Η έννοια του χρόνου μέσα από διάσημους πίνακες
Written by v.psychogios on 10/01/2024
Στον πίνακα Ιστορία του Νικόλαου Γύζη, ο χρόνος βοηθά την ιστορία να καταγράψει εκείνους τους καλλιτέχνες που έγραψαν… ιστορία. (Φωτογραφία: alamy / visualhellas.gr)
Από το kathimerini.gr / Μάνος Στεφανίδης*
Φοράω ένα παλιό ρολόι γιατί μ’ αρέσει τόσο που το κουρδίζω κάθε τόσο, γιατί μ’ ανακουφίζει έτσι που σταματάει απότομα, σαν να διακόπτει ο χρόνος και να είμαι εγώ ο μόνος ικανός για να τον βάλω πάλι μπρος να τρέχει…
«Ήρθαν τα αύρια να διώξουν τα σήμερα»
Σύνθημα στον Λόφο του Στρέφη
Όλες οι ευχές που οι άνθρωποι ανταλλάσσουν επ’ ευκαιρία των εορτών σχετίζονται με την υγεία και τη μακροημέρευση, δηλαδή με τον χρόνο και την εύνοια που (προ)καλείται ο χρόνος να δείξει στα υποκείμενά του. Γι’ αυτό και μου φαίνεται αφόρητη αυτή η φυσική της μεταφυσικής. Όπως αφόρητος μου είναι κάθε οπτιμιστικός βολονταρισμός που δεν εδράζεται σε πραγματιστική βάση (εκτός του αείμνηστου Tζαν Mαρία Bολοντέ). Μεγάλο βάρος, βλέπετε, ο παππούς μας Διαφωτισμός. Mε αποκαρδιώνουν επίσης ευχές του τύπου «Ευτυχές το νέον έτος» ή «Καλή χρονιά». Εξήγησα, νομίζω, το γιατί.
Ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι φιλοτεχνούσε τη Μόνα Λίζα από το 1503 ως το 1505, στην καρδιά δηλαδή της ώριμης Αναγέννησης, και συμβολίζει την απελευθερωμένη γυναίκα της νέας εποχής. (Φωτογραφία: Getty Images / Ideal Image, alamy / visualhellas.gr)
Επίσης τίποτα πιο άχαρο από την ταξινόμηση των τεχνών. Παραδοσιακά πάντως αναγνωρίζονται οι τέχνες του χρόνου, όπως είναι λ.χ. η μουσική, αλλά και οι τέχνες του χώρου, όπως είναι η αρχιτεκτονική ή η γλυπτική. Η συνεχώς άτακτη ζωγραφική πάλι βρίσκεται σ’ ένα ενδιάμεσο στάδιο: Ενώ προσπαθεί να αποδώσει την τρίτη διάσταση –καλύτερα, την ψευδαίσθησή της– παράλληλα φέρει κατάσαρκα, θαρρείς σαν δερματοστιξία, την έννοια του χρόνου. Και του μετρήσιμου και του υπερβατικού. Αφού αυτός παραμένει το διαρκές της ζητούμενο, η απόδειξη ή μη της όποιας της επιτυχίας.
Αποκεφαλισμός του Ολοφέρνη από την Ιουδήθ, πίνακας του Καραβάτζιο. (Φωτογραφία: Getty Images / Ideal Image, alamy / visualhellas.gr)
Κάθε εικόνα είναι ο χρόνος ο ίδιος βαλσαμωμένος. Ένας πίνακας ζωγραφικής φτιάχτηκε εν χρόνω, έχει μιαν ηλικία η οποία συχνά μετράει εκατονταετίες και συνεχώς μεγαλώνει αλλά επίσης αμφισβητεί τον χρόνο, την επικράτειά του ή και τον νικάει με όρους μάλιστα αιωνιότητας. Πρόκειται για την ιδιοτελή αιωνιότητα των καλλιτεχνικών δημιουργημάτων, η οποία είναι και η μόνη που δικαιούμαστε, έστω και έμμεσα, εμείς οι άνθρωποι, οι θνητοί δημιουργοί των αιώνιων έργων. Επίσης, το κάθε καλλιτεχνικό δημιούργημα εκφράζει συμβολικά όσο και συμπυκνωμένα την εποχή του, εμπεριέχει αναπόφευκτα το παρελθόν –ως αποθησαυρισμένη γνώση και εμπειρία– αλλά και διατρυπά, υπό περιπτώσεις, τον χρόνο προφητεύοντας το μέλλον.
Το κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι του Γιοχάνες Βερμέερ. (Φωτογραφία: Getty Images / Ideal Image, alamy / visualhellas.gr)
Τα μεγάλα έργα τέχνης ως ύψιστα, πνευματικά επιτεύγματα δεν είναι διαχρονικά, είναι άχρονα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Μόνα Λίζα. Τη φιλοτεχνούσε ο τελειομανής και αναβλητικός Λεονάρντο επί περίπου τρία χρόνια (από το 1503 ως το 1505, στην καρδιά δηλαδή της ώριμης Αναγέννησης). Την πήρε μαζί του στη Γαλλία ως το πιο επιτυχημένο έργο του και έκτοτε εμπνέει με το μυστήριο και την αισθητική του σαγήνη όλη την ανθρωπότητα, καθώς συμβολίζει την απελευθερωμένη γυναίκα της νέας εποχής. Αυτήν που εγκαταλείπει τον γυναικωνίτη και που μπορεί να ερωτοτροπεί αλλά και να απορρίπτει τον ως τότε κυρίαρχο άρρενα (το περίφημο, αινιγματικό χαμόγελό της). Την ίδια στιγμή πάνω κάτω ο Μικελάντζελο δημιουργεί την ιδιοφυέστερη εικονογραφία του χρόνου στην περίφημη Δημιουργία του Αδάμ, στο κεντρικό διάχωρο της οροφής στην Καπέλα Σιξτίνα και το παπικό παλάτι. Αναφέρομαι στη διττή προσέγγιση του χρόνου, συμβολική και πλαστική (εικαστική). Συγκεκριμένα αποδίδεται το χέρι του Θεού που προσεγγίζει αργά τον δείκτη από το απλωμένο χέρι του ανθρώπου για να του περάσει ζωηφόρο ενέργεια. Έτσι αρχίζει ο χρόνος και η ιστορία των ανθρώπων. Ο Θεός κινείται πάνω σ’ ένα κυκλοτερές σύννεφο, ενώ αντίθετα ο Αδάμ είναι καθηλωμένος σε ένα ισόπλευρο τρίγωνο (κίνηση + στάση = χρόνος ). Από την άλλη, τα δύο δάχτυλα, το θεϊκό και το θνητό, πλησιάζουν αλλά δεν αγγίζονται, παγώνοντας έτσι στην αιωνιότητα το τελευταίο δευτερόλεπτο πριν από την εκκίνηση του χρόνου και αφήνοντας τον θεατή να «δει» στο επόμενο λεπτό, και σαν σε κινηματογράφο, το τέλος του δράματος.
Αλληγορία με την Αφροδίτη, τον Έρωτα, τον Χρόνο και την Τρέλα του Mπροντζίνο. (Φωτογραφία: Getty Images / Ideal Image, Αlamy / visualhellas.gr)
Έτσι είναι… Το έργο τέχνης (πρέπει να) τελειώνει (δηλαδή να τελειούται) στο μυαλό του θεατή. Εντελώς σχηματικά θα έλεγα ότι στην αναγεννησιακή ζωγραφική ο χρόνος ως απείκασμα ζωής και αποθέωση της ανθρώπινης δράσης και επίνοιας αποδίδεται «ολοκληρωμένος» με τις μορφές, εξειδικευμένες, να εφησυχάζουν ήρεμες στην αγκαλιά του. Σκεφτείτε τους πίνακες του Μποτιτσέλι, του Περουτζίνο, του Ραφαήλ, του Μπελίνι, του Τζορτζόνε, του Τισιανού. Αντίθετα, στο μπαρόκ ο χρόνος αποδίδεται θραυσματικά, ο άψογος καθρέφτης του Quattrocento σπάει και ο καλλιτέχνης αποδίδει το instantané, συλλαμβάνει τον χρόνο στην κλασματική εκδοχή του όπου όλα ρέουν, αλλάζουν, συγκροτούνται, αλληλοαναιρούνται. Στην Αναγέννηση ο χρόνος ακινητεί. Στο μπαρόκ επιταχύνεται νευρωτικά. Στο μυαλό μου είναι ο Καραβάτζιο και το σπαθί της Ιουδήθ που κόβει το κεφάλι του Ολοφέρνη, ο Βελάσκεθ και η δεσποινίδα των τιμών που γονατίζει εμπρός στην Ινφάντα, ο Βερμέερ και το κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι τη στιγμή που γυρίζει απότομα για να συναντήσει το βλέμμα του ζωγράφου. Ο χρόνος και η σύλληψή του εδώ γίνεται μαθητεία για τις νεότερες τέχνες της εικόνας, τη φωτογραφία, το σινεμά, τη βίντεο αρτ. Για μένα η φωτογραφία είναι η απόλυτη ελεγεία του θανάτου, γιατί ό,τι παρουσιάζεται ολοζώντανο είτε είναι ήδη νεκρό είτε θα πεθάνει. Καμία άλλη τέχνη δεν είναι τόσο αλληλέγγυα στην ανθρώπινη μοίρα. Αντίθετα, η ζωγραφική, έχοντας κληρονομήσει την παράδοση των Φαγιούμ, αποδίδει τους θνητούς σαν αιώνιους.
Πιθανό φόντο, έργο του Βλάση Κανιάρη. (Φωτογραφία: Getty Images / Ideal Image, Αlamy / visualhellas.gr)
Και κάτι πιο προσωπικό ως προς τον χρόνο - Κρόνο που τον μελετάω, τον εξορκίζω και που με καταδιώκει: Φοράω ένα παλιό ρολόι γιατί μ’ αρέσει τόσο που το κουρδίζω κάθε τόσο, γιατί μ’ ανακουφίζει έτσι που σταματάει απότομα, σαν να διακόπτει ο χρόνος και να είμαι εγώ ο μόνος ικανός για να τον βάλω πάλι μπρός να τρέχει… Φοράω το ρολόι αυτό σαν να ’ναι φυλαχτό και μη μου πείτε πως δεν νιώθετε τον λόγο. Κουρδίζοντάς το ακουμπάω το άυλο δέρμα του χρόνου, τον χαϊδεύω, τον καλοπιάνω. Και μη μου πείτε πως δεν καταλαβαίνετε τον λόγο. Τα παλιωμένα μου, τα πολυφορεμένα, τα ξεθωριασμένα και πολυπλυμένα ρούχα, τα τριμμένα στις άκρες παντελόνια μου και τα σακάκια πως δεν τ’ αλλάζω με τίποτα καινούργιο. Γιατί όταν τα φοράω ξανά, γυρίζω πίσω τον χρόνο, γίνομαι ό,τι ήμουν τότε που πρωτοέβαζα το τσίλικο πουκάμισο ή το στενό τζιν παντελόνι κι άρεσε τόσο. Τα παλιωμένα ρούχα μου, είμαι εγώ βέβαια αλλά τόσο αλλιώτικος και ίσως άφοβος στον χρόνο. Τέτοια παλιωμένα ρούχα, δικά του και των μικρών του παιδιών, χρησιμοποιεί ο Βλάσης Κανιάρης (1928-2011) για να ντύσει τα πολυσήμαντα μανεκίνα του, τα πολιτικά-πολιτισμικά «γλυπτά» του με τα οποία ανατρέχει σχολιάζοντας εικαστικά όλη τη σύγχρονη ιστορία μας. Γράφω συχνά πως ο Κανιάρης, κορυφαίος της γενιάς του ’60, κάνει πρωτοπορία χρησιμοποιώντας ως εικαστικό υλικό «τα ράκη και τα απορρίμματα της ιστορίας της ίδιας».
Το έργο Δημιουργία του Αδάμ του Μικελάντζελο είναι η ιδιοφυέστερη εικονογραφία του χρόνου. Κοσμεί την Καπέλα Σιξτίνα. (Φωτογραφία: Getty Images / Ideal Image, Αlamy / visualhellas.gr)
Kατά βάθος πάντως ο θάνατός μας είναι ό,τι πραγματικά κατέχουμε. Για πάντα. M’ αυτόν θα πορευτούμε σε κάθε ιστορική αιωνιότητα, μα κι έξω απ’ αυτήν. Aλλά και ζώντας, ασκήσεις θανάτου εκτελούμε, άλλοτε με αληθινή βιρτουοζιτέ κι άλλοτε με ήθος αχθοφόρου. (Mερικοί εγωπαθείς υπερευαίσθητοι ονομάζουν τις ασκήσεις αυτές «τέχνη».) Oι έρωτές μας πάλι –υποσχέσεις μιας αιωνιότητας που πεθαίνει κάθε τρεις και λίγο με θεαματικό βηχαλάκι σαν Tραβιάτα τραβηγμένη απ’ τα μαλλιά– το μόνο που κατάφεραν είναι να διαστείλουν αφόρητα τις στιγμές της αναμονής και να συμπιέσουν οδυνηρά τα δευτερόλεπτα της απόλαυσης. Kατ’ ουσίαν δηλαδή είμαστε το ορθοπεδικό μπαλάκι στο αγκυλωμένο-παγωμένο χέρι του Xρόνου, ανέκαθεν εικονιζόμενου στην Tέχνη ως Γέροντα με δρεπάνι και κλεψύδρα, φθονερού και ανοικτίρμονα. Θυμηθείτε την Αλληγορία με την Αφροδίτη, τον Έρωτα, τον Χρόνο και την Τρέλα του ψυχρού μανιεριστή Mπροντζίνο όπου ο χρόνος τιμωρεί την τρέλα του έρωτα (1545) αλλά και την πασίγνωστη αυτοπροσωπογραφία του ημέτερου Nικολάου Kαντούνη, Ζακυνθίου ιερέως, λογίου και πιτόρου με τον Γεροχρόνο να επιτηρεί τα έργα των ανθρώπων. Ή την Ιστορία του Γύζη να υποβοηθείται από τον χρόνο για να καταγράψει στις δέλτους της εκείνους τους καλλιτέχνες που έγραψαν ιστορία.
Eδώ δεν έχει «και του χρόνου» ή άλλες παρεμφερείς, μελιστάλαχτες αηδίες. Eδώ έχει «εδώ και τώρα» και ασφαλώς «τέλος του χρόνου». Επειδή και ο τηλεοπτικός χρόνος είναι αμείλικτος κατά πως φθέγγονται οι πανδαμάτορες παρουσιαστές… Όπως κι ο κάθε χρόνος (μας) εξάλλου. Ύστατη ικανοποίηση: Όσο μας δημιούργησε ο Xρόνος άλλο τόσο τον δημιουργήσαμε, τον στηρίξαμε, γεμίσαμε με μη-νοήματα την α-νόητη ύπαρξή του. Ύστατη απορία: Όταν η μάνα μου, μεσημέρι, ώρα τρεις ντάλα καλοκαίρι –εγώ ιδρωμένος από την μπάλα– μου φώναζε «κακό χρόνο να ’χεις!», το εννοούσε άραγε;
Mία και μόνη ευχή μού φαίνεται μετρημένη, ζυγιασμένη και αμέσως χρηστική: Ο τρίλεκτος, απόλυτα προσγειωμένος πυροβολισμός «Kαι του χρόνου» ο οποίος εκφωνείται με κάθε ευκαιρία. Επειδή μοιάζει με μιαν απολύτως λογική ελπίδα ή φυσιολογική-ρεαλιστική προσδοκία το να ευχηθούμε την παράταση της ύπαρξής μας για έναν, κάθε φορά, ενιαυτόν. Άρα… Καλή και καλαίσθητη χρονιά για όλους!
*O Μάνος Στεφανίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.