Αποστολή στη Δυτική Οχθη Η θανάσιμη καθημερινότητα στην Παλαιστίνη
Γραμμένο απόv.psychogiosεπί 22/06/2024
Μια κάποιου είδους «καθημερινότητα» στο Νουρ Σαμς
Από το efsyn.gr / ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ «ΕΦ.ΣΥΝ.» Αντώνης Βραδής, Ross Domoney, Waleed SamerΤο συγκλονιστικό οδοπορικό ενός Ελληνα, ενός Βρετανού κι ενός Παλαιστινίου στα ματωμένα χώματα της Δυτικής Οχθης, εκεί όπου υπάρχει ακόμα η δίψα για επιστροφή στα εδάφη του 1948, εκεί που ο Ισραηλινός στρατός σπέρνει τον θάνατο, εκεί όπου η φλόγα της αντίστασης δεν λέει να σβήσει…
Τι αξία έχει η μαρτυρία; Τι είδους αποτέλεσμα μπορεί να φέρει; Τι είδους δράση μπορεί να υποκινήσει; Είναι ίσως λίγο νωρίς για ερωτήματα μιας τέτοιας (υπαρξιακής, σχεδόν) φύσης. Για αρχή, επιτρέψτε μας να σας συστήσουμε το εγχείρημά μας.
Αυτή η ανταπόκριση αφορά το πρόσφατο ταξίδι μας στη Δυτική Οχθη της Παλαιστίνης τον Απρίλη του 2024. Στο ταξίδι μάς παρακίνησε η επιθυμία να σταθούμε ενσώματα αλληλέγγυοι, με τη φυσική μας δηλαδή παρουσία, στους κατοίκους των πόλεων-μπαντουστάν της Δυτικής Οχθης. Γνωρίζοντας πως οι δολοφονικές επιδρομές του ισραηλινού στρατού κατοχής είχαν αυξηθεί ραγδαία μετά την 7η Οκτωβρίου, καθώς και πως μια νέα γενιά ένοπλων αντιστασιακών ομάδων είχε ξεπηδήσει σε αρκετές πόλεις εκεί –μεταξύ άλλων: Τζενίν, Νάμπλους, Τουλκάρμ– καταλήξαμε στην τελευταία, στη βορειοδυτική Δυτική Οχθη, βλέποντας πως τύγχανε μικρότερης κάλυψης.
”Μεταξύ 18 και 20 Απριλίου, ο ισραηλινός στρατός πραγματοποίησε στον καταυλισμό του Νουρ Σαμς την πλέον δολοφονική επίθεσή του στη Δυτική Οχθη μετά τη Δεύτερη Ιντιφάντα”
Επιπλέον, γνωρίζαμε πως γύρω της βρίσκονται δύο από τους λεγόμενους προσφυγικούς καταυλισμούς του 1948, αυτοί του Νουρ Σαμς και του Τουλκάρμ: αστικές περιοχές που φιλοξενούν πληθυσμούς εκτοπισμένους από την παλαιστινιακή Νάκμπα εκείνου του έτους. Τέλος, επιλέξαμε συνειδητά να παραμείνουμε στην περιοχή για όλη σχεδόν τη διάρκεια του ταξιδιού, μακάβρια εκτιμώντας πως έτσι θα ήταν πιο πιθανό να γίνουμε μάρτυρες μιας εκ των συνήθων δολοφονικών επιδρομών του ισραηλινού στρατού, καθώς και όσων προηγούνται και έπονται αυτής.
Η εκτίμηση αυτή αποδείχθηκε σωστή… Μεταξύ 18 και 20 Απριλίου, ο ισραηλινός στρατός πραγματοποίησε στον καταυλισμό του Νουρ Σαμς την πλέον δολοφονική επίθεσή του στη Δυτική Οχθη μετά τη Δεύτερη Ιντιφάντα, με απολογισμό δεκατέσσερις νεκρούς Παλαιστίνιους, εκ των οποίων τουλάχιστον ένα παιδί.
Στις γραμμές που ακολουθούν μοιραζόμαστε κάποιες σκέψεις μεταξύ ημών που ταξιδέψαμε στην Παλαιστίνη και βρεθήκαμε αυτόπτες μάρτυρες της επίθεσης αυτής (Ross Domoney και Αντώνης Βραδής) και του Waleed Samer, κατοίκου του Νουρ Σαμς και συνεργάτη μας στο εγχείρημα. Εκκινούμε, φυσικά, από εντελώς διαφορετικές αφετηρίες, με διαφορετικά βιώματα και προνόμια.
Αλλά είναι ακριβώς η ανάδειξη αυτών των διαφορών που βρίσκεται στον πυρήνα του εγχειρήματός μας: στο Νουρ Σαμς μάς ένωσε η κοινή μας ελπίδα για ένα τέλος του πολέμου όχι γενικά και αόριστα, αλλά σηματοδοτημένο από τη νίκη της παλαιστινιακής αντίστασης. Με δεδομένο όμως πως γράφουμε σε μια εφημερίδα που έχει τοποθετήσει την παλαιστινιακή σημαία στο λογότυπό της, υπάρχει ο κίνδυνος να απευθυνόμαστε σε ημετέρους και μόνο. Η μαρτυρία, ωστόσο, δεν έχει αξία μόνο αυτή καθαυτή αλλά και σε συνάρτηση με τις εκάστοτε διαφορές: τόσο τις διαφορές μεταξύ αυτών που την κουβαλάνε όσο και αυτών στους οποίους μεταφέρεται.
”Ποια είναι τελικά η αξία τού να προσθέσουμε ακόμα μια ελάχιστη μαρτυρία στον καταιγισμό της πληροφορίας που μας περιβάλλει (και ίσως μας διαβάλλει);”
Και γιατί να είναι τόσο σημαντικό να εστιάσει κανείς σε αυτές τις διαφορές; Το ερώτημα της συναίνεσης (consensus) στο πώς αντιμετωπίζουμε έναν πόλεμο κάθε άλλο παρά νέο είναι. Αλλωστε, σχεδόν έναν αιώνα πριν, η Βιρτζίνια Γουλφ στις «Τρεις γκινέες» της είχε ήδη δείξει πώς οι πόλεμοι είναι πάντα πατριαρχικά εκκινούμενοι, ενώ ταυτόχρονα είχε καταρρίψει ως ψευδαίσθηση τη συναίνεση γύρω από τον τερματισμό τους, μια συναίνεση που υποτίθεται ότι θα προσέφερε η αποτύπωση και μόνο των θυμάτων τους.
Καιρό λοιπόν γνωρίζουμε πως το ερώτημα πώς μπορούμε να σταματήσουμε έναν πόλεμο είναι τουλάχιστον ελλιπές στον βαθμό που δεν εμπεριέχει το ποιοι/ες, ακριβώς, είμαστε «εμείς»: μια ανάγκη που έχει αναδείξει με τη σειρά της η Σούζαν Σόνταγκ στο επιδραστικό δοκίμιό της «Παρατηρώντας τον πόνο των άλλων». Αρκετές δεκαετίες αργότερα, παρατηρούμε όλο και περισσότερο πόνο όλο και περισσότερων άλλων.
Κάπως έτσι, έχουμε φτάσει να παρακολουθούμε την πρώτη γενοκτονία σε ζωντανή μετάδοση. Και για να επιστρέψουμε στο αρχικό μας ερώτημα: Ποια είναι τελικά η αξία τού να προσθέσουμε μια ακόμα ελάχιστη μαρτυρία στον καταιγισμό της πληροφορίας που μας περιβάλλει (και ίσως μας διαβάλλει); Εξαρτάται, απαντάμε, από το ποιοι είμαστε εμείς. Στην εποχή της υπερ-πληροφορίας, που λειτουργεί ως αποσπασματικός, εξατομικευτικός και εν τέλει παραλυτικός θόρυβος, η όποια δράση μπορεί να υποκινηθεί μόνο από ένα νέο «εμείς». Πάμε λοιπόν…
Περιδιαβαίνοντας στο πεδίο
Του Ross Domoney
Μετά από μερικές κενές ημέρες στο Τελ Αβίβ, όπου το θέαμα Ισραηλινών χίπστερ που καπνίζουν χόρτο έγινε μια πληκτική υπενθύμιση του δυτικού τρόπου ζωής, πήραμε επιτέλους τον δρόμο για την Παλαιστίνη. Καθ’ οδόν συναντήσαμε τον σύντροφό μας Ahmad, ο οποίος και μας μετέφερε στον τελικό μας προορισμό. Στη διαδρομή μάς εξηγεί πως στη Δυτική Οχθη οι παλαιστινιακές περιοχές είναι σαν νησιά και το Ισραήλ σαν θάλασσα: οι θύλακες των παλαιστινιακών κοινοτήτων ασφυκτιούν εν μέσω ενός συνεχούς καταιγισμού εποικισμών και σημείων ελέγχου.
Εν τέλει, φτάνουμε στο σημείο ελέγχου του Τουλκάρμ. Μια ομάδα από Παλαιστίνιους άνδρες ζητά από τους στρατιώτες να τους αφήσουν να περάσουν. Ενας στρατιώτης μάς προσπερνά με γρήγορο βήμα κινούμενος προς το μέρος τους, ενώ οπλίζει το όπλο του. Εχει την ίδια χίπστερ όψη που θυμάμαι από το Τελ Αβίβ. Εδώ, σχεδόν κάθε Ισραηλινός πολίτης συμμετέχει σε αυτό τον ανέμελα απάνθρωπο πολεμικό μηχανισμό. Είναι όλοι τους στρατιώτες, είναι όλοι τους έποικοι. Περνάμε, και ευτυχώς κανείς δεν πυροβολείται. «Καλώς ήρθατε στο Τουλκάρμ», μας λέει ο Ahmad.
Μας αφήνει στο ξενοδοχείο σε μια στρατηγική τοποθεσία, ανάμεσα στους δύο προσφυγικούς καταυλισμούς της πόλης. Το επόμενο πρωί, βρισκόμαστε στην είσοδο του καταυλισμού του Τουλκάρμ για να συναντήσουμε τον πρώτο διαμεσολαβητή που θα μας βοηθήσει στο εγχείρημά μας. Μας πλησιάζουν δύο νεαροί Παλαιστίνιοι. Adidas και ξυρισμένα κεφάλια. Μια BMW με φιμέ τζάμια σταματά ακριβώς μπροστά μας. Ενας τους σκύβει μέσα στο αυτοκίνητο, τραβά ένα πολυβόλο και το στρέφει προς το μέρος μας. Ευτυχώς με ένα χαμόγελο, όχι με το γεμιστήρα του γεμάτο.
«Να σέβεστε τον καταυλισμό», ήταν το υπόρρητο μήνυμα αυτού του κάπως θεατρικού καλωσορίσματος. Σε λίγα λεπτά, ο διαμεσολαβητής μας καταφθάνει και μας βάζει μέσα στον καταυλισμό, ο οποίος αριθμεί περί τους 50-60 Παλαιστίνιους μαχητές. Σύντομα συναντάμε τον πρώτο. Εχει ένα βλοσυρό βλέμμα και ένα γρατσουνισμένο τουφέκι M16. Η συνάντηση δεν πάει και πολύ καλά: δεν τον ικανοποιεί το ότι ο ένας μας είναι Βρετανός. Ο διαμεσολαβητής μας το προσπερνά, αλλά το περιστατικό κάθε άλλο παρά με γεμίζει με ελπίδα. Σε λίγο, μας ζητάνε να φύγουμε γιατί ισραηλινά drones ίπτανται πάνω από τον καταυλισμό. Είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε εάν πρόκειται για έναν ευγενικό τρόπο να μας πουν να φύγουμε ή για μια πραγματική απειλή.
Το ίδιο βράδυ δοκιμάζουμε την τύχη μας και με τον καταυλισμό του Νουρ Σαμς. To ένστικτό μου μου λέει πως είναι κακή ιδέα, γιατί πάμε χωρίς διαμεσολαβητή. Από την άλλη, όμως, πρέπει με κάποιο τρόπο να κάνουμε γνωστή την παρουσία μας και εκεί, με την αόριστη ελπίδα ότι θα βρούμε μια νέα επαφή. Αγρυπνα μάτια μάς «σαρώνουν» καθώς περπατάμε στον σκοτεινό δρόμο προς την είσοδο του καταυλισμού. Τα παιδιά τρέχουν για να μας χαιρετήσουν, να μας κοροϊδέψουν και να μας καλωσορίσουν ταυτόχρονα. Δεν είναι εύκολο να μείνει κανείς συγκεντρωμένος.
Αν και δεν το καταλαβαίναμε εκείνη τη στιγμή, οι καταστηματάρχες μάς φωτογράφιζαν και έστελναν τις φωτογραφίες σε τοπικές ομάδες Whatsapp. Καθώς φτάνουμε στην καντίνα στην είσοδο του καταυλισμού, μια μεγάλη ομάδα νεαρών ανδρών μάς περιμένει ήδη. Ξαφνικά, η παράδοση και η καχυποψία συγκρούονται μπροστά μας: από τη μία, μας υποδέχονται με φαγητό και την απέραντη παλαιστινιακή φιλοξενία.
Ταυτόχρονα, όμως, περιτριγυριζόμαστε από άντρες, οι μισοί από τους οποίους δεν μας χαμογελούν. Προσπαθούμε να καλέσουμε τον διαμεσολαβητή μας στον καταυλισμό του Τουλκάρμ, ώστε να εξηγήσει στα αραβικά ποιοι είμαστε. Δεν απαντάει. Σε λίγο, ένας μαχητής εισβάλλει στην καντίνα κραδαίνοντας το όπλο του. Μένουμε ήρεμοι, αλλά τον ακούμε να μας ξεκαθαρίζει πως δεν είμαστε ευπρόσδεκτοι μέσα στον καταυλισμό. Υπάρχει μια αίσθηση στον αέρα πως ο στρατός μπορεί να εμφανιστεί ανά πάσα στιγμή και αυτή η περίεργη, ημι-ειρηνική σκηνή να μετατραπεί μεμιάς σε κόλαση.
Τι γνώμη θα σχημάτιζε για εμάς η κοινότητα εάν ο στρατός εμφανιζόταν αμέσως μετά την άφιξή μας; Θα μπορούσε να μας κατηγορήσουν ότι είμαστε Ισραηλινοί κατάσκοποι. «Γαμώτο», σκέφτηκα, «τώρα χάνουμε την πρόσβαση και στον δεύτερο καταυλισμό». Ενας νεαρός άνδρας ξεπηδά μέσα από την αναταραχή. Λέγεται Waleed, τα αγγλικά του είναι καλά, ένα γλυκό χαμόγελο ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του. «Τελειώστε το φαγητό σας και φύγετε», μας λέει. «Καλέστε με αν χρειάζεστε κάτι από τον καταυλισμό. Θα προσπαθήσω να σας βοηθήσω». Φεύγουμε, πάμε για ύπνο – και ελπίζουμε.
Ο Abu Majen, με το κλειδί του αφανισμένου του σπιτιού
Σαράντα εκατομμύρια λεπτά (οι μάρτυρες της μαρτυρίας,)
Του Αντώνη Βραδή
Πολύ σύντομα, επιστρέφουμε στον καταυλισμό με τη βοήθεια του Waleed και πρωταρχικό μας σκοπό να μιλήσουμε με τον Abu Majen, έναν 87χρονο επιζώντα της Νάκμπα.
Στο δεξί του χέρι κρατά το κλειδί του σπιτιού του. Το ίδιο το σπίτι έχει βέβαια πάψει να υπάρχει εδώ και πάνω από τρία τέταρτα του αιώνα. Εβδομήντα έξι χρόνια, για την ακρίβεια: ένας υπολογισμός μού λέει πως αυτά αντιστοιχούν σε σαράντα εκατομμύρια, περίπου, λεπτά. Τη στιγμή που οι κατά πολύ νεότεροι συγγενείς του μπαίνουν στο δωμάτιο με την τσάντα και το κλειδί ανά χείρας, τα λεπτά αυτά εξαϋλώνονται. Ο χρόνος μηδενίζει. Ζούμε και πάλι μαζί του τη φυγή, τον άγριο διωγμό, τον βλέπουμε να τρέχει αλλόφρων, μάρτυρες πλέον της δικής του μαρτυρίας.
Λίγα λεπτά αργότερα μας καλεί στη βεράντα του σπιτιού του για να μας δείξει το μέγεθος της καταστροφής από τις πρόσφατες επιδρομές του στρατού. «Δείτε εδώ», το κατεστραμμένο σπίτι του γείτονα. «Δείτε εκεί», τους ξεριζωμένους στύλους του ηλεκτρικού. «Δείτε απέναντί μας, τη βόμβα που έριξε το drone του στρατού πριν μήνες», έκτοτε αιωρούμενη στα χαλάσματα. Ούτε ενεργοποιημένη ούτε όμως και ανενεργή, όχι (ακόμα) δολοφονική αλλά σε καμία περίπτωση ακίνδυνη, είναι μετέωρη, μια γκροτέσκα μεταφορά και ένας πραγματικός κίνδυνος για την ίδια του τη ζωή: δεν είναι ασφαλής εδώ, όπως δεν ήταν ούτε εκεί, μάρτυρας μιας παλιάς καταστροφής τοποθετημένης πλέον στο πλαίσιο μιας νέας. Ή, μάλλον, μάρτυρας μιας παλιάς καταστροφής που δεν τελείωσε ποτέ.
Ποια είναι λοιπόν η αξία της μαρτυρίας του; Στο «Αυτό που μένει από το Αουσβιτς», ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν ισχυρίζεται πως αυτό που μπορεί να ωθήσει έναν κρατούμενο στην επιβίωση είναι η μελλοντική δυνατότητα της μαρτυρίας του, η καταγραφή και η μεταφορά της στον χρόνο. Αναφέρει το παράδειγμα του Πρίμο Λέβι, ενός μη συγγραφέα που πήρε την πένα του προκειμένου να πει σε όλους/ες την ιστορία της επιβίωσής του, «ακόμα κι εάν είχαν άλλα πράγματα να κάνουν».
Ο Λέβι με την πένα του, ο Abu Majen με το νεύμα του, είναι διττά μάρτυρες: αυτόπτες μάρτυρες των δικών τους παθών. Από την αρχή του ταξιδιού, μου έχει κινήσει την προσοχή το ότι στα αραβικά, όπως και στα ελληνικά, ο όρος μάρτυρας (shahid) είχε ως πρωταρχική του σημασία αυτόν/ή που φέρει μια μαρτυρία, με την έννοια της καταγραφής του (θρησκευτικού) βιώματος. Σε συνέχεια, ο όρος επεκτείνεται και σε αυτόν που θανατώνεται για τη μαρτυρία του αυτή.
Κοιτάω ξανά τον Abu Majen να κρατά σφιχτά το κλειδί. Τον φαντάζομαι στο σπίτι του, πριν. Ενα παιδί σε περασμένες, σχετικά πιο γαλήνιες εποχές. Η μαρτυρία του είναι διπλή: ένα μέρος της ζωής του τερματίστηκε την ημέρα που έφυγε αλαφιασμένος, ένα παιδί έντεκα χρονών φορτωμένο όπως όπως σε μια καρότσα. Ο,τι απέμεινε από τη ζωή του είναι πια αφιερωμένο στη μαρτυρία-ως-καταγραφή του μερικού αυτού θανάτου. Ελλείψει πόρτας, το κλειδί έκτοτε κλειδώνει το μέρος της ζωής του που έχει εγκλωβιστεί στο αφανισμένο του σπίτι. Ο Abu Majen είναι ζωντανός μόνο εν μέρει, όπως ήταν και ο Πρίμο Λέβι. Επιζών, μάρτυρας της φρίκης που βίωσε, στη συνέχεια αφιερώνεται, ως αποστολή εναπομείνασας ζωής, στο να μεταδώσει αυτή την εμπειρία – ακόμα και σε αυτούς που έχουν άλλα πράγματα να κάνουν.
Σύντομα ο στρατός εισβάλλει και φεύγουμε όπως όπως από τον καταυλισμό. Εχουμε όμως προλάβει να μιλήσουμε και με τον Jafar, έναν από τους μαχητές της αντίστασης. Δύο ημέρες μετά, όσο ο στρατός επιχειρεί στο Νουρ Σαμς, θα λάβουμε τα τραγικά νέα…
Σκηνή από την κηδεία του Jafar
Η αξία της μαρτυρίας
Του Waleed Samer
Jafar, καλύτερέ μου φίλε. Με πονά αφάνταστα να μιλήσω για κάποιον με τόση επιρροή στη ζωή μου. Jafar, δυνατέ μου εικοσάχρονε. Ο Jafar, που είχε μια ζωή όπως εσύ κι εγώ. Που ανέπνεε όπως εσύ κι εγώ. Η διαφορά βέβαια είναι πως πλέον τη ζωή αυτή δεν την έχει, του την αφαίρεσαν επειδή υπερασπίστηκε το Νουρ Σαμς, αυτή τη μικρή λωρίδα γης που φιλοξενεί τους πρόσφυγες από τη Χάιφα, τη Γιάφα και την Ακρα, τους κυνηγημένους από τον ισραηλινό στρατό το 1948…
Ο Jafar αποτίει φόρο τιμής στον πρόσφατα δολοφονημένο σύντροφό του δύο ημέρες πριν πέσει και ο ίδιος νεκρός από ισραηλινά πυρά
Τον δολοφόνησαν επειδή ήταν μαχητής. Σκεφτείτε, για ένα λεπτό, τι θα κάνετε τώρα που μάθατε πως ο Jafar δολοφονήθηκε. Θα μείνετε σιωπηλοί; Θέλω να είμαι ειλικρινής μαζί σας. Ναι, θα μείνετε σιωπηλοί. Αλλά γιατί, θα με ρωτήσετε. Επειδή δεν είναι οι δικοί σας φίλοι που σκοτώθηκαν από τον ισραηλινό στρατό. Η οικογένειά σας διαμένει σε ασφαλείς συνθήκες. Μπορείτε να πάτε στη δουλειά σας ή στις σπουδές σας, με έναν σχετικά εύκολο και ασφαλή τρόπο. Για εμάς τους Παλαιστίνιους, τίποτα από όλα αυτά δεν ισχύει. Κάθε πτυχή της καθημερινότητάς μας φέρει μια δυσκολία. Ο Jafar είχε κάτι μέσα του που δεν του επέτρεπε να κρύψει την αλήθεια. Για τον λόγο αυτό, επέλεξε να γίνει μαχητής της αντίστασης. Jafar, σε θυμάμαι από τόσο παλιά. Σε θυμάμαι να μου δείχνεις ένα βίντεο με παιδιά να κλαίνε και να ουρλιάζουν στη Γάζα, και να με ρωτάς «Είναι δίκαιο αυτό, Waleed»;
Τον Jafar τον αγαπούσαν και τον σέβονταν όλοι. Ο καθένας και η καθεμία στον καταυλισμό τον ήξερε από μικρό παιδί και τον θυμούνται για το χαμόγελό του και την αγάπη του για τον καταυλισμό. Θα ήθελα τώρα να σας μιλήσω από καρδιάς. Ειλικρινά, κάθε μέρα ο πόνος γίνεται όλο και μεγαλύτερος. Κάθε μέρα τον σκέφτομαι, κάθε μέρα βλέπω τις φωτογραφίες και τα βίντεο μαζί του στο κινητό μου και αναρωτιέμαι: «Εσβησε όντως το χαμόγελο αυτό;» Δεν θα τον ξαναδώ, αλλά μου λείπει πολύ. Πώς μπορώ να ζήσω ξανά μια φυσιολογική ζωή; Χωρίς το χαμόγελό του, τους ήχους του, τα μάτια του, ο πόνος είναι αβάσταχτος.
Η μητέρα και ο πατέρας του Jafar παρακολουθούν τη συνέντευξη που μας παραχώρησε ο γιος τους δύο μόλις ημέρες πριν από τη δολοφονία του
Δεν θα ξεχάσω τη στιγμή που είδα τη φωτογραφία του τη στιγμή που δολοφονήθηκε. Το σώμα του ξαπλωμένο στο έδαφος, αίμα παντού. Ημουν σε κατάσταση σοκ για ώρα, κοιτούσα τη φωτογραφία του και έκλαιγα. Ακόμα και τώρα, βλέπω ξανά τη φωτογραφία αυτή καθημερινά, το όμορφο πρόσωπό του, και κλαίω. Κάθε μέρα κάθομαι στο δωμάτιό μου, μυρίζω τα ρούχα του και τον θυμάμαι. Θυμάμαι την τελευταία στιγμή που τον είδα και τα όσα είπαμε. Ειλικρινά, είμαι πολύ περήφανος για τον φίλο μου, τον φίλο μου τον Jafar, τον μαχητή της αντίστασης (kateba) του καταυλισμού. Δεν είναι παρά μια μικρή ομάδα νέων που προσπαθούν να υπερασπιστούν τον καταυλισμό με τα όπλα. Ο φίλος μου ήταν μέρος της και δολοφονήθηκε εν ψυχρώ για τον λόγο αυτό. Πού θα λογοδοτήσουν; Ποιος μπορεί να τους σταματήσει;
Αν εγώ ως φίλος του έχω τόσο πόνο στην καρδιά μου, τι να πει ο αδερφός του, οι αδερφές του, ο πατέρας του, η μητέρα του; Με τη σκέψη αυτή, ζήτησα από τη μητέρα του να μου πει δυο λόγια. Αυτά είχε να μου πει:
Γεννημένος το 2004, ο Jafar ζούσε σαν κάθε άλλο παιδί της Παλαιστίνης στον καταυλισμό. Μικρός είχε πολλά προβλήματα υγείας, αλλά κατάφερε να τα ξεπεράσει. Μεγάλωσε και έλαβε την εκπαίδευσή του στα σχολεία της Υπηρεσίας (ΣτΜ: της UNRWA, της Υπηρεσίας Αρωγής και Εργων του ΟΗΕ για τους Παλαιστίνιους Πρόσφυγες στην Εγγύς Ανατολή), την οποία κατάφερε να ολοκληρώσει. Μα ήταν τόσα αυτά που τον τραβούσαν μακριά από την εκπαίδευση. Ο Jafar ζούσε και ανέπνεε για την αντίσταση, παρά το νεαρό της ηλικίας του. Δεν έχανε ούτε μια υποδοχή αποφυλακισμένου, κηδεία μάρτυρα, ή οποιαδήποτε στιγμή που θα απαιτούσε την υπεράσπιση του καταυλισμού του.
Την πρώτη φορά που διώχθηκε από τις Αρχές, συνελήφθη γιατί αρνήθηκε να παραμείνει σιωπηλός σχετικά με την αδικία. Παρέμεινε διωκόμενος για καιρό, μέχρι που μια αντιστασιακή ομάδα ιδρύθηκε και στον δικό μας καταυλισμό. Ηταν από τους πρώτους που συμμετείχαν, με πάθος και ορμή. Θυμάμαι κάποτε να του λέω πως εάν ο στρατός εισέβαλλε στον καταυλισμό, θα έπρεπε να κοιτάξει να διαφύγει. Θύμωσε τόσο μαζί μου, και μου είπε: «Είμαι εδώ και τους περιμένω. Πώς θα μπορούσα να διανοηθώ να διαφύγω εάν έρθουν;»
Ο Jafar Mutabak μαρτύρησε μαχόμενος, επειδή δεν θέλησε να παραδοθεί, στις 20 του Απρίλη του 2024.
Εικόνες από την κηδεία των μαχητών
Αντί επιλόγου
Κάτοικος του καταυλισμού του Νουρ Σαμς χαμογελά μπροστά στα συντρίμμια του σπιτιού του
Αρχική ιδέα του ταξιδιού ήταν να επικεντρωθούμε στην καταγραφή της καθημερινότητας των κατοίκων της Δυτικής Οχθης. Γρήγορα όμως συνειδητοποιήσαμε πως ο όρος δεν είναι ιδιαίτερα χρήσιμος στο να περιγράψει μια συνθήκη όπου «καθημερινότητα» δεν είναι παρά το μεσοδιάστημα μεταξύ μιας καταστροφής και της επόμενης.
Επιπλέον, τέτοιες καταστροφές και τα μεσοδιαστήματά τους δεν είναι στιγμές αντιθετικές, αλλά συμπληρωματικές. Δεν υπάρχει πλέον, με άλλα λόγια, ανάπαυση ή ηρεμία, παρά μόνο οδύνη για την απώλεια και φόβος για το μέλλον. Με τον τρόπο αυτό, όσα καταγράψαμε εδώ, καθώς και σε ένα μικρό ειδησεογραφικό βίντεο αλλά και ένα μεγαλύτερο ντοκιμαντέρ που ετοιμάζουμε, είναι όλα φυσιολογικά, με την έννοια πως οι Παλαιστίνιοι αντιμετωπίζουν επιχειρήσεις τέτοιου τύπου σχεδόν καθημερινά.
Ολα είναι φυσιολογικά: οι επιδρομές, οι δολοφονίες, η καταστροφή οποιασδήποτε υποδομής μπορεί να συντηρήσει τη ζωή, η συλλογική τιμωρία. Ταυτόχρονα, η βία αυτή είναι φυσιολογική και με μια επιπλέον έννοια: επιτρέπει και συντηρεί τη δική μας προνομιακή δυτική καθημερινότητα. Για κάθε έξυπνη συσκευή, για κάθε εργασιακό μπόνους ή ποτάκι σε κάποιο trendy μπαρ που απολαμβάνουμε, υπάρχει ένα όπλο που στρέφεται προς έναν Παλαιστίνιο από έναν έποικο σε τούτο το προκεχωρημένο δυτικό φυλάκιο. Με τον τρόπο αυτό, η διττή μαρτυρία των Παλαιστινίων, τόσο η καταστροφή τους όσο και η καταγραφή της, λειτουργεί ταυτόχρονα και ως μαρτυρία της ηθικής χρεοκοπίας της Δύσης.
Η μακρά άνοιξη του 2024, με τις θαρραλέες φοιτητικές διαδηλώσεις στην καρδιά των Πανεπιστημίων των δυτικών μητροπόλεων, δείχνει πως κάτι αρχίζει να αλλάζει: η μαρτυρία-καθρέφτης της δ(υτ)ικής μας κατάπτωσης μπορεί τελικά και να γίνει φιτίλι. Χτυπημένοι βάναυσα από την αστυνομία, οι φοιτητές/τριες φωνάζουν: «Η Παλαιστίνη είναι παντού». Είναι αλήθεια. Μα και το Ισραήλ είναι παντού: δεν είναι εξαίρεση, είναι ένα γκροτέσκο παράδειγμα της καταστροφής που προκαλεί η ακόρεστη δίψα των Δυτικών για εξουσία και προνόμια. Λευτεριά, λοιπόν, στην Παλαιστίνη. Και λευτεριά σε όλες και όλους μας.
Η ταυτότητα της αποστολής
Η παρούσα ανταπόκριση αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου εγχειρήματος καταγραφής και ανάδειξης της καθημερινής μαρτυρίας των κατοίκων της Δυτικής Οχθης. Για περισσότερες πληροφορίες, και για να συνεισφέρετε εάν επιθυμείτε στο εγχείρημα, κατευθυνθείτε (https://gogetfunding.com/help-us-produce-a-documentary-and-support-families-in-hardship-in-the-west-bank/) και στην ιστοσελίδα της Shadowgraph Media, (https://www.shadowgraph.co/) @shadowgraph_media (instagram), @shadowgraph_m (twitter).
Θερμές ευχαριστίες στον Ahmad Al-Bazz για την καθοδήγηση και την υποστήριξή του καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, καθώς και στην Ξένη Βασιώτη και τον Krümel για τη βοήθειά τους με την επιμέλεια του κειμένου.
Ο Αντώνης Βραδής εργάζεται στο Τμήμα Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου του St Andrews της Σκοτίας.
O Ross Domoney είναι πολυβραβευμένος δημιουργός ντοκιμαντέρ και δημοσιογράφος βίντεο από το Ηνωμένο Βασίλειο. Διευθύνει τη Shadowgraph Media, μια εταιρεία παραγωγής που διερευνά τις sci-fi ποιότητες του σημερινού πολιτικού σκηνικού μέσω ενός συνδυασμού δημοσιογραφίας, ντοκιμαντέρ και τα ενδιάμεσά τους δημιουργικά πεδία.
Ο Waleed Samer είναι φοιτητής Γλωσσολογίας που ζει στο Νουρ Σαμς, προσφυγικό καταυλισμό του 1948, στην κατεχόμενη Δυτική Οχθη της Παλαιστίνης. Είναι διαμεσολαβητής και συμπαραγωγός που συνεργάζεται με ντόπιους και διεθνείς δημοσιογράφους.
► Όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να συμμετέχει στην καμπάνια crowdfunding για τη δημιουργία ντοκιμαντέρ, που θα εξυμνεί τη μνήμη των Παλαιστινίων ως αντίσταση, ΕΔΩ