Current track

Title

Artist


Ένας χρόνος απ’ τον θάνατο του Βαγγέλη Ρωχάμη

Written by on 06/02/2025

Από το 1voice.gr / Ανδρέας Ρουμελιώτης / 02.2024

“Άκου μόρτη μου”! Αυτό με συμβούλεψε ο Βαγγέλης Ρωχάμης την πρώτη φορά που βγήκε πιτσιρικάς από την φυλακή
ΕΔΏ μεγαλώσαμε μαζί.
Ο παππούς μου ο Γιώργος ο Μπρούζος είχε αυτή την ψαροταβέρνα στη θάλασσα, εδώ στο μικρό λιμανάκι στο Λευκαντί, στην Χαλκίδα.
Δυό-τρία σπίτια υπήρχανε στις αρχές της δεκαετίας του ’60, το χαμόσπιτο του Βαγγέλη του Ρωχάμη και η ταβέρνα του παππού όπου σύχναζαν ψαράδες, λιμενεργάτες.
Η γιαγιά στην κουζίνα τηγάνιζε μαρίδα, τα χταπόδια μπλέκονταν στα πόδια μας όταν περπατούσαμε στην παραλία, σερβίραμε με τ αδελφάκι μου στα τραπέζια ρετσίνα σε κατρουτσάκια και μας δίνανε μπουρμπουάρ πεντάρες – οι πιο χουβαρντάδες δεκάρες, με τρύπες.
“Πίνανε τον κώλο τους”, μεθάγανε και χορεύανε.
Σπάζανε πιάτα και ποτήρια.
Γινόντουσταν τσαμπουκάδες μεγάλοι άμα κάποιος χόρευε (σ)την παραγγελιά αλλουνού.
Γι αυτό ο παππούς μου είχε βάλει μια επιγραφή απ’ έξω που έγραφε: “Απαγορεύεται το σπάσιμο, η μανούρα και ο τσαμπουκάς”.
Μεθάγανε και πιανόντουσταν στα χέρια συχνά για τις παραγγελιές.
Δεν υπήρχε μεγαλύτερη προσβολή από το να σηκωθείς να χορέψεις στο τραγούδι που παρήγγειλε άλλος.
Βγάζανε φαλτσέτες από την κάλτσα, σε σουγιαδιάζανε, τα χω δει, παιδάκι ήμουνα, παίζανε ξυράφια με την γλώσσα και σε καρφώνανε φτύνοντας.
Το: “Φύγε Στέλλα κρατάω μαχαίρι” και το: “Είναι πολλά τα λεφτά Άρη,” ήτανε πολύ λίτ μπροστά σε αυτό που πραγματικά συνέβαινε στο μικρό λιμανάκι μας.
Είχαν γίνει πολύ άσχημα σκηνικά.
Όμως όταν εμφανιζόταν ο Βαγγέλης γινόντουσαν όλοι κυρίες.
Δεσποινίδες. Κοτούλες, μιλάμε μπροστά στον Ρωχάμη.
Γκάστρωσε ένα μικρό κοριτσάκι αλλά φέρθηκε σαν Κύριος.
Το στεφάνωσε και πήγε φαντάρος στην Σύρο, να υπηρετήσει, κανονικά.
Εκεί ένοιωσε για πρώτη την αναλγησία της εξουσίας που μια ζωή πολεμούσε.
Ζήτησε άδεια εξόδου να έρθει στο μαιευτήριο, να δει το νεογέννητο παιδί του.
Οι καραβανάδες δεν του δώσανε άδεια και έτσι πήδηξε την μάντρα του στρατοπέδου, μπήκε λάθρα στο πλοίο για τον Πειραιά, έκλεψε ένα μοτοσακό και γκάζωσε μέχρι την Χαλκίδα, για να αγκαλιάσει την κορούλα του.
Η πρώτη δίκη για κλοπή, στρατοδικείο, Ιώτα 5, φυλάκα.
Όταν βγήκε πρώτη φορά από τη φυλακή ήρθε στην ταβέρνα του παππού μου.
Εγώ ήμουν δέκα χρόνια μικρότερός του 7, 8, άντε 9 χρονών.
Σε αυτό γέρο πλάτανο είχα την κούνια μου – έτσι την λένε την ταβέρνα και σήμερα «ο Πλάτανος» – με έσπρωξε με δύναμη και ανέβηκα στα ουράνια.
Αυτό που μου είπε τότε ο Βαγγέλης ο Ρωχάμης δεν το κατάλαβα αλλά μου έκανε μεγάλη εντύπωση και η παιδική μου μνήμη το συγκράτησε για να το λέω αργότερα στα κορίτσια που γνώριζα: “Άκου μάγκα μου, ποτέ μην φοβηθείς μην πηδήξουν τη γκόμενά σου ή τη γυναίκα σου. Ένα πράγμα να φοβάσαι, μόρτη μου, μην πηδήξουν εσένα”…
Είχε μπει πιτσιρίκος για πρώτη φορά στη φυλακή και πήγανε νατονε “πειράξουνε…”
ΥΓ: Μόνο αυτό για σήμερα σαν πρόγευση από το αφιέρωμα στον Πεταλούδα μας Βαγγέλη Ρωχάμη ο οποίος δραπέτευσε πάλι. Τον κηδεύουμε αύριο στις 11π.μ στο νεκροταφείο του Βασιλικού Χαλκίδας. Εκεί, δίπλα στην μητέρα μου, στους συγγενείς μου και στον θείο μου τον Πάνο, τον Γεραμάνη!
Η Χολιγουντιανή υπερπαραγωγή και η Αμερικανίδα καλλονή στα πόδια του Βαγγέλη Ρωχάμη
Δεν τον αφήνανε σε ησυχία, 18-19 χρονών αποφυλακίστηκε, έβραζε το αίμα του, πολύ θυμωμένος ήτανε μ αυτό που του κάνανε με την κόρη του, ρουφιάνοι παντού, τα καρακόλια καραδοκούσαν.
Μια μέρα σούρωσε, τύφλα έγινε, πήγε μέχρι το ταχυδρομείο του Βασιλικού με 8άρια, έσπασε το τζάμι, φόρτωσε στον ώμο την ταμειακή, πέρασε μέσα από τα καφενεία, όλοι τονε είδανε, γύρισε σπίτι, στο Λευκαντί, και ταβλιάστηκε.
Ήρθανε οι χωροφύλακες και τονε συλλάβανε στον ύπνο.
Αυτή ήτανε η πρώτη του ληστεία.
Δεν θα ξαναγράψω την ιστορία του Έλληνα Πεταλούδα εδώ.
Την έγραψε ο ίδιος με όλα τα ονοματεπώνυμα, το βιβλίο του ήταν αυτοέκδοση, το πούλαγε μόνος του όπως ο Κοεμτζής.
Το δικαστήριο απεφάνθη «όλα τα αντίτυπα στην πυρά», πρόλαβα να καβατζώσω΄δύο- τρία, δεν πήγε όταν τον κάλεσε ο εισαγγελέας στην καύση των βιβλίων του που έγινε στην υψικάμινο της ΠΥΡΚΑΛ.
Στα τέλη του περασμένου αιώνα εμείς οι Ευβοιώτες δημοσιογράφοι οργανώσαμε ένα κίνημα επικοινωνίας για να αποφυλακιστεί ο Ρωχάμης.
Επικεφαλής ήταν ένα υπέροχο παιδί από ένα χωριό εδώ δίπλα, την Βάθεια, που έφυγε πρόωρα απ την ζωή, ο Χρήστος Σεφερλής πρώην πολεμικός ανταποκριτής και ο καλύτερος ρεπόρτερ – που πήγαινε παντού με το ελικόπτερο – του ΑΝΤ1.
Μόνο για την θεογκόμενα θα γράψω, την Αμερικανίδα δημοσιογράφο και παραγωγό του Χόλυγουντ πού την έβλεπες και ζαλιζόσουνα.
Μια οπτασία μιλάμε.
Ήρθε με τα ντόλαρς στο χέρι, με το σενάριο και τα συμβόλαια έτοιμα, με δικηγόρους, με ολόκληρο επιτελείο ήρθε και του προσέφερε ένα ασύλληπτο ποσό για να υποδυθεί ο ίδιος τον εαυτό του σε Χολιγουντιανή υπερπαραγωγή.
Ο Βαγγέλης θόλωσε όταν είδε αυτή την καλλονή, σχεδόν να τον εκλιπαρεί. Κλείστηκαν, στο δωμάτιο του απύθμενου σεξ και βγάλανε τα μάτια τους.
Έπειτα της είπε: «εγώ δεν κάνω τέτοια κουκλίτσα μου» και η αδιανόητης ομορφιάς και πάθους παραγωγός αφού «είδε τον Χριστό φαντάρο», ερωτευμένη με τον Έλληνα Φαντομά, έφυγε κλαίγοντας για την Αμερική.
Το μετάνιωσε βεβαίως όταν έμεινε ρέστος, δεν κράτησε ούτε το τηλέφωνό της, «δεν μπορεί εσύ κάποια άκρη θα χεις μέσα στο Χόλυγουντ, να την ψάξουμε, να την ξαναβρούμε, θα σου δώσω τόσα»…
– «Και τα φράγκα που σου δώσανε, όπως μου πες, οι … Έλληνες εφοπλιστές (υπέθετα ότι ήτανε καβάντζα απ τις ληστείες αλλά δεν …τολμούσα) και ήθελες να τα επενδύσεις στο χωριό, τι γινήκανε»;
Δεν απάντησε, δεν ήθελε να αποκαλυφθεί, δεν γούσταρε να ναι Ζορό, «πρέπει να παλέψεις ο ίδιος ή όλοι μαζί, όχι να περιμένεις απ τους άλλους.»
Αλλά … εδώ ο τόπος είναι μικρός και οι γνωρίζοντες – γνωρίζουν σε ποιους μοίρασε τότε αυτά τα λεφτά, που ήτανε άρρωστοι κι είχανε μεγάλη ανάγκη.
Στην ψάθα πέθανε ο Βαγγέλης Ρωχάμης. Δεν το υπογράφω μόνο εγώ, αλλά και όλοι όσοι τον ζήσαμε τα τελευταία 20 χρόνια από κοντά.

Οι απίθανες μεταμφιέσεις του Βαγγέλη Ρωχάμη: Γριές μοιρολογίστρες παντού – και στο γραφείο του Πρωθυπουργού!
Τα όνειρα σου μην τα λες γιατί μια μέρα κρύα

μπορεί και οι φροϋδιστές να’ρθούν στην εξουσία.
Δέκα λογιώ οι παλικαριές οι εννιά να δραπετεύεις
και οι αγάπες δυό λογιώ στη μιά καλογερεύεις.
Δίσκος: H Ρεζέρβα – Οι Εκλογές Μαντινάδα. Στίχοι – Μουσική: Διονύσης Σαββόπουλος.
Σαν επάγγελμα δήλωνε: «κακοποιός.»
Πάντα αυτοσαρκαζόμενος.
Με ειδικότητα ;
– « Στους εκβιασμούς.»
Δεν κατάφερε να με πείσει γι αυτό.
Άλλωστε δεν «κοσμούσαν» το βιογραφικό του οι εκβιασμοί.
Το μεγάλο του ατού ήταν οι μεταμφιέσεις.
Στις μεταμφιέσεις ήτανε μανούλα.
Είχε όλες τις στολές αστυνομικών, στρατιωτικών, φυλάκων.
Βεστιάριο κανονικό με περούκες, φούστα –μπλούζα και … ΙΕΚ μακιγιάζ.
Την Μεγάλη Εβδομάδα του 1996 την «έκανε» πάλι από την φυλακή για να ψήσει αρνί.
Έφυγε σαν Κύριος από την είσοδο ντυμένος δικηγόρος.
Κάθε φορά που δραπέτευε από τις φυλακές υψίστης ασφαλείας ντυνόταν γυναίκα.
Τις περισσότερες γριά.
Μοιρολογίστρα.
Ήταν παρούσες αυτές οι …γριούλες σε όλες τις στις κηδείες των δικών του ανθρώπων.
Οι μοιρολογίστρες…
Κάτω από την μύτη της αντιτρομοκρατικής και όχι μόνο…
Στην πολυθρόνα του πρωθυπουργού στην Βουλή.
Μια απ αυτές τις γριές, όταν με το καλό αποφυλακίστηκε, τρύπωσε στο γραφείο πρωθυπουργού στην βουλή, στρογγυλοκάθισε στην πρωθυπουργική πολυθρόνα και Τον περίμενε.
Απαίτησε και πήρε το αυτονόητο, την ανανέωση της άδειας στην καντίνα του.
Το «άτυχές συμβάν» αποσιωπήθηκε με άνωθεν εντολή από τους … αυτόπτες συμβούλους και μυστικούς αστυνομικούς, όπως και απ τον ίδιο τον πρωθυπουργό μας.
Δεν ζει ο Γιώργος ο Τράγκας για να το επιβεβαιώσει…
Η διάσημη γριά στην δίκη του Νάσιουτζικ.
Η πιο γνωστή μεταμφίεση του Βαγγέλη σε γριά γυναίκα ήταν στην δίκη του Νάσιουτζικ, στο Εφετείο.
Ο Αθανάσιος Νάσιουτζικ (Σέρρες, 1922 – Αθήνα, 17 Φεβρουαρίου 2005) ήταν Έλληνας χημικός, επιχειρηματίας, συγγραφέας και αρθρογράφος. Διετέλεσε πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών από το 1981 μέχρι το 1984.
Τις δεκαετίες του 1980 και 1990 βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της ελληνικής κοινής γνώμης, καθώς καταδικάστηκε για τη δολοφονία του συγγραφέα Αθανάσιου Διαμαντόπουλου.
Σύμφωνα με το δικαστήριο, ο Νάσιουτζικ του κατέφερε 97 χτυπήματα στο κεφάλι με σφυρί. Η δολοφονία εκείνη έμεινε γνωστή ως «έγκλημα στο Κολωνάκι».
Ο ίδιος ο Νάσιουτζικ δεν παραδέχτηκε ποτέ την ενοχή του για αυτή την υπόθεση, υποστηρίζοντας ότι έπεσε θύμα πλεκτάνης.
Είχαν γνωριστεί με τον Έλληνα Πεταλούδα και γίνηκαν φίλοι κολλητοί στην φυλακή.
Όσο ο Νάσιουτζικ εξέτιε την ποινή του, ο Ρωχάμης κατάφερε να αποδράσει και να γίνει και πάλι ο υπ’ αριθμόν ένα καταζητούμενος στην Ελλάδα, με την Ελληνική Αστυνομία να τον ψάχνει παντού χωρίς αποτέλεσμα.
Η αίθουσα ήταν κατάμεστη από συγγενείς, φίλους, δημοσιογράφους, και πάρα πολύ κόσμο απ έξω που προσπαθούσε να μπει μέσα για να παρακολουθήσει την πολύκροτη δίκη.
Μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας πλησίασε τότε τον κατηγορούμενο, κάθισε δίπλα του και άρχισε να συνομιλεί μαζί του με εγκαρδιότητα.
Ο Νάσιουτζικ έδειχνε ευχαριστημένος και ανταποκρινόταν σε ότι άκουγε από το στόμα της.
Η Παυλίνα Νάσιουτζικ εξιστόρησε την απίθανη συνάντηση του κατηγορούμενου πατέρα της και του καταζητούμενου Βαγγέλη Ρωχάμη, ο οποίος είχε εισέλθει στο δικαστήριο μεταμφιεσμένος σε… γριά γυναίκα.
Ο πιό φευγάτος δραπέτης του κόσμου, κάτω από τη μύτη δεκάδων αστυνομικών, απευθύνθηκε στον Νάσιουτζικ, λέγοντάς του: «Αν θες σε παίρνω τώρα και φεύγουμε. Έχω τέσσερις πέντε απ’ έξω».
Ο Ρωχάμης είχε σχέδιο απόδρασης και μάλιστα πολύ καλά οργανωμένο.
Ο Νάσιουτζικ, ξεπερνώντας τον αρχικό αιφνιδιασμό του, απάντησε ψύχραιμα ότι δεν μπορεί να τον ακολουθήσει.
Αρνήθηκε να αποδράσει και ευχαρίστησε ευγενικά την… ηλικιωμένη γυναίκα…
Προτίμησε τότε να ζήσει όλη τη δίκη μέχρι το τέλος, με την ελπίδα ότι θα έβγαινε νικητής.
Οι συνήγοροί του δεν έμαθαν ποτέ ότι εκείνη η γυναίκα ήταν ο Ρωχάμης…
Όπως αποδείχτηκε αργότερα, τον δρόμο που του ανοιξε ο Ρωχάμης τον διάλεξε μόνος του στη συνέχεια και δραπέτευσε στο εξωτερικό.
Ο Νάσιουτζικ περιέγραφε τον Ρωχάμη ως «Ρομπέν των Δασών» και εκτιμούσε την εξυπνάδα του και το γεγονός ότι διάβαζε βιβλία, παρά τις περιορισμένες γραμματικές του γνώσεις.
«Ήταν γενναίος. Ο Χέμινγουεϊ λέει ότι γενναιότητα είναι να δείχνεις ανδρεία υπό πίεση», αναφέρει η Παυλίνα Νάσιουτζικ στην διήγησή της.
Μόλις ο μεταμφιεσμένος δραπέτης εξαφανίστηκε από την αίθουσα, ο πατέρας της κάλεσε τις κόρες του και τους αποκάλυψε ποια ήτανε αυτή η γριά που του ψυθίριζε στο αυτί.
Οι «αδήλωτες» αποδράσεις.
Είχε δραπετεύσει πολλές φορές και βοήθησε πολλούς να δραπετεύσουν.
Είχε φτιάξει αντικλείδια για όλες τις πόρτες…
Με πλαστελίνη αντέγραψε όλα τα κλειδιά της φυλακής.
Είχε δραπετεύσει πολλές φορές και βοήθησε πολλούς να δραπετεύσουν.
Είχε φτιάξει αντικλείδια για όλες τις πόρτες..
Με πλαστελίνη αντέγραψε όλα τα κλειδιά της φυλακής.
Τον μόνο που παραδεχόταν στις συζητήσεις μας ήταν ο Σήφης ο Βαλυράκης ο οποίος απέδρασε από τις φυλακές υψίστης ασφαλείας της Κέρκυρας, κολύμπησε νύχτα στα παγωμένα νερά της Αδριατικής και βγήκε στην Αλβανία.
Βεβαίως ούτε σ αυτό έχασε την πρωτοκαθεδρία αφού απ την Κέρκυρα ο Βαγγέλης απέδρασε δύο φορές …
Παρόλο που τα αδικήματα του δεν ήταν σοβαρά, – κλοπές και αποδράσεις – έκατσε 22 χρόνια στη φυλακή, σχεδόν μια ζωή.
Αλλά είχε το ταλέντο να δραπετεύει. Έλεγε ότι έφευγε όποτε ήθελε και γύρναγε μέσα όταν βαριότανε…
Τον έψαχναν και επέστρεφε μόνος του.
Την άνοιξη του 1994 η Μαρία Ρωχάμη δικαζόταν σε επαρχιακό Εφετείο με την κατηγορία της υπόθαλψης του εγκληματία πατέρα της.
Ο «Πεταλούδας» ήταν πάλι δραπέτης.
Λίγες ημέρες μετά τη δίκη ο Βαγγέλης Ρωχάμης είναι ανάμεσα στους θαμώνες στο επαρχιακό κέντρο στην εθνική οδό Αθηνών – Λαμίας, όπου τραγουδούσε η κόρη του, και της ρίχνει γαρίφαλα.
«Με φωνάζουν οι τράπεζες να τις κλέψω γιατί δεν τις φυλάνε καλά»
Μου έλεγε: «Με φωνάζουν οι τράπεζες να τις κλέψω γιατί δεν τις φυλάνε καλά.Αν με παίρνανε για φύλαξη δεν θα ήμουν κακοποιός».
Ήταν ένας λαϊκοφιλόσοφος.
Πέρασε 22 χρόνια στη φυλακή κυρίως γιατί πολέμησε την εξουσία. Αντιστάθηκε στην εξουσία. Ήταν ένας ατίθασος, αντάρτης, τσαμπουκάς που νομίζω ότι δεν τον ενδιέφεραν τα λεφτά.
Τον ενδιέφερε το άγριο θεριό της νιότης του, κι αυτό τον στοίχειωσε.
Βαγγέλη θες κάτι να σου φέρω ;
Ο Βαγγέλης Ρωχάμης δεν είχε χάσει το χιούμορ του, ακόμα και τις τελευταίες ημέρες της ζωής του.
Δύο – τρείς μέρες πριν αποδράσει οριστικά, πήγα σούπερ να ψωνίσω και τον πήρα τηλέφωνο.
– Βάγγό χρειάζεσε κάτι να σου φέρω ;
– Δεν θέλω τίποτα απ το σούπερ – μάρκετ Αντρίκο. Αν μπορείς πετάξου σε μια τράπεζα να πάρεις ένα εκατομμύριο που χρειάζομαι. Δεν τις φυλάνε, είναι εύκολο.