Εναντίον της νοσταλγίας
Written by v.psychogios on 14/06/2025
Σκέφτομαι όλο και περισσότερο τη νοσταλγία. Τη συναντώ σε κείμενά μου και κείμενα φίλων μου. Σε ταινίες και παραστάσεις. Σε τραγούδια και κουβέντες. Διαρκώς νοσταλγούμε. Τόσο που μοιάζει να ζούμε περισσότερο σε κάτι που έχει φύγει και λιγότερο σε κάτι που βρίσκεται εδώ. Και το μέλλον; Πώς μπορεί να δημιουργηθεί από ανθρώπους που περπατούν με το κεφάλι μονίμως στραμμένο προς τα πίσω;
Η νοσταλγία μας είναι η διαδικασία που ενεργοποιεί όλα τα σημεία. Περασμένα τραγούδια που ανεξάρτητα με το αν μας άρεσαν ή όχι τώρα χάνουν την όποια τους σήμανση, το όποιο αισθητικό ή άλλο φορτίο. Αναπαριστούν κυρίως την εποχή που τα έβγαλε και όχι όσα λένε. Μάρκες παιχνιδιών και παγωτών, μαγαζιά της γειτονιάς που τώρα έχουν κλείσει, τηλεοπτικές φιγούρες και τρόποι, μόδες και λεπτομέρειες συμπεριφορών. Δάσκαλοι και τυχαίες συναντήσεις. Ανασύρουμε το παρελθόν με ένα κλαδί από τη σκόνη. Και νοσταλγούμε, διαρκώς νοσταλγούμε.
Προφανώς, στην καρδιά της νοσταλγίας βρίσκεται η εξιδανίκευση. Οσο πιο πολύ απομακρυνόμαστε, τόσο πιο πολύ λειαίνουμε τις γωνίες, ξεχνάμε τις χροιές, ξεχνάμε τις υποσημειώσεις. Το παρελθόν, όταν το επισκέπτεσαι με αναπόληση, έχει κάτι το άκακο. Δεν δαγκώνει. Δεν φέρνει στον νου την άλλη πραγματικότητα. Τη μοναξιά, τις αποτυχίες, τους αποκλεισμούς, τους κενούς χρόνους. Φιλτράρει και συμπυκνώνει. Επισκέπτεται όσα οφείλει να επισκεφτεί. Και συγχωρεί, διαρκώς συγχωρεί.
Η νοσταλγία είναι το τελευταίο καταφύγιο. Προβάλλει ένα παρελθόν (που σε αυτή τη μορφή ποτέ δεν υπήρξε) και το προβάλλει ως ένα μόνιμο παρόν. Υπάρχει η θεωρία πως η ανάμνηση δεν είναι ποτέ η ανάκληση ενός γεγονότος όπως συνέβη. Είναι κάθε φορά η ανάκληση της τελευταίας φοράς που θυμηθήκαμε αυτό το γεγονός. Δημιουργώντας έτσι μια σειρά από διαδοχικές ανακλήσεις που διαρκώς απομακρύνονται από το αρχικό γεγονός, που διαρκώς αγγίζουν το παρόν ενώ διαρκώς απομακρύνονται από το παρελθόν. Η νοσταλγία είναι περισσότερο παρόν και επιθυμία παρά παρελθόν και ενατένιση. Γεμίζει τον εδώ μας χρόνο και όχι τον χρόνο μας που πέρασε.
Ακόμα συχνότερα νοσταλγούμε συλλογικά. Κυρίως όταν μαζευόμαστε αρκετοί, κυρίως όταν έχουμε καιρό να μαζευτούμε. Θυμόμαστε και ανασυνθέτουμε. Οχι χρόνους αλλά τόπους. Το σχολείο, το πανεπιστήμιο, το οριοθετημένο πεδίο μιας παρέας, ενός καλοκαιριού, μιας γενιάς. Είναι εντυπωσιακό πόσο εύκολα κατευθυνόμαστε προς αυτό το σημείο. Αρκεί κάποιος να πετάξει μια φράση από τα παλιά και ο καθένας ξεχωριστά αρχίζει να συμβάλλει στη μαγική επίκληση. Και είναι φορές που έχεις την αίσθηση πως δεν συναντιόμαστε τελικά στο τραπέζι αλλά σε αυτή τη νοσταλγία που παύει να εξατομικεύεται και γίνεται μια κοινή νοσταλγία.
Η νοσταλγία είναι ανασύσταση μιας εποχής μέσα από τα εξωτερικά της στοιχεία. Τα αντικείμενα και τα τοπία της, τα πρόσωπα και τους ήχους της. Μια απότομη επαναφορά των παρελθουσών επιφανειών. Είναι όμως έτσι; Τολμώ να πω… δεν είναι η ανασύσταση μιας εποχής. Είναι η ανασύσταση μιας ηλικίας. Φωλιάζει μέσα στα οικεία σημεία και μοιάζει να μην αφορά εμάς ακριβώς. Κρύβεται για να κρύψει τις πραγματικές μας ανάγκες. Τη συνειδητοποίηση πως μεγαλώνουμε. Ολο και πιο απότομα. Αντί να επαναφέρουμε την τότε ηλικία -την προστατευμένη, την απλή, αυτή που είχε όλο το μέλλον μπροστά της- επαναφέρουμε όλα όσα την περιτριγύριζαν. Σαν να έχει μείνει κάτι από αυτήν επάνω τους, σαν μια στρώση του επιμέρους που εμπεριέχει το όλο. Μα, αυτό που νιώθω είναι πως δεν θέλω άλλο τη νοσταλγία του παρελθόντος. Αυτό που έχω ανάγκη είναι η νοσταλγία του μέλλοντος. Θέλουμε ένα μέλλον που θα μοιάζει με παρελθόν, ένα μέλλον που δεν θα σταματήσουμε ποτέ να αναπολούμε. Σαν ένα σημείο που δεν είναι εδώ αλλά εμείς κατοικούμε μέσα του. Με την ομορφιά της ασφάλειας, με την πληρότητα ενός καταφυγίου. Ικανού να μεταμορφώσει το παρόν μας.