Η θέα μέσα από τα πεύκα
Written by v.psychogios on 16/07/2023
ΔΕΝΤΡΑ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΡΘΕΝΗΣ
Από το efsyn.gr / ΤΡΙΤΗ ΜΑΤΙΑ / Αρχοντία Κάτσουρα / 08-09.07.23
Μια δέσμη φωτός που σου τρυπάει το δέρμα, ενώ κλείνεις τα μάτια για να τα προστατεύσεις. Η εικόνα ενώ στρέφεις τα κλειστά βλέφαρα προς την πηγή του φωτός είναι κόκκινες, κίτρινες, λευκές και πορτοκαλί ασχημάτιστες φλόγες που τρεμοπαίζουν και αναμιγνύονται.
Βάζεις τα σκούρα γυαλιά στα τυφλά και ανοίγεις τα μάτια. Ο ήλιος άλλαξε θέση, βρήκε ένα κενό ανάμεσα στις πευκοβελόνες και σε ξύπνησε.
Από ένα πιο σκιερό σημείο κοιτάς ψηλά και βλέπεις το γαλάζιο σεντόνι του ουρανού στιγματισμένο με το πράσινο του πεύκου, που πότε πότε μοιάζει κίτρινο, όταν το βρίσκει ο ήλιος, και σκούρο, σχεδόν κυπαρισσί όταν δεν το κοιτάζει το φως. Το αεράκι μυρίζει καλοκαίρι: ρετσίνι που χύνεται ζεστό από τους πόρους του δέντρου, μια υποψία φρούτων και αντηλιακού, ιώδιο και αλάτι.
Κάνει ζέστη, αλλά στη σκιά αυτή είναι καλά. Καπέλο δεν χρειάζεσαι, το δέρμα απολαμβάνει το ευγενικό αεράκι. Ξαπλώνεις ξανά στην ψάθα, μπρούμυτα, βγάζεις τα γυαλιά και κλείνεις τα μάτια. Αχ και να μπορούσες να κοιμηθείς… Μπορεί και να το κάνεις, αν αποφασίσεις να ξεχάσεις τα τζιτζίκια που σκάνε από το τραγούδι για μια ζωή χωρίς αύριο. Στις ρίζες του δέντρου, τα προκομμένα μυρμήγκια επιβεβαιώνουν τη δική τους εκδοχή του μύθου. Λεπτά ξυλαράκια, ξερά χόρτα, ψίχουλα και άλλα, αδιευκρίνιστης ταυτότητας πράγματα μεταφέρονται με ζέση προς μια φωλιά, που δεν βλέπεις την είσοδό της. Εκείνα θα κάνουν διακοπές τον χειμώνα.
Ενας μαύρος μπάμπουρας σπρώχνει με τα κέρατά του και τα μπροστινά πόδια του έναν μαύρο βώλο από λάσπη, πετραδάκια και ποιος ξέρει τι άλλο. Ζορίζεται, ειδικά στα θηριώδη για το μέγεθός του υψώματα που ξεπερνούν τα δύο εκατοστά, αλλά δεν το βάζει κάτω. Προσπαθεί και τα καταφέρνει. Σε λίγο χάνεται από τα μάτια σου. Δεν πρόλαβες να ρωτήσεις πού πάει. Ούτε το σκέφτηκες τόσο απασχολημένος που ήταν.
Γυρίζεις ανάσκελα, διώχνεις με το χέρι τη χρυσόμυγα που μύρισε το αντηλιακό σου και σε μπέρδεψε με κάτι βρώσιμο και κοιτάζεις ξανά ψηλά. Δεν μπορείς χωρίς γυαλιά. Παρατηρείς το παιχνίδι του φωτός με το χρώμα του ουρανού, τον αέρα και τις πράσινες βελόνες. Τα τζιτζίκια σιγά σιγά σιωπούν κι εσύ βυθίζεσαι σε κάτι που μοιάζει με ύπνο και ξύπνιο. Εχεις συνείδηση του περιβάλλοντος, αλλά δεν μπορείς -μήπως δεν θέλεις όμως- να κινηθείς. Το σώμα σου έχει παραδοθεί στο αφράτο στρώμα της άμμου κάτω από την ψάθα, το μυαλό σου σβήνει ό,τι δεν θέλεις να σκεφτείς και δεν υπάρχει αύριο… Κοιμήθηκες.
Ιδρώτας που τρέχει μέσα στα κοκαλωμένα από το αλάτι μαλλιά και στον σβέρκο σου είναι αυτό που σε ξυπνάει και θέλεις οπωσδήποτε να δροσιστείς. Σηκώνεσαι τεμπέλικα και κοιτάς γύρω σου. Ολα είναι πράσινα σαν τις βελόνες του πεύκου, γαλάζια σαν τον ουρανό και τη θάλασσα και λευκά σαν το φως του ήλιου.
Κάνεις δέκα βήματα, βρέχεις τα πόδια σου και μετά πέφτεις με το κεφάλι στο νερό. Αυτό ήταν. Τώρα ξύπνησες για τα καλά. Μόνο που αυτό που βλέπεις όταν ανοίγεις τα μάτια σου δεν είναι η παραλία, ούτε η θέα μέσα από τα πεύκα. Είναι η κουρτίνα από το ντους στο μπάνιο σου, που επίτηδες είχες διαλέξει σε χρώματα «θαλασσινά» και ο χώρος μυρίζει αντί για πεύκο και ιώδιο αφρόλουτρο με άρωμα λεβάντα, σαμπουάν με μαγιά μπίρας και σαπούνι από γνήσιο ελαιόλαδο.
Και η παραλία, ποια παραλία ήταν; Μα εκείνη στην Πάτμο με τα «φυτεμένα» πεύκα στην άμμο, η άλλη στη Σκόπελο που τα δέντρα σκίαζαν το νερό, μια που είχες δει μόνο σε φωτογραφίες στη βόρεια Εύβοια και μια που ακόμα σε περιμένει να την επισκεφθείς. Ξέρεις εσύ ποια.
Σκουπίζεσαι, ντύνεσαι ελαφρά, αφήνεις τα μαλλιά να στεγνώσουν με τον αέρα και βγαίνεις στο μπαλκόνι χωρίς παπούτσια. Ετσι, για το πείσμα της μέρας και για τον Ιούλιο που φωνάζει καλοκαίρι.