.
Στο φύλλο της «Εφ.Συν.» στις 19 Αυγούστου στο εβδομαδιαίο παμφλέτο της στήλης με τον τίτλο «Οι απρόσωποι ιδιοκτήτες του πλούτου των εθνών» είχα τη φαεινή ιδέα να το συμπληρώσω (στις ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ) με ένα απόσπασμα από ομιλία του Μαρκησίου ντε Σαντ στη γαλλική εθνοσυνέλευση, στη διάρκεια της επανάστασης, στην οποία υποστήριζε την αποποινικοποίηση της κλοπής. Ακραίος σε όλα ο Ντε Σαντ, ισχυριζόταν η κλοπή έχει ως αποτέλεσμα μια κανονικότερη κατανομή του πλούτου, επιτείνει την ισότητα και παρακινεί στην καλύτερη προστασία της ιδιοκτησίας. Αναφερόταν στους Σπαρτιάτες, που περιλάμβαναν την κλοπή στις πολεμικές αρετές και δεξιότητες και υποστήριζε ότι ίσως ήταν προτιμότερο να τιμωρείται αντί του κλέφτη το θύμα της κλοπής λόγω ελλιπούς προστασίας της ιδιοκτησίας του.
Αλλά ό,τι γράφεις, λες ή αναπαράγεις πάντα έχει το ρίσκο να στραφεί εναντίον σου. Όπερ και εγένετο. Αν και το τσιτάρισμα της άποψης του Ντε Σαντ δεν σήμαινε και υιοθέτησή της, έμελλε να γίνει ένας ισχυρός σαρκασμός της δυσάρεστης έκπληξης που με περίμενε γυρίζοντας από τις διακοπές στο σπίτι.
Ανεβάζουμε με τη σύζυγό μου τα μπαγκάζια μέχρι την πόρτα του διαμερίσματος. Βάζουμε το κλειδί στην κλειδωνιά, η πόρτα υποχωρεί λες και ήταν ξεκλείδωτη και ερχόμαστε αντιμέτωποι με το χάος. Το διαμέρισμα έχει μετατραπεί σε έναν ερειπιώνα, με σωρούς πραγμάτων που έχουν πεταχτεί από ντουλάπες, ράφια, συρτάρια, βιβλιοθήκες, πατάρια και έχουν σωριαστεί σε πατώματα, κρεβάτια, καναπέδες. Δεν έχει κάτι πρωτότυπο η εικόνα και η εμπειρία, χιλιάδες άνθρωποι και νοικοκυριά έχουν υποστεί κάτι παρόμοιο, ιδιαίτερα κατά τον Αύγουστο της μισοάδειας Αθήνας με τις μισοάδειες πολυκατοικίες που οι λίγοι τους ένοικοι άλλωστε ήταν ανήσυχοι, ανασφαλείς και απορροφημένοι από την πολιορκία των πυρκαγιών. Αλλά όταν σου συμβαίνει αυτό, είναι μοναδικό και προσωπικό. Το ότι συμβαίνει και σε άλλους είναι μικρή παρηγοριά.
Η εικόνα και το σοκ που προκαλεί έχει σημασία. Όλα όσα βλέπεις σωριασμένα μπροστά σου είναι δικά σου, είναι πράγματα αγαπημένα ή κι άλλα που έχεις ξεχάσει την ύπαρξή τους, αλλά σωρευμένα όπως είναι σε έναν πολύχρωμο αχταρμά σού είναι εντελώς ξένα. Θέλεις να τα χώσεις σε μεγάλες μαύρες σακούλες σκουπιδιών και να τα πετάξεις, αλλά συγκρατείσαι γιατί ξέρεις πως πολλά σού είναι απαραίτητα, είναι ελάχιστοι όροι της ύπαρξής σου. Ψάχνεις απεγνωσμένα στον σωρό τα πολυτιμότερα, με όρους αξίας και προσωπικού συμβολισμού, αν και ξέρεις ότι είναι τα πρώτα που θα έχουν σουφρώσει οι εισβολείς, γι’ αυτά μπούκαραν στο σπίτι. Κανένα χρυσαφικό, ρολόγια. Αφαντα, φυσικά. Χρήματα δεν υπήρχαν, δεν βρήκαν, συσκευές, λάπτοπ και συναφή δεν ήταν στις προτιμήσεις τους, απλώς τις κακοποίησαν ψάχνοντας ρευστό και ρευστοποιήσιμα. Πενιχρή η συγκομιδή τους σε σχέση με τη ζημιά που σου έχουν προκαλέσει. Ίσως είναι σοφή η συμβουλή που δίνουν αστειευόμενοι κάποιοι: όταν λείπεις από το σπίτι άσε λίγα χρήματα σε εμφανές σημείο με το μήνυμα προς τους επίδοξους κλέφτες: «Πάρτε τα λεφτά, στο υπόλοιπο σπίτι δεν θα βρείτε τίποτε άλλο εκτός από ρούχα, κλινοσκεπάσματα, βιβλία, χαρτιά, προσωπικά αντικείμενα».
Προσπαθείς να αντισταθμίσεις τη μικρή προσωπική «τραγωδία» σου με την ιδέα ότι άλλοι υφίστανται πραγματικές τραγωδίες -καμένα σπίτια, χαμένοι άνθρωποι-, αλλά ούτε η φιλοσοφία ούτε η κοινωνική ανάλυση για το φαινόμενο της κλοπής μπορούν να σε βγάλουν από την αίσθηση ότι έχεις υποστεί βία πολύ προσωπικά. «Είναι σαν βιασμός» είπε κάποια φίλη, κι αν και δεν έχω τέτοιο βίωμα, καταλαβαίνω τι θέλει να πει στη θέα των εσώρουχων, των ρούχων, των καλτσών που έχουν σκορπιστεί παντού σε όλα τα δωμάτια και ίσως έχουν ποδοπατηθεί και μαγαριστεί από άγνωστα χέρια. Όλα πρέπει να πλυθούν πριν μπορέσεις να τα ξαναβάλεις πάνω σου. Ένας άθλος που επιτελεί για μέρες ακάματα κυρίως η σύζυγος.
Επειτα πρέπει να αρχίσει η συναρμολόγηση, η αποκατάσταση μιας τάξης που ήταν αποτέλεσμα συμβίωσης δεκαετιών στο «σπίτι σου». Αλλά ποια ήταν η τάξη αυτή; Από πού να αρχίσεις; Εσώρουχα, κάλτσες, φανέλες, μπλούζες, παντελόνια, πουκάμισα, φορέματα, σεντόνια, μαξιλαροθήκες, πετσέτες, κουβέρτες, μπλούζες, φούστες, βερμούδες, ρούχα καλοκαιρινά, ρούχα χειμωνιάτικα, ρούχα που δεν φοράς πια, ρούχα που δεν αποχωρίζεσαι και ας είναι δεκαετιών, ρούχα που δεν θυμάσαι καν πότε τα φορούσες και ίσως σου φαίνονται σχεδόν αστεία πια. Κι έπειτα ανάμεσα στο ρουχομάνι, εκατοντάδες αντικείμενα. Μπιμπελό, κοκαλάκια, συνδετήρες, φορτιστές, καλώδια, μανταλάκια, παλιά τηλέφωνα, ατζέντες, παιχνίδια, καρφίτσες, κέρματα, φάκελοι με έγγραφα που έχουν σκορπιστεί με μανία, παιδικά τετράδια, γραπτά μηνυματάκια του παιδιού όταν ήταν τριών, πέντε, δέκα ετών, θυμωμένα ή χαρούμενα, τα πρώτα γραπτά του σχολείου, οι πρώτες εκθέσεις, σχολικά βιβλία, μπιζού, μπουκαλάκια από κολόνιες και καλλυντικά, φάρμακα, μαχαιροπίρουνα, φορολογικές δηλώσεις, αποδείξεις αγοράς, γράμματα, ληξιαρχικές πράξεις γέννησης ή θανάτου, συμβόλαια, αποδείξεις εξόφλησης, αποκόμματα εφημερίδων ή περιοδικών, φωτογραφίες από την εποχή της αναλογικής εποχής, ενσταντανέ από τα ταξίδια της νιότης μας, οικογενειακές μαζώξεις, φιλικές συγκεντρώσεις, πάρτι, μασκαρέματα, τούρτες γενεθλίων. Και βιβλία. Εκατοντάδες βιβλία που πετάχτηκαν από τα ράφια των βιβλιοθηκών και εκσφενδονίστηκαν σε κάθε μεριά, διαλύοντας μια τάξη εν μέρει χρονολογική, εν μέρει θεματική πού ήταν προϊόν σπατάλης χρόνου και οικονομίας χώρου.
Περισσότερο από διάλυση της χωροταξίας των πραγμάτων που συνθέτουν την ιστορία και τη ρουτίνα της καθημερινότητάς μας, μια τέτοιου είδους κλοπή είναι μια βίαιη διάρρηξη της μνήμης. Τα ρούχα, τα αντικείμενα, τα βιβλία, τα έγγραφα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα μπουν σε μια σειρά, έστω και μια νέα σειρά και τάξη, αφού μεσολαβήσει το μεγάλο ξεφόρτωμα όσων είχαμε ξεχάσει πως μας ήταν περιττά (αυτή είναι η μικρή θετική συμβολή των εισβολέων). Αλλά η μνήμη που εκπροσωπούν όλα τα χρήσιμα και τα περιττά πώς ανασυντίθεται;
Τελικά η αποκατάσταση του χάους μετά την κλοπή γίνεται αναγκαστικά μια ανακεφαλαίωση στιγμιότυπων μιας ζωής που χώρεσε σε μερικές δεκάδες τετραγωνικά. Για την επίγευση της ανακεφαλαίωσης επιφυλάσσομαι, όταν και το τελευταίο βιβλίο βρει τη νέα θέση του στο ράφι, όταν και το τελευταίο ζευγάρι κάλτσες μπει στο συρτάρι ή πεταχτεί.
ΥΓ. Οχι, δεν νομίζω ότι οι κλέφτες που μπούκαραν στο σπίτι είχαν διαβάσει Ντε Σαντ ή θέλησαν να με τρολάρουν και να δοκιμάσουν την αξιοπιστία των γραφομένων μου (του). Αλλά εδώ ίσως χωράει λίγος Κοέλιο που βλέπει το σύμπαν να συνωμοτεί υπέρ μας ή, κυρίως, εναντίον μας.
Θεωρίες για την υπεραξία
Του άρεσε να έχει πράγματα δικά του, όχι πολλά. Λίγα και καλά που δεν θα τα αποχωριζόταν ποτέ. Τα ωραία πράματα σου δίνουν αυτοσεβασμό. Δεν ήθελε την επίδειξη, αλλά την ποιότητα, την αγάπη για την ποιότητα. Η ιδιοκτησία τού θύμιζε ότι υπήρχε, τον έκανε να απολαμβάνει την ύπαρξή του. Ήταν πολύ απλό. Κι αυτό ήταν πολύ σημαντικό. Υπήρχε. Δεν ήταν πολλοί αυτοί που ήξεραν τον τρόπο, ακόμη κι αν είχαν λεφτά.
Πατρίτσια Χάισμιθ, «Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ»