Current track

Title

Artist


Η διαδρομή

Written by on 22/04/2025

Από το efsyn.gr / ΝΗΣΙΔΕΣ / ΑΝΟΧΥΡΩΤΗ ΠΟΛΗ / Θωμάς Τσαλαπάτης

Προχωρούσαμε σε αυτό το σημείο, στην επικράτεια αυτή που δεν μπορείς να πεις αν ανήκει στις κατοικημένες περιοχές των ανθρώπων ή στα σημεία αυτά ανάμεσα, τα ατελείωτα ανάμεσα που άλλοι ονομάζουν φύση και άλλοι άδειο. Εγώ και ο σύντροφός μου βαδίζαμε σιωπηλοί εδώ και κάποια ώρα. Δεν ήταν πως είχαμε εξαντλήσει το κάθε θέμα συζήτησης. Ηταν περισσότερο πως είχε φτάσει η στιγμή εκείνη, μια στιγμή σαν κοινή συμφωνία, που και οι δύο ταυτόχρονα και χωρίς κάποια προηγούμενη νύξη σωπάσαμε και κάθε τι που ακολούθησε δεν ήταν τίποτα άλλο από μια κατάφαση, μια επίδειξη σεβασμού απέναντι στο φαινόμενο της σιωπής.
Και όσο πιο πολύ προχωρούσαμε, και όσο πιο πολύ σιωπούσαμε, τόσο αντιλαμβανόμασταν τη σιωπή ως ένα φυσικό κομμάτι όλων όσων μας περιέβαλλαν – σαν η σιωπή της φύσης και η δική μας σιωπή να ήταν ένα και το αυτό. Μια συμφωνία που φτάνει βαθύτερα, πιο βαθιά από τις σκέψεις μας, πιο βαθιά ακόμα και από τα στοιχεία αυτά που μας συνέχουν αλλά δεν χωράνε μέσα στις λέξεις. Ο σύντροφος προπορευόταν και με ένα σταθερό βήμα κάλυπτε όλο και περισσότερο μια αμυδρή απόσταση που τον πήγαινε όλο και μακρύτερα. Δεν κοιτούσε πίσω. Και εγώ δεν μπορούσα, δεν γινόταν να του φωνάξω. Τόσο, που όταν η διαδρομή άρχισε να γίνεται ανηφορική και ύστερα απότομα κατηφορική, για λίγη ώρα να τον χάνω, να μην τον βλέπω διόλου και για μια στιγμή σαν να είμαι μόνος μου. Μόνος μου σαν τη σιωπή.
Είχα ώρα να τον δω. Είχε φτάσει πρώτος στο ύψωμα και μετά κατέβηκε πριν εγώ φτάσω καν στους πρόποδες. Και καθώς ανέβαινα σκεφτόμουν. Σκεφτόμουν πως αν τον έβλεπα, θα του μίλαγα. Θα τον επανέφερα στη συνθήκη αυτή ενός κοινού περιπάτου χωρίς κανέναν συγκεκριμένο σκοπό. Τότε θα ήταν η ώρα να γυρίσουμε. Ακολουθώντας τον ίδιο σιωπηλό δρόμο, με μια διαφορετική σιωπή αυτή τη φορά, τη σιωπή της εξάντλησης. Φτάνοντας στην κορυφή τον είδα εκεί κάτω. Δεν συνέχιζε. Μόνο στεκόταν. Στεκόταν γυρισμένος προς εμένα. Σαν να με περίμενε. Ή σαν να ήθελε απλώς να με δει να κατεβαίνω. Καθώς τον πλησίασα είδα πως κρατούσε στο χέρι του πέτρες (ο τόπος γύρω ήταν γεμάτος από αυτές). Και έτσι χωρίς προειδοποίηση, έτσι ξαφνικά άρχισε να μου τις πετάει. Να μου τις ρίχνει βίαια. Και μαζί να τρέχει καταπάνω μου, σαν να προσπαθούσε να πολλαπλασιάσει τις πιθανότητες να με πετύχει, να σβήσει το κάθε ενδεχόμενο αποτυχίας του σημαδιού του ενώ με πλησίαζε και καθώς εγώ γρήγορα τρεπόμουνα σε φυγή.
Ενιωσα μια πέτρα να με χτυπά στον ώμο, μια άλλη να περνά ξύνοντας το αυτί μου, μια άλλη να με βρίσκει στο σημείο αυτό πίσω από το γόνατο. Και σε κάθε χτύπημα ένιωθα μια μελανιά να γεννιέται και να γεμίζει, μια εικόνα, σαν μια στάλα σε ένα χώμα διψασμένο. Πολλές άλλες πέτρες έπεφταν γύρω μου, όλο και περισσότερες πέτρες, αλλά μία με βρήκε στο κεφάλι προσφέροντάς μου έναν πόνο που δεν γνωρίζεις πως είναι ικανός να δημιουργηθεί παρά μόνο άμα τον νιώσεις. Για λίγο έφυγα από την τροχιά μου. Και ύστερα επιτάχυνα απότομα σαν η ταχύτητα να ήταν κάτι που θα μπορούσε να επουλώσει τον πόνο. Ξεψυχισμένος έφτασα κάτω από ένα δέντρο. Τον είδα να πλησιάζει κουβαλώντας ένα ολόκληρο σακί με πέτρες. «Αυτό εδώ είναι ένα πεύκο» του φώναξα. «Ελατο είναι» μου είπε και άφησε κάτω τις πέτρες.
Αμέσως έκατσα κάτω και εγώ. Και είμαι σίγουρος την ώρα εκείνη και οι δυο νιώσαμε ταυτόχρονα αυτή την ξαφνική δροσιά, τη δροσιά αυτή σαν προμήνυμα πως ο ήλιος πέφτει και πως σύντομα όλα θα είναι νύχτα. «Είναι ώρα να πηγαίνουμε» είπε. Και σηκώθηκε. Μαζί σηκώθηκα και εγώ. Και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Εναν δρόμο χτισμένο με πέτρες. Η σιωπή είναι κοινή. Κουβαλάει όμως άλλα νοήματα για τον καθένα.