Τρέχον κομμάτι

Τίτλος

Καλλιτέχνης

Τρέχουσα παράσταση

Τρέχουσα παράσταση


Οι άνθρωποι του κινηματογράφου Ιντεάλ με τα δικά τους λόγια

Γραμμένο απόεπί 30/12/2023

Από το athinorama.gr /©Γιάννης Καντέα-Παπαδόπουλος

Λίγο πριν κλείσει οριστικά το ιστορικό σινεμά συνομιλούμε με τα πρόσωπα που για δεκαετίες ταυτίστηκαν μαζί του.
Στην αρχή, η πληροφορία στα γραφεία του περιοδικού έφτασε ως φήμη. “Είναι δυνατόν να γίνει ξενοδοχείο το Ιντεάλ;” αναρωτιόμασταν όλοι, ανήμποροι να πιστέψουμε πως ένας ιστορικός όσο και ολοζώντανος κινηματογράφος, δίχως οικονομικά προβλήματα και όντας σημείο αναφοράς στο κέντρο, θα έπαυε να υπάρχει χωρίς αιτία από τη μία μέρα στην άλλη. Η απορία μας υπήρξε αφελής, σαφώς, καθώς γνωρίζουμε καλά πως ο αμείλικτος εξευγενισμός και η ραγδαία τουριστικοποίηση της Αθήνας είναι δυνάμεις κυνικές, οι οποίες δεν υπακούν πουθενά αλλού πέρα από την προσφορά και τη ζήτηση της αγοράς. Το άγχος μας έγινε πραγματικότητα μερικούς μήνες αργότερα, όταν ο αιθουσάρχης του Άστορ, Μπάμπης Κονταράκης, εξέδωσε δελτίο τύπου μέσω του οποίου έκρουσε σήμα κινδύνου τόσο για το σινεμά του και το Ιντεάλ, όσο και το Αελλώ. Προειδοποίησε πως οι τρεις αίθουσες πρόκειται να δοθούν από τον e-ΕΦΚΑ, στον οποίο και άνηκαν, προς αξιοποίηση με σκοπό να γίνουν ξενοδοχεία. Ακολούθησε μαζική κινητοποίηση για να ανατραπεί η παραπάνω εξέλιξη, τόσο από επίσημους φορείς όσο και πολίτες, η οποία κορυφώθηκε με τη δράση “Τα Σινεμά μας, η Πόλη μας”, στο πλαίσιο της οποίας οι δρόμοι του κέντρου πλημμύρισαν από κόσμο. Εν τέλει, Άστορ και Αελλώ διασώθηκαν, η εξέλιξη για το Ιντεάλ ωστόσο δεν ήταν η επιθυμητή.
Το Μάιο του 2023, το Κεντρικό Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας αποφάσισε τον χαρακτηρισμό της χρήσης του κινηματογράφου Ιντεάλ ως διατηρητέας με ανησυχητικούς αστερίσκους. Και αυτό γιατί, όπως αναφέρεται στη σχετική απόφαση, ενώ αναγνωρίζεται η διατηρητέα χρήση του σινεμά, ταυτόχρονα “θα επιτρέπεται η λειτουργία και άλλων πολιτιστικών χρήσεων καθώς και η χρήση του Συνεδριακού Κέντρου”. Το οποίο πρακτικά σημαίνει πως βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια του αναδόχου του κτιρίου όπου βρίσκεται το Ιντεάλ με ποιους όρους ακριβώς θα λειτουργεί. Και κινηματογράφος δηλαδή, αλλά όχι μόνο κινηματογράφος. Πρόκειται για την ίδια ακριβώς διατύπωση που χρησιμοποίησε ο όμιλος Mitsis Hotels, στην ιδιοκτησία του οποίου βρίσκεται πλέον το κτίριο του Ιντεάλ, όταν σε ανακοίνωσή του δήλωσε αόριστα τις προθέσεις του για το σινεμά: “θα επεκταθεί η χρήση του κινηματογράφου, με αυτές του θεάτρου και του συνεδριακού κέντρου, κάτι που θα αναδείξει το χώρο, θα αναβαθμίσει τη χρήση του και θα αυξήσει την επισκεψιμότητά του”. Διαβάστε ολόκληρη την τοποθέτηση εδώ.
Η χαρακτηριστική ασάφεια με την οποία εκφράστηκαν οι νέοι ιδιοκτήτες απλώς επιδείνωσε την αβεβαιότητα της κινηματογραφικής κοινότητας και ακόμα περισσότερο εκείνη των ανθρώπων που εργάζονται στο Ιντεάλ. Με τα δεδομένα να μην αλλάζουν στη συνέχεια και με την ηχηρή απουσία οποιασδήποτε πολιτικής πρωτοβουλίας πάνω στο ζήτημα, φτάσαμε στο σημείο την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές το σινεμά να μετρά αντίστροφα για το οριστικό κλείσιμό του. Μοναδικό βάλσαμο, ο κόσμος ο οποίος επισκέπτεται μαζικά το Ιντεάλ τους τελευταίους μήνες – ιδιαίτερα στις ασφυκτικά sold out προβολές των “Νυχτών Πρεμιέρας”, θέλοντας από τη μία να στηρίξει την αίθουσα ευελπιστώντας σε κάποια ανατροπή της τελευταίας στιγμής, από την άλλη να αποχαιρετίσει έναν κινηματογράφο ο οποίος έχει αγαπηθεί όσο λίγοι από τους Αθηναίους. Σε αυτό το κλίμα και ως ελάχιστο φόρο τιμής, αποφασίσαμε στο “α” να δώσουμε το λόγο στους ανθρώπους που επί δεκαετίες δουλεύουν στο Ιντεάλ και με τους οποίους το περιοδικό έχει συνάψει διαχρονική σχέση, έχοντας μοιραστεί αμέτρητα “κλεισίματα” προγράμματος, πρωινά σε δημοσιογραφικές προβολές και νύχτες κάτω από τη μαρκίζα του σινεμά.
Γιατί τα ξενοδοχεία που έχουμε μείνει ξεχνιούνται, όμως τα σινεμά που έχουμε κλάψει μένουν μέσα μας για πάντα.
Ο λόγος στους ανθρώπους του Ιντεάλ:
Αριστέα Χιώτη (υπεύθυνη box office, λογιστήριο)
“Εργαζόμουν στο Σπέντζο από το 1975 μέχρι το 2013. Αρχικά ήμουν αποκλειστικά η λογίστρια του γραφείου διανομής, ωστόσο αργότερα πέρασα στο ταμείο του Ιντεάλ. Τώρα, το πώς προέκυψε να ασχοληθώ με το box office ήταν κάτι εντελώς τυχαίο. Λίγο αφότου είχαν ολοκληρωθεί οι εργασίες ανακαίνισης και ήμασταν έτοιμοι να ανοίξουμε, στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, φάνηκε κάπως αυτονόητο πως, όντας λογίστρια, θα μπορέσω να αναλάβω και αυτό το ταμείο. Δεν είχαμε καν καρέκλα, δανειστήκαμε μία από διπλανό καφενείο! Ύστερα, για πολλά χρόνια έκανα παράλληλα και τις δύο δουλειές. Ήταν πολύ δύσκολα, διότι δεν είχαμε ρεπό, δε βλέπαμε Πάσχα-Χριστούγεννα… Ωστόσο, ξέρεις ποιο ήταν το πιο κουραστικό; Τα τηλέφωνα! Γιατί τα απογεύματα ενώ έτρεχαν τα θέματα του Ιντεάλ, είχα και τους πελάτες του γραφείου να εξυπηρετήσω για άλλες εκκρεμότητες. Όμως, τα τελευταία 24 χρόνια περίπου που εργαζόμουν, ήμουν μόνο στο ταμείο”.
Τα καθίσματα του Ιντεάλ
“Τη δεκαετία του ‘80 το Ιντεάλ δεν είχε καμία σχέση με όσα βλέπεις σήμερα. Σκέψου μονάχα ότι εκεί που βρίσκεται το μπαρ προηγουμένως ήταν εξώστης. Όλες οι αλλαγές έγιναν στην αρχική ανακαίνιση, όπως για παράδειγμα οι τοιχογραφίες του Άγγελου Αντωνόπουλου με θέμα την εξέλιξη του καθίσματος, για τις οποίες εργάστηκε πολύ σκληρά. Όμως, το 1990 έχοντας μόλις ολοκληρωθεί οι εργασίες, ξέσπασε από ατύχημα η πυρκαγιά που μας κατέστρεψε. Εκείνο το βράδυ ήρθα άρον – άρον από το σπίτι μου στο Κουκάκι και βρήκα κλειστή την Πανεπιστημίου από την αστυνομία, η οποία δε με άφηνε να περάσω. Τότε με αναγνώρισε ένας αξιωματικός και μου έδωσε άδεια να προσεγγίσω το σινεμά. Δύο χρόνια είχαμε ξανά φωτιές, προερχόμενες αυτήν τη φορά από το διπλανό εστιατόριο. Έτσι, με το που είχαν μπει τα πράγματα στη θέση τους, χρειάστηκε να ξεκινήσουμε από την αρχή. Πάντως, τότε βρήκαμε και τις καρέκλες που χρησιμοποιούνται έως σήμερα. Είχα ταξιδέψει μαζί με τον Σπύρο Σπέντζο στη Γαλλία για να τις βρούμε. Κόστιζε 45.000 δραχμές το κάθε κάθισμα, τα πήραμε από το εργοστάσιο της Quinette στη Νίκαια”.
Οι θαμώνες
“Οι άνθρωποι που έρχονταν σταθερά στο Ιντεάλ είναι πάρα πολλοί. Θυμάμαι ήταν μια συνταξιούχος που έκοβε μειωμένο εισιτήριο, αλλά επειδή με συμπαθούσε πολύ μου έφερνε σοκολάτες για να με ευχαριστήσει. Παρόλο που κάθε φορά της εξηγούσα πως έτσι δεν είχε νόημα ότι πληρώνει φθηνότερο αντίτιμο, ήταν μάταιο! Άλλος πάλι, ο συγγραφέας Γιάννης Ξανθούλης, κάθε φορά μου έδινε τα καινούρια βιβλία του μαζί με ένα μωβ ζουμπούλι. Αντίστοιχα, ο καθηγητής Δημήτρης Μαρωνίτης περνούσε εδώ πολλές ώρες, είχε απίστευτη προσωπικότητα!”.
Ο παραγωγός του Χόλιγουντ
“Στο δωματιάκι του box office μου άρεσε να βάζω πάντα την αφίσα μιας ταινίας που είχα αγαπήσει πολύ. Κάποια στιγμή, λοιπόν, είχα τη ‘Σιωπή των Αμνών’. Μπαίνει ένα ζευγάρι Αμερικανών τουριστών και τους ξεναγήσαμε στην αίθουσα, μιας και δεν είχε προβολή εκείνη την ώρα, οι οποίοι ενθουσιάστηκαν με το χώρο. Άρχισαν να ρωτάνε περισσότερα για το σινεμά κι αναπόφευκτα έπεσε το βλέμμα τους στην αφίσα, οπότε αναρωτήθηκαν αν έχω δει την ταινία και αν μου είχε αρέσει. Διπλωματικά αποκρίθηκα πως είχα βρεθεί σε μια ιδιωτική προβολή της και πως εκτός του ότι μου είχε αρέσει τρομερά, πίστευα πως θα προταθεί για πολλά Όσκαρ τα οποία και θα κερδίσει. Ο κύριος χαμογέλασε κι αμέσως μετά μου έδειξε το όνομά του στην αφίσα. Ήταν ένας από τους παραγωγούς της ταινίας! Περνάνε οι μήνες, η ‘Σιωπή’ πράγματι σάρωσε στα Όσκαρ κερδίζοντας πέντε και στο πάρτι μετά την απονομή βρίσκεται ένας Έλληνας ανταποκριτής του Variety. Ακούει τότε τον παραγωγό να λέει πως μια κοπέλα στο ταμείο ενός σινεμά στην Ελλάδα είχε προβλέψει πως η ταινία θα πάει καλά, για αυτό και την ευχαριστώ πάρα πολύ. Όταν έμαθα αυτήν την ιστορία έμεινα άναυδη”.
Οι μεγάλες επιτυχίες
“Αμέσως μετά την πρώτη πυρκαγιά κυκλοφορήσαμε το ‘Μόνος στο Σπίτι’ που μας ξελάσπωσε. Θυμάμαι χαρακτηριστικά πως σε μία μόνο μέρα είχαμε κόψει 2.700 εισιτήρια. Δεν προλάβαινα ούτε να φάω, ούτε να πιω νερό. Έχε υπόψη σου πως τότε τα εισιτήρια έρχονταν σφραγισμένα από την εφορία, επομένως έπρεπε ένα – ένα να τα ξεκολλάμε προτού τα κόψουμε. Είχαν πονέσει τα χεράκια μου! Άλλη αξέχαστη επιτυχία το ‘Pulp Fiction’, το οποίο μάθαμε πως τελικά το παίρνουμε εμείς μέσα στο αεροπλάνο για Αθήνα, επιστρέφοντας από τις Κάννες. Στο φεστιβάλ, επίσης, είχαμε δει το ‘Underground’ που μας συγκίνησε όλους βαθιά, λόγω του τρόπου που απεικονίζει τη διχοτόμηση της Γιουγκοσλαβίας. Όταν το παίξαμε στο σινεμά έκανε θραύση. Πάντα παρακολουθούσα ό,τι ταινία παίζαμε, αν όχι πρώτα σε κάποιο φεστιβάλ, είτε τα τα πρωινά στις δημοσιογραφικές προβολές ή αφού έκλεινε το σινεμά, μόνη μου, τα ξημερώματα. Μία φορά διεκδίκησα να αγοράσουμε έναν τίτλο, το ‘Κρυφό Ημερολόγιο’ του Πίτερ Γκρίναγουεϊ γιατί με είχε συνεπάρει, αλλά δεν πήγε καθόλου καλά, έτσι δεν το τόλμησα να προτείνω ξανά μία αγορά”.
Γιάννης Παπανικολάου (υπεύθυνος κινηματογράφου)
“Δουλεύω στο Ιντεάλ από το 1980. Εκείνη την περίοδο οι προβολές ξεκινούσαν στις δέκα το πρωί και ολοκληρώνονταν τα μεσάνυχτα, είχαμε δύο βάρδιες προσωπικό. Εν τω μεταξύ, παρόντες ήταν και κρατικοί υπάλληλοι που ονομάζαμε εφοριακούς, οι οποίοι ήλεγχαν τα εισιτήρια και τα τοποθετούσαν σε μια κάλπη. Παράλληλα, ανά μισή ώρα σημείωναν πόσα άτομα είχαν μπει στην αίθουσα μαζί με το αριθμό του αποκόμματός τους. Ο κόσμος που σύχναζε στο Ιντεάλ ήταν πολύ διαφορετικός σε σχέση με σήμερα, είχαμε από πολιτικούς μέχρι αστυνομικούς οι οποίοι έκαναν περιπολίες και αντί για διάλειμμα προτιμούσαν να περνάνε το χρόνο τους στον κινηματογράφο. Άλλες φορές, πάλι, έβρισκα θεατές να καπνίζουν παράνομα μέσα στην αίθουσα και τους έκανα παρατήρηση. Ανέκαθεν είχα υπό την ευθύνη μου την επίβλεψη του Ιντεάλ, αλλά αργότερα για ένα διάστημα διαχειρίστηκα και το μπαρ μαζί με τον Γιώργο Σπέντζο. Προσπαθώ πάντα να είμαι ευγενικός με τους πελάτες, γιατί με έχουν επιλέξει. Διάλεξαν τη δική μου αίθουσα για να δουν σινεμά, άρα με τιμούν”.
Το αυτόφωρο
“Οι Σπέντζοι διαπίστωσαν στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 πως κάτι αλλάζει στο χώρο του κινηματογράφου, έτσι ήθελαν να συμβαδίσουν με την εποχή. Τότε έγινε η ανακαίνιση, εγκαταστάθηκαν μοντέρνα συστήματα ήχου, ξεκίνησαν να διοργανώνουν μεταμεσονύκτιες πρεμιέρες οι οποίες έκαναν θραύση. Δε θα ξεχάσω ταινίες όπως το ‘Braveheart’, το οποίο προβλήθηκε 01.00-03.00 και λόγω της αθρόας προσέλευσης το παίξαμε ξανά μέχρι τις πέντε το πρωί. Εξαιτίας αυτών των προβολών, μάλιστα, με πήγαν αυτόφωρο! Αφορμή ήταν ένας μεταξικός νόμος ο οποίος απαγόρευε τη λειτουργία του κινηματογράφου μετά τα μεσάνυχτα. Προτού με συλλάβουν, εν τω μεταξύ, με κάλεσε ο διοικητής να δικαιολογηθεί, γιατί δεχόταν βροχή καταγγελιών. Το αστείο, βέβαια, συνέβη μετά, όταν βρεθήκαμε ενώπιων του δημόσιου κατήγορου. Προτού καλά-καλά προσπαθήσω να εξηγήσω τι έγινε, μας είπε πως είναι μόνιμος θαμώνας του Ιντεάλ, έτσι γνώριζε πολύ καλά πώς έχει η κατάσταση και μας άφησε να φύγουμε!”.
Κώστας Σπανός (υπεύθυνος προβολών)
“Ανέλαβα τις προβολές του Ιντεάλ την εποχή της μετάβασης από το φιλμ στο ψηφιακό, γύρω στο 2012. Άμα δεν αγαπάς αυτήν τη δουλειά δεν την κάνεις, γιατί πρέπει να της αφιερώσεις πάρα πολλές ώρες. Ειδικά εδώ όπου εκτός από τις καθημερινές προβολές έχουμε και τις δημοσιογραφικές το πρωί. Επομένως απαιτεί μεράκι από εσένα. Προσωπικά, όσο περνούσε από το χέρι μου, προσπάθησα να αφήσω το στίγμα μου κάνοντας βελτιώσεις οι οποίες θα διατηρούσαν την υψηλή ποιότητα προβολών που παρέχουμε. Το λέω αυτό λαμβάνοντας υπόψη τα απίστευτα κόστη που απαιτούνται για την οποιαδήποτε τεχνική παρέμβαση. Για παράδειγμα, μονάχα η λάμπα του προβολέα κοστίζει σχεδόν δύο χιλιάδες ευρώ και πρέπει να την αλλάζουμε κάθε δύο μήνες. Ο αριθμός αυτός αυξάνεται ιλιγγιωδώς, φυσικά, άμα λάβουμε υπόψη τα φίλτρα ή κάτι που μπορεί να χαλάσει στο μηχάνημα. Το οποίο, με τη σειρά του, μπορεί να φτάνει τα €80.000 – 90.000.
Αυτά είναι πράγματα που, εύλογα, δε γνωρίζει ο κόσμος. Όπως το ότι ως μηχανικός έχεις την ευθύνη να αντιλαμβάνεσαι το σωστό σημείο να κάνεις διάλειμμα για να μη χαλάσει η θέαση. Παράλληλα, πρέπει να προσέχεις ώστε να είναι στα σωστά ντεσιμπέλ ο ήχος και η εικόνα να μην παρουσιάσει το οποιοδήποτε πρόβλημα. Εγώ, ας πούμε, βγαίνω στον εξώστη, στην πλατεία, ελέγχω την κατάσταση ανάλογα και με τον αριθμό των θεατών που έχουμε. Για αυτούς και πολλούς ακόμα λόγους, το να διατηρείς ένα χειμερινό κινηματογράφο προϋποθέτει πείσμα γιατί είναι δύσκολος χώρος, παλεύεις βδομάδα τη βδομάδα. Αυτό που έχω διαπιστώσει όσα χρόνια βρίσκομαι στο Ιντεάλ, είναι πως αποτελεί έναν κινηματογράφο που βρίσκεται μέσα στις καρδιές των ανθρώπων. Έχει ξεχωριστή αύρα, αγγίζει συναισθηματικά τον κόσμο”.
Όλγα Μπίρμπα (υπεύθυνη μπαρ)
“Στο Ιντεάλ ερχόμουν πολύ συχνά, ανεξάρτητα από τι ταινία έπαιζε, για να καθίσω στα αναπαυτικά καθίσματά του και να φάω γλυκά ποπ κορν. Το μπαρ το ανέλαβα μέσω του Γιάννη, όταν μου ανέφερε πως υπάρχει κενό στη διαχείρισή του. Εγώ εκείνη την περίοδο διατηρούσα ένα μαγαζί με κοσμήματα στη Στοά Αρσακείου, επί 35 χρόνια, όμως είχα ανάγκη να αλλάξω εργασιακό περιβάλλον. Αυτή ήταν η ευκαιρία που έψαχνα και πραγματικά, από τότε το ευχαριστιέμαι όσο τίποτα. Όταν ξεκίνησα η ταινία που προβαλλόταν ήταν ο “Λύκος της Wall Street”, η οποία είχε φέρει πάρα πολύ κόσμο, αλλά εγώ ήμουν ολομόναχη και απροετοίμαστη. Τα κατάφερα, βέβαια, και έκτοτε δε φοβάμαι τίποτα, όταν μαζεύονται οι θεατές πριν από μια προβολή για να κάνουν ουρά, η αδρεναλίνη ανεβαίνει, κινείσαι γρήγορα και το απολαμβάνεις πραγματικά. Είμαι εδώ από το πρωί μέχρι το βράδυ, γιατί παρακολουθώ και τις δημοσιογραφικές προβολές, αλλά κυρίως επειδή μου αρέσει πάρα πολύ το περιβάλλον και η επαφή. Έχω γνωρίσει πάρα πολλούς ανθρώπους, έχω κάνει φιλίες που θα κρατήσω και μετά το κλείσιμο του Ιντεάλ. Πολύ απλά, εδώ έχω περάσει δέκα θαυμάσια χρόνια”.
Γιώργος Σπέντζος (διαχειριστής Ιντεάλ)
“Οι πιο ώριμες αναμνήσεις που έχω γύρω από το Ιντεάλ αφορούν κυρίως τις ταινίες που έφερνε ο πατέρας μου τη δεκαετία του ‘70, όπως οι κλασικές ‘Διαβολογυναίκες’. Την επόμενη δεκαετία αρχίσαμε να διανείμουμε ταινίες της Fox, της Disney, αλλά και της πολύ δυναμικής εκείνη την εποχή Orion, στούντιο χάρη στα οποία ζήσαμε τη μία επιτυχία μετά την άλλη. Στα 102 χρόνια ζωής του Ιντεάλ, έγιναν μερικές πολύ μεγάλες πρεμιέρες τις οποίες θα ήθελα να επισημάνω. Όπως το ‘Μπέτι Μπλου’ (1986), παρουσία του Ζαν-Ζακ Μπενέξ, το ‘Απέραντο Γαλάζιο’ (1988) με τον Λικ Μπεσόν στην Αθήνα – μετά τη φιλανθρωπική προβολή του Αττικόν. Άλλη συγκλονιστική ταινία το ‘Αριστερό μου Πόδι’ (1989), το οποίο παρουσίασε ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις συγκινώντας το κοινό και ιδιαίτερα τα παιδιά της Εταιρείας Προστασίας Σπαστικών που είχαν έρθει στην προβολή. Ακόμη, στο Ιντεάλ έγινε η πρεμιέρα του ‘Άμλετ’ (1990) του Φράνκο Τζεφιρέλι, στην οποία παρευρέθηκε ο Άλαν Μπέιτς παρότι μόλις ένα μήνα πριν είχε χάσει το παιδί του. Λίγα χρόνια μετά, οι Εμίρ Κουστουρίτσα και Γκόραν Μπρέγκοβιτς ήρθαν εδώ για την προβολή του ‘Underground’ η οποία είχε τρομερή επιτυχία. Αντίστοιχα, ευχαριστηθήκαμε ιδιαίτερα τη θέαση του ‘Αλέξη Ζορμπά’ σε επανέκδοση, η οποία συγκέντρωσε πλήθος σπουδαίων ονομάτων όπως ο Μιχάλης Κακογιάννης και ο Μίκης Θεοδωράκης. Ακόμα μία αξέχαστη, το ‘Hot Shots’ παρουσία της Βαλέρια Γκολίνο, το οποίο είχαμε κυκλοφορήσει ως ‘Στραβοί Πιλότοι σε F-16’ – μια έμπνευση του αδερφού μου Αλέξανδρου. Όλα αυτά τα χρόνια δεν έλειψαν οι ελληνικές πρεμιέρες, όπως η ‘Λούφα και Παραλλαγή’ (1984). Μια ταινία η οποία σε μια εποχή που υπήρχαν μόνο οι μονές αίθουσες, έφτασε να κόβει 750 χιλιάδες εισιτήρια.
Κατά τα άλλα, η ιστορία του Ιντεάλ είναι γνωστή και δε μου αρέσει να τη λέω γιατί με στεναχωρεί. Τελειώνει ένας κύκλος ζωής που ξεπερνά τον ένα αιώνα. Ωστόσο, την ίδια στιγμή χαίρομαι που ανοίγει η Όπερα, γιατί μοιάζει σα να φεύγει η σκυτάλη από εμάς στην Πανεπιστημίου και να πηγαίνει στην Ακαδημίας. Η παράκλησή μου είναι ο κόσμος, ιδιαίτερα ο νέος, να βλέπει σινεμά πάντα και στο φυσικό χώρο τους. Κάποια στιγμή με ρώτησε ένας: εάν φεύγατε από τη ζωή και επιστρέφατε, ποια θα ήταν η πρώτη σας επιθυμία; Απάντησα, να είναι Πέμπτη, να ανοίξω το πρόγραμμα των σινεμά στο Αθηνόραμα και να δω ποια ταινία προλαβαίνω να δω.
Σας ευχαριστώ”.


Συνέχισε να διαβάζεις