Current track

Title

Artist


Η εικόνα που συγκλόνισε το Γ. Ρίτσο και έγραψε τον Επιτάφιο πριν 88 χρόνια

Written by on 09/05/2024

Από το sytatticabank & youtube

Σαν σήμερα 88 χρόνια πριν 09.05.1936 στην Θεσσαλονίκη η χωροφυλακή διαλύει βίαια συγκέντρωση απεργών καπνεργατών. Απολογισμός 12 νεκροί και 32 τραυματίες. Ο Γιάννης Ρίτσος θα γράψει λίγο αργότερα όταν είδε μια μάνα πάνω απ’ το νεκρό παιδί της το ποίημά «Επιτάφιος». Στην συνέχεια θα το μελοποιήσει ο Μίκης Θεοδωράκης.
«Μέρα Μαγιού μου μίσεψες». Η Κατίνα, πεσμένη στα γόνατα στο δρόμο πάνω από το άψυχο σώμα του γιου της, θρηνεί για τον Τάσο που έπεσε χτυπημένος από σφαίρες χωροφυλάκων. Είναι Μάιος του 1936 στη Θεσσαλονίκη και το πανελλήνιο συγκλονίζεται. Ο Γιάννης Ρίτσος αντικρίζει την εικόνα και πυροδοτείται μέσα του η καυτή ποιητική λάβα, που οδήγησε στη συγγραφή του Επιταφίου. 
Τον Επιτάφιο που στη συνέχεια έμελλε να τραγουδήσει όλη η Ελλάδα, καθώς μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη.
«Γιέ μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γρικάς τα που πικρά σου λέω;»
Ο 25χρονος Τάσος Τούσης είναι νεκρός, οι σύντροφοί του ξηλώνουν μια πόρτα από οικοδομή για να τον μεταφέρουν, ενώ η μάνα του μοιρολογεί. Ενας φωτογράφος αποτυπώνει τη στιγμή. Η Κατίνα πάνω από τον νεκρό Τάσο. Ο Γιάννης Ρίτσος μέσα σε τρεις μέρες γράφει 14 από τα 20 ποιήματα και δημοσιεύει κάποια εξ αυτών στον Ριζοσπάστη στις 12 Μαΐου. Το βιβλίο με τα ποιήματα του Επιταφίου κυκλοφορεί τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου. Τα χρόνια περνάνε, ο Επιτάφιος για λίγο ξεχνιέται, μέχρι που χρόνια μετά ο Ρίτσος τον επανεκδίδει και στέλνει ένα αντίτυπο στον Μίκη Θεοδωράκη στο Παρίσι, γράφοντάς του ««το βιβλίο τούτο κάηκε από τον Μεταξά στα 1938 κάτω από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός».
Συνεπαρμένος ο Θεοδωράκης αρχίζει να το μελοποιεί. Οπου βρεθεί, ακόμη και στο αυτοκίνητο περιμένοντας τη γυναίκα του να γυρίσει από τα ψώνια. Στέλνει τα πρώτα αποτελέσματα της δουλειάς του στο Ρίτσο, αλλά και στο Χατζιδάκι. Επιστρατεύει τον Γρηγόρη Μπηθικώτση για το πιο λυγμικό και αντρίκιο θρήνο της ελληνικής μουσικής. Το 1961 κυκλοφορεί ο δίσκος.
«Και μούλεες, γιε, πως όλ’ αυτά τα ωραία θάναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ’ έσβησε το φέγγος κ’ η φωτιά μας.»
Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ του Γιάννη Ρίτσου (1936), ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ του Μίκη Θεοδωράκη (1961) και εμείς (2000)
Τη Μεγάλη Τρίτη και τη Μεγάλη Τετάρτη, 25 και 26 Απρίλη 2000, στη Μουσική Σκηνή “Μακάρι”, Ζωοδόχου Πηγής 125 και Κομνηνών, Νεάπολη-Εξάρχεια παρουσιάστηκε το έργο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ των Γιάννη Ρίτσου-Μίκη Θεοδωράκη. Στο κορυφαίο αυτό ποιητικό και μουσικό έργο απήγγειλε η ηθοποιός Νόρα Λιάμη και ερμήνευσε ο τραγουδιστής Βασίλης Κονταξής (κλασσικό τραγούδι-συνεργασία με μουσικά σύνολα της ΕΡΤ). Συνόδεψε στην κιθάρα η Δέσπω Βαρουδάκη (σπουδές σε κλασσική κιθάρα-μουσικολογία), η οποία επιμελήθηκε και την προσαρμογή των τραγουδιών για φωνή και κιθάρα. Συμμετείχε επίσης ο Κώστας Στεφόπουλος (φυσαρμόνικα). Επιδιώχθηκε μια λιτή παρουσίαση του ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ με συνδυασμό θεατρικού αναλογίου και τραγουδιού, προσαρμοσμένη στο ύφος των ημερών της Μεγάλης Εβδομάδας. Το κείμενο που ακολουθεί αφορά την παρουσίαση της παράστασης που έκανε ο Ηλίας Γιαννίρης)
Εισαγωγικό σχόλιο
Είμαστε στη Μεγάλη Εβδομάδα του 2000. Ήρθαμε όλοι μας εδώ, στο φιλόξενο Μουσικό Καφενείο “Μακάρι” για να απολαύσουμε τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ του Ποιητή Γιάννη Ρίτσου σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και σε ερμηνεία και απόδοση “δική” μας, φιλική, ζεστή, χωρίς μικρόφωνα, κατανυκτικά, έχοντας πλήρη επίγνωση για το τι συντελείται τη Μεγάλη Εβδομάδα, της Εβδομάδας των Παθών του Χριστού.
Από μόνη της αυτή η συνεύρεσή μας σήμερα έχει μια περίεργη θρησκευτικότητα, μια περίεργη σχέση με το πνεύμα. Ανεξάρτητα από το αν πάμε ή δεν πάμε εκκλησία, φαίνεται ότι έχουμε κάποια μυστικά-μυστικιστικά στοιχεία ενσωματωμένα μέσα μας ώστε να μπορούμε να αισθανόμαστε κατανυκτικά αλλά και με το βάθος του χρόνου. Βάθος χρόνου όχι μόνο για τον αιώνα που πέρασε αλλά τον ιστορικό χρόνο του Βυζαντίου, τουλάχιστον.
Και είμαστε τυχεροί που η τέχνη στη δική μας περιοχή, στην Ανατολική Μεσόγειο, μπορεί ακόμη να βρίσκει τους τρόπους να εκσυγχρονίζεται, να μετασχηματίζεται, και τελικά να μας εκφράζει. Μια τέτοια περίπτωση είναι και ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ.
Ο Επιτάφιος εγγράφεται ως καινοτομία και πρωτοπορία τόσο στην ποίηση όσο και στη μουσική
Ο Επιτάφιος Θρήνος στη θρησκευτική μας παράδοση ξέρουμε τι είναι. Τι είναι όμως ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ των Ρίτσου-Θεοδωράκη και γιατί μας συν-κινεί; Ψάχνοντας ανακάλυψα μερικές ιδιότητες που θέλω να μοιραστώ μαζί σας.
Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ είναι ένα έργο πρωτοποριακό που έχει στο ενεργητικό του αρκετές πρωτιές και καινοτομίες. Ας τις πούμε περιληπτικά:
Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ως ποίημα είναι το πρώτο έργο του Γ. Ρίτσου που σηματοδοτεί το νέο του ύφος, ως ποιητή, το ύφος του που όλοι μας ξέρουμε.
Είναι το πρώτο ποιητικό έργο που οριοθετεί την γενιά του τριάντα σε δύο διακριτές φάσεις, την φάση του Καρυωτακισμού, όπως εύστοχα έχει περάσει στην ιστορία της λογοτεχνίας, και στη φάση της νέας “κοινής” ποιητικής. Θα εξηγήσουμε αργότερα τι σημαίνει αυτό.
Είναι το πρώτο ποιητικό έργο που σπάζει το μίζερο κύκλο των πενιχρών πωλήσεων, κυκλοφορεί ευρύτατα και γίνεται ανάρπαστο, φέρνοντας μεγάλα τμήματα του λαού σε επαφή με την ποίηση.
Είναι το έργο που σηματοδοτεί το κλείσιμο του τριγώνου Σεφέρης-Ελύτης-Ρίτσος, ένα κλείσιμο που θα μπορούσε και να μην είχε γίνει αν δεν υπήρχε η προσωπικότητα του ίδιου του Ρίτσου.
Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ως μέλος είναι το πρώτο έργο που παρουσιάζει ο Μ. Θεοδωράκης στην Ελλάδα μετά την επιστροφή του από το Παρίσι.
Είναι το πρώτο μουσικό έργο που οριοθετεί αυτό που αργότερα προσδιορίστηκε ως “έντεχνο” τραγούδι.
Είναι το πρώτο έργο στο οποίο συνδέεται μια λαϊκή φωνή (Γρ. Μπιθηκώτσης) με το κορυφαίο μπουζούκι της εποχής (Μ. Χιώτης) σε ένα έργο “έντεχνο” βασισμένο σε ένα ποιητικό έργο.
Είναι το πρώτο έργο που στηρίχθηκε σε ένα μεγάλο ποιητή και άνοιξε το δρόμο για τη μελοποίηση των ποιητών μας και την ευρύτατη επαφή του λαού με την νεοελληνική ποίηση.
Είναι το πρώτο έργο που σήμανε τη συνεργασία μεταξύ του Μ. Θεοδωράκη και του Μ. Χατζηδάκη, αφού ο πρώτος που παρουσίασε το έργο αυτό μελοποιημένο από το Μ. Θεοδωράκη στο κοινό ήταν ο ίδιος ο Μ. Χατζηδάκης που συνόδευσε στο πιάνο. Η κοινή συναυλία των δύο συνθετών στο Θέατρο Κεντρικόν έγινε τρία χρόνια μετά την εγγραφή του ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ σε δίσκο.
Είναι το πρώτο έργο που εγγράφεται στην ελληνική δισκογραφία σε δίσκο LP Long Play δηλαδή 33 στροφών, το 1961.
Νομίζω ότι ήδη αντιλαμβάνεστε ότι δεν είναι τυχαία και συμπτωματική η σχέση μας με τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ των Ρίτσου-Θεοδωράκη. Τόσο το ποίημα όσο και η μελοποίησή του ήταν σημαντικές καινοτομίες στην τέχνη του 20ού αιώνα.
Αυτό που σίγουρα πρέπει να απασχολήσει τον καθένα μας είναι το ερώτημα “τι σημαίνει σήμερα για μας ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ”, “γιατί ήρθαμε να τον ξανα-ακούσουμε”; Μήπως, η εποχή μας βρίσκεται σε κάποια μετάβαση, όπως το 1936 ή το 1961; Κάτι που αν συμβαίνει θα το συνειδητοποιήσουμε έτσι κι αλλιώς μερικά χρόνια μετά; Ό,τι κι αν είναι, εμείς είμαστε εδώ, σήμερα, για δικούς μας, αδιευκρίνιστους ακόμη λόγους, όπως για αδιευκρίνιστους λόγους τότε, αλλά πολύ ουσιαστικούς, ο Γ. Ρίτσος έπιασε συγκινημένος την πένα του και έγραψε τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ το 1936.
Η “έντεχνη” ποίηση που έκανε ο Γ. Ρίτσος με τον Επιτάφιο
Ας αναφερθούμε λίγο στην εποχή που γράφτηκε το έργο.
“Γύρω στα 1930 η λογοτεχνική ατμόσφαιρα της Αθήνας ήταν ακόμη τόσο καταθλιπτική ώστε ακόμη και ανυποψίαστοι νεαροί από επαρχίες, όπως ο Νικηφόρος Βρεττάκος (Κροκεές-1911) και ο Γιάννης Ρίτσος (Μονεμβασιά-1909) “δεν κατάφερναν να προφυλαχθούν από την επιδημία της αυτοκαταστροφής του “καρυωτακισμού” και να μην παρασυρθούν από την τετριμμένη και άχρωμη ποίηση της πρωτεύουσας”, γράφει ο Mario Vitti
Τι είναι “Καρυωτακισμός”; “Ο κόσμος του Καρυωτάκη είναι κόσμος αποκλεισμού. Είναι η αντίδρασή του να συμβιβαστεί με το περιβάλλον”, εξηγεί ο Γιάννης Δάλλας στον Πλάγιο Λόγο.
Βέβαια, τίποτε δεν γίνεται “εν κενώ”. Παράλληλα με την αντιστράτευση της ρομαντικής και της ποιητικής λογιότητας, οι δημοτικιστές κυρίως είχαν ήδη διαμορφώσει τη γνωστή ποιητική πεπατημένη που (κατά τον Γιάννη Δάλλα) έχει ως εξής:
Δημοτικά Τραγούδια → Βαλαωρίτης → Κρυστάλλης → Παλαμάς → Σικελιανός → Βάρναλης. Σε αυτή τη διαδοχή, όπως θα δούμε έρχεται να προστεθεί και ο Γ. Ρίτσος με τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ.
“Το Μάϊο του ’36, η βίαιη καταστολή των εργατικών συλλαλητηρίων των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη προκαλούσε δώδεκα θύματα ανάμεσα στους απεργούς.”. Η φωτογραφία της Μάνας που θρηνεί στο πεζοδρόμιο ένα από τα σκοτωμένα παλικάρια κάνει το γύρο του κόσμου.
Ο Γιάννης Ρίτσος, έχοντας ήδη εκδώσει δύο συλλογές, συγκινείται από τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης και γράφει τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ.
Ο Επιτάφιος σηματοδοτεί μια στροφή στο ποιητικό ύφος του Γιάννη Ρίτσου, καθώς τον γράφει στη γλώσσα του δημοτικού μοιρολογιού, ώστε ο πόνος του να αντανακλά τον πόνο ολόκληρου του λαού.
Για τον Vitti, τότε συντελείτο ένα πέρασμα από τον “Καρυωτακισμό” στον Πόνο του Λαού. Ίσως να συντελείτο και ένα πέρασμα από την ατομική-ενστικτώδικη ή διδακτική ποίηση στην “έντεχνη” ποίηση. Το αποτέλεσμα χαρακτηρίζεται από τον Vitti ως η “παθητική αντίσταση της θλίψης”.
Η αξιοποίηση της νέας “κοινής στην ποιητική γλώσσα από το Γ. Ρίτσο
Ο κλασικόμορφος μονόλογος του Ρίτσου αξιοποιεί τη νέα “κοινή” στην ποιητική γλώσσα που εισάγεται στο ποιητικό σύστημα του 1935 από τους Ελύτη και Σεφέρη. Η νέα “κοινή” με το να επιδιώκει την απλότητα και να στηρίζεται σε βιώματα κοινότερα…ανοίγει την πόρτα σε νέες δυνατότητες επικοινωνίας, είναι ένα όργανο φύσει “δημοκρατικότερο”. Αυτό το πρωτοποριακό άνοιγμα που θα μπορούσε να περάσει ανεκμετάλλευτο, το πραγματοποίησε ο Γ. Ρίτσος, με την οικειοποίηση της νέας “κοινής” και την υποταγή της στις ανάγκες του, αποτινάζοντας την επαναστατική προλεταριακή γλώσσα που κληρονόμησε από το Βάρναλη.
Μάλιστα, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Δημήτρης Μαρωνίτης η ποιητική εγγραφή του Ρίτσου δεν γίνεται από την πλευρά ενός ευαίσθητου παρατηρητή, που συμπαθητικά μελετά τον κρίσιμο κοινωνικό χώρο του σύγχρονου έλληνα εργάτη και του κοινωνικά υποβαθμισμένου μικροαστού, αλλά ευρισκόμενος στο κέντρο αυτού του μικρόκοσμου.
Είκοσι χρόνια μετά…
Κατά τον Μιχάλη Μερακλή, στη 10ετία του ’50 πολλοί ποιητές καλλιέργησαν την κοινωνική-ανθρωπιστική ποίηση τόσο που ο συγγραφέας μιλάει για πνευματικό και κοινωνικό φαινόμενο και “κίνημα” βασισμένο σε ένα εκτεταμένο στη χρήση του ιδίωμα Ρίτσου, και μια ποιητική “κοινή”. Ωστόσο, τα πράγματα στη 10ετία ’50 με αρχές της 10ετίας ’60 δεν είναι καθόλου καλά. Το 1961 ο Αναγνωστάκης (1925) δίνει το στίγμα της μεταπολεμικής εποχής ως εξής:
“Μέσα σε ένα ασφυκτικό χώρο όπου λείπει το οξυγόνο της ελευθερίας, μέσα στις δύσοσμες συνθήκες που έχουν παγιωθεί από χρόνια τώρα στην πατρίδα μας -η δική μας γενιά αποδεκατισμένη από τα καλύτερα παιδιά της, χτυπημένη από παντού, έμεινε ουσιαστικά στις στήλες του περιθωρίου… Σ’ έναν τόπο που σ’ όλους τους τομείς αποθεώνεται η μετριότητα, η δουλοπρέπεια και ο ελιγμός -η απορφανισμένη γενιά μας …κινδυνεύει να ενταφιαστεί άφωνη, μονίμως υποσχόμενη, ενώ η κλεψύδρα του χρόνου αμείλικτα εξαντλείται”
Μέσα σε αυτό το κλίμα, κατά περίεργο τρόπο, η μελοποίηση του Επιταφίου είχε μια αντίστοιχη πορεία μετάβασης από το παλιό στο καινούργιο.
Βρισκόμαστε δηλαδή σε έναν ιδιότυπο μεταπολεμικό “καρυωτακισμό” όπου η μελοποίηση του Επιτάφιου ήρθε να σηματοδοτήσει μια γενική στροφή στην αντίληψη του λαού για το τραγούδι και την ποίηση. Αυτή η στροφή ήρθε να διαφοροποιηθεί από το παραδοσιακό τραγούδι, αλλά και από το ρεμπέτικο και το λαϊκό αλλά και να θεωρηθεί ως η “έντεχνη” συνέχειά του.
Η μελοποίηση του Επιταφίου από το Μίκη Θεοδωράκη και το “έντεχνο” τραγούδι
Το 1945 ο Μ Χατζιδάκις γοητεύεται από το Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου και γράφει έναν κύκλο τραγουδιών ανοίγοντας την πρώτη καλλιτεχνική του περίοδο. Ήδη στη 10ετία του ’50 είναι πολύ γνωστός.
Το 1959 εμφανίζεται ο Μ. Θεοδωράκης από το Παρίσι αποφασισμένος να ασχοληθεί με τη λαϊκή μουσική και την πολιτική και κοινωνική της σημασία. Έχει ήδη μελοποιήσει τον Επιτάφιο όταν τον παραπέμπουν από την εταιρεία στον Μάνο Χατζηδάκι. Ο Μάνος Χατζηδάκις συμφώνησε με τον όρο να ενορχηστρώσει και διευθύνει ο ίδιος και μάλιστα να επιλέξει ο ίδιος τη φωνή, πράγμα που δέχτηκε ο Μίκης Θεοδωράκης Ο Χατζηδάκης ανερχόμενος και αγαπητός στους ισχυρούς καλλιτεχνικούς κύκλους παρουσιάζει τον Επιτάφιο του Θεοδωράκη παίζοντας ο ίδιος στο πιάνο, και έχοντας επιλέξει ως φωνή τη Νάνα Μούσχουρη. Μάλιστα, τότε εκτελέστηκαν και άλλα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη. Ούτε στον κόσμο αλλά ούτε και στο Μίκη άρεσε το αποτέλεσμα αφού απουσίαζε η “λαϊκότητα” η “αμεσότητα”, δηλαδή το στοιχείο που το ίδιο το ποίημα το περιείχε. Έτσι αποφάσισε να κάνει δική του ενορχήστρωση και να δισκογραφήσει τον Επιτάφιο με Μπιθικώτση-Χιώτη.
Το 1961 ο Γρ Μπιθηκώτσης τραγουδά τον Επιτάφιο. Είναι μάλιστα ο πρώτος δίσκος LP
“Στην Ελλάδα” γράφει ο δημοσιογράφος Γιώργος Νοταράς, “η κοινωνική και η αισθητική ανατροπή ξεκίνησαν παρέα, χέρι-χέρι, μέσα από το τραγούδι, με ιστορική αφετηρία τη συνάντηση του Μίκη Θεοδωράκη με το Γιάννη Ρίτσο στον “Επιτάφιο”. Επρόκειτο για ελληνικής ταυτότητας ανατροπή, γιατί το ζητούμενο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ήταν ν’ αλλάξει ο κόσμος, αλλά κατ’ αρχάς η Ελλάδα. Ο”Επιτάφιος” λοιπόν, με τη σπουδαία ποίηση και τη μουσική του, αλλά βασισμένος σε λατρεμένους λαϊκούς ρυθμούς και με τη μοναδική φωνή του Μπιθικώτση έκανε την πρώτη κίνηση και η απήχησή του ήταν καταλυτική παντού.”
“Με το έντεχνο λαϊκό τραγούδι” αναφέρει ο Λάμπρος Λιάβας, “ο Χατζηδάκης ο Θεοδωράκης ο Ξαρχάκος και οι συνεχιστές τους θέτουν ένα νέο αίτημα ελληνικότητας, επανατοποθετώντας την ελληνική ευαισθησία απέναντι στα νέα κοινωνικά, πολιτικά, πολιτισμικά δεδομένα των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Και για άλλη μια φορά, συνδέουν το λόγο με τη μουσική, φέρνοντας με τους “κύκλους” των τραγουδιών τους τη μεγάλη ποίηση στο στόμα του λαού”.
Μερικά σχόλια για τη δομή του ποιήματος
Ο Επιτάφιος αποτελείται από είκοσι ισομεγέθη μέρη. Ωστόσο, υπάρχει μια σημαντική διάσταση στην ανάπτυξη του έργου που ξεπερνάει αυτή την “αριθμητική” ή “ποσοτική” διαίρεση και αντιστοιχεί περισσότερο προς τη λαϊκή συμπεριφορά ενός θρήνου για θάνατο, δηλαδή ενός μοιρολογιού, αλλά αντιστοιχεί επίσης και στο πνεύμα του Επιταφίου και της Ανάστασης του Πάσχα.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ: Στην αρχή το έργο ξεκινάει με τη διαπίστωση του θανάτου από τη μάνα: “πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δεν θωρείς που κλαίω, και δεν σαλεύεις… (μέρος Ι)
Ύστερα η μάνα εκφράζει την απόγνωσή της: “Πώς μ’ άφησε να σέρνουμαι και να πονώ μονάχη;” (μέρος ΙΙ)
ΤΟ ΝΕΚΡΟ ΣΩΜΑ: Ακολουθεί η λεπτομερής περιγραφή του κορμιού του γιού της που τώρα είναι νεκρό στα χέρια της: Μαλλιά, φρύδι, μάτια, χείλια, στήθη, μπούτια, για να κορυφωθεί με εκείνο το “και γω μη μου βασκάνουνε, λεβέντη μ’ τέτοιον άντρα – σού κρέμαγα το φυλαχτό με τη γαλάζια χάντρα” (μέρος ΙΙΙ).
Η ΜΟΙΡΑ: Ύστερα η μάνα σκέφτεται τη μοίρα, την κακιά ώρα: “Ποιά μοίρα στόγραφε… είχες τα μάτια σκοτεινά… και γω η φτωχιά κι ανέμελη ουδέ κακόβαλα στιγμή…” (μέρος VI)
Ακολουθεί η απουσία, το κενό που αφήνει πίσω του: “θα καρτεράει το κρύο νερό το δροσερό σου στόμα” (μέρος V)
Ο ΘΡΗΝΟΣ: Ο Θρήνος στον οποίο ξεσπάει η μάνα είναι ένα από τα κύρια σημεία του πρώτου μέρους: Μέρα Μαγιού σε χάνω… Πώς θα γυρίσω μοναχή;… σιωπή κοιμάται το μωρό μου… ποιός μουτο πήρε;… πού πέταξε τ΄αγόρι μου, … δεν έμενες στο σπίτι… (Μέρη VI, VII, VIII)
Η ΥΒΡΙΣ: Ακολουθεί μιά κορυφαία στιγμή, της οργής, της ύβρεως, καθώς η μάνα στρέφεται προς το Θεό: “αν ήσουν δίκαιος δίκαια θα μοίραζες την πλάση” (μέρος IX)
ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΙ: Αμέσως μετά, η μάνα καταπέφτει και αρχίζει το μοιρολόι, τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ ΘΡΗΝΟ: “και κει που σε καμάρωνα, πλατάνι παλικάρι, έτρεμα μη πνοή αγεριού στον ουρανό σε πάρει”, μές στη ματιά σου διάβαζα της ζωής την άλφα-βήτα”… “η έρμη ντρέπουμαι γιόκα μου εσύ να λείπεις κι ακόμα εγώ νάχω φωνή”… (μέρη X, XI, XII, XIII)
Ο ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ: Μετά το μοιρολόι, που ήταν και ο κυρίως ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΘΡΗΝΟΣ, η μάνα περνάει σε μια μεταβατική κατάσταση, λίγο πριν την Ανάσταση: “τώρα που μου μίσεψες μου λύθηκεν η γλώσσα…”, στου πελάγου το βυθό πλανιέμαι… κι ακόμα μήτε να πνιγώ μήτε ν’ ανέβω πάνω”, λίγο ψωμάκι ζήτησες και σούδωκαν μαχαίρι”, … “αχ γόκα μου δεν πάει μου να σε κλάψω” … “κόσμος περνά και με σκουντά… μ’ ανασηκώνουνε, χιλιάδες γιούς ξανοίγω” (μέρη XIV, XV, XVI, XVII).
Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ: Το έργο τελειώνει με την Ανάσταση: “Δεν είναι ξόδι τούτο δω, πιότερο γάμος μοιάζει” … “γιε μου το ξέρεις, πιο από πριν, τώρα κοντά σου στέκω” … “ξύπνα να δεις να πεις να το χαρείς ακέριο τ’ όνειρό σου” λεει η μάνα γιατί σμίξαν οι ανθρώποι και οι λύκοι αποτραβηχτήκαν… “γλυκέ μου εσύ δεν πέθανες, μέσα στις φλέβες μου είσαι” … “στ’ αδέρφια σου σμίγω την οργή μου, σου πήρα το ντουφέκι σου κοιμήσου εσύ πουλί μου” (μέρη XVIII, XIX, XX).
Η σημερινή εκτέλεση
Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ πρωτοπαίχτηκε, όπως είπαμε, με Μάνο Χατζηδάκι στο πιάνο και Νάνα Μούσχουρη φωνή.
Ακολούθησε το 1961 η εκτέλεση που όλοι ξέρουμε.
Το ερμήνευσε επίσης ο Σπύρος Σακάς με τον Γιώργο Κουρουπό στο πιάνο, και η Νένα Βενετσάνου με τον Τάσο Καρακατσάνη στο πιάνο.
Σήμερα θα ακούσουμε ολόκληρο το έργο, δηλαδή και τα μη μελοποιημένα μέρη.
Το έργο θα παρουσιαστεί ενιαίο, χωρίς διάλειμμα και, παρακαλούμε, χωρίς ενδιάμεσα χειροκροτήματα.
Παρακαλούμε, κλείστε τώρα τα κινητά σας.
Ας προσπαθήσουμε όλοι να πετύχουμε την ατμόσφαιρα της κατάνυξης που χρειάζεται για να το απολαύσουμε
Το ποίημα απαγγέλλει η Νόρα Λιάμη.
Τα μελοποιημένα μέρη ερμηνεύει ο Βασίλης Κονταξής.
Η προσαρμογή του έργου για κιθάρα και η συνοδεία κιθάρας είναι της Δέσπως Βαρουδάκη.
Συνοδεύει με φυσαρμόνικα ο Κώστας Στεφόπουλος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Δάλλας Γιάννης, Πλάγιος λόγος, Δοκίμια Κριτικής Εφαρμογής, Καστανιώτης, Αθήνα, 1989
  • Μαρωνίτης Δ.Ν., Πίσω Μπρος, Προτάσεις και υποθέσεις για τη νεοελληνική ποίηση και πεζογραφία, Στιγμή, Αθήνα, 1986.
  • Μερακλής Μιχάλης, Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία 1945-1980, Μέρος Πρώτο ΠΟΙΗΣΗ, Πατάκης, Αθήνα, 1987.
  • Νοταράς Γιώργος, Δημοσιογράφος, “Μουσική-Απόλυτη Ρήξη”, Η Ελλάδα στον 20ό αιώνα 1960-65, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-Επτά Ημέρες, 5-12-1999.
  • Vitti Mario, Η Γενιά του 30- Ιδεολογία και Μορφή. Ερμής, Αθήνα, 1982.
  • Vitti Mario, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, μετ. Μυρσίνη Ζορμπά, Οδυσσέας, Αθήνα, 1978.
  • Επιτάφιος : Στίχοι Γιάννη Ρίτσου σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη
  • {youtube}UOiMmJ8ErOM{/youtube}
ΠΟΥ ΠΕΤΑΞΕ Τ’ ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ
Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου
καρδούλα της καρδιάς μου
πουλάκι της φτωχιάς αυλής
ανθέ της ερημιάς μου.
Πού πέταξε τ’ αγόρι μου
πού πήγε, πού μ’ αφήνει.
Χωρίς πουλάκι το κλουβί
χωρίς νερό η κρήνη.
Πώς κλείσαν τα ματάκια σου
και δεν θωρείς που κλαίω
και δεν σαλεύεις δεν γρικάς
τα που πικρά σου λέω.
ΧΕΙΛΙ ΜΟΥ ΜΟΣΚΟΜΥΡΙΣΤΟ
Μαλλιά σγουρά που πάνω τους
τα δάχτυλα περνούσα
τις νύχτες που κοιμόσουνα
και πλάι σου ξαγρυπνούσα.
Φρύδι μου γαϊτανόφρυδο
και κοντυλογραμμένο,
καμάρα που το βλέμμα μου
κούρνιαζε αναπαμένο.
Μάτια γλαρά που μέσα τους
αντίφεγγαν τα μάκρη
πρωινού ουρανού και πάσκιζα
μην τα θαμπώσει δάκρυ.
Χείλι μου μοσκομύριστο
που ως λάλαγες ανθίζαν
λιθάρια και ξερόδεντρα
κι αηδόνια φτερουγίζαν.
(Στήθια πλατιά σαν τα στρωτά
φτερούγια της τρυγόνας
που πάνωθέ τους κόπαζε
κ’ η πίκρα μου κι ο αγώνας.
Μπούτια γερά σαν πέρδικες
κλειστές στα παντελόνια
που οι κόρες τα καμάρωναν
το δείλι απ’ τα μπαλκόνια.
Και γώ, μη μου βασκάνουνε,
λεβέντη μου τέτοιο άντρα,
σου κρέμαγα το φυλαχτό
με τη γαλάζια χάντρα.
Μυριόρριζο, μυριόφυλλο
κ’ ευωδιαστό μου δάσο,
πώς να πιστέψω η άμοιρη
πως μπόραε να σε χάσω;)
Οι στροφές που βρίσκονται στην παρένθεση δεν έχουν μελοποιηθεί.
ΜΕΡΑ ΜΑΓΙΟΥ ΜΟΥ ΜΙΣΕΨΕΣ
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες
μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη γιε που αγάπαγες
κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες
και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου
το φως της οικουμένης
Και μου ιστορούσες με φωνή
γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια
τόσα όσα μήτε του γιαλού
δεν φτάνουν τα χαλίκια
Και μου ‘λεγες πως όλ’ αυτά
τα ωραία θα ειν’ δικά μας
και τώρα εσβήστης κι έσβησε
το φέγγος κι η φωτιά μας.
Μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, ερμηνεία του
Γρηγόρη Μπιθικώτση (Δεύτερη φωνή η Καίτη Θύμη).
Ο ” ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ” είναι η σημαντικότερη ίσως στιγμή στην ιστορία του Ελληνικού τραγουδιού.
{youtube}rf_TkFAJNGk{/youtube}
ΒΑΣΙΛΕΨΕΣ ΑΣΤΕΡΙ ΜΟΥ
Βασίλεψες αστέρι μου,
βασίλεψε η πλάση.
Κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο,
το φέγγος του έχει μάσει.
Κόσμος περνά και με σκουντά,
στρατός και με πατάει
κι εμέ το μάτι ουδέ γυρνά
ουδέ σε παρατάει.
Την άχνα απ’ την ανάσα σου
νιώθω στο μάγουλό μου,
αχ, κι ένα φως, μεγάλο φως
στο βάθος πλέει του δρόμου.
Τα μάτια μου σκουπίζει τα
μια φωτεινή παλάμη.
Αχ κι η λαλιά σου, γιόκα μου
στο σπλάχνο μου έχει δράμει.
Και να που ανασηκώθηκα,
το πόδι στέκει ακόμα.
Φως ιλαρό λεβέντη μου
μ’ ανέβασε απ’ το χώμα.
Σημαίες τώρα σε ντύσανε,
παιδί μου εσύ κοιμήσου.
Κι εγώ τραβώ στ’ αδέρφια σου
και παίρνω τη φωνή σου.
ΗΣΟΥΝ ΚΑΛΟΣ ΚΙ ΗΣΟΥΝ ΓΛΥΚΟΣ
Ήσουν καλός κι ήσουν γλυκός
κι είχες τις χάρες όλες,
όλα τα χάδια του αγεριού,
του κήπου όλες τις βιόλες.
Το πόδι ελαφροπάτητο
σαν τρυφερούλι ελάφι,
πάταγε το κατώφλι μας
κι έλαμπε σα χρυσάφι.
Νιότη απ’ τη νιότη σου έπαιρνα
κι ακόμη αχνογελούσα,
τα γερατειά δεν τρόμαζα,
το θάνατο αψηφούσα.
Και τώρα πού θα κρατηθώ,
πού θα σταθώ, πού θάμπω,
που απόμεινα ξερό δεντρί
σε χιονισμένο κάμπο;
[Πώς θα γυρίσω μοναχή
στο ερμαδιακό καλύβι;
Έπεσε η νύχτα στην αυγή
και το στρατί μου κρύβει.
Ωχ, δεν ακούστηκε ποτές
και δε μπορεί να γίνει
να καίγουνται τα χείλια μου
και να μαι μπρος στην κρήνη.]
Οι στροφές που βρίσκονται στην παρένθεση δεν έχουν μελοποιηθεί.
ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΙ ΣΤΕΚΟΣΟΥΝ
Στο παραθύρι στεκόσουν
κι οι δυνατές σου οι πλάτες
φράζαν ακέρια την μπασιά
τη θάλασσα τις τράτες.
Κι ο ίσκιος σου σαν αρχάγγελος
πλημμύριζε το σπίτι
κι εκεί στ’ αυτί σου σπίθιζε
η γαζία τ’ αποσπερίτη.
Κι ήταν το παραθύρι μας
η θύρα όλου το κόσμου
κι έβγαζε στον παράδεισο
που τ’ άστρα ανθίζαν φως μου.
Κι ως στεκόσουν και κοίταζες
το λιόγερμα ν’ ανάβει
σαν τιμονιέρης φάνταζες
κι η κάμαρα καράβι.
Και μες στο χλιό και γαλανό
το απόβραδο έγια λέσα
μ’ αρμένιζες στη σιγαλιά
του γαλαξία μέσα.
Και το καράβι βούλιαξε
κι έσπασε το τιμόνι
και στου πελάγου το βυθό
πλανιέμαι τώρα μόνη.
Μπουζούκι: Μανώλης Χιώτης.
Ερμηνεία: Μαίρη Λίντα.(πρώτη εκτέλεση Νανά Μούσχουρη, δεύτερη ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης).
Ο ” ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ” είναι η σημαντικότερη ίσως στιγμή στην ιστορία του Ελληνικού τραγουδιού.
{youtube}gR4PpdiIDHI{/youtube}
ΝΑ ‘ΧΑ Τ’ ΑΘΑΝΑΤΟ ΝΕΡΟ
Να ‘χα τ’ αθάνατο νερό
ψυχή καινούργια να ‘χα
να σου ‘δινα να ξύπναγες
για μια στιγμή μονάχα.
Να δεις, να πεις, να το χαρείς
ακέραιο τ’ όνειρό σου
να στέκεται ολοζώντανο
κοντά σου, στο πλευρό σου.
Βροντάνε στράτες κι αγορές
μπαλκόνια και σοκάκια
και σου μαδάμε οι κορασιές
λουλούδια στα μαλάκια.
Με τα χεράκια σου τα δυο
τα χίλιοχαϊδεμένα
όλη τη γης αγκάλιαζα
κι όλα ήτανε για μένα.
ΓΛΥΚΕ ΜΟΥ ΕΣΥ ΔΕΝ ΧΑΘΗΚΕΣ
Γιε μου ποια μοίρα στο γραφε, ωιμέ
και ποια μου το χε γράψει.
Τέτοιον καημό τέτοια φωτιά, καημέ
στα στήθια μου ν ανάψει.
Γλυκέ μου εσύ δεν χάθηκες, ωιμέ,
μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου, στις φλέβες ολουνών
καημέ έμπα βαθιά και ζήσε.